Οδύσσεια (Καζαντζάκης)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Οδύσσεια (στην πρώτη έκδοση, του 1938, η γραφή είναι με ένα σίγμα, ως Οδύσεια)[1] είναι μεγαλόπνοο έπος του Νίκου Καζαντζάκη που θέμα του έχει τις νέες περιπλανήσεις του ομηρικού ήρωα μετά την επιστροφή του στην Ιθάκη μέχρι τον θάνατό του. Είναι γραμμένη σε ιαμβικό δεκαεπτασύλλαβο στίχο (στο σύνολο 33.333 στίχοι) και χωρίζεται σε 24 ραψωδίες, όσες και αυτή του Ομήρου.

«Η υπεράνθρωπη επιχείρηση ν’ αξιοποιηθεί η απέραντη πνευματική πείρα του Καζαντζάκη είναι η Οδύσσεια. Αυτό εξηγεί την έκτασή της, τον εφιαλτικό καταρράκτη των βιωμάτων, τον συγκρητισμό τόσο μεγάλου πλήθους από μύθους, συνήθειες και δοξασίες, τη χλιδή των εικόνων, την ατερμοσύνη των σκοπών, ακόμα και την καταλυτική ορμή που την διατρέχει απ’ άκρη ως άκρη, ίσαμε την τελική συνουσία του Οδυσσέα με τον Θάνατο.» θα γράψει χαρακτηριστικά ο στενός φίλος του Καζαντζάκη Παντελής Πρεβελάκης. Και συνεχίζει παρακάτω: «Ο Οδυσσέας του Καζαντζάκη θα βγει στην αναζήτηση του Θεού, όπως ο Οδυσσέας του Ομήρου βγαίνει στην αναζήτηση της πατρίδας.»[2]

Για τον Καζαντζάκη, η Οδύσσεια αποτελούσε το 'Εργο (la Obra), αναφώνηση που την είχε ακούσει από το στόμα του ποιητή Χιμένεθ.[3]. Η συγγραφή της άρχισε στην Κρήτη, όπου γράφτηκαν οι πρώτες έξι ραψωδίες, τον χειμώνα του 1925, και συνεχίστηκε στην Αίγινα, όπου γράφτηκαν οι υπόλοιπες δεκαοχτώ, από τις 20 Μαΐου ώς τις 22 Σεπτεμβρίου του 1927. Αυτή ήταν η πρώτη γραφή. Ακολούθησαν άλλες έξι με τις οποίες ο ποιητής αναθεώρούσε το έργο, μέχρι την τελική έβδομη γραφή, έπειτα από δεκατρία ολόκληρα χρόνια. [4]

Ο Οδυσσέας (Δυσσέας) του Καζαντζάκη φεύγοντας από την Ιθάκη περιπλανιέται στη Σπάρτη, την Κρήτη και την Αίγυπτο, που συνταράσσονται από εσωτερικές επαναστάσεις και επιδρομές «ξανθομάλληδων βαρβάρων», των Δωριέων (Ραψωδίες Α-Λ), στις οποίες λαμβάνει και ο ίδιος μέρος υπέρ των ανατροπέων. Στη συνέχεια (ραψωδίες Μ-Ο) ο ήρωας ιδρύει την δική του πολιτεία, «το κάστρο του Θεού», η οποία όμως καταστρέφεται από σεισμό. Στις τελευταίες ραψωδίες (Π-Ω), ο Οδυσσέας γίνεται ασκητής και αρχίζει μια μοναχική πορεία, στη διάρκεια της οποίας συναντά τις μεγάλες μορφές του ανθρώπινου πνεύματος, όπως τον Χριστό και τον Βούδα, τον Φάουστ και τον Δον Κιχώτη. Αφού δώσει στον καθένα, αλλά και πάρει από τον καθένα κάτι, πεθαίνει γαντζωμένος από ένα παγόβουνο στο Νότιο Πόλο. [5]

Ο καζαντζακικός Οδυσσέας είναι ένας «Αντάρτης, Ξεριζωμένος, Desperado. Κλίμα της ψυχής του; Η μοναξιά και η ανταρσία! Κοσμικές τρομάρες, συναίσθημα ανεστιότητας, έξαψη του εγώ. Απανθρωπία. Desperación. Μηδενισμός.» «Η κοσμοθεωρία του Οδυσσέα περιέχεται ολόκληρη στην Ασκητική.[6]

