Ροή της συνείδησης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ροή της συνείδησης (αγγλικά: Stream of consciousness) ή συνειδησιακή ροή στις λογοτεχνικές μελέτες είναι αφηγηματική τεχνική, κυρίως της μοντερνιστικής κατεύθυνσης της λογοτεχνίας του 20ού αιώνα, που επιχειρεί να απεικονίσει τις πολυάριθμες σκέψεις και συναισθήματα που περνούν από το μυαλό ενός αφηγητή. Αναπαράγει άμεσα την ψυχική ζωή ενός χαρακτήρα μέσω λεκτικής καταγραφής ετερογενών εκδηλώσεων του ψυχισμού (εμπειρίες, συνειρμοί, αναμνήσεις), που τις περισσότερες φορές μεταδίδονται χωρίς καμία λογική, σύμφωνα με την αρχή ηχητικών, οπτικών και άλλων συνειρμών. Η χρήση της ροής της συνείδησης συνοδεύεται συχνά από κάθε είδους παραβιάσεις της σύνταξης και ακόμη και πλήρη απουσία σημείων στίξης, όπως για παράδειγμα στην αφήγηση της Μόλι Μπλουμ, της ηρωίδας του μυθιστορήματος του Τζέιμς Τζόις Οδυσσέας (1922). Τα κλασικά έργα της «ροής της συνείδησης» είναι τα μυθιστορήματα του Τζέιμς Τζόις, της Βιρτζίνια Γουλφ και του Γουίλιαμ Φώκνερ στα οποία κυριαρχεί η παραβίαση της παραδοσιακής αφηγηματικής δομής και η μετατόπιση των χρονικών πλαισίων.[1]

Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά συνώνυμα με τον εσωτερικό μονόλογο αν και υπάρχουν ορισμένες διαφορές.[2]

Ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο όρος «ροή της συνείδησης» εισήχθη στην επιστημονική χρήση από τον Αμερικανό ψυχολόγο Γουίλιαμ Τζέιμς, που τον χρησιμοποίησε το 1890 στις Αρχές της Ψυχολογίας [3] γράφοντας ότι η συνείδηση ​​είναι ένα ρυάκι, ένα ποτάμι στο οποίο οι σκέψεις, αισθήσεις, αναμνήσεις και ξαφνικοί συνειρμοί διακόπτουν συνεχώς ο ένας τον άλλον και είναι περίπλοκα, «παράλογα» συνυφασμένα. Ο όρος καθιερώθηκε το 1918, όταν η μυθιστοριογράφος Μέι Σίνκλερ τον εισήγαγε στη λογοτεχνική κριτική κατά την ανάλυση του πρώτου έργου της σειράς 13 ημι-αυτοβιογραφικών μυθιστορημάτων της Ντόροθι Ρίτσαρντσον με τίτλο Προσκύνημα, που είναι το πρώτο μυθιστόρημα δημοσιευμένο στα αγγλικά που χρησιμοποιεί την τεχνική. Ωστόσο, το 1934, η Ρίτσαρντσον σχολίασε ότι «Ο Μαρσέλ Προυστ, ο Τζέιμς Τζόις και η Βιρτζίνια Γουλφ χρησιμοποίησαν όλοι τη νέα μέθοδο». [4]

Υπήρχαν, ωστόσο, πολλοί πρόδρομοι, η τεχνική χρησιμοποιείται σε αποσπάσματα των έργων: Τρίστραμ Σάντυ (1757) του Λώρενς Στερν, στη Μαρτυριάρα καρδιά του Έντγκαρ Άλαν Πόε, στην Άννα Καρένινα (1878) του Τολστόι, Το πορτρέτο μιας κυρίας (1881) του Χένρι Τζέιμς, Οι κομμένες δάφνες (1887) του Εντουάρ Ντυζαρντέν και Η πείνα (1892) του Κνουτ Χάμσουν, Ο ανθυπολοχαγός Γκουστλ (1901) του Άρθουρ Σνίτσλερ, Η βουή και η μανία (1929) του Γουίλιαμ Φώκνερ. Η τεχνική εξακολουθεί να χρησιμοποιείται από σύγχρονους συγγραφείς, όπως σε έργα του Χουάν Ρούλφο, στο Πόσο αργά ήταν, πόσο αργά (1994) του Τζέιμς Κέλμαν.

Ορισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο μοντερνιστικό μυθιστόρημα που αναπτύχθηκε τον 20ό αιώνα, ορισμένοι συγγραφείς προσπάθησαν να συλλάβουν τη συνολική ροή της συνείδησης των χαρακτήρων τους, αντί να περιοριστούν σε ορθολογικές σκέψεις. Για να αναπαραστήσουν τον πλούτο, την ταχύτητα και τη λεπτότητα της νοητικής διεργασίας, ενσωματώνουν αποσπάσματα ασυνάρτητης σκέψης και ελεύθερο συσχετισμό ιδεών, εικόνων και λέξεων.[5]

Η «ροή της συνείδησης» βρίσκεται στα σύνορα με τη συνειδητή σκέψη και χαρακτηρίζεται από συχνή επανάληψη λέξεων, φαινομενική ασυνέπεια, εγκατάλειψη κανονικής σύνταξης και στίξης προκειμένου να προσομοιωθεί η ελεύθερη ροή της διαδικασίας σκέψης του χαρακτήρα.

Η τεχνική δημιουργεί την εντύπωση ότι ο αναγνώστης κρυφακούει στο μυαλό των χαρακτήρων, γεγονός που του δίνει άμεση πρόσβαση στις σκέψεις τους. Περιλαμβάνει επίσης την αναπαράσταση σε γραπτό κείμενο αυτού που δεν είναι ούτε καθαρά προφορικό ούτε αμιγώς κειμενικό. Ο συγγραφέας ενδιαφέρεται να δημοσιεύσει τη φανταστική εσωτερική ζωή των φανταστικών χαρακτήρων του για να παρέχει στον αναγνώστη μια γνώση που συνήθως είναι αδύνατη στην πραγματική ζωή. Ταυτόχρονα, αισθήσεις, εμπειρίες, συνειρμοί συχνά διακόπτουν και συμπλέκονται μεταξύ τους, όπως συμβαίνει σε ένα όνειρο αφού κάποιος ξυπνήσει από τον ύπνο και ακόμη ονειρεύεται.[6]

Διαφοροποίηση από τον εσωτερικό μονόλογο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά συνώνυμα με τον εσωτερικό μονόλογο. Ωστόσο, στις λογοτεχνικές μελέτες, ενώ στον εσωτερικό μονόλογο οι σκέψεις είναι πάντα «άμεσες», δεν αναμιγνύονται απαραίτητα με εντυπώσεις και αντιλήψεις και δεν παραβιάζουν τους κανόνες της γραμματικής ή της λογικής - ο εσωτερικός μονόλογος αναπαράγει σκέψεις που ελέγχονται από τη συνείδηση ​​και είναι ένα επίπεδο πιο κοντά στη λογική - η τεχνική ροή της συνείδησης ενσωματώνει αποσπάσματα ασυνάρτητης σκέψης, παραβιάζει τους κανόνες της αφηγηματικής διήγησης, της λογικής και της δομής των προτάσεων, η πορεία των σκέψεων και των εμπειριών του χαρακτήρα είναι διαταραγμένη, η δράση της πλοκής είναι θολή και συχνά δεν διατηρείται χρονική απόσταση σε σχέση με τα γεγονότα.[7]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]