Περιστατικό του Μέχελεν

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το «Περιστατικό του Μέχελεν»[1] της 10ης Ιανουαρίου 1940, (γνωστό και ως «Mechelen Affair»), έλαβε χώρα στο Βέλγιο κατά τη διάρκεια του παράξενου πολέμου, στα πρώτα στάδια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Γερμανικό αεροσκάφος με αξιωματικό επί του σκάφους, που μετέφερε τα σχέδια για το αποκαλούμενο «Fall Gelb», τη γερμανική επίθεση κατά των Κάτω Χωρών, προσγειώθηκε - συνετρίβη στο έως τότε ουδέτερο Βέλγιο, κοντά στο Βουχτ (Vucht), στο σημερινό δήμο του Μαασμέχελεν (Maasmechelen), στην Επαρχία της Λιμβουργίας. Το γεγονός προκάλεσε άμεση κρίση στις Κάτω Χώρες και ανάμεσα στις γαλλικές και βρετανικές αρχές, στις οποίες οι Βέλγοι κοινοποίησαν το συμβάν. Ωστόσο η κρίση αμβλύνθηκε σχετικά γρήγορα, καθώς οι ημερομηνίες που αναφέρονταν στα σχέδια παρήλθαν χωρίς να συμβεί κάτι. Υποστηρίχθηκε ότι το περιστατικό οδήγησε σε σημαντική αλλαγή στο γερμανικό σχέδιο επίθεσης αλλά αυτή η υπόθεση επίσης αμφισβητήθηκε.

Η προσγείωση - συντριβή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το περιστατικό προκλήθηκε από σφάλμα από του Γερμανού αεροπόρου επισμηναγού Έριχ Χένμανς (Erich Hoenmanns), πενήντα δύο ετών, διοικητή της βάσης του αεροδρομίου Λοντενχάιντε (Loddenheide), κοντά στο Μύνστερ. Το πρωί της 10ης Ιανουαρίου πετούσε με ένα Messerschmitt Bf 108 "Taifun", αεροσκάφος που χρησιμοποιήθηκε για αεροπορικές αναγνωρίσεις, ως "αεροσκάφος - σύνδεσμος" και σε άλλους διάφορους ρόλους. Η πτήση που εκτελούσε είχε ως αφετηρία το Λοντενχάιντε και προορισμό την Κολωνία, όταν ο επισμηναγός έχασε τον δρόμο του. Εκτεταμένη χαμηλή ομίχλη απέκρυπτε τη θέα του τοπίου. Έτσι, άλλαξε πορεία προς τα δυτικά, ελπίζοντας να επανακτήσει τον προσανατολισμό του φθάνοντας στον ποταμό Ρήνο. Ωστόσο, έχοντας ήδη διασχίσει τον παγωμένο και μη διακριτό Ρήνο τη στιγμή που άλλαξε κατεύθυνση, βγήκε από τη γερμανική επικράτεια πετώντας μέχρι τον Μεύση, στα σύνορα αυτής της περιοχής μεταξύ Βελγίου και Ολλανδίας, και κατέληξε σε να κάνει κύκλους γύρω από το Βουχτ. [2]

κείνη τη στιγμή, ο Χένμανς φαίνεται ότι κατά λάθος διέκοψε την τροφοδοσία καυσίμου στον κινητήρα του αεροσκάφους μετακινώντας έναν μοχλό μέσα στο θάλαμο διακυβέρνησης, ο πλέον πιθανός λόγος της συντριβής, σύμφωνα με την έκθεση του Ραούλ Εγιουά ντε Τερμικούρ (Raoul Hayoit de Termicourt), η οποία παραδόθηκε στον Βέλγο Στρατηγό φαν Οφερστρέτεν (Van Overstraeten) στις 31 Ιανουαρίου 1940. Κάτω από τον τίτλο «Η αιτία της (συντριβής) προσγείωσης» στη σελίδα 5–7 της έκθεσής του ο Τερμικούρ αναφέρει ότι επιβεβαιώνει ότι δεν έχουν χτυπήσει σφαίρες το αεροπλάνο και ότι δεν υπάρχουν στοιχεία ότι η βενζίνη είχε διαρρεύσει από τις δεξαμενές καυσίμων. Υπήρχε σημαντική ποσότητα καυσίμου στις δεξαμενές όταν το αεροπλάνο εξετάστηκε μετά το δυστύχημα. Ο Τερμικούρ δήλωσε ότι ο πιο πιθανός λόγος που το αεροπλάνο είχε σταματήσει ήταν ότι ο Χένμανς είχε μετακινήσει ακούσια το μοχλό που ελέγχει τη ροή βενζίνης στον κινητήρα. Εάν ο μοχλός μετακινήθηκε, όπως ανάφερε ο Τερμικούρ, η βενζίνη στις δεξαμενές θα είχε απομονωθεί από τον κινητήρα. Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα ο κινητήρας να σταματήσει ξαφνικά, όπως ανέφερε ο Χένμανς. Ο κινητήρας αρχικά "ρετάρισε" και έπειτα σταμάτησε, και ο Χένμανς αναγκάστηκε να προσγειωθεί σε ένα κοντινό χωράφι στις 11:30 π.μ. Το αεροσκάφος υπέστη σοβαρές ζημιές. Και τα δύο φτερά είχαν σπάσει όταν χτύπησαν δύο λεύκες. Ο βαρύς κινητήρας διέλυσε το τμήμα του ρύγχους. Το αεροπλάνο υπέστη ζημιές πέραν επισκευής, αλλά ο Χένμανς επέζησε χωρίς να υποστεί τραυματισμό.

Αν ο Χένμανς ήταν μόνος στο αεροσκάφος, το γεγονός δεν θα είχε μεγάλη σημασία, εκτός από την προσγείωση χωρίς άδεια σε ουδέτερη χώρα. Ωστόσο, είχε έναν επιβάτη, τον ταγματάρχη Χέλμουτ Ράινμπεργκερ (Helmuth Reinberger), ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την οργάνωση του εφοδιασμού της 7ης Μεραρχίας Αλεξιπτωτιστών, μονάδα που έπρεπε να ρίψει αλεξιπτωτιστές πίσω από τις βελγικές γραμμές στο Ναμύρ την ημέρα της επερχόμενης επίθεσης. Ο Ράινμπεργκερ πήγαινε στην Κολωνία για συνάντηση με το επιτελείο της Μονάδας. Το προηγούμενο βράδυ, και ενώ έπιναν στο εστιατόριο, ο Χένμανς είχε προσφερθεί να τον μεταφέρει εκεί με αεροσκάφος. Κανονικά ο Ράινμπεργκερ θα έπρεπε να κάνει το κουραστικό αυτό ταξίδι με το τρένο, αλλά ο Χένμανς ήθελε να εγγράψει κάποιες επιπλέον ώρες πτήσης στο ενεργητικό του, ενώ ήθελε να μεταφέρει και τα ρούχα του για πλύσιμο στη γυναίκα του στην Κολωνία. Ο Χένμανς δεν γνώριζε ότι ο Ράινμπεργκερ θα μετέφερε έγγραφα σχετικά με το γερμανικό σχέδιο επίθεσης κατά των Κάτω Χωρών και του Βελγίου, την οποία επίθεση την ημέρα της πτήσης αποφάσισε ο Χίτλερ να πραγματοποιηθεί μια εβδομάδα αργότερα, στις 17 Ιανουαρίου. [3]

Πρωτότυπο γερμανικό έγγραφο από αυτά που κατασχέθηκαν στο Μαασμέχελεν. Σήμερα βρίσκονται στο Βασιλικό Μουσείο Ενόπλων Δυνάμεων και Στρατιωτικής Ιστορίας στις Βρυξέλλες.

