Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αγριόπαπια

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Πρασινοκέφαλη (πάπια))
Αγριόπαπια
Ενήλικη αρσενική πρασινοκέφαλη πάπια στο πτέρωμα αναπαραγωγής
Ενήλικη αρσενική πρασινοκέφαλη πάπια στο πτέρωμα αναπαραγωγής
νεαρή αγριόπαπια
νεαρή αγριόπαπια
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Χηνόμορφα (Anseriformes)
Οικογένεια: Νησσίδες (Anatidae)
Υποοικογένεια: Νησσίνες (Anatinae) [1]
Γένος: Νήσσα (Anas) (Linnaeus, 1758) F
Είδος: A. platyrhynchos
Διώνυμο
Anas platyrhynchos (Νήσσα η πλατύρυγχος)
Linnaeus, 1758
Υποείδη

Anas platyrhynchos conboschas
Anas platyrhynchos diazi
Anas platyrhynchos platyrhynchos [i]

Η πρασινοκέφαλη πάπια -ή απλώς πρασινοκέφαλη- είναι υδρόβιο νηκτικό πτηνό της οικογενείας των Νησσιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Anas platyrhynchos και περιλαμβάνει 3 υποείδη.[2][3]

Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος Anas platyrhynchos platyrhynchos (Linnaeus, 1758).[2]

  • Η πρασινοκέφαλη (ενν. πάπια), είναι η πιο γνωστή και διαδεδομένη πάπια στον κόσμο. Απαντά σε δύο «μορφές»: την άγρια (στην οποία αναφέρεται το παρόν λήμμα) και την εξημερωμένη μορφή, επίσης γνωστή ως Anas platyrhynchos domesticus, η οποία προέρχεται από την πρώτη και απαντά σε διάφορα μεγέθη και χρώματα (συνήθως λευκό). Ανήκει στις επονομαζόμενες πάπιες επιφανείας ή αφρόπαπιες (dabbling ducks), ομάδα που περιλαμβάνει εκείνες τις αγριόπαπιες που αναζητούν την τροφή τους στην επιφάνεια του νερού, της υποοικογενείας των Νησσινών (Anatinae), κατ’ άλλους ταξινομικούς επιστήμονες, του φύλου (tribe) Anatini.[4]

Πέρα από τις επικράτειες όπου φυσιολογικά απαντά, η πρασινοκέφαλη έχει εισαχθεί στην Ωκεανία (Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία) και τη Νότια Αφρική. Αποτελεί έκθεμα όλων των ζωολογικών κήπων στην υφήλιο, αλλά αποτελεί από τα περισσότερο θηρευόμενα είδη, παγκοσμίως (βλ. Κυνήγι). Είναι πολύ ιδιαίτερο είδος, υπό την έννοια του «ευέλικτου» γενετικού υλικού της, που τής επιτρέπει να διασταυρώνεται και με άλλες αγριόπαπιες, παράγοντας γόνιμα υβρίδια, γεγονός που εμπεριέχει κινδύνους (βλ. Συστηματική ταξινομική και Γενετική μόλυνση)

Κύρια διαγνωστικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Πράσινο «γιαλιστερό» κεφάλι, με λεπτό, λευκό περιλαίμιο στο κάτω μέρος του λαιμού

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Καθοδική ↓ (ο άγριος πληθυσμός) [5]

Η επιστημονική ονομασία του γένους, anas, έχει άγνωστη προέλευση, που δεν επιβεβαιώνεται από κάποια ιστορική πηγή. Κατά μίαν εκδοχή είναι λατινική λέξη (anas-atis) με ινδοευρωπαϊκή προέλευση (anut, antis) και με τη σημασία που τής αποδίδεται («νήσσα», «πάπια»).[6] Υπάρχει όμως και η εκδοχή της σύνθετης λέξης a + nas, οπότε αποκτά ελληνική προέλευση, με το β’ συνθετικό να προέρχεται από το νέω ≪κολυμπώ≫ (άσχετο προς το ρ. νέω ≪γνέθω, κλώθω≫, πρβλ. λ. νήμα), ενώ το α προσετέθη αργότερα.[7] Το αρχ. νέω ≪κολυμπώ≫ αποτελεί την ασθενή βαθμ. τού ινδοευρωπαϊκού sna- ≪πλέω, κολυμπώ≫, πβ. σανσκρ. snati ≪πλένομαι≫, λατ. nare | natare ≪κολυμπώ≫ (> γαλλ. natation ≪κολύμβηση≫, ισπ. natacion) κ.ά.].[8][9]

Ο λατινικός όρος platyrhynchos στην επιστημονική ονομασία του είδους, είναι δάνεια ελληνική λέξη με σαφή ετυμολογία και προέλευση, σχετιζομένη με το πλατύ ρύγχος του πτηνού.

Η αγγλική λαϊκή ονομασία του πτηνού, mallard, πιθανόν προέρχεται από την παλιά γαλλική λέξη malart ή mallart «άγρια αρσενική πάπια», αν και η πρωταρχική ετυμολογία παραμένει ασαφής. Μπορεί να σχετίζεται με -ή να επηρεάζεται από- το ανδρικό κύριο όνομα Madelhart της παλαιάς Γερμανικής, στοιχείο που βρίσκεται και στον εναλλακτικό αγγλικό όρο maudelard ή mawdelard.[10]

Η ελληνική λαϊκή ονομασία, παραπέμπει σαφώς στο χρώμα του κεφαλιού του πτηνού.

Συστηματική ταξινομική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Λινναίο, με τη σημερινή του ονομασία (Ευρώπη, 1758).[11] Το γονιδίωμα του πτηνού αποκρυπτογραφήθηκε [ii] το 2013.[12]

Οι πρασινοκέφαλες συχνά διασταυρώνονται με πολλές «συγγενείς» τους του γένους Anas, όπως είναι η αμερικανική μαύρη πάπια (Anas rubripes), παράγοντας υβρίδια που μπορεί να είναι πλήρως γόνιμα.[13] Αυτό είναι αρκετά ασυνήθιστο μεταξύ διαφορετικών ειδών, γενικά, και προφανώς δείχνει ότι η πρασινοκέφαλη εξελίχθηκε πολύ γρήγορα και σχετικά πρόσφατα, κατά το Ύστερο Πλειστόκαινο. Οι φυλογενετικές γραμμές αυτής της καταγωγής, συνήθως διατηρούνται χωριστά λόγω γεωγραφικών αποστάσεων και ηθολογικών διαφορών, αλλά δεν είναι ακόμη πλήρως γενετικά «ασυμβίβαστες».[14] Και, βέβαια, οι πρασινοκέφαλες και οι εξημερωμένες συγγενείς τους είναι πλήρως διασταυρώσιμες.

Από βιογεωγραφική άποψη, οι συγκεκριμένες αγριόπαπιες φαίνεται να είναι πιο κοντά στις συγγενείς του Ινδο-Ειρηνικού, από εκείνες της αμερικανικής ηπείρου. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν δεδομένα ακολουθίας μιτοχονδριακού DNA, βρόχου D (D-loop), μπορεί να έχουν εξελιχθεί φυλογενετικά στην ευρύτερη περιοχή της Σιβηρίας. Απολιθωμένα οστά τους, μάλλον εμφανίζονται απότομα, σε υπολείμματα τροφής προϊστορικών ανθρώπων και σε άλλα στρώματα οστών στην Ευρώπη χωρίς, ωστόσο, να συνηγορούν στον προσδιορισμό ενός «καλού υποψηφίου» που θα πάρει τη θέση του οριστικού προγόνου του είδους.[15] Το παλαιοϋποείδος (palaeosubspecies) της Εποχής των Παγετώνων, που συγκροτούσε τους ευρωπαϊκούς και δυτικοασιατικούς πληθυσμούς κατά τη διάρκεια του Πλειστόκαινου, έχει ονομαστεί Anas platyrhynchos palaeoboschas.

