Γύπας
Γύπας | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Όρνιο, Gyps fulvus ένας γύπας του Παλαιού κόσμου
| ||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||
|
Γύπας είναι η κοινή ονομασία Ιερακόμορφων Πτηνών, τα οποία απαρτίζονται σε δύο κατηγορίες: τους γύπες του Νέου Κόσμου, στους οποίους περιλαμβάνονται οι κόνδορες, και σε αυτούς του Παλαιού Κόσμου, που περιλαμβάνουν τα πουλιά που σαρώνουν τα πτώματα στις Αφρικανικές πεδιάδες. Οι γύπες του Νέου Κόσμου απαντώνται στη Βόρεια και στη Νότια Αμερική· οι γύπες του Παλαιού Κόσμου απαντώνται στην Ευρώπη, στην Αφρική και στην Ασία, πράγμα που σημαίνει ότι και οι δύο ομάδες μαζί απαντώνται σε όλες τις ηπείρους πλην της Αυστραλίας και της Ανταρκτικής. Παρά το γεγονός ότι επιφανειακά παρουσιάζουν ομοιότητες στη δομή και τη συμπεριφορά τους, οι γύπες του Παλαιού και οι γύπες του Νέου Κόσμου ανήκουν σε διαφορετικές ταξινομικές ομάδες· οι μεν πρώτοι ανήκουν στην υποοικογένεια Aegypiinae της οικογένειας των Αετιδών (Accipitridae) οι δε άλλοι στην οικογένεια Cathartidae.
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των περισσοτέρων γυπών (εκτός του γυπαετού) είναι τα γυμνά από φτέρωμα κεφάλι και λαιμός. Αυτό το χαρακτηριστικό χρησιμεύει στο να διατηρείται το κεφάλι τους καθαρό από τα αίματα (τα οποία δύσκολα καθαρίζονται) καθώς τρώνε. Έρευνες έχουν δείξει ότι το γυμνό δέρμα μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση της θερμοκρασίας.[1]
Συνήθως έχουν τις φωλιές τους σε βράχους και σχηματίζουν ομάδες, συχνά πολυάριθμες. Αποτελούν ένα πολύ σημαντικό κρίκο της τροφικής αλυσίδας.
Μορφολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι γύπες είναι μεγαλόσωμα πουλιά, αποκρουστικά στη θέα και τη μυρωδιά, τα οποία όπως προαναφέρθηκε δεν έχουν φτερά στο κεφάλι και τον λαιμό. Το κεφάλι τους είναι σχετικά μακρουλό. Το κοφτερό τους ράμφος είναι μακρύ και ευθύγραμμο, με κυρτό προς τα κάτω άκρο. Ο λαιμός τους είναι μακρύς και κυρτός. Το κεφάλι και ο λαιμός τους έχουν ζωηρόχρωμο δέρμα ή καλύπτονται μόνον από από λεπτά άσπρα πούπουλα. Έχουν ογκώδη, προεξέχοντα προλοβό, εξαιρετικά μεγάλα και πλατιά φτερά, αρκετά ισχυρά και κατάλληλα για πολύωρες πτήσεις· έχουν μεγάλη ικανότητα ολισθαίνουσας πτήσης (δηλαδή να εκμεταλλεύονται τα θερμά αέρια ρεύματα για να ανεβούν σε μεγαλύτερο ύψος και ύστερα να γλιστρούν έχοντας απλωμένα τα φτερά) που του επιτρέπει να παραμένει στον αέρα για ώρες. Τα πόδια είναι αδύναμα αλλά διαθέτουν μεγάλα και γαμψά νύχια κατάλληλα προσαρμοσμένα για να γραπώνουν και να συγκρατούν τη λεία αλλά και για το περπάτημα. Τα δύο φύλα δεν έχουν εξωτερικές διαφορές (απουσία φυλετικού διμορφισμού). Το στομάχι τους έχει την ικανότητα να πέπτει με ευκολία τις οπλές και τα οστά της λείας τους.
Αναπαραγωγή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το θηλυκό γεννά μόνο ένα αυγό το οποίο κλωσά μαζί με το αρσενικό για περίπου πενήντα ημέρες. Μετά την εκκόλαψη, ο νεοσσός τρέφεται με κρέας μασημένο από τους γονείς.