Μόνο μετά την προσγείωση ο Χένμανς συνειδητοποίησε ότι ο Ράινμπεργκερ μετέφερε απόρρητα έγγραφα, ρώτησαν έναν εργάτη στο αγρόκτημα που είχαν καταλήξει, τον Ένγκελμπερτ Λάμπριχτς (Engelbert Lambrichts), πού ακριβώς βρίσκονταν. Αυτός απάντησε ότι είχαν διασχίσει, χωρίς να το αντιληφθούν, την ολλανδική επικράτεια και προσγειώθηκαν σε βελγικό έδαφος. Όταν το άκουσε αυτό, ο Ράινμπεργκερ πανικοβλήθηκε και έσπευσε πίσω στο αεροπλάνο για να ασφαλίσει τον χαρτοφύλακά του, από κίτρινο χοιρινό δέρμα, φωνάζοντας ότι είχε απόρρητα έγγραφα που έπρεπε να καταστρέψει αμέσως. Για να τον αφήσει να κάνει αυτό ο Χένμανς, ως αντιπερισπασμό, απομακρύνθηκε από το αεροπλάνο. Ο Ράινμπεργκερ προσπάθησε αρχικά να βάλει φωτιά στα έγγραφα με τον αναπτήρα του, αλλά αυτός δεν λειτούργησε. Στη συνέχεια έτρεξε στον εργάτη, ο οποίος του έδωσε ένα σπίρτο. Με αυτό το Ράινμπεργκερ κρύφτηκε πίσω από ένα σύδενδρο και στοίβασε τα χαρτιά στο έδαφος για να τα κάψει. Αλλά σχεδόν αμέσως δύο Βέλγοι συνοριοφύλακες έφτασαν με ποδήλατα, ο λοχίας Φρανς Χάμπετς (Frans Habets) και ο δεκανέας Χέραρντ Ρούμπενς (Gerard Rubens). Βλέποντας καπνό από τους θάμνους, ο Ρούμπενς έσπευσε να σώσει τα έγγραφα από πλήρη καταστροφή. Ο Ράινμπεργκερ διέφυγε στην αρχή, αλλά σχεδόν αμέσως συνελήφθη μετά από δύο προειδοποιητικούς πυροβολισμούς.

Οι δύο Γερμανοί μεταφέρθηκαν στο βελγικο συνοριοφυλάκιο κοντά στο Μέχελεν-αν-ντερ-Μάας (Mechelen-aan-de-Maas, γαλλικά: Malines-sur-Meuse). Εκεί ανακρίθηκαν από τον λοχαγό Αρτύρ Ροντρίκ (Arthur Rodrique), ο οποίος έβαλε τα μισοκαμμένα έγγραφα στο τραπέζι. Ως αντιπερισπασμό για άλλη μια φορά, ο Χένμανς ζήτησε από τους Βέλγους στρατιώτες να τον αφήσουν να χρησιμοποιήσει την τουαλέτα. Τότε ο Ράινμπεργκερ προσπάθησε να ρίξει τα χαρτιά σε μια αναμμένη ένη σόμπα εκεί κοντά. Τα κατάφερε, αλλά φώναξε από τον πόνο όταν σήκωσε το εξαιρετικά θερμό κάλυμμα της σόμπας. Αινφιδιασμένος, ο Ροντρίκ έβαλε τα χέρια του και τρέβηξε έξω τα χαρτιά από τη φωτιά, καίγοντας άσχημα το χέρι του στη διαδικασία[4]. Τα έγγραφα τοποθετήθηκαν, κλειδωμένα, σε ξεχωριστό δωμάτιο. Η αποτυχία να τα κάψει έκανε τον Ράινμπεργκερ να συνειδητοποιήσει ότι σίγουρα θα τον εκτελούσαν, γιατί επέτρεψε το σχέδιο επίθεσης να πέσει στα χέρια του εχθρού. Αποφάσισε να αυτοκτονήσει και προσπάθησε να αρπάξει το περίστροφο του Ροντρίκ . Όταν ο εξοργισμένος λοχαγός τον απέτρεψε, ο Ράινμπεργκερ ξέσπασε σε δάκρυα, φωνάζοντας «ήθελα το περίστροφό σου για να αυτοκτονήσω». Ο Χένμανς υποστήριξε τον Ράινμπεργκερ λέγοντας: «Δεν μπορείτε να τον κατηγορήσετε. Είναι αξιωματικός του τακτικού Στρατού. Τώρα είναι τελειωμένος.».

Δύο ώρες αργότερα, έφτασαν αξιωματικοί από τη βελγική υπηρεσία πληροφοριών και μετέφεραν τα έγγραφα στους ανωτέρους τους αργά το απόγευμα.

Η αρχική γερμανική αντίδραση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αργά το απόγευμα της 10ης Ιανουαρίου, τα νέα του περιστατικού έφτασαν στο Βερολίνο μέσω αναφορών τύπου σχετικά με ένα γερμανικό αεροπλάνο που είχε καταπέσει. Στην OKW (Oberkommando Wehrmacht), την Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση της Βέρμαχτ, προκάλεσε γενική ανησυχία, καθώς συνήχθη σύντομα το συμπέρασμα ότι ο Ράινμπεργκερ πρέπει να κατείχε έγγραφα που αποκαλύπτουν σημεία του σχεδίου επίθεσης. Στις 11 Ιανουαρίου ο εξοργισμένος Χίτλερ απέλυσε τόσο τον διοικητή του 2ου Στόλου της Λουφτβάφε (Luftflotte 2), τον στρατηγό Χέλμουτ Φέλμυ (Hellmuth Felmy), όσο και τον αρχηγό του προσωπικού του Φέλμυ συνταγματάρχη Γιόζεφ Καμχούμπερ (Josef Kammhuber). Αποφασίστηκε, ωστόσο, να προχωρήσει στην επίθεση όπως είχε αρχικά προγραμματιστεί, ενώ στη Χάγη, ο υποστράτηγος Ραλφ Βένινγκερ (Ralph Wenninger), και ο στρατιωτικός ακόλουθος στις Βρυξέλλες, συνταγματάρχης Φρίντριχ-Καρλ Ράμπε φον Πάππενχαϊμ (Friedrich - Carl Rabe von Pappenheim), θα διερευνούσαν εάν το σχέδιο είχε θανάσιμα παραβιαστεί ή όχι. Στις 12, την ημέρα της πρώτης συνάντησης των στρατιωτικών ακολούθων με τους Ράινμπεργκερ και Χένμανς, ο στρατηγός Άλφρεντ Γιοντλ, επικεφαλής των επιχειρήσεων της Βέρμαχτ, παρουσίασε στον Χίτλερ ανησυχητική εκτίμηση σχετικά με το τι μπορεί οι Βέλγοι να είχαν αντιληφθεί από τα χαρτιά που μετέφερε ο Ράινμπεργκερ. Στο ημερολόγιό του ο Γιοντλ έχει την καταχώρηση της σύνοψης όσων είχε μεταφέρει στον Χίτλερ: "Αν ο εχθρός διαθέτει όλο το σχέδιο, η κατάσταση είναι καταστροφική!"[5] Ωστόσο, χάρη στα μέτρα "εξαπάτησης" που είχαν λάβει οι Βέλγοι, οι οποίοι είχαν τοποθετήσει και μικρόφωνα όταν οι στρατιωτικοί ακόλουθοι συνάντησαν τους συλληφθέντες[4], αρχικά οι Γερμανοί εξαπατήθηκαν.

