Σύστημα Πέντε Βουνών

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το Νανζέν-τζι του Κιότο ήταν ο επόπτης ολόκληρου του συστήματος των Πέντε Βουνών στην Ιαπωνία

Το Σύστημα Πέντε Βουνών και Δέκα Μοναστηριών (五山十刹制度, κινεζικά: Wushan Shicha, Ιαπωνικά: Gozan Jissetsu Seido), πιο συχνά αποκαλούμενο απλά Σύστημα Πέντε Βουνών, ήταν δίκτυο βουδιστικών ναών Τσαν (Ζεν), που επιχορηγούνταν από το κράτος και που δημιουργήθηκαν στην Κίνα κατά την δυναστεία Νότια Σονγκ (1127–1279). Ο όρος «βουνό» σε αυτό το πλαίσιο σημαίνει «ναός» ή «μοναστήρι», και υιοθετήθηκε, επειδή πολλά μοναστήρια χτίστηκαν σε απομονωμένα βουνά. Το σύστημα ξεκίνησε από την Ινδία και αργότερα υιοθετήθηκε επίσης στην Ιαπωνία κατά την ύστερη περίοδο Καμακούρα (1185–1333). [1]

Στην Ιαπωνία, οι δέκα υπάρχοντες ναοί «Πέντε Βουνά» (πέντε στο Κιότο και πέντε στην Καμακούρα της Καναγκάουα) προστατεύονταν και ελέγχονταν από το σογκουνάτο. [1] Με τον καιρό, έγιναν ένα είδος κυβερνητικής γραφειοκρατίας, που βοήθησε το σογκουνάτο Ασικάγκα να σταθεροποιήσει τη χώρα κατά τη διάρκεια της ταραγμένης περιόδου Νανμπόκου-τσο. Κάτω από τους δέκα ναούς Γκοζάν υπήρχαν δέκα ναοί οι λεγόμενοι Τζισέτσου (Jissetsu, 十刹), ακολουθούμενοι από ένα άλλο δίκτυο ναών, που ονομαζόταν Σοζάν (Shozan, 諸山, κυριολεκτικά πολλοί ναοί). [2] Οι όροι Γκοζάν και Σύστημα Πέντε Βουνών χρησιμοποιούνται τόσο για τους δέκα κορυφαίους ναούς όσο και για το δίκτυο Σύστημα Πέντε Βουνών γενικά, συμπεριλαμβανομένου του Τζισέτσου και του Σοζάν.

Παλαιότερα υπήρχε στην Καμακούρα ένα παράλληλο «Σύστημα Πέντε Βουνών» γυναικείων μοναστηριών, που ονομάζονταν Αμαγκοζάν (Amagozan, 尼五山), από τα οποία το διάσημο Τοκέι-τζι είναι ο μόνος επιζών ναός. [3]

Το σύστημα στην Κίνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την εποχή της δυναστείας των Σονγκ, το Τσαν (ιαπωνικό Ζεν) ήταν η κυρίαρχη μορφή μοναχισμού και είχε σημαντική αυτοκρατορική υποστήριξη. [4] Αυτό την ανάγκασε να αποκτήσει ορισμένα χαρακτηριστικά και να αναπτύξει ένα δίκτυο μοναστηριακών αξιωμάτων και τελετουργιών, που ήθελε το κράτος.[4] Γύρω στον 12ο αιώνα, αυτή η τάση προς τον μοναστικό πλούτο και την αυτοκρατορική προστασία έγινε ακόμη πιο έντονη με τη δημιουργία με άμεση αυτοκρατορική διαταγή στη Νότια Κίνα του Συστήματος των Πέντε Βουνών και των Δέκα Ναών (五山十刹, wushan shicha) κατά τη διάρκεια της δυναστείας του όψιμου Νότιου Σονγκ (1127 –1279). [3] [4] Ήταν ένα σύστημα ναών και μοναστηριών, που χρηματοδοτούνταν από το κράτος, που χτίστηκαν, για να προσεύχονται στους θεούς για τη δυναστεία και το κράτος, το οποίο απειλούνταν από εχθρούς από τη Βόρεια Κίνα. [3] [4] Το σύστημα είχε στην κορυφή του πέντε διάσημους ναούς και δέκα μικρότερους αμέσως παρακάτω. [3] [4] Οι αξιωματούχοι επέλεξαν και τους πέντε ναούς της ανώτερης βαθμίδας και τον αρχιερέα, που τους διοικούσε. [3] [4]

