Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ανάκτορο Καζίμιες της Βαρσοβίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ανάκτορο Καζίμιες της Βαρσοβίας
Χάρτης
Είδοςανάκτορο
Αρχιτεκτονικήνεοκλασική αρχιτεκτονική
Γεωγραφικές συντεταγμένες52°14′26″N 21°1′13″E
Διοικητική υπαγωγήΣρουντμιέστσιε
ΧώραΠολωνία
Έναρξη κατασκευής1641
Χρήσηεπίσημη κατοικία
ΑρχιτέκτοναςΤζοβάνι Μπατίστα Τρέβανο
Προστασίααμετακίνητο μνημείο[1]
Commons page Πολυμέσα

Το Ανάκτορο Kαζίμιες (πολωνικά: Pałac Kazimierzowski‎‎) είναι ένα ανακατασκευασμένο ανάκτορο στη Βαρσοβία της Πολωνίας. Βρίσκεται δίπλα στη Βασιλική Διαδρομή, στην οδό Κρακόφσκιε Πσεντμιέστσιε 26/28.

Αρχικά κτίστηκε το 1637-41, ξανακτίστηκε για πρώτη φορά το 1660 για τον βασιλιά Ιωάννη Β΄ Καζίμιρ (πολωνικά: Jan II Kazimierz Waza‎‎, από τον οποίο πήρε το όνομά του), και πάλι το 1765-68 από τον Ντομένικο Μερλίνι για το Σώμα των Δοκίμων, που ιδρύθηκε από τον βασιλιά Στανίσλαφ Β΄ Αύγουστο.

Από το 1816 το Ανάκτορο Kαζίμιες υπηρέτησε κατά διαστήματα ως έδρα του Πανεπιστημίου της Βαρσοβίας (το οποίο έκλειναν οι ρωσικές αυτοκρατορικές αρχές μετά από κάθε εξέγερση των Πολωνών υπηκόων τους, και επίσης έκλεισαν το 1939-44 οι Γερμανοί).

Ο πρίγκιπας Ζίγκμουντ-Καζίμιες Βάσα στη στοά του ανακτόρου, απέναντι από τον ποταμό Βιστούλα, 1644.
Η Βασιλική Έπαυλη (Villa Regia), 1656.

Το Aνάκτορo Kαζίμιες ανεγέρθηκε το 1637-41 για τον βασιλιά Βλαδίσλαο Δ΄ σε μανιεριστικό-πρώιμο μπαρόκ στυλ ως προαστιακή βίλα (villa suburbana), και ονομάστηκε Βασιλική Έπαυλη (λατινικά Villa Regia), σύμφωνα με το σχέδιο του Ιταλού αρχιτέκτονα Τζιοβάνι Τρεβάνο. [2] [3] Κατασκευάστηκε ως ένα ορθογώνιο κτίριο με γωνιακούς πύργους, ένας τύπος κατοικίας γνωστός ως Πότζιο-Ρεάλε - Σέρλιο από τη Villa Poggio Reale στη Νάπολη.

Το Βασιλική Έπαυλη είχε μία υπέροχη στοά στην πρόσοψη του κήπου της, με φανταστική θέα στον ποταμό Βιστούλα και στην απέναντι όχθη της Πράγας. Είχε τέσσερις κόγχες και δύο κήπους: έναν κήπο με λουλούδια μπροστά, και έναν βοτανικό κήπο στο πίσω μέρος. Και οι δύο κήποι ήταν στολισμένοι με γλυπτά, που είχε προμηθευτεί ο βασιλικός αρχιτέκτονας Aγκοστίνο Λότσι. Μερικά είχαν αγοραστεί στη Φλωρεντία αντί 7.000 γκούλντεν, άλλα είχαν παραχθεί στην Πράγα από τον Άντριεν ντε Βρις. [4] Σύμφωνα με τον Άνταμ Γιαρζέμπσκι , αποκτήθηκε ένας Ηρακλής που παλεύει με τον κένταυρο Νέσσο και ένα Άλογο που το δαγκώνει φίδι.[3] Ένα άλλο χαρακτηριστικό των κήπων ήταν μια μεγάλη πέργκολα, όπου αρχικά ο Φλαμανδός βασιλικός ζωγράφος Κρίστιαν Μίλιχ είχε το ατελιέ του, αλλά η οποία αργότερα επιλέχθηκε από τη βασίλισσα Μαρία-Λουίζα Γκονζάγκα ως χώρο για το λογοτεχνικό της σαλόνι.