Στο μιτοχονδριακό DNA τους, οι πρασινοκέφαλες διαφοροποιούνται μεταξύ Βόρειας Αμερικής και Ευρασίας[16] ωστόσο, στο πυρηνικό γονιδίωμα υπάρχει έλλειψη σταθερής γενετικής δομής.[17] Λόγω της «πλαστικότητας» του γενετικού κώδικα, ο οποίος δίνει μεγάλη δυνατότητα διασταυρώσεων, μεταλλάξεις στα γονίδια που καθορίζουν το χρώμα πτερώματος είναι πολύ κοινές και έχουν οδηγήσει σε μεγάλη «γκάμα» υβριδίων, όπως π.χ. είναι η αγριόπαπια του Μπρούερ (Anas platyrhynchos X Anas strepera).[18]

Γεωγραφική κατανομή υποειδών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Χάρτης εξάπλωσης του είδους Anas platyrhynchos (σημ. Ο χάρτης αναφέρεται τόσο στην «άγρια», όσο και στην «εξημερωμένη» μορφή)

Εκτός από τις περιοχές όπου έχει εισαχθεί, το είδος εμφανίζει ευρύτατο φάσμα κατανομής σε μεγάλες επικράτειες της Ευρασίας και της Βόρειας Αμερικής (Παλαιοαρκτική και Νεοαρκτική οικοζώνη). Εξαιρείται η Νότια Αμερική, καθώς και η Αφρική -εκτός από τις παραμεσόγειες θέσεις της ηπείρου και εκείνες κοντά στον ρου του Νείλου.

Στην Ευρώπη, απαντά σε όλη την ήπειρο, από τις μεσογειακές χώρες μέχρι βόρεια στη Σκανδιναβία (εκεί όμως απουσιάζει τον χειμώνα[19]) και την Ισλανδία, κυρίως ως επιδημητικό πτηνό, αλλά και ως καλοκαιρινός αναπαραγόμενος επισκέπτης στα ανατολικά.

Στην Αφρική απαντά μόνον στις μεσογειακές χώρες ως επιδημητικό, αλλά και στη ζώνη παράλληλα του Νείλου, ως διαχειμάζον είδος.

Η Ασία είναι πολύ σημαντική επικράτεια καλοκαιρινού φωλιάσματος, σε μιαν ευρεία ζώνη που αρχίζει από τη Ρωσία και τις ακτές του Ευξείνου Πόντου στα δυτικά και, διά μέσου όλης της σιβηρικής περιοχής νότια της τάιγκα, φθάνει μέχρι τις ακτές του Ειρηνικού, την Καμτσάτκα και την Ιαπωνία, στα ανατολικά. Νότια φθάνει μέχρι την Κ. Ινδία και τις ακτές του Ινδικού στο Πακιστάν, ως χειμερινός επισκέπτης.

Στην Αμερική, οι εκεί πληθυσμοί απαντούν σε όλες τις μορφές μετακίνησης, από την Αλάσκα στα βορειοδυτικά, μέχρι τις ατλαντικές ακτές του Καναδά και των ΗΠΑ στα ανατολικά, ενώ νότια φθάνουν μέχρι τη Χαβάη, την Καραϊβική (κυρίως Κούβα) και το Κ. Μεξικό, είτε ως διαχειμάζοντες, είτε ως καθιστικοί.

Τέλος, η Γροιλανδία αναφέρεται ξεχωριστά, επειδή απαντά εκεί σημαντικό υποείδος, με πληθυσμούς που διασπείρονται στις νότιες ακτές του νησιού- στα ΝΔ. και ΝΑ.[20]

Αρ. Υποείδος Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης Σημειώσεις
1 Anas platyrhynchos conboschas Γροιλανδία, βόρεια μέχρι το Ουπερνάβικ Ενδημικό στη νήσο Μεγαλύτερο και βαρύτερο, κατά μέσον όρο, από τα 2 και 3
2 Anas platyrhynchos diazi Υψίπεδα του Β. και Κ. Μεξικού Ενδημικό στην περιοχή
3 Anas platyrhynchos platyrhynchos Ευρώπη, Ασία, Βόρεια Αμερική Β Αφρική, Ινδία (κοιλάδα του ποταμού Ινδού), Μεξικό, -ανάλογα με την επικράτεια αναπαραγωγής Είναι το πολυπληθέστερο και κοινότερο υποείδος

Πηγές:[2][11][20] (σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντάται στον ελλαδικό χώρο)

Μεταναστευτική συμπεριφορά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πρασινοκέφαλη απαντά σε όλες τις μορφές μετακίνησης στις επικράτειες όπου κατανέμεται και, μπορεί να είναι επιδημητικό, καλοκαιρινό αναπαραγόμενο, διαχειμάζον ή διαβατικό πτηνό ανάλογα με την περιοχή. Οι φθινοπωρινές μεταναστεύσεις, όσων πληθυσμών αποδημούν, πραγματοποιούνται στα νότια της εκάστοτε περιοχής αναπαραγωγής, αλλά υπάρχουν πολλοί πληθυσμοί που μένουν μόνιμα σε μια περιοχή, καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Βέβαια, όσο βορειότερα αναπαράγονται τα πτηνά, τόσο τείνουν να μεταναστεύουν νότια, με τους υποαρκτικούς πληθυσμούς να είναι πλήρως μεταναστευτικοί.[21] Στις εύκρατες περιοχές αναπαραγωγής, οι πληθυσμοί είναι καθιστικοί ή μετακινούνται λίγο κατά τη διάρκεια αντίξοων καιρικών συνθηκών.[22]

Οι ασιατικοί πληθυσμοί, ανάλογα με το γεωγραφικό μήκος των περιοχών φωλιάσματος, διαχειμάζουν στη Μέση Ανατολή και σε μια ευρεία ζώνη που ξεκινάει από τις ακτές του Ινδικού και, διά μέσου της Ινδίας, των Ιμαλαΐων και της Κίνας, φθάνει στη Σινική Θάλασσα στα ανατολικά. Στην περιοχή του Νεπάλ αναπαράγεται μέχρι και στα 2.620 μ., ενώ ως διαβατικό πτηνό φθάνει στα 3.050 μ.[23]

Οι βορειοαμερικανικοί πληθυσμοί κατεβαίνουν νοτιότερα για να ξεχειμωνιάσουν, με αρκετούς από αυτούς να φθάνουν στο Μεξικό και την Καραϊβική, αν και στο Μεξικό υπάρχουν και μόνιμοι, επιδημητικοί πληθυσμοί.

Για πρακτικούς λόγους, οι πληθυσμοί της Ευρώπης μπορούν, χονδρικά, να υποδιαιρεθούν σε τρεις διακριτούς υπο-πληθυσμούς, που διαχωρίζονται από τα εδάφη διαχείμασής τους. Ο πρώτος, διαχειμάζει στις περιοχές της Βόρειας Θάλασσας και του Ατλαντικού, από τη Δανία και τις Βρετανικές Νήσους μέχρι την Ακουιτανία (Γαλλία). Ο δεύτερος, έχει σχεδόν διπλασιαστεί κατά τη διάρκεια των τελευταίων 20 ετών και διαχειμάζει γύρω από τη δυτική Μεσόγειο, από την Ιταλία προς την Ιβηρική. Ο τρίτος πληθυσμός, πιθανότατα έχει μειωθεί κατά 60%-75%, κατά τα τελευταία 20 χρόνια και ξεχειμωνιάζει στις περιοχές της Μαύρης Θάλασσας και της Ανατολικής Μεσογείου, (λ.χ. στην Ελλάδα).[24]

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί από πάρα πολλές περιοχές εκτός εκείνων όπου απαντούν συνήθως, όπως τη Σενεγάλη, τη Νιγηρία και τη Ζάμπια, τις Σεϋχέλλες και τη Σρι Λάνκα, το Μπρουνέι και την Ταϊλάνδη, πολλά νησιά του νότιου συμπλέγματος των Αντιλλών, αλλά και από το Βανουάτου, τα νησιά Μάρσαλ και τη Μικρονησία.[5]

  • Τα περισσότερα από αυτά τα πτηνά θεωρούνται ότι έχουν «δραπετεύσει» απο τις κοντινότερες περιοχές όπου είχαν εισαχθεί, ή ήσαν τρόφιμοι των εκεί ζωολογικών κήπων.[24]

Στην Ελλάδα, όπως και σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη, η πρασινοκέφαλη είναι επιδημητικό και μερικώς μεταναστευτικό πτηνό,[25][26] αλλά είναι δύσκολο να ξεχωρίσουν οι μόνιμοι από τους μεταναστευτικούς πληθυσμούς, διότι υπάρχει ανάμιξη των πτηνών που έρχονται στη χώρα από το βορρά, με εκείνους που είναι καθιστικοί (βλ. Κατάσταση στην Ελλάδα).