Τα πέντε διάσημα μοναστήρια («πέντε βουνά») ήταν: [5]

  • Ναός Λινγκιίν (灵隐寺, Lingyin si) στο βουνό Λινγκιίν, νομός Χανγκ, κομητεία Ξιάντανγκ
  • Ναός Τζίνγκσι (净慈寺, Jingci si) στο βουνό Νανπίνγκ, νομός Χανγκ, κομητεία Ξιάντανγκ
  • Ναός Τζίνγκσαν (径山寺, Jingshan si) στο βουνό Τζινγκ, νομός Χανγκ, κομητεία Λίν' αν
  • Ναός Τιάντονγκ (天童寺, Tiantong si) στο βουνό Τιάντονγκ, νομός Μίνγκ, κομητεία Γιν
  • Ναός Αγιουγουάνγκ (阿育王寺, Ayuwang si) στο βουνό Αγιουγουάνγκ, νομός Μίνγκ, κομητεία Γιν

Το σύστημα επινοήθηκε ειδικά για να ελέγξει τη δύναμη των ναών του Τσαν, μια δύναμη που μεγάλωνε με τα χρόνια και ανησυχούσε την κεντρική κυβέρνηση.[3] Η επακόλουθη υποταγή του δικτύου Τσαν στην αυτοκρατορική εξουσία και οι στόχοι του είναι εμφανής σε μεταγενέστερους κώδικες, ιδιαίτερα στο Baizhang qinggui, που συντάχθηκε το 1336.[4] Επειδή οι κατακτητές Μογγόλοι υποστήριξαν οικονομικά τον Τσαν, ο κώδικας δίνει έμφαση στις προσευχές για τον αυτοκράτορα και τους μοναχούς προγόνους. [4] Ο αυτοκράτορας περιγράφεται ακόμη και ως nirmanakaya, ή ενσαρκωμένος Βούδας.[4] Η περίπλοκη μοναστική γραφειοκρατία, που περιγράφει ο κώδικας αντικατοπτρίζει ξεκάθαρα την αυτοκρατορική διοίκηση με τις ανατολικές και δυτικές τάξεις της. [4] Ο κώδικας είναι σε συνεχή χρήση από τότε, και όχι μόνο στον Βουδισμό του Τσαν. [4]

Το σύστημα στην Ιαπωνία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εισήχθη στην Ιαπωνία από την αντιβασιλεία Χότζο, μετά από μια αρχική εχθρότητα από παλαιότερες και καθιερωμένες βουδιστικές αιρέσεις, ευημερούσε χάρη στην υποστήριξη των στρατιωτικών ηγεμόνων της χώρας στην Καμακούρα πρώτα και στο Κιότο αργότερα. [6] Στην τελική έκδοση του συστήματος, τα Πέντε Βουνά του Καμακούρα ήταν, από τον πρώτο ναό έως τον τελευταίο, ο Κέντσο-τζι, Ενγκάκου-τζι, Τζουφούκου-τζι, Τζότσι-τζι και Τζόμιο-τζι. Τα Πέντε Βουνά του Κιότο, που δημιουργήθηκαν αργότερα από το σογκουνάτο Ασικάγκα μετά την κατάρρευση του καθεστώτος Καμακούρα, ήταν οι ναοί Τενριού-τζι, Σόκοκου-τζι, Κέννιν-τζι, Τοφούκου-τζι και Μαντζιού-τζι. Πάνω από όλα ήταν ο τεράστιος ναός Νανζέν-τζι. Κάτω από την ανώτερη βαθμίδα υπήρχε ένα πανεθνικό δίκτυο μικρότερων ναών, που επέτρεπε την επιρροή του να γίνει αισθητή παντού. [6]

