Σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας στην Ελλάδα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Στο παρόν λήμμα γίνεται μια ιστορική αναδρομή στις σχέσεις του ελληνικού κράτους με την ελληνική ορθόδοξη εκκλησία.

Ιστορικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με την ίδρυσή του το 1832, το νεότερο ελληνικό κράτος κλήθηκε να επαναπροσδιορίσει τη σχέση του με την Εκκλησία. Κατά τους προηγούμενους αιώνες, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία επεδείκνυε αχώριστη σχέση μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας, με συνεχείς παρεμβάσεις του πρώτου στην δεύτερη, ενώ στους αιώνες της δουλείας το Οικουμενικό Πατριαρχείο έπαιζε ηγετικό ρόλο για τον Ελληνισμό[1].

Ο Καποδίστριας επεχείρησε αποκατάσταση των σχέσεων με το Φανάρι, οι οποίες είχαν διακοπεί de facto από την έναρξη της Επανάστασης[1], και διεξήγαγε προχωρημένες συνομιλίες, οι οποίες όμως διακόπηκαν με τη δολοφονία του[2].

Με την έλευση του ανήλικου Βασιλέα Όθωνα, ο αντιβασιλέας Μάουρερ με βασικό σύμβουλό του σε εκκλησιαστικά ζητήματα τον Θεόκλητο Φαρμακίδη προώθησε την ανεξαρτησία της Ελλαδικής Εκκλησίας. Με ενέργειες του Φαρμακίδη στις 23 Ιουλίου/4 Αυγούστου 1833 εξεδόθη Βασιλικό Διάταγμα για την κήρυξη του αυτοκεφάλου της Ελλαδικής Εκκλησίας και την ανεξαρτησία της από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως[3]. Βασικό επιχείρημα του ήταν ότι δεν μπορούσε το ελεύθερο ελληνικό κράτος να εξαρτά την εκκλησιαστική του διοίκηση από έναν Πατριάρχη δέσμιο του Τούρκου Σουλτάνου. Με βάση το διάταγμα αυτό, αρχηγός ορίζεται ο (ρωμαιοκαθολικός) βασιλιάς[4]. Στις 25 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου, βασιλικό διάταγμα διέλυσε 412 από τα 545 ανδρικά μοναστήρια και διέθεσε την κινητή και ακίνητη περιουσία τους για τους σκοπούς που όριζε το από 2 Αυγούστου 1829 ψήφισμα του Καποδίστρια «περί αγαθής διαθέσεως των εισοδημάτων των μονών υπέρ των εκκλησιών και σχολείων[5]».

Απεικόνιση των «Ευαγγελικών» επεισοδίων στον Τύπο της εποχής

Η πολιτική ζωή της χώρας διαταράχθηκε στις 8 Νοεμβρίου του 1901 από εκτεταμένα αιματηρά επεισόδια, γνωστά ως «Ευαγγελικά» ή Ευαγγελιακά, που έλαβαν χώρα στην Αθήνα με αφορμή τη δημοσίευση από την εφημερίδα Ακρόπολις των Ευαγγελίων μεταφρασμένων, (στην πραγματικότητα μεταγλωττισμένων) —ή αλλιώς, παραφρασμένων— , κατά την τρέχουσα τότε άποψη, στη δημοτική γλώσσα. Λόγω των συγκρούσεων, ο βασιλιάς και η κυβέρνηση υποχρέωσαν σε παραίτηση τον Αρχιεπίσκοπο Προκόπιο, ενώ στις 12 Νοεμβρίου παραιτήθηκε και η Κυβέρνηση Θεοτόκη[6].

Ο Εθνικός Διχασμός είχε αντίκτυπο και στην Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία αναμείχθηκε σε αυτόν. Από το 1915 ως το 1923 η πολιτική διαίρεση έγινε και εκκλησιαστική, με τους επισκόπους της «Παλαιάς Ελλάδας»[σ 1] να τάσσονται στο πλευρό του βασιλιά και αυτούς των «Νέων Χωρών»[σ 2] να υποστηρίζουν τον Βενιζέλο[7]. Τον Μάιο του 1915 ο Αρχιεπίσκοπος έφερε στην Αθήνα την εικόνα της Ευαγγελίστριας από την Τήνο, για υποστήριξη του βασιλιά και διοργάνωσε λιτανείες και λατρευτικές εκδηλώσεις[7]. Στις 12 Δεκεμβρίου 1916, ογκώδης αντιβενιζελική πορεία με επικεφαλής την Ιερά Σύνοδο καταλήγει στο Πεδίο του Άρεως, όπου αναθεμάτισαν τον «σατανά» της πολιτικής ζωής του τόπου, Ελευθέριο Βενιζέλο, επαναλαμβάνοντας την κατάρα του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Θεόκλητου: «Κατά Ελευθερίου Βενιζέλου φυλακίσαντος αρχιερείς και επιβουλευθέντος την βασιλείαν και την πατρίδαν, ανάθεμα έστω»[8]. Το 1917, όταν ο Βενιζέλος επέστρεψε στην Αθήνα, καθαίρεσε με διάταγμα τον Αρχιεπίσκοπο και διόρισε αριστίνδην Σύνοδο, ελεγχόμενη από την κυβέρνηση[9].

