Σαντούρι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σαντούρι
Santur, Santoor
Σαντούρι
Το ελληνικό σαντούρι στην μορφή που διατηρεί μέχρι και σήμερα από την Μικρασιατική Καταστροφή.
Τονικό Εύρος Ντο2 - Σι5
Σχετικά Όργανα Τσίμπαλο

Το σαντούρι είναι έγχορδο κρουστό μουσικό όργανο τραπεζοειδούς σχήματος. Το όνομά του προέρχεται της ελληνικής λέξης ψαλτήρι μέσω της περσικής σαντούρ (περσικά: سنتور‎‎). Καθοριστικό ρόλο για την καθιέρωσή του έπαιξαν οι κομπανίες από Μικρασιάτες μουσικούς που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα.

Πρόκειται για αρχαίο μουσικό όργανο που επινοήθηκε πιθανόν στην Περσία, από την οποία και διαδόθηκε τόσο προς την Ινδία και την Κίνα, όσο και δυτικά στη Μέση Ανατολή και τη Βαλκανική. Κατασκευάζεται κυρίως από ξύλο ελάτης και έχει επένδυση από σφενδάμι ή οξυά. Έχει σχήμα τραπεζοειδές επί του οποίου φέρονται οριζοντίως και επάλληλα περίπου 100-105 μεταλλικές χορδές, που διαμοιράζονται ανά τρεις, τέσσερις ή πέντε για κάθε φθόγγο, αποδίδοντας έτσι 41 νότες, με τις μεγαλύτερες σε μήκος χορδές στο κάτω μέρος και τις μικρότερες στο επάνω. Οι χορδές του οργάνου χορδίζονται με ειδικά μεταλλικά κλειδιά που φέρονται συνηθέστερα επί της δεξιάς πλευράς του οργάνου και οι οποίες κρούονται με μικρά ξύλινα ραβδία, που λέγονται μπαγκέτες.

Το σαντούρι χρησιμοποιείται κυρίως στην παραδοσιακή μουσική των Μικρασιατών και νησιωτών της Ελλάδας και άλλων χωρών της Εγγύς Ανατολής. Υπήρξαν πολλοί σπουδαίοι σαντουρίστες όπως ο Τάσος Διακογιώργης, που είχε συμμετάσχει σε όλα τα σύγχρονα έργα συνθετών όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Γιάννης Μαρκόπουλος,ο Νίκος Καλαϊτζής (Μπινταγιάλας), γνήσιος εκφραστής της μικρασιάτικης μουσικής, ο Αριστείδης Μόσχος, ο οποίος είχε δημιουργήσει σχολή παραδοσιακής μουσικής.

Στην μεταγενέστερη Ελλάδα, το σαντούρι επανεμφανίστηκε δισκογραφικά περίπου από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, μέχρι και όλη τη δεκαετία του 1970. Το 1964, χρησιμοποιήθηκε στον δίσκο Άξιον Εστί του Θεοδωράκη. Μετέπειτα το χρησιμοποίησαν ο Μάνος Λοΐζος, ο Δήμος Μούτσης, ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Λίνος Κόκοτος, ο Βασίλης Δημητρίου και περισσότερο απ' όλους ο Γιάννης Μαρκόπουλος. Ο Ξαρχάκος στη δεκαετία του 1970 με το σαντούρι σηματοδότησε την αλλαγή του μουσικού του ύφους σε σύγκριση με τη δεκαετία του 1960 κυρίως με τη φωνή του Νίκου Ξυλούρη. Το 1981, εντάχθηκε στο δίσκο Τα Σμυρναίικα με την Γλυκερία, δίσκος με παραδοσιακά τραγούδια από τη Μικρά Ασία. Στη δεκαετία του '90, το χρησιμοποίησε ο Παντελής Θαλασσινός, στην προσωπική του σταδιοδρομία που χάραξε, αφού αποχώρησε από το μουσικό σχήμα «Λαθρεπιβάτες». Σταδιοδρομία που συνέχισε ο ίδιος, και μετά από το 2000. Σήμερα υπάρχουν αρκετοί σπουδαίοι μουσικοί που συνεχίζουν επάξια το έργο των μεγάλων δασκάλων. Ο Δημήτρης Κοφτερός ο Ανδρέας Κατσίγιαννης ο Μάριος Παπαδέας η Ουρανία Λαμπροπούλου ο Παναγιώτης Βέργος η Στέλλα και Λουκία Βαλάση κ.α

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικό Ηλίου. 16ος. Ήλιος. 1980. σελ. 856. 
  • Παπαδάκης, Γιώργος (1996). «Ελληνικά λαϊκά όργανα: Το σαντούρι. Μύθοι και πρωτόγονοι». Δίφωνο (5): 78-84. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]