Από την Κρήτη αναφέρεται ως σπάνιος χειμερινός επισκέπτης, ενώ παλαιότερα ήταν κοινό είδος στο νησί,[27] πιθανόν να φωλιάζει σποραδικά.[28] Από την Κύπρο αναφέρεται ως κοινός χειμερινός επισκέπτης και ως φθινοπωρινό διαβατικό πτηνό, ωστόσο υπάρχουν και λίγοι καθιστικοί, αναπαραγόμενοι πληθυσμοί.[29] Το φώλιασμα έχει υποβοηθηθεί από την κατασκευή υδατοφρακτών στα τελευταία χρόνια (Ακρωτήρι, Λάρνακα, Παραλίμνι).[30]

Ενήλικη θηλυκή πρασινοκέφαλη

Αναπαραγωγική περίοδος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πρασινοκέφαλη, πρακτικά, απαντά σε κάθε τύπο υγροτόπου,[31] με ρέοντα ή στάσιμα νερά αν και γενικά αποφεύγει τα ορμητικά, ολιγοτροφικά,[22][31][32] βαθιά, εκτεθειμένα νερά,[33] καθώς και τα σκληρά, με λίγη βλάστηση ενδιαιτήματα, όπως τα βραχώδη εδάφη και τους αμμολόφους.[32] Απαιτεί νερό λιγότερο από 1 μ. βάθος για την αναζήτηση τροφής[32] και δείχνει προτίμηση για τα ευτροφικά[34] ενδιαιτήματα γλυκού νερού,[35] αν και μπορεί να συχνάζει σε ρηχά υφάλμυρα νερά εφ’ όσον παρέχεται κάλυψη[22][31] από βυθισμένη, επιπλέουσα, αναδυόμενη ή παρόχθια βλάστηση, πυκνούς καλαμιώνες ή κλαδιά.[32]

Μπορεί, επίσης, να απαντά σε πλημμυρισμένα βαλτώδη δάση, εποχιακά πλημμυρισμένες εκτάσεις,[32] υγρά λιβάδια, αποκομμένες λίμνες από ροή ποταμών (oxbow lakes),[36] ανοικτά νερά σε ελώδεις περιοχές, όχθες, αμμονησίδες, αρδευτικά δίκτυα, δεξαμενές, διακοσμητικά νερά,[22][31][32] κανάλια και υπονόμους αγροκτημάτων.[32] Μπορεί να συχνάζει ακόμη και σε πολύ μικρές συγκεντρώσεις νερού (π.χ. νερόλακκους),[34] και σε γήπεδα του γκολφ.[37]

Μη αναπαραγωγική περίοδος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, οι πρασινοκέφαλες μπορούν επίσης να βρεθούν σε αλμυρά ενδιαιτήματα κατά μήκος της ακτής,[35] αρκεί το νερό να είναι ρηχό, αρκετά προστατευμένο και κοντά σε περιοχές διαφυγής,[32] (π.χ. υφάλμυρες λιμνοθάλασσες,[32] υφάλμυρες εκβολές[31][32]) και όρμους.[31]

Στο Ηνωμένο Βασίλειο η στατιστική ανάλυση των 5 πρώτων προτιμητέων οικοσυστημάτων, δίνει τα εξής αποτελέσματα: Ποταμοί, Λίμνες, Εκβολές, Χείμαρροι και Ακτές.[38]

Στην Ελλάδα, η πρασινοκέφαλη απαντά σε λιμνοθάλασσες, λίμνες, έλη και τενάγη, ποτάμια και εκβολές τους, καθώς και σε ακτές.[25]

Ενήλικες πρασινοκέφαλες στην αναπαραγωγική περίοδο, με το αρσενικό στο κάτω μέρος (φωτογραφία με διάκριση)

Η πρασινοκέφαλη έχει μεγάλο μέγεθος και, μαζί με τη σουβλόπαπια, είναι η μεγαλύτερη αφρόπαπια. Όπως όλες οι αγριόπαπιες, εμφανίζει έντονο φυλετικό διμορφισμό με το αναπαραγόμενο αρσενικό (drake) να είναι εντελώς διαφορετικό σε εμφάνιση από το θηλυκό (duck). Επίσης είναι λίγο μεγαλύτερο και βαρύτερο.

Οι πρασινοκέφαλες αποτελούν σπάνιο παράδειγμα, όπου εφαρμόζονται οι Κανόνες του Μπέργκμαν και του Άλλεν, ταυτόχρονα. Ο πρώτος ορίζει ότι, οι πολικοί πληθυσμοί τείνουν να είναι μεγαλύτεροι από εκείνους στα θερμότερα κλίματα, με πολλά παραδείγματα στα πτηνά. Ο δεύτερος ορίζει ότι, κάποιες σωματικές δομές, -λ.χ. τα αυτιά- τείνουν να είναι μικρότερες στις πολικές περιοχές για να ελαχιστοποιηθεί η απώλεια θερμότητας και, μεγαλύτερες στους τροπικούς και την έρημο για να διευκολύνεται η απώλεια της θερμότητας. Παραδείγματα αυτού του κανόνα σε πουλιά είναι σπάνια, καθώς δεν διαθέτουν εξωτερικά πτερύγια. Ωστόσο, το ράμφος, που έχει αρκετά αιμοφόρα αγγεία, είναι εκτεθειμένο στις θερμοκρασίες του περιβάλλοντος και ακολουθεί τον συγκεκριμένο κανόνα.

Η -αρσενική- αναπαραγόμενη πρασινοκέφαλη είναι η πλέον αναγνωρίσιμη αγριόπαπια στον κόσμο. Το κεφάλι, ο τράχηλος και ο λαιμός έχουν φωτεινό «γιαλιστερό» πράσινο χρώμα, και διαχωρίζονται από το έντονα καστανόχρωμο με μωβ ανταύγειες στήθος, μέσω λεπτού, λευκού περιλαιμίου. Η υπόλοιπη κάτω επιφάνεια και οι πλευρές έχουν ανοικτό γκρίζο χρώμα. Η ράχη και οι πτέρυγες είναι γκριζωπές καφέ, ενώ η ουρά είναι μαύρη με εμφανή υπόλευκα περιθώρια (borders). Δύο κεντρικά μαύρα φτερά (drake feathers) που καμπυλώνονται πάνω από την κοντή ουρά, δίνουν στο αρσενικό αναπαραγωγής τη χαρακτηριστική σγουρή της εμφάνιση. Το ράμφος είναι θαμπό κίτρινο με μαύρο όνυχα, ενώ οι ταρσοί και τα πόδια είναι πορτοκαλί.

  • Εκτός αναπαραγωγικής περιόδου, το αρσενικό «χάνει» τα φωτεινά του χρώματα και αποκτά ένα μουντό πτέρωμα (eclipse), που μοιάζει αρκετά με εκείνο του θηλυκού, αλλά το ράμφος είναι κίτρινο καθ’ όλο το μήκος του και το στήθος έχει ερυθροκίτρινη (rufous) απόχρωση.

Η θηλυκή πρασινοκέφαλη είναι πολύ διαφορετική, με λίγα χρώματα. Η ράχη και ιδιαίτερα το στήθος, έχουν σκούρες καφέ στίξεις και ραβδώσεις, ενώ το ράμφος της είναι πορτοκαλί, με μαύρη μέση ραχιαία γραμμή (culmen), που κατεβαίνει ασύμμετρα, πλάγια μέχρι τα χείλη. Τα εξωτερικά πηδαλιώδη φτερά της ουράς είναι λευκωπά-κιτρινωπά.

  • Τόσο το αρσενικό όσο και το θηλυκό έχουν χαρακτηριστικό μπλε ιριδίζον (κάποιες φορές μωβ) κάτοπτρο με λευκά περιθώρια, το οποίο είναι ιδιαίτερα ορατό κατά την πτήση. Μάλιστα, είναι το πιο ασφαλές διαγνωστικό στοιχείο για το θηλυκό, όταν υπάρχουν και άλλες θηλυκές αγριόπαπιες στην ίδια περιοχή.[39]
Το χαρακτηριστικό κάτοπτρο στην πτέρυγα της πρασινοκέφαλης (εδώ στο αρσενικό)

Οι οικόσιτες πάπιες που προέρχονται από τις πρασινοκέφαλες έχουν διαφορετικά πτερώματα σε μοτίβο και χρώματα, με συνηθέστερο το απλό λευκό. Οι περισσότερες από αυτές τις παραλλαγές χρωμάτων απαντούν σε πάπιες που δεν εκτρέφονται για κτηνοτροφικό σκοπό, αλλά ως κατοικίδια ζώα (pets).

Βιομετρικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Μήκος σώματος: ♂ 55 έως 70 εκατοστά, ♀ 50 έως 60 εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: (75-) 81 έως 95 (-100) εκατοστά
  • Μήκος χορδής πτέρυγας: 26 έως 31 εκατοστά
  • Μήκος ράμφους: 4,4 έως 6,1 εκατοστά
  • Μήκος ταρσού: 4,1 έως 4,8 εκατοστά
  • Μήκος εκάστης πτέρυγας: ♂ 28,1 ± 1,0 εκατοστά [Εύρος 26,5 – 29,5 εκατοστά (σε δείγμα Ν 1476 ατόμων στο Ηνωμένο Βασίλειο)], ♀ 26,5 ± 0,8 εκατοστά [Εύρος 25,2 – 27,8 εκατοστά (Ν=1065)]
  • Βάρος: ♂ 1.020 έως 1.550 γραμμάρια (Ν=1057), ♀ 900 έως 1.390 γραμμάρια (Ν=797) [38]

(Πηγές:[23][33][37][11][39][40][41][24][42][43][44][45][46][47][48][49]

Οι πρασινοκέφαλες είναι παμφάγα πτηνά και πολύ ευέλικτα στην επιλογή της τροφής τους, που μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με διάφορους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένου του σταδίου του κύκλου αναπαραγωγής, τις βραχυπρόθεσμες διακυμάνσεις στη διαθεσιμότητα τροφής και των θρεπτικών τους συστατικών, καθώς και τον ενδοειδικό ανταγωνισμό.[50] Το κύριο διαιτολόγιο φαίνεται να αποτελείται από γαστερόποδα, άλλα ασπόνδυλα, όπως σκαθάρια, μύγες, λεπιδόπτερα, λιβελλούλες, τριχόπτερα, καρκινοειδή, σκουλήκια, αλλά και μεγάλη γκάμα σπερμάτων, ριζών και κονδύλων. Υπάρχουν αναφορές ότι, κατά καιρούς, συλλαμβάνουν βατράχους.

Κατά τη διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής, τα αρσενικά πουλιά έχουν καταγραφεί να τρώνε 37,6% ζωική ύλη και 62,4% φυτική ύλη, κυρίως το ευρέως διαδεδομένο ζιζάνιο Echinochloa crus-galli, ενώ τα μη-ωοτοκούντα θηλυκά, καταναλώνουν 37,0% ζωική ύλη και 63,0% φυτική ύλη. Ωστόσο, η διατροφή των ωοτοκούντων θηλυκών αντιστρέφεται, με 71,9% ζωϊκή και, μόνο 28,1% φυτική ύλη.[51] Γενικά, τα φυτά συνήθως συνθέτουν το μεγαλύτερο μέρος της διατροφής του πτηνού, ειδικά κατά τη φθινοπωρινή μετανάστευση και κατά τη διάρκεια του χειμώνα.[52][53] Αναζητούν την τροφή τους στην επιφάνεια του νερού και το ράμφος τους μισοβυθισμένο, ή με βόσκηση στα ρηχά.[32] Η τροφή μπαίνει στο στόμα και το νερό «αποστραγγίζεται» από τις χαρακτηριστικές κτενοειδείς δομείς στα χείλη του ράμφους.[40]

Η χαρακτηριστική bottoms-up θέση της πρασινοκέφαλης όταν σιτίζεται (εδώ μια αρσενική)
  • Πολύ χαρακτηριστική είναι η εικόνα ομάδας από πρασινοκέφαλες που βουτάνε σε κατακόρυφη θέση το μισό σώμα τους, ενώ το υπόλοιπο παραμένει έξω από το νερό, με την ουρά στον αέρα (bottoms-up).[37]

Τα αναπαραγόμενα πτηνά φωλιάζουν μεταξύ Μαρτίου και Ιουνίου[35] σε μοναχικά ζευγάρια ή χαλαρές ομάδες,[31] αν και ο ακριβής χρόνος ποικίλλει ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος.[35] Ενώ τα θηλυκά επωάζουν[54] (από τα μέσα Μαΐου),[22][36] τα αρσενικά συγκεντρώνονται[35] σε μικρά σμήνη και μεταναστεύουν στις περιοχές αλλαγής πτερώματος,[36] όπου υφίστανται περίοδο έκδυσης, ενός (1) μηνός, περίπου, κατά τη διάρκεια της οποίας αδυνατούν να πετάξουν[22] Αντίθετα, τα θηλυκά αλλάζουν πτέρωμα κοντά στους τόπους αναπαραγωγής.[36]

Εκτός αναπαραγωγικής περιόδου, οι πρασινοκέφαλες μπορούν να βρεθούν σε μικρά έως πολύ μεγάλα σμήνη,[35] που αριθμούν από εκατοντάδες ή ακόμα και χιλιάδες άτομα,[32] ειδικά όταν αλλάζουν πτέρωμα,[22] κατά τη μετανάστευση[32] και κατά τη διάρκεια του χειμώνα.[21] Κουρνιάζουν, τόσο κατά τη διάρκεια της νύκτας, όσο και κατά τη διάρκεια της ημέρας σε ομαδικές θέσεις, όταν δεν αναπαράγονται.[55]

«Βιασμοί» εν πτήσει

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν ζευγαρώνουν, συχνά ένα (1) ή περισσότερα αρσενικά «ξεμένουν» και σχηματίζουν ομάδες που «στοχεύουν» ένα μεμονωμένο θηλυκό, ακόμη και από διαφορετικό είδος, το κυνηγούν και το ραμφίζουν συνεχώς μέχρι να το εξαντλήσουν. Κατόπιν, τα αρσενικά συνευρίσκονται διαδοχικά μαζί του, εκδηλώνοντας ηθολογική συμπεριφορά που, ο ερευνητής Lebret (1961) την ονόμασε χαρακτηριστικά «πτήση απόπειρας βιασμού» (attempted rape flight), αλλά και οι Cramp & Simmons (1977), μίλησαν για «πτήσεις με πρόθεση βιασμού» (rape intent flights).

Το συγκεκριμένο ηθολογικό στοιχείο επεκτείνεται ακόμη και μεταξύ αρσενικών πρασινοκέφαλων με αρσενικές αγριόπαπιες άλλων ειδών, αλλά και εντός του ιδίου του είδους. Μάλιστα, σε μία (1) τεκμηριωμένη περίπτωση αυτής της ομοσεξουαλικής συμπεριφοράς, παρατηρήθηκε κάποια αρσενική πρασινοκέφαλη να «ζευγαρώνει» με άλλη αρσενική, η οποία όμως είχε προηγουμένως προσκρούσει σε γυάλινο παράθυρο και είχε πέσει νεκρή (!)[56]

Ζευγάρωμα και φώλιασμα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Οι πρασινοκέφαλες μπορεί να φωλιάζουν σε «ασυνήθιστες» θέσεις

Οι πρασινοκέφαλες, συνήθως σχηματίζουν ζευγάρια (τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο στο Βόρειο ημισφαίριο) μόνο μέχρι το θηλυκό να γεννήσει αυγά κατά την έναρξη της περιόδου ωοτοκίας, που είναι γύρω στην αρχή της άνοιξης. Εκείνη την περίοδο, το αρσενικό εγκαταλείπει το επωάζον θηλυκό (βλ. Ηθολογία), και ενώνεται με άλλα αρσενικά για να περιμένουν την περίοδο αλλαγής πτερώματος (moult) που αρχίζει τον Ιούνιο (στο Βόρειο ημισφαίριο). Κατά το σύντομο χρονικό διάστημα πριν από αυτό, όμως, τα αρσενικά εξακολουθούν να είναι σεξουαλικά ικανά και, ορισμένα από αυτά, είτε παραμένουν σε «επιφυλακή» για να γονιμοποιήσουν θηλυκά που έχασαν ή εγκατέλειψαν την πρώτη τους γέννα, ή να ζευγαρώσουν με εκείνα τα θηλυκά που φαίνεται να «ξέμειναν», ανεξάρτητα από το εάν έχουν γεννήσει ή όχι.