Η εξαπάτηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Βέλγοι αποφάσισαν να προσπαθήσουν να εξαπατήσουν τον Ράινμπεργκερ, ώστε να πιστέψει ότι τα χαρτιά είχαν καταστραφεί και του έδιναν την ευκαιρία να διαβιβάσει αυτές τις πληροφορίες στις γερμανικές αρχές. Υπήρχαν δύο τμήματα στην εξαπάτηση αυτή: στο πρώτο, οι Βέλγοι ανακριτές ρώτησαν τον Ράινμπεργκερ τι περιείχαν τα σχέδια και του είπαν ότι θα αντιμετωπιζόταν ως κατάσκοπος εάν δεν τους έλεγε. Αργότερα ο Ράινμπεργκερ κατέθεσε λέγοντας: "Από τον τρόπο που τέθηκε αυτή η ερώτηση, συνειδητοποίησα ότι ο ανακριτής δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτα από τα αποσπάσματα των εγγράφων που είχε δει." [3] Το δεύτερο μέρος του σχεδίου ήταν να αφήσουν τον Ράινμπεργκερ και τον Χένμανς να συναντήσουν τους Γερμανούς ακολούθους Αεροπορίας και Στρατού, Βένινγκερ και φον Πάππενχαϊμ, να συνομιλήσουν με τους αιχμαλώτους ενώ οι συνομιλίες τους, όπως προαναφέρθηκε, καταγράφονταν. Κατά τη διάρκεια αυτής της συνάντησης, ο Ράινμπεργκερ ενημέρωσε τον Βένινγκερ ότι κατάφερε να κάψει τα χαρτιά αρκετά ώστε να τα καταστήσει πολύ δυσανάγνωστα.[6] Αυτή η πράξη εξαπάτησης αποδείχθηκε αρκετά επιτυχής, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Μετά τη συνάντηση στο αστυνομικό τμήμα, ο Καρλ Αλεξάντερ Βίκτορ φον Μπύλοβ - Σβάντε (Karl Alexander Victor von Bülow-Schwante), πρεσβευτής της Ναζιστικής Γερμανίας στο Βέλγιο, τηλεγράφησε στους ανωτέρους του: «Ο Ταγματάρχης Ράινμπεργκερ επιβεβαίωσε ότι έκαψε τα έγγραφα εκτός από ορισμένα τμήματα, τα οποία είχαν το μέγεθος της παλάμης του χεριού του. Ο Ράινμπεργκερ επιβεβαιώνει ότι τα περισσότερα από τα έγγραφα που δεν μπορούσαν να καταστραφούν φαίνεται ότι είναι άνευ ιδιαίτερης σημασίας.»[7] Αυτό φαίνεται να έπεισε τον στρατηγό Γιοντλ Το ημερολόγιό του για τις 13 Ιανουαρίου περιείχε την καταχώρηση: "Αναφορά για τη συνομιλία του ακολούθου της Λοφτβάφε με τους δύο αερομεταφορείς που έκαναν αναγκαστική προσγείωση. Αποτέλεσμα: το μεγαλύτερο μέρος των σχεδίων είναι βέβαιο ότι κάηκε." [5]

Η βελγική αντίδραση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 10 Ιανουαρίου οι Βέλγοι αμφισβήτησαν ακόμη την αυθεντικότητα των εγγράφων, τα οποία μεταφράστηκαν γρήγορα από το «Deuxième Section» (στρατιωτική μυστική υπηρεσία) του Γενικού Επιτελείου στις Βρυξέλλες. Τα περισσότερα είχαν πράγματι υποστεί σοβαρές φθορίες από τις διαδοχικές προσπάθειες του Ράινμπεργκερ να τα κάψει, αλλά τα γενικά περιγράμματα μιας επίθεσης εναντίον του Βελγίου και των Κάτω Χωρών ήταν ξεκάθαρα από τα υπόλοιπα αποσπάσματα, αν και δεν αναφερόταν η ημερομηνία της επίθεσης και το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου αφορούσε συγκεκριμένες οδηγίες για την 7η Μεραρχία Αλεξιπτωτιστών. Καθώς το περιεχόμενό τους ήταν σύμφωνο με προηγούμενες προειδοποιήσεις του Ιταλού υπουργού Εξωτερικών, Γκαλεάτσο Τσιάνο σχετικά με γερμανική επίθεση που επρόκειτο να πραγματοποιηθεί περί τις 15 Ιανουαρίου, στις 11 Ιανουαρίου ο στρατηγός Ραούλ φαν Οφερστρέτεν (Raoul van Overstraeten) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι πληροφορίες ήταν βασικά σωστές. Εκείνο το απόγευμα ο Βασιλιάς Λεοπόλδος Β΄ του Βελγίου αποφάσισε να ενημερώσει τον δικό του Υπουργό Άμυνας, Στρατηγό Ανρί Ντενί (Henri Denis) και τον Γάλλο Ανώτατο Διοικητή Μωρίς Γκαμελέν. Στις 17:15, ο Γάλλος αξιωματικός-σύνδεσμος, Αντισυνταγματάρχης Ωκέρ (Hautcoeur), έλαβε περίληψη του περιεχομένου μεγέθους δύο σελίδων, χωρίς καμία εξήγηση για τον τρόπο που είχαν αποκτηθεί αυτές οι πληροφορίες. Προειδοποιήθηκε, επίσης, ο Λόρδος Γκορτ, επικεφαλής του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος, ενώ ο Λεοπόλδος τηλεφώνησε προσωπικά στη Βασίλισσα Τζουλιάνα της Ολλανδίας και την Σαρλότ, Μεγάλη Δούκισσα του Λουξεμβούργου, λέγοντας στην πρώτη "προσέξτε, ο καιρός ενέχει κινδύνους" και στη δεύτερη "Να προσέχετε τη γρίπη", φράσεις συνθηματικές που σήμαιναν ότι οι Βέλγοι θεωρούσαν επικείμενη μια γερμανική επίθεση.

Η γαλλική αντίδραση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πρωί της 12ης Ιανουαρίου ο Γκαμελέν πραγματοποίησε συνάντηση με τους ανώτερους Γάλλους διοικητές του στρατού και τον αρχηγό της Στρατιωτικής Υπηρεσίας Πληροφοριών Λουΐ Ριβέ (Louis Rivet). Ο Ριβέ δυσπιστούσε απέναντι στην προειδοποίηση, αλλά ο Γκαμελέν έκρινε ότι, ακόμη και αν ήταν ψευδής συναγερμός, αυτός θα αποτελούσε εξαιρετική ευκαιρία πίεσης προς τους Βέλγους να επιτρέψουν γαλλική προέλαση στο έδαφός τους. Ο Γκαμελέν σκόπευε να πραγματοποιήσει αποφασιστική επίθεση εναντίον της Γερμανίας, το 1941, μέσω των Κάτω Χωρών. Ωστόσο, η ουδετερότητά τους θα αποτελούσε εμπόδιο σε αυτό το σχέδιο. Εάν ο φόβος εισβολής έκανε τους Βέλγους να κλίνουν προς την πλευρά της Γαλλίας και της Βρετανίας, αυτό το περίεργο πρόβλημα θα επιλυόταν, εν μέρει και θα παρεχόταν ζωτικής σημασίας -στρατηγικά - έδαφος από το οποίο θα εκκινούσε η επίθεση χωρίς μεγάλες προσπάθειες. Από την άλλη πλευρά, εάν η Γερμανία πραγματοποιούσε όντως την εισβολή, ήταν ιδιαίτερα επιθυμητό οι γαλλικές δυνάμεις να μπορούν να εδραιωθούν στο κεντρικό Βέλγιο πριν φθάσει ο εχθρός. Για να εντείνει την κρίση και να είναι έτοιμος για κάθε περίσταση που θα παρουσιαζοταν, ο Γκαμελέν διέταξε την 1η Ομάδα Στρατιών και την γειτνιάζουσα 3η Ομάδα Στρατιών να προωθηθούν προς τα βελγικά σύνορα.