Περίληψη του Έργου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Οδυσσέας, έχοντας εξοντώσει τους μνηστήρες, καθαρίζεται από τα αίματα στο λουτρό του παλατιού και εμφανίζεται στην Πηνελόπη. Έρχεται στη συνέχεια αντιμέτωπος με την εξέγερση του λαού της Ιθάκης και τους επιβάλλεται. Διηγείται έπειτα στους δικούς του τις περιπλανήσεις του μέχρι το γυρισμό του. Ωστόσο δεν του μέλλεται να μείνει για πολύ στην πατρίδα του. Αφού θάβει τον πατέρα του Λαέρτη και παντρεύει τον Τηλέμαχο με τη Ναυσικά, αναχωρεί με ένα πλοιάριο και με μόλις πέντε συντρόφους που διάλεξε ο ίδιος: τον θαλασσόλυκο Στρειδά, τον αγαθό φαγά Κένταυρο, τον ξανθό χαλκουργό Καρτερό, τον ελαφρόμυαλο τραγουδιστή Σουραύλη και τον φυγόδικο αδελφοκτόνο Χάλικα. Αναχωρούν προς το άγνωστο και ο Οδυσσέας οραματίζεται την ωραία Ελένη να ασφυκτιά στη Σπάρτη και να τον προσκαλεί να έρθει να την πάρει. Όταν φτάνουν στη Σπάρτη, βλέπουν πως υποβόσκει εξέγερση του πεινασμένου λαού κατά του βασιλιά Μενελάου και των αρχόντων. Με τον λαό έχουν ενωθεί ξανθοί βάρβαροι από τον βορρά που έχουν όπλα από σίδηρο αντί από χαλκό. Ο Οδυσσέας αμφιταλαντεύεται με ποιανού μέρος να πάει. Αποφασίζει τελικά να βοηθήσει τον Μενέλαο να καταστείλει την εξέγερση, αν και του τονίζει ότι οι καιροί έχουν αλλάξει. Στα υποστατικά του Μενελάου ο Οδυσσέας συναντά έναν γιδοβοσκό, τον Πέτρακα, που θα είναι ο έκτος του σύντροφος. Μετά τον δείπνο ο Μενέλαος δωρίζει στον Οδυσσέα ένα ειδώλιο του Δία (το οποίο ο Οδυσσέας θα ξεφορτωθεί με την πρώτη ευκαιρία πουλώντας το στον επόμενο σταθμό του ταξιδιού, την Κρήτη). Την επομένη ο Οδυσσέας αρπάζει την Ελένη και αφού σκοτώνουν τη φρουρά φεύγουν από τη Σπάρτη αναχωρώντας με το πλοιάριό τους.