Η ωοτοκία πραγματοποιείται μετά τον Μάρτιο, αλλά κάποιοι άγριοι πληθυσμοί, μπορεί να αναπαράγονται από τον Φεβρουάριο μέχρι το φθινόπωρο, άπαξ ή δύο φορές το έτος.[57] Η περίοδος ωοτοκίας μπορεί να είναι πολύ στρεσογόνος για την θηλυκή, διότι γεννάει περισσότερο από το μισό του σωματικού της βάρους της σε αυγά. Επομένως, απαιτεί πολλή ξεκούραση και χώρο σίτισης /κάλυψης που είναι ασφαλής από τα αρπακτικά ζώα. Γι’ αυτό, όταν αναζητούν κατάλληλες περιοχές ωοτοκίας, τα θηλυκά προτιμούν εκείνες που είναι καλά κρυμμένες, απρόσιτες για τα αρπακτικά εδάφους, ή έχουν λίγα εκεί γύρω.

Η φωλιά είναι, συνήθως, μια ρηχή λακούβα[32] ή μια απλή κυπελοειδής κατασκευή μέσα στη βλάστηση, που μπορεί να βρίσκεται σε πολλές διαφορετικές θέσεις, όπως πάνω στο έδαφος, σε κουφάλες δένδρων,[31] έως 10 μ. από το έδαφος,[55] κάτω από πεσμένα νεκρά ξύλα, πάνω σε μεγάλα κούτσουρα,[36] κάτω από θάμνους,[55] ακόμη και να είναι εγκαταλελειμμένες φωλιές άλλων ειδών (π.χ. ερωδιών η κορακοειδών).[36] Οι φωλιές κατασκευάζονται από τα θηλυκά[57] και συνήθως βρίσκονται κοντά στο νερό,[21] αν και μερικές φορές μπορεί να είναι σε κάποια απόσταση από αυτό.[35]

Ωστόσο, οι πρασινοκέφαλες συχνάζουν και σε αστικές περιοχές (ιδιαίτερα στις βόρειες ευρωπαϊκές χώρες) που, μπορεί να περιλαμβάνουν θέσεις φωλιάσματος όπως οι κήποι σε ταράτσες, οι κλειστές αυλές, ακόμη και οι ζαρντινιέρες σε περβάζια παραθύρων και μπαλκόνια, από τον 1ο όροφο και πάνω, όπου οι νεοσσοί δεν μπορούν να διαφύγουν -χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση.

Το θηλυκό εναποθέτει 8-13 αυγά, διαστάσεων 57,2 Χ 41 χιλιοστών και βάρους 54 γραμμαρίων, από τα οποία ποσοστό 8% είναι κέλυφος.[38] Η επώαση αρχίζει μετά την εναπόθεση του τελευταίου αβγού, πραγματοποιείται μόνον από το θηλυκό και διαρκεί 27-28 ημέρες. Οι νεοσσοί (παπάκια) είναι φωλεόφυγοι (precocial), πλήρως ικανοί προς κολύμβηση μόλις εκκολαφθούν. Ωστόσο, από ένστικτο τείνουν να μένουν ενστικτωδώς κοντά στη μητέρα τους, όχι μόνο για ζεστασιά και προστασία, αλλά και για να μάθουν και να θυμούνται το μέρος που γεννήθηκαν, καθώς και το πώς και πού να αναζητήσουν τροφή. Όταν οι νεοσσοί ωριμάζουν σε «εφήβους» ικανούς προς πτήση, μαθαίνουν και θυμούνται τις παραδοσιακές μεταναστευτικές διαδρομές τους (εκτός αν έχουν γεννηθεί και εκτραφεί σε αιχμαλωσία). Μετά από αυτή την περίοδο, τα νεαρά άτομα και η μητέρα μπορεί να αποχωριστούν, ή να παραμείνουν μαζί μέχρι να έρθει η επόμενη εποχή αναπαραγωγής. Η πτέρωση πραγματοποιείται στις 7-8 εβδομάδες.

Παρασιτισμός και θηρευτές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Πολύ οικεία εικόνα μιας θηλυκής πρασινοκέφαλης, περιτριγυρισμένης από νεοσσούς

Οι πρασινοκέφαλες, συχνά γίνονται ξενιστές παρασιτικής ωοτοκίας και, περιστασιακά, «φιλοξενούν» στις φωλιές τους αβγά από αγριόπαπιες άλλων ειδών ή και άλλων πρασινοκέφαλων. Αυτά τα αβγά, γενικά, γίνονται αποδεκτά όταν μοιάζουν με τα γνήσια δικά τους. Ωστόσο, κάποιες φορές η θηλυκή αντιλαμβάνεται την «απάτη» και, είτε προσπαθεί να εξωθήσει τα ξένα αβγά, είτε μπορεί να εγκαταλείψει ακόμη και τη φωλιά.[58]

Οι πρασινοκέφαλες όλων των ηλικιών, κυρίως τα νεαρά άτομα, όπου και αν βρίσκονται, πέφτουν θύματα πολλών αρπακτικών, όπως από μουστελίδες, κορακοειδή, φίδια, ρακούν, οπόσουμ, ασβούς, χελώνες, μεγάλα ψάρια, αιλουροειδή και κυνοειδή, συμπεριλαμβανομένων και των εξημερωμένων.[59] Οι πιο δεινοί φυσικοί θηρευτές των ενηλίκων ατόμων είναι η κόκκινη αλεπού, το βιζόν στην Ευρώπη[60] και τα γεράκια, αν και οι απώλειες που υφίστανται από αυτά τα είδη, είναι ελάχιστες μπροστά σε εκείνες που έχουν από το κυνήγι.[61][62]

Αλλαγές πτερώματος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την επώαση, το πτέρωμα στους νεοσσούς είναι κίτρινο στην κάτω πλευρά και το πρόσωπο (με ραβδώσεις κοντά στα μάτια) και μαύρο στο πίσω μέρος (με κάποιες κίτρινες κηλίδες) σε όλη την περιοχή προς την κορυφή και το πίσω μέρος του κεφαλιού. Τα πόδια και το ράμφος τους είναι επίσης γκριζόμαυρα. Στον 1ο μήνα, το πτέρωμα του νεοσσού αρχίζει να γίνεται πιο «μονότονο», μοιάζοντας περισσότερο με το θηλυκό (αν και είναι πιο ραβδωτό), και τα πόδια του χάνουν τον σκούρο γκρι χρωματισμό τους.[63]

Δύο μήνες μετά την εκκόλαψη, η περίοδος πτέρωσης (fledging) έχει λήξει και ο νεοσσός περνάει στην «εφηβεία» (juvenile). Σε ηλικία 3-4 μηνών μπορεί να αρχίσει να πετάει, διότι οι πτέρυγες έχουν αναπτυχθεί πλήρως (κάτι που επιβεβαιώνεται από την παρουσία του κατόπτρου). Το ράμφος χάνει σύντομα τον σκούρο γκρι χρωματισμό του και το φύλο αρχίζει να διακρίνεται από τρια στοιχεία. Το ράμφος είναι κίτρινο στα αρσενικά, πορτοκαλί-μαύρο στα θηλυκά. Τα φτερά του στήθους είναι κοκκινωπά-καφέ στα αρσενικά, καφέ στα θηλυκά, ενώ τα κεντρικά σγουρά φτερά της ουράς υπάρχουν μόνο στα αρσενικά.

Κατά την τελευταία περίοδο της ωριμότητας που οδηγεί στην ενηλικίωση (6-10 μηνών), το πτέρωμα των θηλυκών νεαρών ατόμων παραμένει το ίδιο, ενώ το πτέρωμα των νεαρών αρσενικών αλλάζει σταδιακά, παίρνοντας τα χαρακτηριστικά έντονα χρώματα των ενηλίκων. Αυτή η αλλαγή πτερώματος ισχύει επίσης για τα ενήλικα αρσενικά, όταν μεταβαίνουν προς και από το πτέρωμα της μη-αναπαραγωγικής περιόδου (eclipse), στην αρχή και στο τέλος της περιόδου αλλαγής πτερώματος το καλοκαίρι.