Λειτουργία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το σύστημα υιοθετήθηκε για την προώθηση του Ζεν στην Ιαπωνία, ωστόσο, στην Ιαπωνία όπως είχε ήδη συμβεί στην Κίνα, ελεγχόταν και χρησιμοποιήθηκε από την άρχουσα τάξη της χώρας για τους δικούς της διοικητικούς και πολιτικούς σκοπούς. [6] Το σύστημα Γκοζάν επέτρεψε στους κορυφαίους ναούς να λειτουργούν ως de facto υπουργεία, χρησιμοποιώντας το εθνικό τους δίκτυο ναών για τη διανομή των κυβερνητικών νόμων και κανόνων και για την παρακολούθηση των τοπικών συνθηκών για τους στρατιωτικούς ανωτέρους τους. [6] Οι Χότζο πρώτα και οι Ασικάγκα αργότερα μπόρεσαν να κρύψουν τη δύναμή τους κάτω από μια θρησκευτική μάσκα, ενώ μοναχοί και ιερείς εργάζονταν για την κυβέρνηση ως μεταφραστές, διπλωμάτες και σύμβουλοι. [6] Στην αίρεση Ρινζάι, η συνεργασία με το σογκουνάτο έφερε πλούτο, επιρροή και πολιτική ισχύ.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το σύστημα είχε έρθει στην Ιαπωνία σε μια εποχή, που οι πέντε μεγάλοι ναοί Ζεν του Καμακούρα ήταν ήδη γνωστοί ως τα Πέντε Βουνά και ενοποίησε σε έναν οργανισμό όλους τους μεγάλους ναούς των κυρίαρχων σχολών Ζεν της εποχής. [2] Θεσμοθέτησε έτσι ένα μεγάλο και πολύ σημαντικό κομμάτι της σχολής Ρινζάι, φέρνοντάς της υπό την προστασία, αλλά και τον έλεγχο του κράτους. [2] Όλο το δίκτυο των ναών εποπτευόταν από μια κρατική γραφειοκρατία, που δημιουργήθηκε ειδικά για αυτό το έργο. [2]

Το σύστημα στην τελική του μορφή είχε τρεις βαθμίδες, με τα Πέντε Βουνά του Κιότο (Κιότο Γκοζάν) (京都五山) στην κορυφή, γνωστά στα αγγλικά και ως Πέντε Ζεν Ναοί του Κιότο και τα Πέντε Βουνά της Καμακούρα (Καμακούρα Γκοζάν) (鎌倉五山), σε μια δευτερεύουσα θέση. [2] Κάτω από αυτούς ήταν οι λεγόμενοι Δέκα Ναοί, ή Τζισέτσου, και στο κάτω μέρος άλλους ναούς γνωστούς συλλογικά ως Σοζάν. [2]

Στους ναούς Γκοζάν κυριαρχούσε κυρίως η σχολή Ρινζάι. Ωστόσο, ο κλάδος Κότσι-χα (Kōchi-ha, 宏智派) της σχολής Σότο Ζεν ανήκε επίσης στο σύστημα Γκοζάν.

Υπό την αιγίδα των δασκάλων τους, οι ναοί των Πέντε Βουνών έγιναν σταδιακά κέντρα μάθησης και ανέπτυξαν μια χαρακτηριστική λογοτεχνία, που ονομάζεται Ιαπωνική Λογοτεχνία των Πέντε Βουνών. [2] Κατά τον ιαπωνικό Μεσαίωνα, οι σπουδαστές τους άσκησαν εκτεταμένη επιρροή στις εσωτερικές πολιτικές υποθέσεις της χώρας. Το σύστημα έδωσε μεγάλη αξία σε έναν ισχυρό προσανατολισμό προς το κινεζικό Ζεν, την κινεζική φιλοσοφία και την κινεζική λογοτεχνία. Οι σπουδαστές της οργάνωσης είχαν στενή σχέση με την αυτοκρατορική δυναστεία των Μινγκ, είχαν διάχυτη επιρροή σε πολλούς πολιτιστικούς τομείς και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εισαγωγή του Νεοκομφουκιανισμού (ιδιαίτερα όσον αφορά το shushigaku (朱子学) από την Κίνα στην Ιαπωνία.