Το 1938, μετά τον θάνατο του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου, η Ιερά Σύνοδος εξέλεξε νέο Αρχιεπίσκοπο τον Κορινθίας Δαμασκηνό. Η Κυβέρνηση Μεταξά, θεωρώντας τον Δαμασκηνό οπαδό του βενιζελισμού[10] και ως εκ τούτου ανεπιθύμητο για την ανάληψη της διοίκησης της Εκκλησίας[11], προέτρεψε μία ομάδα ιεραρχών να καταθέσουν προσφυγή για ακύρωση της εκλογής στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ενώ στις 3 Δεκεμβρίου του 1938 εξέδωσε αναγκαστικό Νόμο (Α.Ν. 1493/3-12-1938), ο οποίος προέβλεπε ότι αριστίνδην Σύνοδος εκλέγει τριπρόσωπο, από το οποίο η κυβέρνηση θα επέλεγε τον νέο Αρχιεπίσκοπο[12]. Το 1941, ο Χρύσανθος αρνήθηκε να ορκίσει την κυβέρνηση που ορίστηκε από τους Γερμανούς κατακτητές και με αφορμή τον τρόπο εκλογής του συνεκλήθη στις 2 Ιουλίου του 1941, βάσει του Νομικού Διατάγματος της 17ης Ιουνίου 1941, Μείζων Σύνοδος από 23 αρχιερείς, που ακύρωσε τις πράξεις της Αριστίνδην Συνόδου και όρισε Αρχιεπίσκοπο τον Δαμασκηνό. Το 1944 ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός ανέλαβε και Αντιβασιλεύς.

Τελετή παράδοσης του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος από τον δικτάτορα Παπαδόπουλο στον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, 1η Μαρτίου 1969

Το καθεστώς της 21ης Απριλίου επίσης όρισε εκλογή Αρχιεπισκόπου με επιλογή από τριπρόσωπο που εκλέγει αριστίνδην Σύνοδος, προωθώντας έτσι στον αρχιεπισκοπικό θρόνο τον ευνοούμενό της, Ιερώνυμο Κοτσώνη[13]. Ο Ιερώνυμος με τη σειρά του απομακρύνθηκε από την Δικτατορία Ιωαννίδη τον Δεκέμβριο του 1973.

Στις αρχές του 1982, η Κυβέρνηση Παπανδρέου θέσπισε τον πολιτικό γάμο. Κατόπιν όμως σφοδρών αντιδράσεων της Εκκλησίας, και μετά από απευθείας επαφές του τότε πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου με τον τότε Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, το νομοσχέδιο που ήρθε προς ψήφιση στη Βουλή προέβλεπε «ισοδυναμία» πολιτικού και θρησκευτικού γάμου, όχι όμως και υποχρεωτικότητα του πολιτικού, όπως ήταν το αρχικό σχέδιο[14]. Την περίοδο 1985-1987 η Εκκλησία αντέδρασε έντονα σε νομοθετικές πρωτοβουλίες για απαλλοτρίωση εκκλησιαστικής περιουσίας, με αποχή από εορτασμούς και διοργάνωση συλλαλητηρίου[15].

Τον Ιούνιο του 2000 ξεσπά το θέμα των ταυτοτήτων. Η τότε Κυβέρνηση Σημίτη αποφάσισε να καταργήσει την αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες, απόφαση στην οποία αντέδρασε σφοδρά ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος και η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, οι οποίοι διοργάνωσαν ογκώδεις λαοσυνάξεις και συλλογή υπογραφών.[16]. Τελικά, από το 2002 και μετά, αφαιρέθηκαν για λόγους προστασίας προσωπικών δεδομένων από τις ελληνικές ταυτότητες, ή/και γιατί δεν είναι απαραίτητα για τον σκοπό της ταυτοποίησης του προσώπου, το θρήσκευμα, το επάγγελμα, η διεύθυνση κατοικίας, το ονοματεπώνυμο συζύγου, το σχήμα κεφαλής, το δακτυλικό αποτύπωμα του δείκτη του δεξιού χεριού και το χρώμα ματιών και μαλλιών.