Μια τρικυμία φέρνει το πλοίο του Οδυσσέα στην Κρήτη, όπου βασιλεύει ο Ιδομενέας. Το βασίλειο είναι σε παρακμή και ο ίδιος ο Ιδομενέας υποφέρει από ανικανότητα. Ο βασιλιάς ανεβαίνει στο ιερό βουνό για να επικοινωνήσει με τον θεό-Ταύρο και να ανακτήσει τις χαμένες του δυνάμεις. Στο παλάτι κατά την επιστροφή του πρόκειται να τελεστεί ένα ιερό όργιο, όπου ο βασιλιάς-ταύρος θα συνουσιαστεί με μια βασίλισσα-δαμάλα. Αυτή θα είναι η Ελένη, που ο Οδυσσέας τοποθετεί στο θρόνο. Ο λαός συμμετέχει στο όργιο. Κατά τα ταυροκαθάψια σκοτώνεται από τον ταύρο η μία κόρη του βασιλιά, η Κρινώ. Ο Οδυσσέας σμίγει ερωτικά με μιαν άλλη κόρη του Ιδομενέα, τη Δίχτεννα, ενώ μια τρίτη κόρη, η Φίδα συνωμοτεί με έναν ξανθό βάρβαρο κατά του ίδιου του πατέρα της. Κατά τη διάρκεια του οργίου ένας άλλος βάρβαρος συνουσιάζεται με την Ελένη (η οποία μαζί του θα αποκτήσει έναν γιο). Ο Οδυσσέας συνεννοείται με τους συνωμότες για να συντρίψουν τον παλιό στείρο πολιτισμό που δεν μπορεί πλέον να αναγεννηθεί. Περνά λίγος καιρός. Στην αυλή του παλατιού εορτάζεται ο ερχομός της άνοιξης. Το ίδιο βράδυ οι συνωμότες βάζουν φωτιά στο παλάτι, ενώ οι δούλοι του παλατιού στασιάζουν. Παράλληλα επιτίθενται οι βάρβαροι επιδρομείς από τη θάλασσα. Η Φίδα σκοτώνει τον πατέρα της, Ιδομενέα, και μετά πέφτει νεκρή, κονταροχτυπημένη από έναν σωματοφύλακα του βασιλιά. Νεκρός έχει πέσει κατά τη διάρκεια της μάχης στο λιμάνι και ο Στρειδάς. Ο Οδυσσέας θάβει την Φίδα και τον Στρειδά, βάζει για βασιλιά της Κρήτης τον Καρτερό (που κι αυτός είναι ένας ξανθός βάρβαρος), αποχαιρετά την Ελένη (που είναι έγκυος από τον άλλο βάρβαρο), παίρνει τη Δίχτεννα μαζί του και αναχωρεί για την Αίγυπτο με τους συντρόφους που του απομένουν. Μόλις φτάνουν ο Οδυσσέας εγκαταλείπει τη Δίχτεννα. Σκοπός του είναι τώρα να βρει τις πηγές του Νείλου.

Το πλοίο του Οδυσσέα ανεβαίνει τον Νείλο μέχρι την Ηλιούπολη, την πόλη του Ακενατόν. Πρώτα έχουν περάσει από μία νεκρόπολη, όπου ο Οδυσσέας ανασκάπτει, μετά από ένα όνειρο, τον τάφο ενός νεκρού φαραώ και παίρνει τα πλούσια κτερίσματα, τα οποία όμως την άλλη μέρα πετά στο Νείλο, για να μην εκμαυλιστούν, αυτός και οι σύντροφοί του, από τα πλούτη. Η Αίγυπτος είναι και αυτή σε κρίση. Η Πείνα βασιλεύει κι εδώ. Ομοίως οι βάρβαροι ελλοχεύουν επίσης. Ο βασιλιάς είναι νεαρός και καλόβουλος, αλλά όχι δυναμικός. Όταν φτάνουν στην πρωτεύουσα, ο Οδυσσέας αποφασίζει να δράσει, κινούμενος από μιαν εσωτερική φωνή. Αφήνει για λίγο τους συντρόφους του, ενώ ξεσπά η κοινωνική αναταραχή. Πρωτοστατούν μια Εβραία, η Ράλα, ένας εργάτης, ο Γέρακας, ένας χωρικός, ο Μπούρμπουλας και ένας επαναστάτης, ο Νείλος (προτύπωση του Λένιν). Όλοι τους συλλαμβάνονται και αιχμαλωτίζονται, μαζί με τον Οδυσσέα. Ο βασιλιάς, θέλοντας να τους κατανοήσει, βγάζει τον Οδυσσέα και τη Ράλα από τη φυλακή και τελικά τους αφήνει ελεύθερους. Ο Οδυσσέας γυρνά στο πλοίο του. Επιτίθενται τώρα οι βάρβαροι και ο Οδυσσέας πάει με το μέρος τους. Τα στρατεύματα του φαραώ όμως αντεπιτίθενται. Η Ράλα σκοτώνεται και οι βάρβαροι νικιούνται. Ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του αιχμαλωτίζονται. Στη φυλακή ο Οδυσσέας σκαλίζει το τρομερό προσωπείο του νέου θεού του. Φορώντας το χορεύει τόσο τρομαχτικά μπροστά στον φαραώ (ο οποίος είχε ζητήσει να τον δει), που ο νεαρός ηγεμόνας τον αφήνει να πάρει τους συντρόφους του και να φύγει από την Αίγυπτο. Ο Οδυσσέας φαντάζεται ότι βγαίνει από τον Άδη. Τον ακολουθεί ένα μπουλούκι από ανθρώπους της κατώτατης τάξης, ακόμα κι εγκληματίες. Σκοπός του τώρα είναι η θεμελίωση της ιδανικής Πολιτείας: είναι ένα κάστρο, που είδε στο όραμά του και που θα το φτιάξει με τους συντρόφους του. Πορεύονται μέσω της ερήμου προς το νότο. Υποφέρουν από δίψα και πείνα. Στασιάζουν κατά του Οδυσσέα. Αντιμετωπίζουν την επίθεση και τον δόλο των μαύρων Αφρικανών, αλλά ξεφεύγουν λόγω της εξυπνάδας του Οδυσσέα, ο οποίος μοιράζεται μαζί τους το όραμα του νέου θεού του, που τους συναρπάζει.

