Μετάβαση στο περιεχόμενο

Η αγρύπνια των Φίννεγκαν

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η αγρύπνια των Φίννεγκαν
Εξώφυλλο έκδοσης του 1939
ΣυγγραφέαςΤζέιμς Τζόυς
ΤίτλοςFinnegans Wake
ΓλώσσαΑγγλικά
Ημερομηνία δημιουργίας1923
Ημερομηνία δημοσίευσης4  Μαΐου 1939
Μορφήμυθιστόρημα
ΧαρακτήρεςFionn mac Cumhaill, Εύα, Αδάμ, Tristan, Iseult, Ιησούς Χριστός, Άρθουρ Γουέλσλι, 1ος δούκας του Ουέλλινγκτον, Άγιος Πατρίκιος Ιρλανδίας, Charles Stewart Parnell, Τζόναθαν Σουίφτ, Ιακώβ, Ησαύ, Ισαάκ και Νώε
ΤόποςΙρλανδία
ΒραβείαΟι μεγαλύτερες επιτυχίες του 20ου αιώνα: 100 αγγλόφωνα βιβλία μυθοπλασίας[1]
LC ClassOL86319W[2]
LΤ ID11916
BL Class1596
Πρώτη έκδοσηFaber & Faber
ΠροηγούμενοΟδυσσέας
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η αγρύπνια των Φίννεγκαν (αγγλικός τίτλος: Finnegans Wake) είναι μυθιστόρημα του Ιρλανδού συγγραφέα Τζέιμς Τζόις. Είναι το τελευταίο έργο του συγγραφέα, δημοσιεύτηκε το 1939 και προκάλεσε αντιδράσεις στη λογοτεχνική κοινότητα.[3]

Η χρήση ιδιότυπης γλώσσας, οι δομικές του καινοτομίες - γραμμένο με την τεχνική ροή της συνείδησης - και η προσπάθεια εξερεύνησης των ορίων μεταξύ ύπνου, ονείρων και εγρήγορσης έχουν καταστήσει το έργο ένα από τα πιο απαιτητικά κείμενα της αγγλικής λογοτεχνίας. [4]

Ο τίτλος προέρχεται από μια ιρλανδική μπαλάντα που αναφέρεται στον οικοδόμο Τιμ Φίννεγκαν, ο οποίος πέθανε μεθυσμένος πέφτοντας από μια σκάλα, αλλά ξαναζωντάνεψε όταν στην κηδεία του ξέσπασε καυγάς και ένα μπουκάλι ουίσκι έσπασε στο φέρετρό του. Η άνοδος, η πτώση και η ανάστασή του είναι μια μεταφορά για την άνοδο και την πτώση της ανθρωπότητας.

Το μυθιστόρημα είναι γραμμένο σε πειραματικό ύφος και θεωρείται ένα από τα πιο δυσνόητα έργα μυθοπλασίας. Ήταν το τελευταίο έργο του Τζόις, το έγραψε σε μια περίοδο 17 ετών και δημοσιεύτηκε το 1939. Είναι γραμμένο σε μια ιδιότυπη γλώσσα που συνδυάζει τα τυπικά αγγλικά με νεολογισμούς, ιρλανδικές διαλέκτους, αινίγματα και λογοπαίγνια σε πολλές γλώσσες.

Η πρώτη πρόταση του βιβλίου είναι ημιτελής και συνεχίζεται στο τέλος του βιβλίου, καθιστώντας το κυκλικό. Έτσι, η τελευταία σειρά είναι στην πραγματικότητα μέρος της πρώτης και η πρώτη σειρά είναι μέρος της τελευταίας. Οι μελετητές έχουν συνδέσει αυτή την κυκλική δομή με την επιρροή του Τζαμπαττίστα Βίκο, στον οποίο υποστηρίζουν ότι βασίζεται η δομή του μυθιστορήματος.