Η ενηλικίωση στις πρασινοκέφαλες πραγματοποιείται στους 14 μήνες και ο μέσος όρος ζωής τους είναι 3 χρόνια.[38]

Ενήλικη αρσενική πρασινοκέφαλη στο μη-αναπαραγωγικό (eclipse) πτέρωμα

Σε αντίθεση με πολλά υδρόβια πουλιά, οι πρασινοκέφαλες έχουν επωφεληθεί από την ανθρώπινη επέμβαση στον φυσικό κόσμο. Είναι πολύ ευπροσάρμοστες και μπορούν να ζουν και να πολλαπλασιάζονται σε αστικές περιοχές, ιδιαίτερα σε χώρες όπου αντιμετωπίζονται φιλικά και υπόκεινται στους ίδιους νόμους προστασίας, όπως και τα υπόλοιπα κατοικίδια ζώα (π.χ. Ολλανδία, Γερμανία, Σκανδιναβία, κ.α.). [εκκρεμεί παραπομπή]

Ωστόσο, αυτό το στοιχείο επιφανειακής «ευημερίας», κρύβει ένα σοβαρότατο κίνδυνο, σε κάποιες περιπτώσεις. Ο άνθρωπος έχει κάνει εισαγωγή του πτηνού σε χώρες, όπου φυσιολογικά δεν απαντάται, λ.χ. στην Ωκεανία, ή στη Νότια Αφρική (βλ. και Κατάσταση πληθυσμού). Η απελευθέρωση «άγριων» ατόμων στο εκεί φυσικό περιβάλλον, δημιουργεί προβλήματα μέσω της διασταύρωσης με ιθαγενή υδρόβια πτηνά. Οι πρασινοκέφαλες είναι, γενικότερα, μη-μεταναστευτικά πτηνά που, σε συνδυασμό με το ιδιαίτερο γενετικό υλικό τους (βλ. Συστηματική ταξινομική), οδηγεί σε παραγωγή γόνιμων υβριδίων με τους ντόπιους πληθυσμούς άλλων ειδών, προκαλώντας γενετική μόλυνση (sic), κάτι που, μελλοντικά, ίσως δώσει πλήρη υβριδοποίηση και, άρα, εξαφάνιση πολλών ιθαγενών υδρόβιων πτηνών. Αλλά και η ίδια η «άγρια» πρασινοκέφαλη είναι ο πρόγονος των οικόσιτων ατόμων και το δικό της γενετικό υλικό «επιμολύνεται» με τη σειρά του από αυτούς τους εξημερωμένους πληθυσμούς.[64][65][66]

  • Η πρασινοκέφαλη μπορεί να διασταυρωθεί με 63 άλλα είδη αγριόπαπιας και, εκτός από τη «γενετική μόλυνση» ανταγωνίζεται τα αυτόχθονα πουλιά για την τροφή, αλλά και τη θέση φωλιάσματος και κουρνιάσματος.

Το είδος απειλείται από την υποβάθμιση των ενδιαιτημάτων του και τη ρύπανση (π.χ. από τις κηλίδες πετρελαίου [Grishanov 2006] και από τη ρύπανση από φυτοφάρμακα [Kwon et al., 2004]). Άλλοι κίνδυνοι είναι η αποξήρανση των υγροτόπων, η εξόρυξη τύρφης, οι πρακτικές αλλαγής στη διαχείριση των υγροτόπων καιι το κάψιμο και κούρεμα των καλαμιώνων (Grishanov 2006).

Πολλά άτομα χάνονται από κατάποση μολύβδινων κυνηγετικών σκαγίων, ιδιαίτερα στην Ισπανία [Mateo et al., 1999] και τη Γαλλία [Mondain-Monval et al., 2002]), αλλά και δηλητηριάζονται από κατάποση λευκού φωσφόρου (από πυροβόλα όπλα) στην Αλάσκα (Steele, 1997). Είναι επίσης επιρρεπείς στην εντερίτιδα που προκαλεί ιός που προσβάλλει τις πάπιες (DVE) (Friend 2006), τη γρίπη των πτηνών (Melville & Shortridge 2006) και την αλλαντίαση των πτηνών (Rocke 2006), έτσι μπορεί να απειλούνται από μελλοντικά κρούσματα των ασθενειών αυτών (αν και μπορεί να είναι σε θέση να αντέξουν σποραδικές απώλειες λόγω του υψηλού αναπαραγωγικού δυναμικού τους) (Rocke 2006).

Η πρασινοκέφαλη υφίσταται εξαιρετικά μεγάλη πίεση από το κυνήγι σε όλες τις χώρες όπου απαντάται, στις οποίες θηρεύεται εντατικά και, όχι μόνο για διατροφή, αλλά επίσης για «αναψυχή».[21][67][68][69][70][71] Οι απώλειες αυξάνονται από την χρήση ομοιωμάτων και «κραχτών» (ειδικές σφυρίχτρες που μιμούνται τη φωνή του πτηνού). Επίσης, τα αβγά της συλλέγονταν -και ίσως συλλέγονται ακόμη- στην Ισλανδία.[72]

Κατάσταση πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος, παρά το κυνήγι, λόγω του ευρέος φάσματος κατανομής του και της ικανότητας να ακμάζει σε οικιστικές περιοχές δεν κινδυνεύει σε παγκόσμιο επίπεδο, ως εκ τούτου, χαρακτηρίζεται ως Ελαχίστης Ανησυχίας από την IUCN.[73] Ωστόσο, αυτό οφείλεται στην αντιστάθμιση που προκαλείται από τις «καλές σχέσεις» που διατηρεί με τον άνθρωπο σε κάποιες περιοχές όπου αντιμετωπίζεται ως κατοικίδιο (λ.χ. στα πάρκα, όλων των μεγάλων βορειοευρωπαϊκών και βορειοαμερικανικών πόλεων). Αυτό γίνεται εμφανές, από τις απώλειες που υφίσταται στη φύση από το κυνήγι που, μάλιστα, έχουν οδηγήσει στη γενικότερη καθοδική τάση του παγκόσμιου πληθυσμού.[5]

Η διαθεσιμότητα των πρασινοκέφαλων, των νεοσσών τους και των γονιμοποιημένων αβγών τους, για πώληση προς το κοινό και ως ατομική κτήση, είτε η κατοχή τους ως κατοικίδια ζώα, είναι επί του παρόντος νομικά επιτρεπτές στις Ηνωμένες Πολιτείες εκτός από την πολιτεία της Φλόριντα, που έχει απαγορεύσει επί του παρόντος την κατοχή τους, ούτως ώστε να παρεμποδιστεί ο υβριδισμός με τα ιθαγενή είδη, κυρίως το Anas fulvigula.[74]

Οι πρασινοκέφαλες προκαλούν επίσης σοβαρή «γενετική μόλυνση» στη βιοποικιλότητα της Νότιας Αφρικής από τη διασταύρωση με τις ιθαγενείς αγριόπαπιες. Για παράδειγμα, τα υβρίδια με την Anas undulata είναι γόνιμα και μπορεί να δώσουν ακόμη περισσότερους υβριδικούς απογόνους και, μακροπρόθεσμα μπορεί να απειληθεί η ύπαρξη της δεύτερης.[66]

Κατάσταση στην Ελλάδα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πρασινοκέφαλη απαντά σε όλη την Ελλάδα ως επιδημητικό πτηνό, αλλά σε πολύ διάσπαρτους πληθυσμούς. Αντίθετα είναι κοινός χειμερινός επισκέπτης. Φωλιάζει σε όλη την ηπειρωτική χώρα, αλλά πολύ τοπικά και διάσπαρτα σε κάποια νησιά (όπως Κρήτη, Λέσβο, Λήμνο). Παλαιότερα, ήταν εξαιρετικά διαδεδομένη στη λίμνη Κάρλα, προτού αποξηρανθεί. Κατά την εαρινή και φθινοπωρινή μετανάστευση παρατηρείται σε κάποιους αριθμούς, αλλά είναι, σαφώς, λιγότερο κοινή από ότι τον χειμώνα. Λόγω της πίεσης που υφίστανται από το κυνήγι, οι πρασινοκέφαλες συνηθίζουν να «βγαίνουν» στη θάλασσα κατά τη διάρκεια της ημέρας.[28] Το πρόβλημα επιτείνεται από την παρουσία λαθροκυνηγών μέσα σε καταφύγια άγριας ζωής, που προστατεύονται από τη Συνθήκη Ramsar.[75]

