Οι επιφανείς Γαλλίδες

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Οι επιφανείς Γαλλίδες
Εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του 1713
ΣυγγραφέαςΡομπέρ Σαλ
ΤίτλοςLes Illustres Françaises
ΓλώσσαΓαλλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1713
Μορφήμυθιστόρημα

Οι επιφανείς Γαλλίδες (γαλλικός τίτλος: Les Illustres Françaises) είναι μυθιστόρημα του Ρομπέρ Σαλ, που δημοσιεύτηκε ανώνυμα στη Χάγη το 1713. Δεκατέσσερις εκδόσεις στην Ολλανδία και τη Γαλλία μέχρι το 1780 και εκπληκτικά σύντομα μεταφράσεις στα αγγλικά (1727), γερμανικά (1728), ολλανδικά (1730) πιστοποιούν την τεράστια επιτυχία του σε όλη τη διάρκεια του αιώνα.[1]

Αναγνωρισμένο ως ένα από τα σημαντικότερα έργα της γαλλικής λογοτεχνίας του 18ου αιώνα, το μυθιστόρημα παρουσιάζει ερωτικές περιπέτειες από τη ζωή προσώπων, των οποίων τα πάθη αναπτύσσονται σε 7 τρυφερές ή τραγικές ιστορίες, που συχνά αλληλοσυνδέονται και αλληλοσυμπληρώνονται μέσα από τις σχέσεις των ηρώων, των αφηγητών και των ακροατών. Τολμηροί χαρακτήρες αψηφούν τις κοινωνικές συμβάσεις, βυθίζονται στην ακολασία, ζουν μυστικούς δεσμούς, παλεύουν μεταξύ έρωτα και μίσους σε έναν κόσμο, με πανταχού παρόν το Παρίσι, όπου τα γεγονότα αναμειγνύονται με κοινωνικές και καλλιτεχνικές ειδήσεις και ανασυστήνουν την ατμόσφαιρα της εποχής.[2]

Τα πρόσωπα του έργου δεν αναφέρονται. Στον πρόλογο, ο Ρομπέρ Σαλ αναφέρει: «Προειδοποιώ τους περίεργους που θα θελήσουν να διακρίνουν τα ονόματα των ηρώων και των ηρωίδων μου, ότι θα κάνουν έναν πολύ άχρηστο κόπο και ότι δεν γνωρίζω ούτε εγώ ο ίδιος ποιοι ήταν. Είναι μόνο διάφορες ιστορίες που φίλοι μου διηγήθηκαν σε διάφορες στιγμές και τις οποίες κατέγραψα στον ελεύθερο χρόνο μου».[3]

Ενσωματωμένες σε μια ιστορία-πλαίσιο, 4 διαφορετικοί αφηγητές αφηγούνται αυτές τις 7 ιστορίες σε μια παρέα φίλων που γνωρίζονται εδώ και πολύ καιρό. Μία από τις επινοήσεις του Ρομπέρ Σαλ σε σχέση με Το Δεκαήμερο του Βοκάκιου (περ. 1350) ή Το Επταήμερο (1559) της Μαργαρίτας της Ναβάρρας συνίσταται στο ότι διαφορετικοί χαρακτήρες αφηγούνται την ίδια ιστορία και προκύπτει ότι αυτές οι εκδοχές είναι ασυμβίβαστες: η αλήθεια δεν είναι επομένως δεδομένη εξ αρχής, αλλά ο αναγνώστης πρέπει να κρίνει μόνος του. Μια άλλη πρωτοτυπία του μυθιστορήματος σε σύγκριση με τα σύγχρονά του μυθιστορήματα έγκειται στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση και επομένως οι αφηγητές είναι πρωταγωνιστές των ιστοριών.[4]

Περίληψη των ιστοριών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εικονογράφηση του 1713

Η ιστορία του κυρίου ντε Ρονέ και της δεσποινίδας Ντυπουί αφηγείται τον ατελέσφορο έρωτά τους. Ο ίδιος ο ντε Ρονέ αφηγείται αυτή την ιστορία. Αφού συναντά τη Μανόν Ντυπυί στο σπίτι φίλης του, δημιουργεί μια ρομαντική σχέση με τη νεαρή γυναίκα, μια σχέση που δεν μπορεί να καταλήξει σε γάμο: ο πατέρας της κοπέλας αντιτίθεται σθεναρά στην ένωσή τους, από εγωισμό. Όταν ο πατέρας της Μανόν πεθαίνει, ο ντε Ρονέ ελπίζει να την παντρευτεί, αλλά μια επιστολή της Μανόν που έπεσε στα χέρια του τον πληροφορεί για την ύπαρξη ενός αντιζήλου, κάποιου Γκωτιέ, τον οποίο αναζητά μάταια. Έξαλλος με την απιστία της Μανόν, αρνείται να την ξαναδεί και αρνείται κάθε προσπάθεια εξήγησης εκ μέρους της.[5]