Ο Τζόις άρχισε να εργάζεται στο μυθιστόρημα το 1922, λίγο μετά τη δημοσίευση του Οδυσσέα. Μέχρι το 1928 αποσπάσματα του νέου έργου του άρχισαν να εμφανίζονται σε συνέχειες, σε γαλλικά λογοτεχνικά περιοδικά, με τον τίτλο «Αποσπάσματα από έργο σε εξέλιξη». Ο τίτλος του έργου παρέμεινε μυστικός μέχρι να εκδοθεί ολόκληρο το βιβλίο, το 1939. Η αρχική υποδοχή, τόσο στην αποσπασματική μορφή του όσο και στην τελική του έκδοση, ήταν σε μεγάλο βαθμό αρνητική και οι απόψεις των κριτικών κυμαίνονταν από τη σύγχυση για τη ριζική αναμόρφωση της αγγλικής γλώσσας έως την ανοιχτή εχθρότητα προς την φαινομενική ακατανοησία και την έλλειψη σεβασμού στις λογοτεχνικές συμβάσεις.[4]

Έκτοτε, το έργο κατέλαβε εξέχουσα θέση στην αγγλική λογοτεχνία. Ο Άντονι Μπέρτζες το χαρακτήρισε ως «ένα σπουδαίο έργο, ένα από τα λίγα βιβλία στον κόσμο που μπορεί να μας κάνει να γελάμε δυνατά σχεδόν σε κάθε σελίδα». Ο λογοτεχνικός κριτικός Χάρολντ Μπλουμ έγραψε ότι είναι ένα από τα πιο αξιόλογα έργα του 20ού αιώνα, το αριστούργημα του Τζόις. Ο Ζακ Ντεριντά, όταν ανέπτυξε τη θεωρία της αποδόμησης, βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό σ' αυτό το μυθιστόρημα που χαρακτήρισε ακρογωνιαίο λίθο της μεταμοντερνιστικής λογοτεχνίας.

49.200 από τις λέξεις του βιβλίου χρησιμοποιούνται μόνο μία φορά και ανάμεσά τους υπάρχουν δάνεια από περίπου 70 γλώσσες (συμπεριλαμβανομένων των ρωσικών, κινεζικών, ιαπωνικών και άλλων), καθώς και λέξεις που επινοήθηκαν από τον Τζόις.[5]

Σύμφωνα με τον Άντονι Μπέρτζες, «η γλώσσα του βιβλίου είναι ονειρική. Όπως ο χρόνος και ο χώρος διαλύονται στα όνειρα, έτσι πρέπει να συμβαίνει και με τις λέξεις στις οποίες βλέπουμε τη χρονική συνέχεια: παραμορφώνονται, αλλά δεν χάνουν το νόημά τους, το οποίο γίνεται διφορούμενο».

Σχετικά με την υπόθεση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι μελετητές της λογοτεχνίας δεν συμφωνούν αν το έργο διηγείται μια ιστορία ή όχι. Ο MH Begnal συνόψισε τις διάφορες απόψεις ως εξής: «Δεν υπάρχει πλοκή όπως την ξέρουμε συμβατικά. Ωστόσο, υπάρχει μια υπόθεση στο μυθιστόρημα, αλλά παρουσιάζεται σε ένα εντελώς νέο και πειραματικό ύφος. [6]

Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει συνεκτική εξέλιξη της πλοκής, αλλά μάλλον ένας αμέτρητος αριθμός μεμονωμένων ιστοριών, μερικές από τις οποίες είναι εντελώς ανεξάρτητες και μερικές συνδέονται χαλαρά. Αυτές οι μεμονωμένες ιστορίες είναι γεμάτες αναφορές σε λογοτεχνικά και ιστορικά έργα. Η δυσκολία αποκρυπτογράφησης αυξάνεται από άπειρους συμβολισμούς και κυρίως από τη γλώσσα που αποτελείται από διάφορα θραύσματα που ενώνονται με τέτοιο τρόπο ώστε να διατηρείται η εντύπωση μιας ευανάγνωστης γλώσσας, αλλά η αποκρυπτογράφησή της απαιτεί μεγάλη προσπάθεια. Τα γλωσσικά δομικά στοιχεία προέρχονται όχι μόνο από τα αγγλικά, αν και τα αγγλικά είναι η βασική γλώσσα, αλλά από πολλές άλλες γλώσσες. Αυτό που επίσης συμβάλλει στο προφανές χάος είναι ότι τα ονόματα των χαρακτήρων αλλάζουν συνεχώς.