Σημερινό καθεστώς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας, που γνωρίζει κεφαλή της τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, υπάρχει αναπόσπαστα ενωμένη δογματικά με τη Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης και με κάθε άλλη ομόδοξη Εκκλησία του Χριστού· τηρεί απαρασάλευτα, όπως εκείνες, τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις. Είναι αυτοκέφαλη, διοικείται από την Ιερά Σύνοδο των εν ενεργεία Αρχιερέων και από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο που προέρχεται από αυτή και συγκροτείται όπως ορίζει ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας, με τήρηση των διατάξεων του Πατριαρχικού Τόμου της κθ' (29) Ιουνίου 1850 και της Συνοδικής Πράξης της 4ης Σεπτεμβρίου 1928. Σύνταγμα της Ελλάδας, άρθρο 3

Όπως καταδεικνύεται από την ιστορική αναδρομή, στην Ελλάδα υπάρχει μακρά παράδοση αλληλεξάρτησης Κράτους και Εκκλησίας, ήδη από την ίδρυση του Κράτους το 1832, και πολυεπίπεδη ανάμειξη του ενός στο άλλο και αντιστρόφως. Το θέμα του χωρισμού Εκκλησίας και Κράτους επανέρχεται κατά περιόδους με διάφορες αφορμές στην πολιτική επικαιρότητα, χωρίς όμως αυτό να οδηγεί σε ουσιώδη μεταβολή του status quo.

Κατά τη συζήτηση για την ψήφιση του Συντάγματος του 1975, ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε δηλώσει: «Πιστεύουμε στον πλήρη διαχωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας. Αυτό είναι το συμφέρον και της Εκκλησίας και της Πολιτείας. Πρέπει η Εκκλησία να πάψει να είναι παράρτημα του Κράτους, χωρίς βέβαια να γίνει Κράτος εν Κράτει[17]». Ο τότε Υπουργός Παιδείας Παναγιώτης Ζέπος δήλωνε: «...υπό τας παρούσας συνθήκας και λόγω της παραδόσεως που υπάρχει, κατά την οποίαν υπάρχει στενή σχέσις μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας, είναι δύσκολον να εκφύγωμεν αυτήν την στιγμήν από το κρατούν σύστημα της νόμω κρατούσης Πολιτείας[18]».

Σύμφωνα με το ισχύον Σύνταγμα, επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι «η Ανατολική Ορθόδοξος Εκκλησία του Χριστού» (άρθρο 3). Το άρθρο 13 απαγορεύει τον προσηλυτισμό. Το άρθρο 14 ορίζει ότι «Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η κατάσχεση (εφημερίδων και άλλων εντύπων), με παραγγελία του εισαγγελέα, μετά την κυκλοφορία (...) για προσβολή της χριστιανικής και κάθε άλλης γνωστής θρησκείας». Το άρθρο 16 ορίζει ότι στους σκοπούς της Παιδείας περιλαμβάνεται και η ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης. Το άρθρο 33 ορίζει ρητώς ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ορκίζεται «Εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας καὶ Ὁμοουσίου καὶ Ζωοποιοῦ καὶ Ἀδιαιρέτου Τριάδος», ενώ το άρθρο 59 ορίζει αντίστοιχο όρκο για τους βουλευτές, προβλέποντας ειδικό όρκο για «αλλόθρησκους ή ετερόδοξους[19]».

Ο χωρισμός κράτους και εκκλησίας ήταν πάγια θέση του ΠΑΣΟΚ, από το «συμβόλαιο με το λαό», διακήρυξη του 1981, αλλά και αργότερα.[20], παρόλο που δεν τον υλοποίησε ποτέ.[21]

Ένα πλέγμα νόμων ρυθμίζει ειδικότερα θέματα, πάντα σε ένα καθεστώς αλληλοεξάρτησης, όπως την μισθοδοσία των κληρικών από τον Κρατικό Προϋπολογισμό, τις ατέλειες εκκλησιαστικών ιδρυμάτων, την απαλλαγή των μοναχών από τη στράτευση. Τέλος, πολλές επίσημες τελετές και αργίες δημοσίων υπηρεσιών καθορίζονται από το τυπικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας[17].

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Παλαιά Ελλάδα» αποκαλούνται από την Εκκλησία της Ελλάδος, οι περιοχές που προσαρτήθηκαν στην Ελλάδα, τον 19ο αιώνα, δηλαδή η Πελοπόννησος, η Στερεά Ελλάδα, οι Σποράδες, τα Επτάνησα, το μεγαλύτερο μέρος της Θεσσαλίας, τμήμα της Ηπείρου (ο Νομός Άρτας και μικρό μέρος του Νομού Ιωαννίνων) και οι Κυκλάδες.
  2. «Νέες Χώρες» αποκαλούνται από την Εκκλησία της Ελλάδος, οι περιοχές που προσαρτήθηκαν στην Ελλάδα, από το 1913 και μεταγενέστερα έως και το 1923, δηλαδή η Ήπειρος, η Μακεδονία, τα Νησιά Βορειοανατολικού Αιγαίου, η Θράκη και μικρό μέρος της Θεσσαλίας (ο σημερινός Δήμος Ελασσόνας). Εξαίρεση φυσικά, αποτελεί το Άγιο Όρος, το οποίο αυτοδιοικείται με τους δικούς του θεσμούς βάσει του Καταστατικού Χάρτη του Αγίου Όρους του 1924.

Αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Καραγιάννης, Γιώργος (1997). Εκκλησία και Κράτος 1833-1997. Αθήνα: Το Ποντίκι. σελίδες 9. ISBN 9608402492. 
  2. Καραγιάννης, Γιώργος (1997). Εκκλησία και Κράτος 1833-1997. Αθήνα: Το Ποντίκι. σελίδες 10. ISBN 9608402492. 
  3. Καραγιάννης, Γιώργος (1997). Εκκλησία και Κράτος 1833-1997. Αθήνα: Το Ποντίκι. σελίδες 13. ISBN 9608402492. 
  4. Καραγιάννης, Γιώργος (1997). Εκκλησία και Κράτος 1833-1997. Αθήνα: Το Ποντίκι. σελίδες 13. ISBN 9608402492. 
  5. Καραγιάννης, Γιώργος (1997). Εκκλησία και Κράτος 1833-1997. Αθήνα: Το Ποντίκι. σελίδες 15. ISBN 9608402492. 
  6. Καραγιάννης, Γιώργος (1997). Εκκλησία και Κράτος 1833-1997. Αθήνα: Το Ποντίκι. σελίδες 29. ISBN 9608402492. 
  7. 7,0 7,1 Καραγιάννης, Γιώργος (1997). Εκκλησία και Κράτος 1833-1997. Αθήνα: Το Ποντίκι. σελίδες 32. ISBN 9608402492. 
  8. «Το κατά Βενιζέλου «Ανάθεμα»». sansimera.gr. 
  9. Καραγιάννης, Γιώργος (1997). Εκκλησία και Κράτος 1833-1997. Αθήνα: Το Ποντίκι. σελίδες 35. ISBN 9608402492. 
  10. "Η αρχή έγινε με την ακύρωση της εκλογής του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού (Παπανδρέου), γνωστού για τα δημοκρατικά του φρονήματα"I.Μ. Κονιδάρης, 150 χρόνια μετά το αυτοκέφαλο, Άρθρο στην εφημερίδα το Βήμα, 15 Οκτωβρίου 2000 - Αρ. Φύλλου 13083
  11. "Ο δικτάτορας Ι. Μεταξάς δεν τον ήθελε, έβαλε μητροπολίτες και έκαναν προσφυγή στο Συμβούλιο Επικρατείας" Ιωάννη Ε. Αναστασίου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Τόμος Β', Εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη σελ.681
  12. Καραγιάννης, Γιώργος (1997). Εκκλησία και Κράτος 1833-1997. Αθήνα: Το Ποντίκι. σελίδες 56. ISBN 9608402492. 
  13. Καραγιάννης, Γιώργος (1997). Εκκλησία και Κράτος 1833-1997. Αθήνα: Το Ποντίκι. σελίδες 163. ISBN 9608402492. 
  14. Καραγιάννης, Γιώργος (1997). Εκκλησία και Κράτος 1833-1997. Αθήνα: Το Ποντίκι. σελίδες 188. ISBN 9608402492. 
  15. Καραγιάννης, Γιώργος (1997). Εκκλησία και Κράτος 1833-1997. Αθήνα: Το Ποντίκι. σελίδες 192. ISBN 9608402492. 
  16. «Εκκλησιαστικά συλλαλητήρια για τις ταυτότητες». in.gr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 14 Μαρτίου 2017. 
  17. 17,0 17,1 Καραγιάννης, Γιώργος (1997). Εκκλησία και Κράτος 1833-1997. Αθήνα: Το Ποντίκι. σελίδες 182. ISBN 9608402492. 
  18. Πρακτικά Βουλής των Ελλήνων, συνεδρίαση 23ης Απριλίου 1975
  19. Καραγιάννης, Γιώργος (1997). Εκκλησία και Κράτος 1833-1997. Αθήνα: Το Ποντίκι. σελίδες 181. ISBN 9608402492. 
  20. Φούγιας, Μεθόδιος Γ. (1997). Epikaira Hellēnika themata: tomes, theseis. Εκδ. Οργανισμός Λιβάνη, Νέα Σύνορα. 
  21. Κατσοριδας, Δημητρης Α (2006). ΠΑΣΟΚ: απο την αλλαγη στην μεταλλαξε : γεννηση, πορεια, καμπη, συντηρητικη στροφη. Εκδοσεις ΚΨΜ. σελ. 33. ISBN 9789608890633.