Ο Πέτρακας χωρίζεται από τους συντρόφους και κινδυνεύει από ανθρωποφάγους, σώζεται όμως εντυπωσιάζοντάς τους με τον χορό του και αυτοί τον κάνουν βασιλιά στο χωριό τους. Ο Οδυσσέας με τους λοιπούς συντρόφους του φτάνουν σ' ένα άλλο χωριό. Ο Σουραύλης, που έχει μόλις σκαλίσει το ξόανο του θεού του, στέλνεται για να πάρει προμήθειες. Οι ντόπιοι μαύροι εντυπωσιάζονται από το ξόανο. Γίνονται διάφορα θαύματα, που κάνουν και τον ίδιο τον Σουραύλη να προσκυνήσει ως θεό το ξόανο που έφτιαξε. Τώρα ο Οδυσσέας έχει για συντροφιά μια λεοπάρδαλη, δώρο του Χάλικα. Ξεκινούν νέα πορεία. Περνούν από το χωριό του Πέτρακα, που αρνείται να τους ακολουθήσει προτιμώντας να μείνει βασιλιάς των μαύρων. Ανακαλύπτουν τις πηγές του Νείλου. Ο Οδυσσέας στοχάζεται τους νόμους της ιδανικής πολιτείας που θα ιδρύσει. Ανεβαίνει με μόνο συντροφιά του τη λεοπάρδαλη στην κορυφή ενός βουνού όπου έχει ένα όραμα θεού που διαπερνά σα φλόγα όλο το σύμπαν. Αντιμετωπίζει και τον πειρασμό υπό τη μορφή ενός φιδιού που τον περιγελά γιατί ακόμη δεν έθεσε σε εφαρμογή το όραμά του. Κατεβαίνοντας από το βουνό ο Οδυσσέας βρίσκει την ομάδα του διασπασμένη σε δύο αντίπαλες παρατάξεις με επικεφαλής τον Κένταυρο και τον Χάλικα. Τους συμφιλιώνει, αρχίζει το χτίσιμο της πολιτείας και διδάσκει τους καινούργιους αυστηρούς νόμους στους μέλλοντες κατοίκους της. Γίνονται εορτασμοί. Όμως η φύση δίνει κακά προμηνύματα. Φτάνει ο Πέτρακας, που γυρεύει να ενωθεί με τους συντρόφους του ενόψει της επερχόμενης καταστροφής. Γίνεται έκρηξη ηφαιστείου συνοδευόμενη από τρομερό σεισμό και η νεόχτιστη πολιτεία γκρεμίζεται. Ο Κένταυρος καταπλακώνεται σώζωντας από βέβαιο θάνατο τον Οδυσσέα και ο Πέτρακας, που σαν βιγλάτορας κατεύθυνε προς τη σωτηρία τον λαό, απανθρακώνεται από την πύρινη βροχή. Ο Οδυσσέας, τώρα σε απόγνωση, παραχωρεί την αρχηγία του λαού στον Χάλικα και αναχωρεί. Γίνεται πάλι ασκητής. Δίχως ελπίδα πλέον, νιώθει απόλυτα ελεύθερος. Δεν υπάρχει γι' αυτόν πια κανένας θεός. Τρομάζει με τα λόγια αυτά τους προσκυνητές που φτάνουν να τον δουν.