Στον ελλαδικό χώρο η Πρασινοκέφαλη απαντάται με πολλές τοπικές ονομασίες: Βασιλογέρμανο, Βοσκάς, Γερμάνι, Γεσηλμπάση (Μακεδονία, Έβρος), Ερμάνι, Ζέκος (το αρσενικό), Ζήκια (και τα δύο φύλα, Λάρισα), Ισίλι (το αρσενικό, Νεοχώρι Αιτωλίας), Καθαροπάπι (Αιτωλικό) και Καθαρόπαπια, Μπιμπιφιέρα (το θηλυκό, Λακωνία), Νήσσος (Μεσολόγγι), Ντρένια (το θηλυκό, Κόρινθος), Πλατσομύτα, Πρασινιάς, Ρώσσα, Καθαρό (Λεσίνι Μεσολογγίου), Φασκάς και Χοχόλα (Κρήτη),[76] Καναβή[77], Πρασινιάδα[78] και Αρκοπαπίρα, Κανναούρα, Πελεζικκάς στην Κύπρο.[30]

i. ^ Συμπεριλαμβάνει και το υποείδος A. p. neoboria [79]

ii. ^ Υπό την έννοια ότι βρέθηκε η αλληλουχία (sequence) των αλυσίδων νουκλεϊκών οξέων