Γέννηση του Γκοζάν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο τέλος της περιόδου Καμακούρα (1333) οι τέσσερις ναοί του Κέννιν-τζι, Κέντσο-τζι, Ενγκάκου-τζι και Τζουφούκου-τζι, ήταν ήδη γνωστοί ως Γκοζάν, αλλά δεν είναι γνωστά πολλά για το σύστημα, τη δομή του και την ιεραρχική τάξη. [1]

Η πρώτη επίσημη αναγνώριση του συστήματος ήρθε από τον αυτοκράτορα Γκο-Ντάιγκο κατά τη σύντομη αποκατάσταση του Κένμου (1333–1336). Ο Γκο-Ντάιγκο πρόσθεσε το Κιότο Γκοζάν στους υπάρχοντες ναούς στην Καμακούρα με τους Νταϊτόκου-τζι και Νανζέν-τζι μαζί στην κορυφή ως νούμερο 1, ακολουθούμενοι από τον Κέννιν-τζι και τον Τοφούκου-τζι. Σε αυτό το χρονικό σημείο, παρά το όνομά τους, οι ναοί Γκοζάν δεν ήταν πέντε αλλά τέσσερις και στις δύο πόλεις. [1] Στην αρχή της περιόδου Μουρομάτσι, έγιναν πέντε στο Κιότο αργότερα, όταν ο Ασικάγκα Τακαούτζι έχτισε το Τενριού-τζι στη μνήμη του Γκο-Ντάιγκο.

Το πρώιμο σύστημα κατάταξης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πρώτη σαφής διατύπωση ενός σαφούς συστήματος κατάταξης Γκοζάν χρονολογείται από το έτος 1341.

Πρώτη Κατάταξη Κέντσο-τζι, Καμακούρα
Νανζέν-τζι, Κιότο
Δεύτερη Κατάταξη Ενγκάκου-τζι, Καμακούρα
Τενριού-τζι, Κιότο
Τρίτη Κατάταξη Τζουφούκου-τζι, Καμακούρα
Τέταρτη Κατάταξη Κέννιν-τζι, Κιότο
Πέμπτη Κατάταξη Τοφούκου-τζι, Κιότο
Υποναός (ή jun-gozan ) Τζότσι-τζι, Καμακούρα

Το σύστημα τροποποιήθηκε ξανά πολλές φορές σύμφωνα με τις προτιμήσεις της κυβέρνησης και του Αυτοκρατορικού Παλατιού.

Το σύστημα Ανκόκου-τζι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο κήπος ζεν, που έχτισε ο Μουσό Σοσέκι στο Τενριού-τζι, που ήταν επικεφαλής του Κιότο Γκοζάν

Από τις πόλεις-βάσεις τους την Καμακούρα και το Κιότο, τα δίδυμα συστήματα των Πέντε Βουνών είχαν μεγάλη επιρροή σε ολόκληρη τη χώρα. [2] Ακολουθώντας τη συμβουλή του Μουσό Σοσέκι, ο σόγκουν Ασικάγκα Τακαούτζι και ο αδελφός του Ασικάγκα Τανταγιόσι αποφάσισαν να ενισχύσουν το σύστημα χτίζοντας σε κάθε επαρχία ενός Ανκόκου-τζι (Ankoku-ji, 安国寺, Ναός για την Εθνική Ειρήνευση) και ενός Ρισό-το (Rishō-tō, 利生塔, Παγόδα για την ευημερία των ευαίσθητων όντων). [2]

Αυτά ήταν αφιερωμένα στη μνήμη των νεκρών του Πολέμου Γκένκο του 1331-3, του πολέμου στον οποίο ο αυτοκράτορας Γκο-Ντάιγκο έσπασε τη δύναμη της φυλής Χότζο. Ο αυτοκράτορας Κόγκον εξέδωσε το 1345 ένα διάταγμα για την ανάπτυξη του νέου συστήματος και από το 1362 έως το 1367 οι ναοί και οι παγόδες χτίστηκαν σε 66 επαρχίες. [2]