Η προειδοποίηση από τον Μπερτ Σας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ότι το σχέδιο εξαπάτησης τους φάνηκε να αποδεικνύει ότι τα έγγραφα ήταν γνήσια, εκείνη την ημέρα αύξησε περαιτέρω το άγχος των Βέλγων. Την επόμενη μέρα πείσθηκαν ότι η κατάσταση ήταν κρίσιμη. Το απόγευμα της 13ης Ιανουαρίου, ένα μήνυμα από τον συνταγματάρχη Ζορζ Χέταλς (Georges Goethals), στρατιωτικό ακόλουθο του Βελγίου στο Βερολίνο, περιελάμβανε το εξής απόσπασμα:

«Υπήρχαν τακτικές εντολές ή τμήματα αυτών στο «Malines-sur-Meuse» (το γαλλικό όνομα για το Mechelen-aan-de-Maas) Ειλικρινής πληροφοριοδότης, του οποίου η αξιοπιστία μπορεί να αμφισβητηθεί, ισχυρίζεται ότι αυτό το αεροπλάνο μετέφερε σχέδια από το Βερολίνο στην Κολωνία σε σχέση με την επίθεση στη Δύση. Επειδή αυτά τα σχέδια έχουν πέσει στα χέρια του Βελγίου, η επίθεση θα πραγματοποιηθεί αύριο για να προληφθούν τυχόν αντίμετρα. Διατυπώνω ρητές επιφυλάξεις για αυτό το μήνυμα, το οποίο δεν θεωρώ αξιόπιστο, αλλά το οποίο είναι καθήκον μου να αναφέρω.»[8] Ο "ειλικρινής πληροφοριοδότης" ήταν ο Ολλανδός στρατιωτικός ακόλουθος στο Βερολίνο Χαϊσμπέρτους (Μπερτ) Σας (Gijsbertus Sas), ο οποίος συνομίλησε με τον Χέταλς περίπου στις 17:00΄. Οι πληροφορίες του λαμβάνονταν πάντα σοβαρά υπόψιν, καθώς ήταν σε επαφή με Γερμανό αξιωματικό της Υπηρεσίας Πληροφοριών και ήταν αντίθετος με το χιτλερικό καθεστώς. Σήμερα είναι γνωστό ότι ο αξιωματικός αυτός ήταν ο Συνταγματάρχης Χανς Όστερ (Hans Oster).

Ο στρατηγός Φαν Οφερστρέτεν, στρατιωτικός σύμβουλος του Βασιλέα του Βελγίου, ο οποίος ενημερώθηκε για το μήνυμα περί τις 20:00΄ της ίδιας ημέρας, εξεπλάγη από το γεγονός ότι ο πληροφοριοδότης φαινόταν να γνωρίζει την απόκτηση των γερμανικών σχεδίων. Η συντριβή του αεροσκάφους και η σύλληψη των επιβαινόντων δεν είχε αναφερθεί σε κανένα δελτίο Τύπου, αντίθετα αποτελούσε μυστικό. Ήταν εξ ίσου πιθανόν όλα τα γεγονότα να είναι τμήμα γερμανικού σχεδίου εξαπάτησης, ήταν, όμως, εξ ίσου πιθανόν τα σχέδια να ήταν γνήσια.[9] Ενεργώντας βάσει της υπόθεσης ότι θα μπορούσε να ληφθεί σοβαρά υπόψη, ο Φαν Οφερστρέτεν άλλαξε την προειδοποίηση, την οποία είχε συντάξει ο Βέλγος αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατηγός Εντουάρ φαν ντερ Μπέρχεν (Édouard van den Bergen) και η οποία επρόκειτο να σταλεί σε όλους τους διοικητές του Βελγικού Στρατού στις 13 Ιανουαρίου, η οποία ανέφερε ότι μια επίθεση το επόμενο πρωί ήταν «πιθανή», την μετέτρεψε σε «μια επίθεση είναι σχεδόν σίγουρη»[10] Van den Bergen, who had secretly promised Gamelin to bring Belgium in on the allied side,[11] Ο φαν ντερ Μπέρχερ, ο οποίος κρυφά είχε υποσχεθεί στον Γκαμελέν να βγάλει το Βέλγιο από την ουδετερότητά του και να το φέρει στην πλευρά των Συμμάχων[12] στη συνέχεια αποφάσισε να μεταδώσει (μέσα από ​​δημοφιλές ραδιοφωνικό πρόγραμμα τρεχόντων γεγονότων) το ίδιο βράδυ στις 22:30΄, άμεση ανάκληση των αδειών και άμεση επιστροφή στις μονάδες τους και των 80.000 Βέλγων στρατιωτών. Η «Φάση Δ», όπως ήταν γνωστό, θα εξασφάλιζε ότι οι δυνάμεις τους θα ήταν σε πλήρη δύναμη τη στιγμή της γερμανικής επίθεσης. Αυτή η δραματική χειρονομία έγινε χωρίς να γίνει αναφορά της στον Βασιλέα ή τον φαν Οφερστρέτεν και χωρίς να γνωρίζει την απόφαση που είχε ήδη ληφθεί για να παραμείνει η Γερμανία "στο σκοτάδι" (χωρίς ενημέρωση) για το ότι το Βέλγιο είχε στην κατοχή του τα σχέδια της επίθεσης.[13][14] Στη συνέχεια, πάλι χωρίς αναφορά στον Βασιλέα ή τον Φαν Οφερστρέτεν, ο φαν ντεν Μπέρχεν διέταξε να απομακρυνθούν τα εμπόδια στα νότια σύνορα με τη Γαλλία, ώστε τα γαλλικά και τα βρετανικά στρατεύματα να μπορέσουν να προωθηθούν ταχύτατα αν τα καλούσαν, ως απάντηση στη γερμανική επίθεση. [15] Εάν οι Γερμανοί είχαν πράγματι επιτεθεί στις 14 Ιανουαρίου, ο φαν ντερ Μπέρχεν θα είχε πιθανώς λάβει συγχαρητήρια για την δραστήρια λήψη αποφάσεων. Όπως εξελίχθηκε η κατάσταση, έπεσε σε δυσμένεια γιατί έδρασε χωρίς την άδεια του Βασιλέα, καθώς ο Βασιλέας Λεόπολντ ήταν ο Ανώτατος Διοικητής όλων των βελγικών ενόπλων δυνάμεων. Ο Βαν ντεν Μπέρχεν επιπλήχθηκε τόσο σκαιά από τον Φαν Οφερστρέτεν, ώστε η φήμη του αρχηγού του Επιτελείου του Βελγίου να μην ανακάμψει ποτέ. Στα τέλη Ιανουαρίου παραιτήθηκε. Ένα από τα παράπονα του Φαν Οφερστρέτεν σχετικά με τις ενέργειες του φαν ντερ Μπέρχεν ήταν ότι είχε δώσει στους Γερμανούς λόγους να πιστεύουν ότι οι Ολλανδοί είχαν στη διάθεσή τους τα σχέδια επίθεσης.