Ο Οδυσσέας στην άκρη του γκρεμού, όπου βρίσκεται, γνωρίζει την απόλυτη ελευθερία. Τα πάντα είναι όνειρο, ένα παιχνίδι του μυαλού, που φτιάχνει τη μια στιγμή μορφές και την άλλη τις εξαφανίζει. Ο νους του υλοποιεί πλάσματα της φαντασίας του, πέραν του καλού και του κακού, που συμετέχουν σ' ένα μεγάλο δρώμενο που εξυμνεί το θαύμα της ζωής. Μετά τα πάντα σβήνουν. Ξημερώνει. Ο ήρωας ξαλαφρωμένος κατεβαίνει από το όρος. Ο κόσμος τού φαντάζει να είναι πλασμένος από τα ίδια του τα μάτια. Δράση και σκέψη συμφιλιώνονται μέσα του. Συνεχίζει την πορεία προς τον νότο μοναχός του. Συναντά τον Χάρο που έχει τη μορφή μεγάλου εντόμου. Ονειρεύεται την Ελλάδα. Συναντά τον Πειρασμό, που τον προτρέπει να αυτοκτονήσει. Συναντά μετά τον Μαναγή (προτύπωση του Βούδα), έναν νεαρό βασιλιά που τον βασανίζει το ζήτημα του θανάτου και γυρεύει τον λόγο του ασκητή-Οδυσσέα για να λυτρωθεί. Για τον Οδυσσέα ο θάνατος είναι το αλάτι που νοστιμίζει τη ζωή. Οδυσσέας και Μαναγής μπαίνουν σε μια πόλη, όπου βρίσκουν μια ξακουστή πόρνη, τη Μαργαρώ που τους φιλοξενεί στον κήπο της. Η Μαργαρώ ακούει σαγηνευμένη τον Οδυσσέα και υπερθεματίζει για το ότι πρέπει κανείς να χαίρεται κάθε στιγμή της ζωής μέχρι να πεθάνει. Ο Οδυσσέας συνεχίσει την πορεία μόνος του. Στο μέτωπό του εμφανίζεται το τρίτο μάτι, αυτό της γνώσης. Εμφανίζεται ξανά ο Χάρος και ο Οδυσσέας του ζητά να του δώσει λίγο καιρό για να φτάσει στη θάλασσα και να φτιάξει ένα πλοίο για το τελευταίο του ταξίδι. Έρχεται ένας άλλος ασκητής, που του ζητά παρηγορητικό λόγο και μετά πεθαίνει στα χέρια του. Ο Οδυσσέας φτάνει σε μια μεγάλη πολιτεία, όπου συναντά έναν μαύρο αοιδό (προτύπωση του ίδιου του Καζαντζάκη) που τραγουδά για τον Καπετάν Ελιά, που πάνω στο βουνό κέρδισε τη λύτρωση. Ο Οδυσσέας του λέει ότι εκείνος για τον οποίον τραγουδούσε ήταν αυτός ο ίδιος, ο Οδυσσέας. Ο τραγουδιστής του απαντά ότι τραγουδά για τον εαυτό του. Έπειτα ο Οδυσσέας σώζει από τα χέρια των αγρίων, που ήθελαν να τον σουβλίσουν, τον Καπετάν Ένα (προτύπωση του Δον Κιχώτη, την τρέλα του οποίου θεωρεί συγγενική της δικής του. Μετά φτάνει στον πύργο ενός ηδονιστή άρχοντα που ζει μακριά από κάθε ταραχή και στον οποίον αντιπαραβάλλει τη δική του θέαση της ζωής, που είναι ο διαρκής αγώνας χωρίς ελπίδα. Περνά από ένα λαγκάδι, όπου βλέπει, σαν σε όραμα, έναν γέρο να κατασπαράζεται και να καταβροχθίζεται από τους γιους του, που ήθελαν να του κλέψουν τις γυναίκες του. Το θέαμα ταράζει τόσο τον Οδυσσέα που βάζει το κεφάλι του σ' έναν λάκκο νερό για να συνέρθει.