Το δίκτυο Ανκόκου-τζι ελεγχόταν αυστηρά από τους Ασικάγκα σούγκο (shugo, 守護) (Κυβερνήτες) και συνδέθηκε με το σύστημα Γκοζάν. [2] Οι Ρισό-το ήταν άμεση ιδιοκτησία των Γκοζάν, με εξαίρεση εκείνων που συνδέονταν με τους Ασικάγκα, οι οποίοι συνδέονταν με ισχυρούς ναούς σχολών, που δεν ανήκαν στη σχολή Ρινζάι, κυρίως των αιρέσεων Σινγκόν, Τεντάι και Ρίσσου. [2]

Και τα δύο αδέρφια πέθαναν νωρίς (ο Τανταγιόσι το 1352, σύμφωνα με το Ταϊχεΐκι από δηλητηρίαση, και ο Τακαούτζι το 1358 από καρκίνο), έτσι δεν μπορούσαν να επιβλέψουν τη δημιουργία του συστήματος μέχρι το τέλος του.

Το σύστημα ολοκληρώθηκε υπό τον Ασικάγκα Γιοσιμίτσου, όταν ήταν 10 ετών. Κατά τη διάρκεια της αντιβασιλείας του πατέρα του Ασικάγκα Γιοσιακίρα, ο οποίος ήταν μέχρι το θάνατό του απασχολημένος με τον πόλεμο με τη Νότια Αυλή, οι κυβερνήτες Ασικάγκα είχαν γίνει ωστόσο ισχυροί και ανεξάρτητοι πολέμαρχοι. Παρόλο που ως συνέπεια οι επαρχίες δεν δέχονταν πλέον την επίβλεψη των Γκοζάν και του σογκουνάτου, το σύστημα Γκοζάν/Ανκόκου-τζι παρέμεινε ένα πολύτιμο όργανο για τον έλεγχο των διαφόρων αιρέσεων Ζεν.

Η τελική μορφή του συστήματος Γκοζάν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κέντσο-τζι, επικεφαλής του Καμακούρα Γκοζάν

Μετά την ολοκλήρωση του Σοκόκου-τζι από τον Γιοσιμίτσου το 1386 δημιουργήθηκε ένα νέο σύστημα κατάταξης με τον Νανζέν-τζι στην κορυφή και σε μια δική του κατηγορία. [2] Ο Νανζέν-τζι είχε τον τίτλο του "Πρώτος Ναός της Χώρας" και έπαιξε εποπτικό ρόλο. [2]

Νανζέν-τζι
Κιότο Καμακούρα
Πρώτη Κατάταξη Τενριού-τζι Κέντσο-τζι
Δεύτερη Κατάταξη Σοκόκου-τζι Ενγκάκου-τζι
Τρίτη Κατάταξη Κέννιν-τζι Τζουφούκου-τζι
Τέταρτη Κατάταξη Τοφούκου-τζι Τζότσι-τζι
Πέμπτη Κατάταξη Μάντζου-τζι Τζόμιο-τζι

Αυτή η δομή στη συνέχεια παρέμεινε λίγο πολύ αμετάβλητη για την υπόλοιπη ιστορία του συστήματος. [1]

Οι ναοί Τζισέτσου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Τζισέτσου, η δεύτερη βαθμίδα του συστήματος των Πέντε Βουνών, δημιουργήθηκε, για να βρίσκεται ιεραρχικά κάτω από το Γκοζάν, αλλά αναπτύχθηκε αργά προς ένα ανεξάρτητο σύστημα. [2] Οι ναοί αυτής της τάξης ήταν γενικά ισχυροί θεσμοί μεγάλου κύρους και έπρεπε να βοηθήσουν τη στρατιωτική κυβέρνηση οικονομικά και με άλλους τρόπους. [2]

Κατά τη διάρκεια της αποκατάστασης του Κένμου, ναοί όπως ο Τζόμιο-τζι στην επαρχία Σαγκάμι και Μάντζου-τζι στην επαρχία Μπούνγκο ήταν ήδη μέρος του συστήματος, το οποίο επομένως θεωρείται ότι γεννήθηκε κατά την ύστερη περίοδο Καμακούρα. [7] Τίποτα άλλο δεν είναι ωστόσο γνωστό για τον χαρακτήρα και τη δομή του συστήματος εκείνη την εποχή. Το 1341 το σύστημα περιελάμβανε τους Τζόμιο-τζι, Ζένκο-τζι, Τόσο-τζι και Μάντζου-τζι στην επαρχία Σαγκάμι, Μάντζου-τζι, Σίννιο-τζι και Ανκόκου-τζι στην επαρχία Γιαμασίρο, Τσοράκου-τζι στην επαρχία Κοζούκε, Σοφούκου-τζι στην επαρχία Τσικούζεν και Μάντζου-τζι στο Μπούνγκο. [7]