Η αντίδραση των Ολλανδών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αν και η Βασίλισσα Βιλελμίνη της Ολλανδίας και η κυβέρνησή της ανησυχούσαν από τη βελγική προειδοποίηση, ο ανώτατος διοικητής της Ολλανδίας Ίζαακ Χ. Ράιντερς Izaak H. Reijnders) ήταν επιφυλακτικός για τις πληροφορίες. Όταν ο Βέλγος στρατιωτικός ακόλουθος στη Χάγη, Αντισυνταγματάρχης Πιέρ Ντιπενράικξ (Pierre Diepenrijckx), του έδωσε ένα προσωπικό μνημόνιο από τον Φαν Οφερστρέτεν στις 12 Ιανουαρίου, απάντησε: «Πιστεύετε εσείς αυτά τα μηνύματα; Δεν πιστεύω σε τίποτε από αυτά" Και πάλι οι Ολλανδοί δεν ενημερώθηκαν για την ακριβή πηγή, και οι Βέλγοι έκρυψαν το γεγονός ότι οι Γερμανοί στα σχέδια αυτά είχαν ως στόχο μόνο τη μερική κατοχή των Κάτω Χωρών, χωρίς να συμπεριλαμβάνουν το Ολλανδικό Vesting holland (Ολλανδικό Οχυρό).[16]

Το αν ο Ράιντερς προειδοποιήθηκε επίσης την επόμενη μέρα από τον Μπερτ Σας είναι ακόμα άγνωστο - μετά τον πόλεμο, αρνήθηκε ακόμη και να μιλήσει με τον Βέλγο ακόλουθο[17] – αλλά το πρωί της 14ης Ιανουαρίου, σε αντίδραση στη βελγική προειδοποίηση, διέταξε να μην δοθεί άδεια σε κανέναν στρατιώτη - σε αντίθεση με τους Βέλγους, οι Ολλανδοί δεν ανακάλεσαν κανέναν - και για κλείσουν τις στρατηγικές γέφυρες, ενώ πυροκροτητές θα έπρεπε να τοποθετηθούν στις εκρηκτικές ύλες με τις οποίες τις είχαν υπονομεύσει. Ο άμαχος πληθυσμός το απόγευμα ανησύχησε από τη ραδιοφωνική αυτή μετάδοση για την ακύρωση των αδειών και φοβόταν ότι οι Γερμανοί θα επωφελούνταν από το έντονο ψύχος για να διασχίσουν την ολλανδική "Υδάτινη Γραμμή" (διώρυγα Αλβέρτου), καθώς θα ήταν παγωμένη. Την επόμενη εβδομάδα, για να καθησυχάσει ο κόσμος, δόθηκε μεγάλη κάλυψη από τον τύπο στα μηχανοκίνητα "κυκλικά πριόνια" που ήταν σε θέση για να κόψουν τον πάγο και να προκαλέσουν πλημμύρες.

Κλιμάκωση και αποκλιμάκωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επιθυμία της βελγικής κυβέρνησης να κρατήσει μυστικό την κατοχή των σχεδίων υπονομεύθηκε ακόμη περισσότερο, αυτή τη φορά από τον ίδιο τον Βασιλέα. Το πρωί της 14ης Ιανουαρίου, είχε στείλει μήνυμα στον Ουίνστον Τσώρτσιλ, ο οποίος τότε ήταν Πρώτος Λόρδος του Ναυαρχείου μέσω του Ναυάρχου Ρότζερ Κέιζ (Roger Keyes), ζητώντας ορισμένες εγγυήσεις. Το μήνυμα αυτό στάλθηκε μέσω του Κέιζ επειδή είχε οριστεί ως μυστικός σύνδεσμος μεταξύ της βρετανικής κυβέρνησης και του βασιλιά του Βελγίου. [18] Οι εγγυήσεις αυτές περιελάμβαναν τη διαβεβαίωση ότι οι Σύμμαχοι δεν θα εκκινούσαν διαπραγματεύσεις για την επίλυση οποιασδήποτε σύγκρουσης χωρίς τη συμφωνία του Βελγίου.[19] Ο Κέιζ προσέθεσε την υποσημείωση ότι ο Αλβέρτος ήταν σε θέση να πείσει την κυβέρνησή του να καλέσει αμέσως τους Συμμάχους, αν παρέχονταν αυτές οι εγγυήσεις. Αυτό παρουσίαζε ενδιαφέρον για τους Συμμάχους, καθώς τόσο η Αγγλία όσο και η Γαλλία είχαν προσπαθήσει να πείσουν το Βέλγιο να αφήσει τα στρατεύματά τους να περάσουν από το έδαφός του από την αρχή του Πολέμου. Δεν υπάρχει αντίγραφο της συνομιλίας του Κέις με τον Τσόρτσιλ, αλλά αν ο Κέις είπε πραγματικά αυτά που είπε, τότε αλλάχτηκαν όσο το κείμενο προχωρούσε. [20] Μέχρι τη στιγμή που έφτασε στους Γάλλους εκείνο το απόγευμα, δεν υπήρχε καμία αναφορά στο γεγονός ότι ο Κέιζ εξέφραζε την προσωπική του γνώμη σχετικά με την πρόσκληση των Συμμάχων. Η γαλλική καταγραφή αυτού που αποτελούσε στην πραγματικότητα μια προσφορά, αναφέρει ότι "ο βασιλέας θα ζητούσε από την κυβέρνησή του να απαιτήσει από τις Συμμαχικές δυνάμεις να καταλάβουν αμυντικές θέσεις αμέσως μετά την είσοδό τους στο Βέλγιο", αν ικανοποιούνταν οι εγγυήσεις που απαιτούσε το Βέλγιο.[21] Ο Γάλλος Πρωθυπουργός Εντουάρ Νταλαντιέ, απάντησε ταχύτατα στη βρετανική κυβέρνηση ότι, όσον αφορά στη Γαλλία, οι εγγυήσεις μπορούσαν να δοθούν. Έτσι, οι Γάλλοι πίστευαν ότι οι Βέλγοι θα λάμβαναν ικανοποιητική απάντηση από τη βρετανική κυβέρνηση σε σχέση με τις εγγυήσεις, και στη συνέχεια θα καλούσαν αμέσως τα Συμμαχικά στρατεύματα να προχωρήσουν. Στις 15:50, ο Νταλαντιέ πληροφόρησε τον Γκαμελέν ότι οι Βέλγοι είχαν κατ' αρχήν συμφωνήσει σε γαλλική προώθησε και ρώτησε εάν ήταν έτοιμος να την εκτελέσει. Ο Γκαμελέν ήταν πολύ χαρούμενος, απαντώντας ότι λόγω των ισχυρών χιονοπτώσεων στην περιοχή των βελγικών - γερμανικών συνόρων, οι Γερμανοί δεν θα μπορούσαν και οι ίδιοι να προελάσουν γρήγορα, ότι μια γερμανική εισβολή ήταν επομένως απίθανη και ότι αυτό αποτελούσε μια ιδανική κατάσταση το γαλλικό στράτευμα, προσθέτοντας: "Πρέπει τώρα να αδράξουμε την ευκαιρία". Ο Γκαμελέν διέταξε ότι τα συμμαχικά στρατεύματα υπό τον έλεγχό του κατά τη διάρκεια της νύχτας της 14-15 Ιανουαρίου όφειλαν να πραγματοποιήσουν την προσέγγισή προωθούμενα προς τα γαλλο-βελγικά σύνορα, ώστε να είναι έτοιμα να εισέλθουν αμέσως μόλις λάμβαναν τη σχετική διαταγή.

Στις 16:45, ωστόσο, ο Γκαμελέν έλαβε ένα τηλεφώνημα από τον αναπληρωτή του, διοικητή της Στρατιά του Δυτικού Μετώπου Αλφόνς Ζωρζ (Alphonse Georges). Έχοντας θορυβηθεί από τη διαταγή, ο Ζωρζ ανησυχούσε ότι η απόφαση αυτή ήταν μη αναστρέψιμη και θα προκαλούσε την εκκίνηση μιας σειράς γεγονότων, που θα καθιστούσαν τη γερμανική εισβολή αναπόφευκτη, σε μια στιγμή που ο γαλλικός στρατός και η αεροπορία δεν είχαν ακόμη ολοκληρώσει τον εξοπλισμό τους. Ο Γκαμελέν έχασε την ψυχραιμία του και μίλησε πολύ άσχημα στον Ζωρζ, υποχρεώνοντάς τον να υπακούσει στη διαταγή. Κατά τη διάρκεια της νύχτας, οι Βέλγοι ενημερώθηκαν για τον ελιγμό. Μόλις στις 8 Ιανουαρίου στις 8:15΄, ο Γκαμελέν είδε τη βρετανική απάντηση στις εγγυήσεις: προσέφεραν μια αποδυναμωμένη εκδοχή που ήταν μάλλον απίθανο να γίνει αποδεκτή από τους Βέλγους.[22] Ταυτόχρονα, λάμβανε μηνύματα από τις δυνάμεις που προωθούνταν ότι τα βελγικά συνοριακά στρατεύματα είχαν σταματήσει να αφαιρούν τα εμπόδια και δεν είχαν διαταχθεί να επιτρέψουν στα Συμμαχικά στρατεύματα την είσοδο στη χώρα τους.