Φτάνει τέλος στη θάλασσα και την χαιρετά ως παλιά του γνώριμη. Ακούει τους ναύτες σε μια ταβέρνα να μιλούν για το πολικό σέλας και επιθυμεί να βρει τον θάνατο κάτω απ' το φως αυτό. Βλέπει κάποιους μαύρους να λατρεύουν έναν θεό που τους τον έκαναν γνωστό κάποιοι Κρήτες ναύτες: είναι ο ίδιος ο Οδυσσέας. Μια πόρνη, η γριά Καλή τον φιλεύει ρόδια βλέποντάς τον να πεινάει. Αρχίζει να φτιάχνει το πλοιάριό του. 'Ενας απάρθενος ψαράς (προτύπωση του Ιησού) του μιλά για την αγάπη. Ο Οδυσσέας τον ακούει και αντιπαραβάλλει ξανά την δικιά του κοσμοθέαση. Η ώρα φτάνει που ο Οδυσσέας αποπλέει για τον Νότιο Πόλο, μέσα σε απόλυτη μοναξιά. Βλέπει το πολικό σέλας. Το πλοιάριό του, παρασυρμένο από τα δυνατά ρεύματα του παγωμένου ωκεανού, τσακίζεται σε κάτι βράχια. Φτάνει σ' ένα χωριό, στη μέση μιας φοβερής ερημιάς και παγωνιάς. Μόνη προσευχή προς τον θεό του του είναι να μη τον σκοτώσει. Περνά όλο τον χειμώνα με τους ντόπιους. Μόλις ο καιρός καλυτερεύει φτιάχνει ένα καινούργιο πλεούμενο από δέρματα φώκιας για να συνεχίσει την πορεία του προς τον νότο. Ξανοίγεται στη θάλασσα την ίδια ώρα που οι χωρικοί αναχωρούν με τα έλκηθρά τους. Ξάφνου η χιονισμένη πεδιάδα ανοίγει στα δύο και οι χωρικοί βρίσκουν το χαμό τους μέσα στο χάσμα. Ο Χάρος έρχεται πάλι και κάθεται στην πλώρη του της βάρκας του Οδυσσέα, ακριβώς αντικρύ του. Ο Οδυσσέας θυμάται την πολυτάραχη ζωή του. Βλέπει νοερά όποιους και όσα συνάντησε στο ταξίδι του να έρχονται για να τον αποχαιρετήσουν, είτε είναι πρόσωπα είτε ζώα και αντικείμενα είτε στοιχεία της φύσης είτε και σκέψεις ακόμα. Αποχαιρετά τους πάντες και τα πάντα πλέκοντάς τους εγκώμια. Ο Χάρος φεύγει. Ένα παγόβουνο του κλείνει το δρόμο και το πλοιάριό του ναυαγεί. Ολόγυμνος πέφτει στο νερό, σκαρφαλώνει πάνω στον πάγο. Καλεί όλους τους συντρόφους του που συνάντησε σε αυτό το ταξίδι του σε Σπάρτη, Κρήτη και Αφρική μέχρι τον Πόλο, τόσο τους ζωντανούς όσο και τους πεθαμένους και τους ετοιμοθάνατους. Έρχονται όλοι τους να παραβρεθούν στον θάνατό του. Έρχονται και πράγματα που αγάπησε στη ζωή του, φτάνει και ο σκύλος του ο Άργος. Τέλος εμφανίζονται οι τρεις του πρόγονοι: ο Τάνταλος, ο Προμηθέας και ο Ηρακλής. Φτάνει και πάλι ο Πειρασμός. Το παγόβουνο μέλλει να είναι το τελευταίο πλοίο του Οδυσσέα.

[7]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Οδύσεια». biblionet.gr. 
  2. Πρεβελάκης, Ο Ποιητής και το Ποίημα της Οδύσσειας, 1958, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, σελ. 49 και 108.
  3. Πρεβελάκης, ό.π. σελ. 52.
  4. Πρεβελάκης, ό.π., σελ. 86 και 88.
  5. Αιμιλία Κονιδιάρη - Φάβη, Ιδανική Πολιτεία της Οδύσσειας Νίκου Καζαντζάκη, εκδότης Ι.Γ. Βασιλείου, 1992, Αθήνα.
  6. Πρεβελάκης, ό.π., σελ. 128
  7. Πρεβελάκης,ό.π. σελ. 111-123.