Σίτιση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι γύπες σπανίως επιτίθενται σε υγειή ζώα. Μπορεί όμως να επιτεθούν σε άρρωστα ή τραυματισμένα ζώα. Μόλις ανακαλύψουν ένα πτώμα ή ένα ετοιμοθάνατο ζώο ορμούν πάνω του με κάθετη εφόρμηση και φοβερή ταχύτητα, έχοντας τεντωμένο τον λαιμό, την ουρά σηκωμένη και τα φτερά μισόκλειστα. Αν το δέρμα του ζώου είναι πολύ σκληρό για να το σχίσουν με τα ράμφη τους, περιμένουν τον ερχομό κάποιου άλλου μεγαλυτέρου πτωματοφάγου ζώου, όπως ύαινες, τσακάλια και περιπλανώμενα αρσενικά λιοντάρια, που θα φάει πρώτο.[2] Οι γύπες μάχονται γύρω από το πτώμα για να διεκδικήσουν ένα μερίδιο από την τροφή. Σε αυτά τα πεδία μάχης έχουν παρατηρηθεί τεράστιοι αριθμοί γυπών. Οι πιο μεγαλόσωμοι γύπες και αυτοί με το δυνατότερο ράμφος κερδίζουν τη μερίδα του λέοντος καθώς επιβάλλονται στους υπόλοιπους. Πάντως όλοι υποχωρούν όταν έρχονται αντιμέτωποι με τα ανταγωνιστικά τους θηλαστικά. Εκτός από κουφάρια ζώων οι γύπες τρώνε -αν και σπανίως- και ζωντανή λεία όπως αρνιά και χελώνες.
Το είδος της τροφής τους, τους καθιστά ωφέλιμους για τον άνθρωπο, γιατί καθαρίζουν τον τόπο από πηγές μολύνσεως.
-
Γύπας, έτοιμος για εφόρμηση.
Ταξινόμηση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Γύπες του Παλαιού Κόσμου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι γύπες του Παλαιού Κόσμου απαντώνται στην Ευρώπη, στην Αφρική και στην Ασία και ανήκουν στην οικογένεια των Αετιδών (Accipitridae) η οποία περιλαμβάνει επίσης τους αετούς. Οι γύπες του Παλαιού Κόσμου βρίσκουν τα πτώματα με τα οποία τρέφονται χρησιμοποιώντας αποκλειστικά την όραση.
Αυτή η ομάδα γυπών περιλαμβάνει τα παρακάτω 16 είδη:
- Μαυρόγυπας, Γυψ ο μοναχός (Aegypius monachus)
- Γυπαετός, Γυπαετός ο πωγωνοφόρος (Gypaetus barbatus)
- Γυποϊέραξ, Gypohierax angolensis
- Όρνιο, Γυψ ο πυρρόχρους (Gyps fulvus)
- Ασπρόγλουτος γύπας, Gyps bengalensis
- Αφρικανόγυπας, Gyps rueppelli
- Ινδικός γύπας, Gyps indicus
- Λεπτόραμφος γύπας, Gyps tenuirostris
- Γύπας των Ιμαλαΐων Ιμαλαΐων, Gyps himalayensis
- Λευκόπλατος γύπας, Gyps africanus
- Γύπας του Ακρωτηρίου, Gyps coprotheres
- Νεκροσύρτης μοναχός, Necrosyrtes monachus
- Ασπροπάρης, Neophron percnopterus
- Σαρκόγυπας, Sarcogyps calvus
- Τόργος, Torgos tracheliotus
- Ασπροκέφαλος γύπας, Trigonoceps occipitalis
Γύπες του Νέου Κόσμου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι γύπες του Νέου Κόσμου (κόνδορες) απαντώνται στις θερμές και εύκρατες περιοχές της Αμερικής. Δεν είναι κοντινοί συγγενείς με τους γύπες της οικογένειας των Αετιδών, αλλά ανήκουν στην οικογένεια Καθαρτίδες (Cathartidae), η οποία κάποτε εθεωρείτο ότι συγγένευε με τους Πελαργούς. Ωστόσο, πρόσφατα στοιχεία DNA δείχνουν ότι θα πρέπει να συμπεριληφθεί μεταξύ των Αετιδόμορφων, μαζί με άλλα αρπακτικά πτηνά. Εντούτοις, εξακολουθούν να μην είναι στενά συνδεδεμένοι με τους άλλους γύπες, και οι ομοιότητες τους οφείλονται σε παρόμοια εξέλιξη. Αρκετά είδη έχουν καλή αίσθηση της όσφρησης, ασυνήθιστη για τα αρπακτικά, και είναι σε θέση να μυρίζουν τα νεκρά ζώα από μεγάλα ύψη, μέχρι και από ένα μίλι μακριά.