Μετά από πολλές αλλαγές, το 1386 το σύστημα χωρίστηκε στη μέση μεταξύ του Καντό Τζισέτσου, δηλαδή των ναών κάτω από το Καμακούρα Γκοζάν, και του Κιότο Τζισέτσου, δηλαδή των ναών κάτω από το Κιότο Γκοζάν. [7]

Οι ναοί Κιότο Τζισέτσου ήταν τότε οι εξής: Τότζι-ιν , Ρίνσεν-τζι, Φούμον-τζι, Σίννιο-τζι, Ανκόκου-τζι, Χόντο-τζι, Κοκάκου-τζι, Μιόκο-τζι, Νταϊτόκου-τζι και Ριούσο-τζι.[7]

Οι Καντό Τζισέτσου ήταν οι εξής: Ζένκο-τζι, Ζουίσεν-τζι, Τόσο-τζι, Μάντζου-τζι, Ταϊκέι-τζι, Ζενπούκου-τζι και Χόσεν-τζι στο Σαγκάμι, Κοσέι-τζι στην επαρχία Μούτσου, Τόζεν-τζι στην επαρχία Μουσάσι και Τσοράκου-τζι στο Κοζούκε. [7]

Αργότερα, ο όρος Τζισέτσου έχασε την αρχική του σημασία και έγινε απλώς ένας βαθμός. Κατά συνέπεια, στα τέλη του Μεσαίωνα περιλάμβανε πάνω από 60 ναούς. [7]

Οι ναοί Σοζάν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η τρίτη και χαμηλότερη βαθμίδα ήταν αυτή του επονομαζόμενου Σοζάν, που μερικές φορές ονομάζεται επίσης κασσάτσου, κοσάτσου ή κασσέτσου (甲刹) ως η αντίστοιχη βαθμίδα του συστήματος ναών, που χρηματοδοτείται από την Κίνα. [8] Ωστόσο, αυτοί οι τελευταίοι όροι χρησιμοποιούνται συνήθως μόνο γραπτώς για κομψότητα. [9] Ο όρος στην Κίνα σήμαινε «πρώτος στη σειρά» σε μια συγκεκριμένη επαρχία, αλλά στην Ιαπωνία αυτή η έννοια χάθηκε. [9]

Γνωρίζουμε ότι το 1321 ο ναός Σούτζου-τζι της επαρχίας Σαγκάμι και το 1230 ο ναός Τζούσο-τζι της επαρχίας Χίγκο ήταν μέρος του συστήματος, το οποίο επομένως πρέπει να είναι παλαιότερο. [8] Περισσότεροι ναοί από όλα τα μέρη της χώρας προστέθηκαν αργότερα κατά τη διάρκεια της αποκατάστασης του Κένμου. Σε αντίθεση με τους Γκοζάν και τους Τζισέτσου, οι Σοζάν δεν ταξινομήθηκαν ιεραρχικά και δεν υπήρχαν όρια στον αριθμό τους, ο οποίος κατά συνέπεια αυξήθηκε έως ότου περισσότεροι από 230 ναοί ανήκαν στο σύστημα. [8] Ένας αρχιερέας Ζεν (jūji (住持) στην καριέρα του συνήθως ανέβαινε από το σύστημα Σοζάν στο Τζισέτσου και τελικά στο Γκοζάν. [8]