Η ιστορία του κυρίου ντε Κονταμίν και της Ανζελίκ: Ο ντε Ρονέ αφηγείται επίσης αυτήν την ιστορία. Η Ανζελίκ εργάζεται σε μια φίλη του ντε Κονταμίν, ο οποίος την ερωτεύεται και προσπαθεί να δημιουργήσει σχέση μαζί της. Αυτή αρνείται στην αρχή και μετά δέχεται τα δώρα του αγαπημένου της. Το σκάνδαλο που ξεσπάει όταν μαθεύεται η σχέση τους οδηγεί την Ανζελίκ να τον θέσει ενώπιον των ευθυνών του: να χωρίσει μαζί της ή να την παντρευτεί. Ο Κονταμίν εξομολογείται στην οικογένειά του τη σχέση του με την Ανζελίκ, που τελικά τη δέχονται.[6]

Η ιστορία του κυρίου ντε Τερνί και της δεσποινίδας ντε Μπερνέ είναι μια ιστορία που αποτελείται από πολλές ανατροπές, στο πνεύμα του τέλους του 17ου αιώνα. Η Κλεμάνς, μια νεαρή αριστοκράτισσα, προορίζεται να κλειστεί στο μοναστήρι. Ο Τερνί, ερωτευμένος μαζί της, προσπαθεί μάταια να τη ζητήσει σε γάμο. Ο πατέρας της αντιτίθεται στην ένωσή τους, καθώς η απληστία του υπερισχύει της λογικής. Μετά από πολλές περιπέτειες, οι δύο εραστές δηλώνουν δημόσια τον έρωτά τους όταν η Κλεμάνς ετοιμάζεται να ορκισθεί για να μπει στο μοναστήρι. Ο ίδιος ο ντε Τερνί αφηγείται αυτή την ιστορία, η οποία επανέρχεται στην πλοκή του πρώτου διηγήματος: εξηγεί πώς η Μανόν Ντυπυί λάμβανε τις ερωτικές επιστολές που ο Τερνί απηύθυνε κρυφά, με το όνομα Γκωτιέ, στην δεσποινίδα ντε Μπερνέ: αυτή η αποκάλυψη δικαιολογεί τη Μανόν, η οποία χρησίμευε ως «μυστικό ταχυδρομείο» για τη φίλη της.[1]

Η ιστορία του κυρίου ντε Ζυσί και της δεσποινίδας Φενούιγ, την αφηγείται ο ντε Φρανς. Οι δύο νέοι συναντιούνται μέσω ενός κοινού φίλου. Η ερωτική σχέση τους παραμένει χωρίς προβλήματα μέχρι που η Μπαμπέτ Φενουίλ μένει έγκυος. Οι εραστές αποφασίζουν να φύγουν μαζί, αλλά σύντομα συλλαμβάνονται. Ο ντε Ζυσί εξορίζεται για αρκετά χρόνια. Επιστρέφοντας στη Γαλλία ινκόγκνιτο, παντρεύεται κρυφά την Μπαμπέτ και, κατά τη διάρκεια ενός γεύματος, οι δύο νέοι αποκαλύπτουν την πρόσφατη ένωσή τους στους γονείς τους.

Η ιστορία του κυρίου ντε Πρε και της δεσποινίδας ντε λ'Επίν είναι μια τραγική ιστορία. Ο ντε Πρε συναντά τη Μαρί-Μαντλέν σε μια δικαστική αίθουσα, ενώ η μητέρα της κοπέλας εμπλέκεται σε μια δίκη. Οι γονείς των νέων αντιτίθενται στην ένωσή τους και ο ντε Πρε αναγκάζεται να εφεύρει κόλπα για να συναντά τη Μαρί-Μαντλέν, την οποία παντρεύεται κρυφά. Η νεαρή κοπέλα μένει έγκυος και δεν μπορεί πλέον να κρυφτεί από τη μητέρα της. Από την πλευρά του, ο πατέρας του ντε Πρε μαθαίνει για τη σχέση του γιου του με την κοπέλα. Οι γονείς των εραστών οργίζονται, ο πατέρας του ντε Πρε τον κλείνει στη φυλακή Σαιν-Λαζάρ, ενώ η μητέρα της κοπέλας κλείνει την ετοιμοθάνατη κόρη της στο δημόσιο νοσοκομείο όπου πέθανε ανάμεσα στις πόρνες του Παρισιού.