Σώζονται τα παρακάτω εφτά είδη:
- Κορακόγυπας, Coragyps atratus
- Γαλόγυπας, Cathartes aura
- Μικρός κιτρινοκέφαλος γύπας, Cathartes burrovianus
- Μεγάλος κιτρινοκέφαλος γύπας, Cathartes melambrotus
- Κόνδορας της Καλιφόρνιας, Gymnogyps californianus
- Κόνδορας των Άνδεων, Vultur gryphus
- Βασιλικός γύπας, Sarcoramphus papa
Απειλούμενα είδη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο αριθμός των γυπών της νότιας Ασίας, κυρίως αυτών της Ινδίας και του Νεπάλ, έχει μειωθεί δραματικά τα τελευταία 10-15 χρόνια. Είναι πιθανό ότι αυτή η μείωση μπορεί να οφείλεται σε κατάλοιπα του κτηνιατρικού φαρμάκου Diclofenac σε κουφάρια ζώων [3]. Η κυβέρνηση της Ινδίας έχει λάβει πολύ αργά γνώση για το γεγονός αυτό και έχει απαγορευτεί πλέον αυτό το φάρμακο για τα ζώα [4]. Ωστόσο, μπορεί να χρειαστούν δεκαετίες για να επανέλθουν οι γύπες στο προηγούμενο επίπεδο του πληθυσμού τους. Το ίδιο πρόβλημα παρατηρείται επίσης στο Νεπάλ, όπου η κυβέρνηση έχει λάβει καθυστερημένα κάποια μέτρα για την προστασία των γυπών.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Ward, J.; McCafferty, D.J.; Houston, D.C.; Ruxton, G.D. (April 2008). «Γιατί οι γύπες έχουν φαλακρά κεφάλια; Ο ρόλος της ορθοστατικής προσαρμογής και των γυμνών από φτερά περιοχών του δέρματος στη ρύθμιση της θερμοκρασίας». Journal of Thermal Biology 33 (3): 168–173. doi:. http://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S0306456508000107.
- ↑ «Fast Vulture Facts». WebVulture.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Ιουλίου 2011. Ανακτήθηκε στις Φεβρουαρίου 15, 2013.
- ↑ Oaks, J. Lindsay; Martin Gilbert, Munir Z. Virani, Richard T. Watson, Carol U. Meteyer, Bruce A. Rideout, H. L. Shivaprasad, Shakeel Ahmed, Muhammad Jamshed Iqbal Chaudhry, Muhammad Arshad, Shahid Mahmood, Ahmad Ali, and Aleem Ahmed Khan (12 Φεβρουαρίου 2004). «Diclofenac residues as the cause of vulture population decline in Pakistan». Nature (427): 630–633. doi:. http://www.nature.com/nature/journal/v427/n6975/abs/nature02317.html.
- ↑ Prakash, Vibhu; Mohan Chandra Bishwakarma, Anand Chaudhary, Richard Cuthbert, Ruchi Dave, Mandar Kulkarni, Sashi Kumar, Khadananda Paudel, Sachin Ranade, Rohan Shringarpure, Rhys E. Green (7 Noεμβρίου 2012). «The Population Decline of Gyps Vultures in India and Nepal Has Slowed since Veterinary Use of Diclofenac was Banned». PLOS ONE 7 (11). doi:. http://www.plosone.org/article/info%3Adoi%2F10.1371%2Fjournal.pone.0049118. Ανακτήθηκε στις 15 Φεβρουαρίου, 2013.
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ΠΑΠΥΡΟΣ ΛΑΡΟΥΣ ΜΠΡΙΤΤΑΝΙΚΑ