Τρεις ώρες αργότερα, ο Νταλαντιέ, που τον κάλεσε ο απελπισμένος Γκαμλέν, ο οποίος επέμεινε ότι ο πρωθυπουργός θα έκανε τη βελγική κυβέρνηση «να ανταποκριθεί στις ευθύνες της», δήλωσε στον Πολ Λε Τελιέ (Pol le Tellier), Πρέσβη του Βελγίου στο Παρίσι, ότι εκτός αν οι Γάλλοι είχαν την πρόσκληση να εισέλθουν στο Βέλγιο έως τις 8 μ.μ. εκείνο το απόγευμα, όχι μόνο θα αποσύρουν όλα τα βρετανικά και γαλλικά στρατεύματα από τα σύνορα, αλλά θα αρνούνταν επίσης να πραγματοποιήσουν παρόμοιους ελιγμούς κατά τη διάρκεια περαιτέρω προειδοποιήσεων έως ότου εισέβαλαν οι Γερμανοί.[23]


Η βελγική κυβέρνησ εκείνη την ημέρα δεν μπόρεσε να λάβει θετική απόφαση σχετικά με την πρόσκληση. Η εισβολή είχε ήδη προβλεφθεί για τις 14 του μηνός, αλλά δεν έγινε δυνατόν αυτή να υλοποιηθεί: Οι έντονες χιονοπτώσεις συνεχίστηκαν στα ανατολικά σύνορα, καθιστώντας απίθανη μιαν άμεση γερμανική επίθεση. Ο Βασιλέας και ο Φαν Οφερστρέτεν, και οι δύο αυστηρά υπέρ της ουδετερότητας της χώρας, ήλπιζαν να επιτευχθεί μια διπλωματική λύση για τον τερματισμό του πολέμου και δεν είχε καμία πρόθεση να εμπλακεί σε πολεμικές περιπέτειες η χώρα τους, εκτός εάν αυτό θα ήταν απολύτως απαραίτητο. Στις 12:00 περίπου, ο Φαν Οφερστρέτεν διέταξε τα βελγικά στρατεύματα των συνόρων να ξανατοποθετήσουν τα εμπόδια και τους υπενθύμισε την πάγια εντολή να «αποκρούσει με βία οποιαδήποτε ξένη μονάδα οποιασδήποτε εθνικότητας που παραβιάζει το βελγικό έδαφος». Στις 18:00 ο Νταλαντιέ είπε σε έναν απογοητευμένο Γκαμελέν: "δεν μπορεί να αναλάβει την ευθύνη να μας επιτρέψει να εισβάλουμε προληπτικά στο Βέλγιο, δηλαδή να παραβιάσουμε τη βελγική ουδετερότητα".

Οι Γερμανοί ματαιώνουν την εισβολή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν ο Στρατηγός Άλφρεντ Γιοντλ πληροφορήθηκε στις 13 Ιανουαρίου ότι τα έγγραφα που είχαν στην κατοχή τους οι Βέλγοι ήταν πιθανότατα αδύνατον να διαβαστούν, απέρριψε σχέδια για εκτέλεση της επίθεσης τρεις ημέρες νωρίτερα από την προγραμματισμένη, δηλαδή στις 14 Ιανουαρίου - τα ίδια σχέδια που προκάλεσαν την κρίση στο Βέλγιο - και την ανέβαλε στις 15 ή 16 Ιανουαρίου, για να είναι σε θέση να αποφασίσει όπως θα το απαιτούσαν οι περιστάσεις. Το βράδυ ήρθε η εκπληκτική είδηση ότι τα βελγικά και ολλανδικά στρατεύματα - που είχαν ήδη κινητοποιηθεί από τον Σεπτέμβριο του 1939 - είχαν τεθεί σε επιφυλακή. Αυτό αποδόθηκε στη συντριβή και στην πολύ προφανή πορεία εισβολής της γερμανικής Έκτης Στρατιάς, με τον τελευταίο παράγοντα να αποτελεί απώλεια του στοιχείου του αιφνιδιασμού. Στις 15 Ιανουαρίου οι καιρικές συνθήκες ήταν τόσο κακές, λόγω των χιονοπτώσεων, ενώ η καιρική πρόβλεψη ήταν τόσο ζοφερή που ο Γιοντλ συμβούλεψε τον Χίτλερ να αναβάλει την εισβολή επ 'αόριστον. Ο Φύρερ συμφώνησε απρόθυμα στις 16 Ιανουαρίου στις 19:00.

Αποτελέσματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βραχυπρόθεσμα δεν φάνηκε να έχει προκληθεί κάποια ζημιά, αλλά υποστηρίχθηκε[24] ότι μακροπρόθεσμα οι συνέπειες αυτού του περιστατικού ήταν καταστροφικές τόσο για το Βέλγιο όσο και τη Γαλλία. Όταν ήρθε η πραγματική εισβολή, στις 10 Μαΐου 1940, οι Γερμανοί είχαν αλλάξει ριζικά τη στρατηγική τους και αυτή η αλλαγή είχε ως αποτέλεσμα την ταχεία κατάρρευση της Γαλλίας, ενώ αναμφισβήτητα ακόμη και μια μερική γερμανική νίκη θα ήταν εξαιρετικά αβέβαιη εάν είχε ακολουθηθεί το αρχικό σχέδιο. Ωστόσο, ο προσδιορισμός της ακριβούς φύσης της αιτιώδους σχέσης μεταξύ του συμβάντος και της αλλαγής στρατηγικής αποδείχθηκε προβληματικός.

Κάνοντας έναν πιο "παραδοσιακό" απολογισμό των γεγονότων, το περιστατικό ανάγκασε τον Χίτλερ να ζητήσει δραστική αλλαγή στρατηγικής. Είπε στον Γιοντλ ότι "ολόκληρη η επιχείρηση θα πρέπει να οικοδομηθεί σε νέα βάση για να εξασφαλιστεί το απόρρητο και το στοιχείο του αιφνιδιασμού."[25] Οι Βέλγοι ένιωσαν υποχρεωμένοι να αναφέρουν στους Γερμανούς ότι διέθεταν το σχέδιο επίθεσης. Όταν ο Γιοάχιμ φον Ρίμπεντροπ, υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, απάντησε ότι ήταν ξεπερασμένο, ήταν πιο ειλικρινής από ό, τι σκόπευε. Ανταποκρινόμενη στο αίτημα του Χίτλερ, η Ανώτατη Διοίκηση αναζητούσε εναλλακτική λύση, και τελικά θα τη βρήκε στις προτάσεις του στρατηγού Έριχ φον Μάνσταϊν, πρώην Αρχηγού Επιτελείου της γερμανικής Ομάδας Στρατιών Α. ο οποίος για μερικούς μήνες επεξεργαζόταν μια νέα ιδέα: Αντί να δεσμευτεί στην επίθεση που περιγραφόταν λεπτομερώς στα απολεσθέντα έγγραφα, η οποία περιλάμβανε κύρια προώθηση στα βορειοανατολικά σύνορα του Βελγίου, τα γερμανικά θωρακισμένα έπρεπε να συγκεντρωθούν πιο νότια. Ο Γιοντλ κατέγραψε στις 13 Φεβρουαρίου ότι ο Χίτλερ συμφώνησε, αναφερόμενος στο περιστατικό Μέχελεν: «Θα έπρεπε τότε να επιτεθούμε προς την κατεύθυνση του Σεντάν», δήλωσε ο Χίτλερ στον Γιοντλ. "Ο εχθρός δεν περιμένει από εμάς να επιτεθούμε εκεί. Τα έγγραφα που έχασαν οι αξιωματικοί της Λουφτβάφε που κατέπεσαν έπεισαν τον εχθρό ότι σκοπεύουμε να καταλάβουμε μόνο τις ολλανδικές και βελγικές ακτές." Μέσα σε λίγες μέρες από αυτήν τη συζήτηση ο Χίτλερ είχε προσωπικά μιλήσει με τον φον Μάνστεϊν και ο Φύρερ του είχε δώσει το πράσινο φως. Το σχέδιο που προκάλεσε τόσο μεγάλο χάος όταν το ανακάλυψαν οι Βέλγοι αντικαταστάθηκε. [26]