Ρίνκα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εκτός από τους ναούς Γκοζάν, υπήρχαν επίσης πολλοί άλλοι στις επαρχίες που ονομάζονταν Ρίνκα (Rinka) (林下, το δάσος κάτω), ανάμεσά τους ο Εϊχέι-τζι του Σότο, που ιδρύθηκε από τον Ντόγκεν και οι Νταϊτόκου-τζι, Μιόσιν-τζι και Κόγκεν-τζι της σχολής Ρινζάι, οι οποίοι δεν ήταν υπό τον άμεσο έλεγχο του κράτους. Κατά τον Μεσαίωνα της Ιαπωνίας, τα μοναστήρια Ρίνκα ήταν ο άλλος κύριος κλάδος του Ζεν.[10] Σε αντίθεση με τους ναούς των Πέντε Βουνών, έδιναν λίγη έμφαση στην κινεζική κουλτούρα, διοικούνταν από λιγότερο μορφωμένους μοναχούς, που προτιμούσαν το ζαζέν και το κοάν από την ποίηση.[2]Το Ρίνκα Ζεν ευημερούσε ανάμεσα στα κατώτερα στρώματα των καστών των πολεμιστών, των εμπόρων και των αγροτών, που έβλεπαν τη θρησκεία ως μέσο για την επίτευξη απλών κοσμικών στόχων, όπως τα κέρδη και οι εξορκισμοί. [2]

Η ίδια η έλλειψη πολιτικής σύνδεσης, που τους είχε εμποδίσει στην αρχή της ιστορίας τους ήταν ωστόσο ο λόγος για τον οποίο ευημερούσαν αργότερα. Κατά τη διάρκεια της αργής παρακμής της εξουσίας των Ασικάγκα, και ιδιαίτερα μετά τον καταστροφικό πόλεμο του Όνιν, στο δεύτερο μισό της περιόδου Μουρομάτσι, επειδή οι ναοί Ρίνκα είχαν στενή σχέση με τοπικούς πολέμαρχους, έγιναν προοδευτικά πιο σημαντικοί και ασκούσαν περισσότερη επιρροή από τους Γκοζάν, που ακολούθησαν τους Ασικάγκα στην παρακμή τους. [2] [10] Ένα στοιχείο της επιτυχίας των ναών Ρίνκα δίνεται από το γεγονός ότι οι σημερινές αιρέσεις Σότο και Ρινζάι προέκυψαν από το Ρίνκα Ζεν. [10]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 Iwanami Nihonshi Jiten, Gozan.
  2. 2,00 2,01 2,02 2,03 2,04 2,05 2,06 2,07 2,08 2,09 2,10 2,11 2,12 2,13 2,14 2,15 2,16 2,17 2,18 Dumoulin (2005:151-165
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 3,5 Harada (2007:41)
  4. 4,00 4,01 4,02 4,03 4,04 4,05 4,06 4,07 4,08 4,09 4,10 Johnston (2000:271)
  5. Walsh (2010:87)
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 6,4 Dunn (2007)
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 7,4 7,5 Iwanami Nihonshi Jiten, Jissetsu
  8. 8,0 8,1 8,2 8,3 Iwanami Nihonshi Jiten, Shozan
  9. 9,0 9,1 Iwanami Nihonshi Jiten, Kassatsu
  10. 10,0 10,1 10,2 William Theodore De Bary, Donald Keene, George Tanabe, Paul Varley (2005:310 – 311)

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • William Theodore De Bary, Donald Keene, George Tanabe, Paul Varley (2005), Sources of Japanese tradition, Vol. 1: From Earliest Times to 1600, Columbia University Press, (ISBN 0-231-12138-5)
  • Dumoulin, Heinrich (2005). Zen Buddhism: A History. 2: Japan. Bloomington, IN: World Wisdom. ISBN 0-941532-90-9. 
  • The Gozan Temples, by Michael Dunn, The Japan Times, August 23, 2007, retrieved on July 4, 2008
  • Harada, Hiroshi (2007). Kamakura no Koji (στα Japanese). JTB Publishing. ISBN 978-4-533-07104-1. CS1 maint: Μη αναγνωρίσιμη γλώσσα (link)
  • Iwanami Nihonshi Jiten (岩波日本史辞典), CD-Rom Version. Iwanami Shoten, 1999-2001 (in Japanese)
  • Johnston, W. (2000). Encyclopedia of Monasticism. Routledge. ISBN 1-57958-090-4. 
  • Walsh, Michael J. (2010). Sacred Economies: Buddhist Monasticism and Territoriality in Medieval China. Columbia University Press. ISBN 9780231519939.