Η ιστορία του ντε Φρανς και της Συλβί είναι επίσης μια ιστορία που αφηγείται ο ντε Φρανς και παρουσιάζει τη δική του εκδοχή για έναν δυστυχισμένο έρωτα ανάμεσα στον ίδιο και μια μυστηριώδη νεαρή κοπέλα, τη Συλβί. Στον καθεδρικό ναό της Παναγίας των Παρισίων, ο ντε Φρανς βαφτίζει ένα νεογέννητο μαζί με μια άγνωστη γυναίκα. Οι δύο νέοι ερωτεύονται και γίνονται εραστές. Στη συνέχεια, ο ντε Φρανς προσπαθεί να ανακαλύψει ποια είναι η καταγωγή της Συλβί. Η τελευταία, που δεν μπορεί να αποκαλύψει ποιος είναι ο πατέρας της, αναγκάζεται να του πει ψέματα. Μετά από μακρά έρευνα, ο ντε Φρανς καταλήγει να ανακαλύψει την ταυτότητά της: την παντρεύεται παρά την αντίθεση της μητέρας του. Αλλά επιστρέφοντας από ένα ταξίδι στη Ρώμη, βρίσκει τη Συλβί στην αγκαλιά του καλύτερου φίλου του, του Γκαλουέν. Αυτό που θεωρεί απιστία της γυναίκας του τον ωθεί να την εγκαταλείψει. Η γυναίκα, σε απόγνωση, πεθαίνει από θλίψη.[7]

Η ιστορία του Ντυπυί και της κυρίας ντε Λοντέ είναι μια ιστορία ριζικά διαφορετική από τις προηγούμενες που καλύπτει μια μεγαλύτερη περίοδο. Ο Ντυπυί αφηγείται περιόδους της ζωής του όπου παρεμβαίνουν διάφορες γυναίκες. Αφηγείται επίσης αρκετές ευχάριστες ιστορίες που απεικονίζουν την καθημερινή ζωή στο Παρίσι του Λουδοβίκου ΙΔ' . Η ελευθεριακή πλευρά της ιστορίας είναι αναμφισβήτητη. Ο Ντυπυί αφηγείται την μαθητεία του στον έρωτα, πριν συναντήσει τη γυναίκα της ζωής του. Αναφέρει επίσης την εκδοχή που του έδωσε ο Γκαλουέν, φίλος του ντε Φρανς, για το τι συνέβη μεταξύ αυτού και της Συλβί. Αυτό που ο ντε Φρανς θεώρησε για απιστία ήταν μια δραματική παρερμηνεία: Ο ντε Φρανς είδε καλά, αλλά παρερμήνευσε τα γεγονότα. Ως εκ τούτου, τιμώρησε ανεπανόρθωτα τη Συλβί, η οποία ήταν ήδη θύμα του Γκαλουέν.

Συνέχειες - Επιρροή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μυθιστόρημα ήταν τόσο επιτυχημένο που σύντομα ακολούθησαν συνέχειες. Το 1722, η Ιστορία του κόμη του Βαλεμπουά και της δεσποινίδας Σαρλότ ντε Πονταί, της συζύγου του. Το 1723 η Ιστορία του κυρίου ντε Μπρεβίλ και της δεσποινίδας ντε Μπωμόν. Το 1725 η Ιστορία του Κόμη ντε Λιβρύ και της δεσποινίδας ντε Μαντσίνι και η Ιστορία του κυρίου ντε Σαλβάν και της Μαντάμ ντε Βιλιέ. Αυτές οι ιστορίες επαναλαμβάνουν θέματα των πρωτότυπων διηγημάτων, αλλά η ανάπτυξή τους περιλαμβάνει στερεότυπα των μυθιστορημάτων της εποχής, τα οποία ο Ρομπέρ Σαλ απέφυγε προσεκτικά.

Η επιρροή του μυθιστορήματος είναι εμφανής στα έργα συγχρόνων και μεταγενέστερων συγγραφέων όπως ο Αββάς Πρεβώ, ο Ντενί Ντιντερό, ο Μαριβώ, ο μαρκήσιος ντε Σαντ, ο Ρετίφ ντε Λα Μπρετόν και ο Σάμουελ Ρίτσαρντσον.[8]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]