Ωστόσο, η σημασία του συμβάντος έχει επίσης αμφισβητηθεί έντονα. [27] Ο Χίτλερ ήταν εξ αρχής διστακτικός για το σχέδιο αυτό. Η αναβολή ήταν μια από τις πολλές και μάλιστα σε αυτήν την περίπτωση οφείλεται περισσότερο στις καιρικές συνθήκες παρά στην αποκάλυψη του περιεχομένου των εγγράφων. Καθώς το σχέδιο ήταν μάλλον παραδοσιακό και προβλέψιμο, κανένα θεμελιώδες μυστικό δεν διακυβεύτηκε και, ως εκ τούτου, δεν υπήρχε άμεση ανάγκη για αλλαγή. Το αίτημα του Χίτλερ για αιφνιδιασμό δεν αναφέρεται σε μια απρόβλεπτη νέα στρατηγική, αλλά σε μια συντομευμένη προσέγγιση και φάση συγκέντρωσης, έτσι ώστε να μπορεί να επιτευχθεί τακτικός αιφνιδιασμός πριν μπορέσει να αντιδράσει ο εχθρός. Για τον σκοπό αυτόν τα θωρακισμένα τμήματα εντοπίστηκαν πιο δυτικά και βελτιώθηκε η οργάνωση. Δεν υπήρξε άμεση αλλαγή στη στρατηγική σκέψη και όταν ολοκληρώθηκε μια βελτιωμένη ιδέα, σε μια συνεχή διαδικασία τροποποιήσεων, στις 30 Ιανουαρίου, αυτό το "Aufmarschanweisung N ° 3, Fall Gelb" ("Οδηγία ανάπτυξης, υπόθεση 'Κίτρινο'"), δεν διέφερε ουσιαστικά από προηγούμενες εκδόσεις. Σε αυτή την άποψη μόνο το γεγονός ότι ορισμένοι από τους φίλους του φον Μάνσταϊν κατάφεραν να θέσουν τις προτάσεις του στην προσοχή του Χίτλερ, προκάλεσε πραγματικά μια θεμελιώδη στροφή. Η κύρια συνέπεια του συμβάντος θα ήταν ότι αποκάλυπτε, όχι το γερμανικό σχέδιο, αλλά τον τρόπο που θα χρησιμοποιούσαν οι Σύμμαχοι σε περίπτωση εισβολής, επιτρέποντας στους Γερμανούς να προσαρμόσουν ανάλογα την επίθεσή τους. [28]

Η υιοθέτηση του αναθεωρημένου «Fall Gelb» από τους Γερμανούς, ενώ οι Σύμμαχοι περίμεναν ακόμη από τον Χίτλερ να προχωρήσει με τη εκδοχή που είχαν "συλλάβει", σήμαινε ότι οι Γερμανοί θα μπορούσαν να τους παγιδεύσουν. Θα υπήρχε ακόμη μια επίθεση στο κεντρικό Βέλγιο, αλλά αυτή θα ήταν απλώς αντιπερισπασμός για να ελκύσει όσο το δυνατόν περισσότερα στρατεύματα προς τα βόρεια, ενώ η κύρια γερμανική επίθεση θα γινόταν από τις Αρδέννες, και στη συνέχεια θα διέσχιζε τον Μεύση μεταξύ Σεντάν και της περιοχής βόρεια του Ντινάν, για να διεισδύσει μέχρι την ακτή της Μάγχης. Με αυτόν τον τρόπο, τα στρατεύματα στο Βέλγιο θα αποκόπτονταν από τις γραμμές ανεφοδιασμού τους και θα αναγκάζονταν να παραδοθούν. Αυτή η παραπλάνηση μπορεί να ήταν έξυπνη, αλλά θα λειτουργούσε μόνο εάν ο Γκαμελέν είχε εμμείνει στην αρχική του στρατηγική. που ζητούσε μάλλον πολλά, δεδομένου ότι μέχρι τις 14 Ιανουαρίου 1940 η διαίσθησή του ήταν άψογη. Άραγε είχε μαντέψει σωστά το περιεχόμενο του πρωτότυπου γερμανικού "Aufmarsschanweisung Fall Gelb";

Ωστόσο, ο Γκαμελέν απέτυχε να αλλάξει τη στρατηγική του υποθέτοντας ότι οι Γερμανοί θα άλλαζαν τη δική τους, παρά τις αμφιβολίες του Λόρδου Γκορτ και της βρετανικής κυβέρνησης. Ίσως οι Σύμμαχοι πίστευαν ότι τα κατασχεθέντα έγγραφα ήταν «εμφύτευμα» (παραπλανητικά).[29] [30] Ίσως οι Βρετανοί ήταν διστακτικοί λόγω του μεγέθους της συνεισφοράς τους και, ως εκ τούτου δίσταζαν να επικρίνουν υπερβολικά τη στρατηγική των συμμάχων τους.

Ο Γκαμελέν έχει, επίσης, επικριθεί σοβαρά για το ότι δεν άλλαξε το σχέδιό του.[31] Η στάση του έχει εξηγηθεί ως αδυναμία να πιστέψει ότι η πολύ παραδοσιακή γερμανική Ανώτατη Διοίκηση θα κατέφευγε σε καινοτόμες στρατηγικές, πόσο μάλλον στις πιο καινοτόμες τακτικές του "Blitzkrieg" (=κεραυνοβόλου πολέμου) που απαιτούνταν για να τα καταστήσουν απόλυτα αποτελεσματικά. Κάθε μεγάλη συγκέντρωση δυνάμεων που θα διερχόταν μέσω του κακού οδικού δικτύου στις Αρδέννες θα έπρεπε να ενεργήσει πολύ γρήγορα. Επίσης, από την άποψη αυτή, το συμβάν δεν θα είχε σημαντικές συνέπειες.

Επιμύθιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Χένμανς και Ράινμπεργκερ δικάστηκαν ερήμην στη Γερμανία και καταδικάστηκαν σε θάνατο: Αυτό καθώς απαγορευόταν αυστηρά η μεταφορά απόρρητων εγγράφων με αεροσκάφος χωρίς ρητή έγκριση και άρα είχαν διαπράξει σοβαρό ατόπημα. Οι ετυμηγορίες δεν θα εκτελεστούν ποτέ. Μετά από μια παραμονή σε στρατόπεδο εγκλεισμού στο Χόι (Huy) και οι δύο άνδρες μεταφέρθηκαν, το 1940, πρώτα στη Βρετανία και μετά στον Καναδά.