  1. Howard and Moore, p. 65
  2. 2,0 2,1 2,2 Howard and Moore, p. 66
  3. ITIS Standard Report Page: Anas platyrhynchos
  4. Terres
  5. 5,0 5,1 5,2 Anas platyrhynchos (Common Mallard, Mallard, Northern Mallard)
  6. Sarcelle d'hiver — Wikipédia
  7. An Etymological Dictionary of the Latin Language - Francis Edward Jackson Valpy - Βιβλία Google
  8. Μπαμπινιώτης, σ 1180
  9. ΠΛΜ, 45: 450
  10. Simpson
  11. 11,0 11,1 11,2 «Mallard (Anas platyrhynchos) | the Internet Bird Collection». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 31 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 20 Νοεμβρίου 2014. 
  12. Huang et al
  13. Phillips
  14. Kraus et al, 2012
  15. Kulikova et al
  16. Kraus et al, 2011
  17. Kraus et al, 2013
  18. «John James Audubon's Birds of America | Audubon». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Μαΐου 2014. Ανακτήθηκε στις 20 Νοεμβρίου 2014. 
  19. Scott &Forrest, p. 32
  20. 20,0 20,1 IUCN Red List maps
  21. 21,0 21,1 21,2 21,3 Kear
  22. 22,0 22,1 22,2 22,3 22,4 22,5 22,6 Scott & Rose
  23. 23,0 23,1 Grimmett et al, p. 56
  24. 24,0 24,1 24,2 planetofbirds.com
  25. 25,0 25,1 Όντρια (Ι), σ. 63
  26. Κόκκινο Βιβλίο, σ. 156, 235
  27. Σφήκας, σ. 40
  28. 28,0 28,1 Handrinos & Akriotis
  29. Σφήκας, σ. 38
  30. 30,0 30,1 Κυνηγός: ΠΡΑΣΙΝΟΚΕΦΑΛΗ ΠΑΠΙΑ (Anas platyrhynchos)
  31. 31,0 31,1 31,2 31,3 31,4 31,5 31,6 31,7 del Hoyo et al
  32. 32,00 32,01 32,02 32,03 32,04 32,05 32,06 32,07 32,08 32,09 32,10 32,11 32,12 32,13 Snow & Perrins
  33. 33,0 33,1 Scott & Forrest, p. 32
  34. 34,0 34,1 Mullarney et al
  35. 35,0 35,1 35,2 35,3 35,4 35,5 35,6 Madge & Burn
  36. 36,0 36,1 36,2 36,3 36,4 36,5 Flint et al
  37. 37,0 37,1 37,2 Gray, p. 39
  38. 38,0 38,1 38,2 38,3 BTO BirdFacts | Mallard
  39. 39,0 39,1 Bruun, p. 52
  40. 40,0 40,1 Ηarrison & Greensmith, p. 79
  41. Avon & Tilford, p. 21
  42. Flegg, p. 70
  43. Heinzel et al, p. 64
  44. Perrins, p. 80
  45. Όντρια, σ. 63
  46. Singer, p. 108
  47. Mullarney et al, p. 24
  48. Ibercaja Aula en Red
  49. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα
  50. Krapu & Reinecke
  51. Swanson et al
  52. Gruenhagen & Fredrickson
  53. Combs & Fredrickson
  54. Johnsgard
  55. 55,0 55,1 55,2 Brown et al
  56. Moeliker
  57. 57,0 57,1 Harrison, p. 82
  58. Drilling et al
  59. Anas platyrhynchos
  60. Opermanis et al. 2001
  61. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Δεκεμβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 20 Νοεμβρίου 2014. 
  62. Geese Ducks and Swans: Anatidae - Mallard (anas Platyrhynchos): Species Accounts - Mallards, Female, Male, and Eggs - JRank Articles
  63. Cramp
  64. «The Problem – Hybridization». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Απριλίου 2006. Ανακτήθηκε στις 20 Απριλίου 2006. 
  65. «EA for Control of Mallards in Florida». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Σεπτεμβρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 20 Νοεμβρίου 2014. 
  66. 66,0 66,1 Kruger Park Times | Alien Bird Species Pose A Threat | Online News Publication
  67. Evans & Day
  68. Bregnballe et al
  69. Mondain-Monval et al
  70. Sorrenti et al
  71. Balmaki & Barati
  72. Gudmundsson
  73. Aegolius funereus (Boreal Owl, Tengmalm's Owl)
  74. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 20 Νοεμβρίου 2014. 
  75. «Εξολοθρεύουν τις πάπιες της Κερκίνης | Δασαρχείο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Οκτωβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 20 Νοεμβρίου 2014. 
  76. Απαλοδήμος, σ. 17-8
  77. ΠΛ, 8:122
  78. «Κυνήγι πρασινοκέφαλης συναρπαστικό Βίντεο - Lougantina-news». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Μαρτίου 2014. Ανακτήθηκε στις 20 Νοεμβρίου 2014. 
  79. Howard and Moore, p. 66, footnote 3
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
  • Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
  • Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
  • Baldi, A.; Batary, B.; Erdos, S. 2005. Effects of grazing intensity on bird assemblages and populations of Hungarian grasslands. Agriculture Ecosystems & Environment 108: 251-263.
  • Balmaki, B.; Barati, A. 2006. Harvesting status of migratory waterfowl in northern Iran: a case study from Gilan Province. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 868-869. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
  • Brazil, M. 2009. Birds of East Asia: eastern China, Taiwan, Korea, Japan, eastern Russia. Christopher Helm, London.
  • Bregnballe, T.; Madsen, J., Rasmussen, P. A. F. 2004. Effects of temporal and spatial hunting control in waterbird reserves. Biological Conservation 119: 93-104.
  • Bregnballe, T.; Noer, H.; Christensen, T. K.; Clausen, P.; Asferg, T.; Fox, A. D.; Delany, S. 2006. Sustainable hunting of migratory waterbirds: the Danish approach. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 854-860. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
  • Brown, L. H.; Urban, E. K.; Newman, K. 1982. The birds of Africa vol I. Academic Press, London.
  • Combs, Daniel L.; Fredrickson, Leigh H. (1990). "Foods used by male mallards wintering in southeastern Missouri". Journal of Wildlife Management 60 (3): 603–610. doi:10.2307/3802078. JSTOR 3802078.
  • Cramp, Stanley, ed. (1977). Handbook of the Birds of Europe the Middle East and North Africa, the Birds of the Western Palearctic, Volume 1: Ostrich to Ducks. Oxford: Oxford University Press. ISBN 978-0-19-857358-6.
  • Delany, S.; Scott, D. 2006. Waterbird population estimates. Wetlands International, Wageningen, The Netherlands.
  • del Hoyo, J.; Elliot, A.; Sargatal, J. 1992. Handbook of the Birds of the World, vol. 1: Ostrich to Ducks. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
  • Drilling, Nancy; Titman, Roger; Mckinney, Frank (2002). Poole, A., ed. "Mallard (Anas platyrhynchos)". The Birds of North America Online. Ithica: Cornell Lab of Ornithology. doi:10.2173/bna.658
  • Evans, D. M.; Day, K. R. 2002. Hunting disturbance on a large shallow lake: the effectiveness of waterfowl refuges. Ibis 144(1): 2-8.
  • Flint, V. E.; Boehme, R. L.; Kostin, Y. V.; Kuznetsov, A. A. 1984. A field guide to birds of the USSR. Princeton University Press, Princeton, New Jersey.
  • Friend, M. 2006. Evolving changes in diseases of waterbirds. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 412-417. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
  • Giles, N. 1994. Tufted Duck (Aythya fuligula) habitat use and brood survival increases after fish removal from gravel pit lakes. Hydrobiologia 279/280: 387-392.
  • Grishanov, D. 2006. Conservation problems of migratory waterfowl and shorebirds and their habitats in the Kaliningrad region of Russia. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 356. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
  • Gruenhagen, Ned M.; Fredrickson, Leigh H. (1990). "Food use by migratory female mallards in northwest Missouri". Journal of Wildlife Management 54 (4): 622–626. doi:10.2307/3809359. JSTOR 3809359.
  • Gudmundsson, F. 1979. The past status and exploitation of the Myvatn waterfowl populations. Oikos 32((1-2)): 232-249.
  • Huang, Y.; Li, Y.; Burt, D. W.; Chen, H.; Zhang, Y.; Qian, Wubin; Kim, Heebal; Gan, Shangquan; Zhao, Yiqiang; Li, Jianwen; Yi, Kang; Feng, Huapeng; Zhu, Pengyang; Li, Bo; Liu, Qiuyue; Fairley, Suan; Magor, Katharine E; Du, Zhenlin; Hu, Xiaoxiang; Goodman, Laurie; Tafer, Hakim; Vignal, Alain; Lee, Taeheon; Kim, Kyu-Won; Sheng, Zheya; An, Yang; Searle, Steve; Herrero, Javier; Groenen, Martien A. M. et al. (2013). "The duck genome and transcriptome provide insight into an avian influenza virus reservoir species". Nature Genetics (Nature Publishing) 45 (7): 776–783. doi:10.1038/ng.2657. PMC 4003391. PMID 23749191.
  • IUCN. 2012. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2012.1). Available at: http://www.iucnredlist.org. (Accessed: 19 June 2012).
  • Johnsgard, P. A. 1978. Ducks, geese and swans of the World. University of Nebraska Press, Lincoln and London.
  • Kear, J. 2005. Ducks, geese and swans volume 2: species accounts (Cairina to Mergus). Oxford University Press, Oxford, U.K.
  • Krapu, Gary L.; Reinecke, Kenneth J. (1992). "Foraging ecology and nutrition". In Batt, Bruce D. J.; Afton, Alan D.; Anderson, Michael G.; Ankney, C. Davison; Johnson, Douglas H.; Kadlec, John A.; Krapu, Gary L. Ecology and Management of Breeding Waterfowl. Minneapolis: University of Minnesota Press. pp. 1–30 (10). ISBN 978-0-8166-2001-2.
  • Kraus, R. H. S.; Kerstens, H. H. D.; van Hooft, P.; Megens, H.-J.; Elmberg, J.; Tsvey, Arseny; Sartakov, Dmitry; Soloviev, Sergej A.; Crooijmans, Richard P. M. A.; Groenen, Martien A. M.; Ydenberg, Ronald C.; Prins, Herbert H. T. (2012). "Widespread horizontal genomic exchange does not erode species barriers among sympatric ducks". BMC Evolutionary Biology 12 (45): 45. doi:10.1186/1471-2148-12-45.
  • Kraus, R. H. S.; Zeddeman, A.; van Hooft, P.; Sartakov, D.; Soloviev, S. A.; Ydenberg, Ronald C.; Prins, Herbert H. T. (2011). "Evolution and connectivity in the world-wide migration system of the mallard: Inferences from mitochondrial DNA". BMC Genetics 12 (99): 99. doi:10.1186/1471-2156-12-99. PMC 3258206. PMID 22093799.
  • Kraus, R. H. S.; van Hooft, P.; Megens, H.-J.; Tsvey, A; Fokin, SY; Ydenberg, Ronald C.; Prins, Herbert H. T. (2013). "Global lack of flyway structure in a cosmopolitan bird revealed by a genome wide survey of single nucleotide polymorphisms". Molecular Ecology (January 2013) 22 (1): 41–55. doi:10.1111/mec.12098. PMID 23110616.
  • Kulikova, Irina V.; Drovetski, S. V.; Gibson, D. D.; Harrigan, R. J.; Rohwer, S.; Sorenson, Michael D.; Winker, K.; Zhuravlev, Yury N.; McCracken, Kevin G. (2005). "Phylogeography of the Mallard (Anas platyrhynchos): hybridization, dispersal, and lineage sorting contribute to complex geographic structure" (PDF). The Auk 122 (3): 949–965. doi:10.1642/0004-8038(2005)122[0949:POTMAP]2.0.CO;2. (Erratum: The Auk 122 (4): 1309, doi:10.1642/0004-8038(2005)122[1309:POTMAP]2.0.CO;2.)
  • Kwon, Y. K.; Wee, S. H.; Kim, J. H. 2004. Pesticide Poisoning Events in Wild Birds in Korea from 1998 to 2002. Journal of Wildlife Diseases 40(4): 737-740.
  • Madge, S.; Burn, H. 1988. Wildfowl. Christopher Helm, London.
  • Mateo, R.; Belliure, J.; Dolz, J. C.; Aguilar-Serrano, J. M.; Guitart, R. 1998. High prevalences of lead poisoning in wintering waterfowl in Spain. Archives of Environmental Contamination and Toxicology 35: 342-347.
  • Melville, D. S.; Shortridge, K. F. 2006. Migratory waterbirds and avian influenza in the East Asian-Australasian Flyway with particular reference to the 2003-2004 H5N1 outbreak. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 432-438. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
  • Moeliker, C. W. (2001). "The first case of homosexual necrophilia in the Mallard Anas platyrhynchos (Aves: Anatidae)" (PDF). Deinsea 8
  • Mondain-Monval, J. Y.; Defos du Rau, P.; Mathon, N.; Olivier, A.; Desnouhes, L. 2006. The monitoring of hunting bags and hunting effort in the Camargue, France. In: Boere, G., Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 862-863. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
  • Mondain-Monval, J. Y.; Desnouhes, L.; Taris, J. P. 2002. Lead shot ingestion in waterbirds in the Camargue, (France). Game and Wildlife Science 19(3): 237-246.
  • Opermanis, O.; Mednis, A.; Bauga, I. 2001. Duck nests and predators: interaction, specialisation and possible management. Wildlife Biology 7(2): 87-96.
  • Phillips, John C. (1915). "Experimental studies of hybridization among ducks and pheasants". Journal of Experimental Zoology 18 (1): 69–112. doi:10.1002/jez.1400180103.
  • Rocke, T. E. 2006. The global importance of avian botulism. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 422-426. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
  • Scott, D. A.; Rose, P. M. 1996. Atlas of Anatidae populations in Africa and western Eurasia. Wetlands International, Wageningen, Netherlands.
  • Simpson, John; Weiner, Edmund, ed. (1989). "mallard, n.". Oxford English Dictionary (2nd ed.). Oxford: Oxford University Press. ISBN 0-19-861186-
  • Snow, D. W.; Perrins, C. M. 1998. The Birds of the Western Palearctic vol. 1: Non-Passerines. Oxford University Press, Oxford.
  • Sokolov, L. V.; Gordienko, N. S. 2008. Has recent climate warming affected the dates of bird arrival to the Il'men Reserve in the Southern Urals? Russian Journal of Ecology 39: 56-62.
  • Sorrenti, M.; Carnacina, L.; Radice, D.; Costato, A. 2006. Duck harvest in the Po delta, Italy. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 864-865. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
  • Steele, B. B.; Reitsma, L. R.; Racine, C. H.; Burson, S. L. III.; Stuart, R.; Theberge, R. 1997. Different susceptibilities to white phosphorous poisoning among five species of ducks. Environmental Toxicology and Chemistry 16(11): 2275-2282.
  • Swanson, George A.; Meyer, Mavis I.; Adomaitis, Vyto A. (1985). "Foods consumed by breeding mallards on wetlands of south-central North Dakota". Journal of Wildlife Management 49 (1): 197–203. doi:10.2307/3801871. JSTOR 3801871.
  • Terres, John K. & National Audubon Society (1991): The Audubon Society Encyclopedia of North American Birds. Wings Books, New York. Reprint of 1980 edition. ISBN 0-517-03288-0
  • Vahatalo, A. V.; Rainio, K.; Lehikoinen, A.; Lehikoinen, E. 2004. Spring arrival of birds depends on the North Atlantic Oscillation. Journal of Avian Biology 35: 210-216.