Το ανάκτορο είχε πλούσια επίπλωση, με επιχρυσωμένες οροφές βενετσιάνικου στιλ (σωζόμενα παραδείγματα τέτοιων οροφών στην Πολωνία μπορεί κανείς να δει στο επισκοπικό Ανάκτορο στο Κιέλτσε) και πύλες από καφέ μάρμαρο Χεντσίνι και μαύρο Ντένμπνικ. Στη δεκαετία του 1650 ο γλύπτης Τζιοβάννι-Φραντσέσκο Ρόσι δημιούργησε άφθονες μαρμάρινες διακοσμήσεις ρωμαϊκού-μπαρόκ στυλ, με προτομές των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, και του βασιλιά Ιωάννη Β΄ Καζίμιρ και της βασίλισσας Mαρίας-Λουίζας Γκοντζάγκα (σήμερα εκτίθενται στο Κάστρο Γκρίπσχολμ στη Σουηδία). [4] Αυτά τα διακοσμητικά ήταν τόσο πολύτιμα, που κατά τη διάρκεια της Σουηδικής Επέλασης, ο βασιλιάς της Σουηδίας Κάρολος Ι΄ Γουσταύος διέταξε να ξηλώσουν αυτά τα κουφώματα και να τα μεταφέρουν στη Σουηδία. [4]

Η Βασιλική Έπαυλη είχε μια μεγάλη αίθουσα συναυλιών, διακοσμημένη με μια ελαιογραφία που απεικόνιζε την Αγία Σεσίλια, την προστάτιδα της μουσικής, και τη βασίλισσα Καικιλία-Ρενάτα, όπου στο Βασιλικό Παρεκκλήσιο Βάσα έδινε συχνές συναυλίες. Επίσης είχε μία μεγάλη συλλογή από αρχαία γλυπτά, που λεηλατήθηκε κατά τη διάρκεια της Επέλασης από τον Φρειδερίκο-Γουλιέλμο, εκλέκτορα του Βρανδεμβούργου και μεταφέρθηκε στο Βερολίνο, [3] ενώ τα γλυπτά του κήπου μεταφέρθηκαν στη Σουηδία. [3] Αφού λεηλατήθηκε το παλάτι, στη συνέχεια κάηκε.

Το ανάκτορο ως ιδιοκτησία του Σουλκόφσκι.

Μετά τις καταστροφές που προκλήθηκαν από την Επέλαση, η Βασιλική Έπαυλη ξανακτίστηκε δύο φορές, το 1652 και το 1660, σε σχέδια του Ισίντορ Αφάιτ ή του Tίτους-Λίβιους Μπουρατίνι, και ονομάστηκε "Ανάκτορο Καζίμιες" για τον βασιλιά Ιωάννη Β΄ Καζίμιρ, ο οποίος το έκανε κατοικία του.[2]

Εγκαταλελειμμένο το 1667, το ανάκτορο έγινε αργότερα ιδιοκτησία του βασιλιά Ιωάννη Γ' Σομπιέσκι. Το 1695 το κτίριο καταστράφηκε ολοσχερώς από πυρκαγιά.

Περίπου το 1724, η ιδιοκτησία του ακινήτου μεταβιβάστηκε στον βασιλιά Αύγουστο Β'. Σε αυτήν την περίοδο κατασκευάστηκε μια πύλη εισόδου στο Κρακόφσκιε Πσεντμιέστσιε (Krakowskie Przedmieście) και οκτώ στρατώνες, που τοποθετήθηκαν κάθετα στην πρόσοψη του ανακτόρου.

Σώμα Δοκίμων, 1785.

Το 1735 το ανάκτορο έγινε ιδιοκτησία του κόμη Aέξάντερ-Γιόζεφ Σουλκόφσκι. Εδώ ιδρύθηκε ένα εργοστάσιο τούβλων, ένα εργοστάσιο σομπών και ένα ζυθοποιείο, και το 1737-39 ο κόμης ανοικοδόμησε το ανάκτορο, πιθανότατα σε σχέδιο ροκοκό των Γίοχαν-Ζίγκμουντ Ντόυμπελ και Γιόακιμ-Ντάνιελ φον Γάουχ. Το ανάκτορο διευρύνθηκε και καλύφθηκε με στέγες Μανσάρ. Το κεντρικό τμήμα του κτιρίου ήταν στολισμένο με βολβοειδή κορυφή, που έφερε ένα ρολόι και έναν αετό.[4]

Το 1765 η ιδιοκτησία μεταβιβάστηκε στον βασιλιά Στανίσλαφ Β΄ Αύγουστο, ο οποίος τοποθέτησε το Σώμα των Δοκίμων εδώ, μετά από εσωτερικούς επανασχεδιασμούς από τον Ντομένικο Μερλίνι. Από το 1769 η διάσημη εφημερίδα που χορηγήθηκε από τον βασιλιά, η Monitor, τυπωνόταν σε μια εγκατάσταση, που στεγαζόταν σε ένα βοηθητικό κτίριο του ανακτόρου. Στις 5 Απριλίου 1769 το πατριωτικό έργο Ήρωας (Junak) παρουσιάστηκε σε μία σκηνή του Σώματος Δοκίμων στο ανάκτορο.[4]

Το 1794, μετά την καταστολή της εξέγερσης του Kοστσιούσκo, το Σώμα των Δοκίμων καταργήθηκε.

Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ανάκτορο Kαζίμιερς, 2019.

Το 1814 μία πυρκαγιά κατέστρεψε τους στρατώνες μπροστά από το ανάκτορο και το 1816 τη θέση τους πήραν αρχικά δύο πλαϊνά περίπτερα, που σχεδίασε ο Γιάκουμπ Κουμπίκι. Την ίδια χρονιά, το ανάκτορο έγινε η έδρα του Πανεπιστημίου της Βαρσοβίας. Ταυτόχρονα, το 1817-1831 στέγασε επίσης το Λύκειο της Βαρσοβίας, ένα γυμνάσιο όπου ο πατέρας του Φρεντερίκ Σοπέν δίδασκε γαλλικά, και του οποίου οι απόφοιτοι περιλάμβαναν και τον ίδιο τον νεαρό Σοπέν.

Τα έτη 1818-22 το κτίριο επεκτάθηκε με δύο περίπτερα παράλληλα στο Κρακόφσκιε Πσεντμιέστσιε, σχεδιασμένα από τον Mίχαλ Κάντο. Το 1824 το παλάτι ξανακτίστηκε επιμελώς στο κλασικιστικό στυλ, στο σχέδιο πιθανώς των Χίλαρυ Σπιλόβσκι και Βάτσλαφ Ρίτσελ. Περίπου το 1820 δύο ακόμη περίπτερα, ένα βόρειο και ένα νότιο, δημιουργήθηκαν στο ίδιο το κτίριο του ανακτόρου.

Πλακέτα στο ανάκτορο Καζίμιες του Πανεπιστημίου της Βαρσοβίας, προς τιμήν του φοιτητή του 1866–68 Μπολέσλαφ Πρους.

Το 1840-41 κτίστηκε το επόμενο περίπτερο, που σχεδιάστηκε από τον Aντόνιο Κοράτσι, αρχικά ως σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και αργότερα χρησίμευσε ως έδρα του "Κύριου Σχολείου" (δηλαδή, του Πανεπιστημίου της Βαρσοβίας). Περίπου το 1863 τα περίπτερα ξανακτίστηκαν σε σχέδια του Aντόνι Σουλιμόβσκι.

Το 1891-94, στην αυλή ανάμεσα στο ανάκτορο και την πύλη Κρακόφσκιε Πσεντμιέστσιε ανεγέρθηκε ένα κτίριο βιβλιοθήκης σε σχέδιο των Aντόνι Γιαμπλόνσκι-Γιασιέντσυκ και Στέφαν Σύλερ, και το 1910 κτίστηκε ένα νέο Κρακόφσκιε Πσεντμιέστσιε. Το 1929-31 το κτίριο της βιβλιοθήκης ανοικοδομήθηκε, και το 1930 το κτίριο Μέγιστη Αίθουσα ακροατών (Auditorium Maximum) ανεγέρθηκε σε σχέδιο του Aλεξάντερ Μπογιέμσκι.

Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου το ανάκτορο Καζίμιες καταστράφηκε, μαζί με άλλα κτίρια του Πανεπιστημίου της Βαρσοβίας. Υπέφερε τόσο κατά τη διάρκεια της υπεράσπισης της Βαρσοβίας το 1939, όσο και κατά την Εξέγερση της Βαρσοβίας το 1944. Μετά τον πόλεμο, το 1945-54, το ανάκτορο ξανακτίστηκε σε σχέδιο του Πιότρ Μπιεγκάνσκι. Η ανακατασκευή ολόκληρης της πανεπιστημιούπολης ολοκληρώθηκε τελικά το 1960.

Το ανάκτορο Kαζίμιες στεγάζει επί του παρόντος την πρυτανεία του Πανεπιστημίου της Βαρσοβίας, καθώς και το Μουσείο Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Βαρσοβίας. Από την αναδημιουργία του κτιρίου το 2006 (εν μέρει με κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης), το κτίριο είναι ένα από τα πιο ελκυστικά στη Βασιλική Διαδρομή της Βαρσοβίας.

  1. register of objects of cultural heritage in Poland. www.nid.pl/pl/Informacje_ogolne/Zabytki_w_Polsce/rejestr-zabytkow/zestawienia-zabytkow-nieruchomych/. Ανακτήθηκε στις 31  Μαρτίου 2023.
  2. 2,0 2,1 «Pałac Kazimierzowski, Villa Regia». warszawa1939.pl (στα Πολωνικά). Ανακτήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 2008. 
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 Lileyko, Jerzy (1984). Życie codzienne w Warszawie za Wazów (στα Πολωνικά). Warsaw. ISBN 83-06-01021-3. 
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 Kieniewicz, Stefan, επιμ. (1984). Warszawa w latach 1526–1795 (στα Πολωνικά). Warsaw. ISBN 8301033231. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]