Η σύζυγος του Χένμανς, Άννι, ανακρίθηκε από την Γκεστάπο, που πίστευε ότι ο σύζυγός της ήταν προδότης. Η Άννι το αρνήθηκε αυτό, αλλά από το γεγονός ότι δεν γνώριζε μια εξωσυζυγική υπόθεση του Χένμανς συνήχθη το συμπέρασμα ότι ήταν αναξιόπιστη πηγή πληροφοριών. [32] Επιτράπηκε στους δύο γιους του να υπηρετήσουν στο στρατό και σκοτώθηκαν εν υπηρεσία κατά τη διάρκεια του πολέμου. Οι άνδρες αποτέλεσαν αργότερα τμήμα των ανταλλαγών αιχμαλώτων πολέμου το 1943 (ο Χένμανς) και το 1944 (ο Ράινμπεργκερ). Κατά την επιστροφή τους στη Γερμανία παραπέμφθηκαν σε δίκη. Ο Χένμανς έλαβε μερική χάρη. Ο Ράινμπεργκερ απαλλάχθηκε πλήρως, καθώς δεν θεωρήθηκε υπεύθυνος για τις σοβαρές συνέπειες της πράξης του. [33]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Στη μετάφραση του έργου του Ρεϊμόν Καρτιέ Ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, Πάπυρος, Αθήνα, 1964, η τοποθεσία αναφέρεται, εσφαλμένα, ως "Μεσελέν"
  2. Seabag-Montefiore, Hugh (2006). Dunkirk: Fight to the last man. London: Viking (Penguin Group). ISBN 0-670-91082-1. 
  3. 3,0 3,1 Reinberger, Helmuth, Major (13 September 1944). Reinberger's Statement, From the Huygeier Papers.. 
  4. 4,0 4,1 Ρεϊμόν Καρτιέ, Ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τ Α΄, Πάπυρος, Αθήνα, 1964
  5. 5,0 5,1 Άλφρεντ Γιοντλ: Ημερολόγιο
  6. Report of 12 January 1940 conversation, CDH, Overstraten file.
  7. 13 Ιανουαρίου 1940 τηλεγράφημα που στάλθηκε στις 4.40 π.μ. από τις Βρυξέλλες, σε CDH, Αρχείο A Farde 2 C111
  8. CDH, Αρχείο Overstraeten
  9. Van Overstraeten, General Raoul. Albert I-Leopold III: Vingt Ans De Politique Militaire Belge, 1920-1940. Belgium. σελ. 458. 
  10. Report by Colonel R. Monjoie, 1st Section, the Belgian Army, in CDH, Carton A Farde 2 C111
  11. Jackson, Julian, 2003, The Fall of France — the Nazi Invasion of 1940, p.75
  12. Jackson, Julian, 2003, The Fall of France — the Nazi Invasion of 1940, p.75
  13. Van den Bergen's note to the Minister of Defence, dated 21 January 1940, in CDH, Carton A Farde 2 C111
  14. Van Overstraeten, p. 456
  15. Αυτό γίνεται δεκτό στο σημείωμα του φαν ντερ Μπέρχεν προς τον Υπουργό Άμυνας, με ημερομηνία 21 Ιανουαρίου 1940, στο CDH, "Carton A Farde" 2 C111. Ο φαν ντερ Μπέρχεν δεν μπορούσε να θυμηθεί αν είχε πει στον Βασιλέα και τον Φαν Οφερστρέτεν ότι επρόκειτο να διατάξει την άρση των εμποδίων. Ο Φαν Οφερστρέτεν επέμεινε ότι δεν το έκανε. Van Overstraeten, σελ. 486
  16. Στο έγγραφο αναφερόταν επί λέξει: Daneben ist beabsichtigt, mit Teilkräften (X. A.K. mit unterstellter 1. Kav. Div.) den holländischen Raum mit Ausnahme der Festung Holland in Besitz zu nehmen (=Επιπλέον, προτίθεται να καταλάβει τα ολλανδικά εδάφη, με εξαίρεση του "Φρουρίου Ολλανδία" με δευτερεύουσες δυνάμεις)
  17. Jean Vanwelkenhuyzen, 1960, Die Niederlande und der „Alarm" im Januar 1940, in Vierteljahrshefte Für Zeitgeschichte, 8. Jahrgang, 1.Heft/Januar p. 19
  18. Vanwelkenhuyzen, Jean. Les advertissements qui venaient de Berlin: 9 octobre 1939–10 mai 1940.  σελ. 76
  19. Annex 1 to a 16 January note, SHM, 1BB2 207 Dossier 5. Οι Βέλγοι ζητούσαν, επίσης, εγγυήσεις ότι μετά από οποιαδήποτε πολεμική εμπλοκή, θα επιβεβαιωνόταν η εδαφική ακεραιότητα του Βελγίου (συμπεριλαμβανομένων και των αποικιών του) και ότι το Βέλγιο θα λάμβανε οικονομική βοήθεια.
  20. Μια περιγραφή του τι εννοούσε ο Σερ Ρότζερ Κέις μιλώντας στον Τσώρτσιλ βρίσκεται στην «καταγραφή συνομιλιών με τον Ναύαρχο Σερ Ρότζερ Κέιζ στο Υπουργείο Εξωτερικών στις 21 και 22 Φεβρουαρίου 1940», ένα από τα έγγραφα που παραδόθηκαν από τον Κέιζ στον γιο του, Ρότζερ, που ονομάζεται επίσης ο δεύτερος Λόρδος Κέιζ.
  21. Αυτά αποκαλύπτονται από τα Annex 1 της 14ης Ιανουαρίου και της σημείωσης της 16ης Ιανουασρίου, SHM, 1 BB2 207 Dossier 5.
  22. Annex 3, σημείωση της 16ης Ιανουαρίου 1940 όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Συνίσταντο σε ό,τι οι Βρετανοί μπορούσαν να εγγυηθούν μέχρι του σημείου που η Βρετανία θα μπορούσε να αναλάβει σε περίπτωση σύρραξης.
  23. The telegram from Pol Le Tellier to Brussels mentioning what Daladier told him is in Vanwelkenhuyzen, Jean. Les advertissements qui venaient de Berlin: 9 octobre 1939–10 mai 1940.  p.102
  24. Shirer, William, 1970, "The Collapse of the Third Republic", σελ. 558
  25. Jodl's diary, entry for 16 January
  26. Ο Χίτλερ αργότερα ισχυρίστηκε ότι ήρθε στην ιδέα ανεξάρτητα. Ωστόσο, η γενική αντίληψη είναι ότι ο φον Μάνσταϊν επινόησε τις πραγματικά λειτουργικά καθοριστικές πτυχές του νέου σχεδίου. Η συνάντηση της 17ης Φεβρουαρίου περιγράφηκε στο Von Manstein, Erich. Lost Victories. ISBN 0-89141-130-5.  σελ. 120–122.
  27. Karl-Heinz Frieser, 2005, "Blitzkrieg-Legende" σελ. 76
  28. Karl-Heinz Frieser, 2005, "Blitzkrieg-Legende" σελ. 102
  29. Αναφορά του Sir Lancelot Oliphant, Βρετανού Πρέσβη στις Βρυξέλλες, στο NA / PRO WO 371 24397.
  30. Στο έργο του δύο τόμων » Assignment to Catastroph », ο Στρατηγός Σερ Έντουαρντ Λούις Σπίαρς (Edward Louis Spears) ισχυρίζεται ότι ο Τσώρτσιλ είχε την πεποίθηση ότι τα σχέδια ήταν γνήσια, ενώ οι Γάλλοι πίστευαν ότι ήταν χαλκευμένα.
  31. Shirer, William, 1970, "The Collapse of the Third Republic", σελ. 565-566
  32. Seabag-Montefiore (2006), σ. 78
  33. Flor Vanloffeld, 1986, "De eerste Duitse adelaar viel te Vucht", Heemkundige Kringen Vochte-Vucht en Eisden, 3η έκδοση