Παρά τις δυσκολίες, αναγνώστες και σχολιαστές έχουν καταλήξει σε ευρεία συναίνεση σχετικά με τους χαρακτήρες του βιβλίου και, σε μικρότερο βαθμό, την πλοκή του, με τις βασικές λεπτομέρειες να παραμένουν ασαφείς. Το βιβλίο εξερευνά, με ανορθόδοξο τρόπο, τη ζωή μιας οικογένειας, που περιλαμβάνει τον πατέρα, τη μητέρα και τα τρία παιδιά τους. Σε μια μη γραμμική ονειρική αφήγηση, ακολουθεί τις προσπάθειες της συζύγου να αθωώσει τον σύζυγο από μια κατηγορία εναντίον του σχετικά με σεξουαλική παρενόχληση σε δύο κορίτσια στο πάρκο - αν και οι λεπτομέρειες της κατηγορίας αλλάζουν με κάθε επανάληψη των γεγονότων - και τον αγώνα των γιων του να τον αποκαταστήσουν.

Πολλοί κριτικοί πιστεύουν ότι το βιβλίο ήταν μια προσπάθεια του Τζόις να αναδημιουργήσει την εμπειρία των ονείρων και της υπναγωγίας, αναπαράγοντας τον τρόπο με τον οποίο οι έννοιες, οι μνήμες, οι άνθρωποι και οι τόποι συγχωνεύονται στα όνειρα. Έχει επίσης θεωρηθεί ως μια προσπάθεια του συγγραφέα να συνδυάσει πολλές από τις προηγούμενες αισθητικές του ιδέες, με αναφορές που ενσωματώνονται στο κείμενο. Αν και κάποιοι κριτικοί το έχουν περιγράψει ως ακατανόητο, ο Τζόις υποστήριξε ότι κάθε συλλαβή θα μπορούσε να εξηγηθεί. Λόγω των γλωσσικών πειραματισμών, της τεχνικής της ροής της συνείδησης, των λογοτεχνικών αναφορών, των ελεύθερων συνειρμών ονείρων και της εγκατάλειψης των παραδοσιακών αφηγηματικών συμβάσεων, το έργο παραμένει σε μεγάλο βαθμό απρόσιτο στο ευρύ κοινό.[7]

Στα ελληνικά έχει μεταφραστεί το 2013 από τον Ελευθέριο Ανευλαβή για τις εκδόσεις Κάκτος με εκτενείς επεξηγηματικές σημειώσεις του μεταφραστή, ο οποίος στην Εξομολόγηση του μεταφραστή σημειώνει:[8]

«Ξεκάθαρα και τίμια θα πρέπει να ειπωθεί στον αναγνώστη ότι το βιβλίο του Τζαίημς Τζόυς Αγρύπνια των Φίννεγκαν δεν διαβάζεται ούτε σαν μυθιστόρημα, ούτε σαν νουβέλα, ούτε σαν παραμύθι, ούτε στο κρεβάτι για να μας πάρει ο ύπνος. Το βιβλίο δεν διαβάζεται γενικώς. Ο ίδιος ο Τζόυς το συνειδητοποιεί γράφοντάς το: Μπέρδεμα... Μπέρδεμα, μπλέξιμο... σαστισμάρα, διβουλία... χαύνωση στο πρόσωπο του αναγνώστη. (Letters, I,222). Το βιβλίο, με βάση τους υπαινιγμούς και τα λογοπαίγνια του Τζόυς, θα πρέπει να το «ξαναγράφει», διαβάζοντας το, ο αναγνώστης. Ο Τζόυς δεν γράφει αγγλικά. Γράφει στη δική του γλώσσα, ακατανόητη για τους μη γνωρίζοντες τα μυστικά της. Γράφει στη γλώσσα των wakish (αγρυπνιακά) όπως έχει χαρακτηρισθεί». [9]

Το 1966 κυκλοφόρησε η ταινία Passages from Finnegans Wake σε σκηνοθεσία της Μαίρης Έλεν Μπουτ. Η ταινία είναι εξ ολοκλήρου (εκτός από την εισαγωγή και μερικά τραγούδια) βασισμένη σε αποσπάσματα από το μυθιστόρημα. [10]

Μετάφραση στα ελληνικά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]