Οασίν
Οασίν | ||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ενήλικο οασίν
| ||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||
| ||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||
Opisthocomus hoazin (Οπισθόκομος οασίν) Statius Müller, 1776 |
Το Οασίν ή Οατσίν (ισπανικά: El hoacín ή hoatzín) είναι πτηνό της οικογενείας των Οπισθοκομιδών, που απαντά στη Νότια Αμερική. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Opisthocomus hoazin και δεν περιλαμβάνει υποείδη.[2]
Το Οασίν ανήκει σε εκείνα τα πτηνά που έχουν προβληματίσει έντονα την επιστημονική κοινότητα σχετικά με τη συστηματική του ταξινομική. Κάποια χαρακτηριστικά του (βλ. Μορφολογία) το διαφοροποιούν σημαντικά από τα υπόλοιπα συγγενικά taxa (ταξινομικές μονάδες) και, προς το παρόν, έχει αποφασιστεί η κατάταξή του σε ξεχωριστή, μονοτυπική οικογένεια. Αντίθετα, οι διαφωνίες για την τάξη του πτηνού εξακολουθούν να είναι έντονες και δεν διαφαίνεται να υπάρχει άμεση και ακριβής απάντηση (βλ. Συστηματική Ταξινομική).
Στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του συμπεριλαμβάνονται:
- Περιορισμένη πτητική ικανότητα
- Μεγάλο και ιδιόμορφο λοφίο
- Κούρνιασμα σε «θέση-στέρνου»
- Εξαιρετικά εξειδικευμένο πεπτικό σύστημα
- Δυσάρεστη οσμή
- Παρουσία χαρακτηριστικών «νυχιών» στις πτέρυγες των νεοσσών και νεαρών ατόμων
Ονοματολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Επιστημονική ονομασία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η λατινική επιστημονική ονομασία του γένους, είναι αντιδάνεια απόδοση της ελληνικής λέξης οπισθόκομος «αυτός που έχει την κόμη (μαλλιά) ριγμένα προς τα πίσω», με σαφή αναφορά στο κυριότερο μορφολογικό χαρακτηριστικό του πτηνού, το λοφίο του, που στρέφεται προς τα -πάνω και- πίσω.[3]
Η ονομασία του είδους είναι η περισσότερο κοινή από τις πολλές λαϊκές ονομασίες με τις οποίες αποκαλείται το πτηνό, στις περιοχές της επικρατείας του.
Λαϊκές ονομασίες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Λίγα είναι τα είδη πτηνών που έχουν τόσες -και διαφορετικές- ονομασίες στις περιοχές όπου απαντούν. Η πλέον κοινή είναι Οασίν, από την ισπανική λαϊκή ονομασία el hoacín των χωρών της Λατινικής Αμερικής, όπου βρίσκεται. Όμως δεν είναι η μόνη και, ενδεικτικά, αναφέρονται: hoatzín, chenchena, serere y shansho (Περού), guacharaca de agua (Βενεζουέλα), pava hedionda (Κολομβία), jacu-cigano, cigana (Βραζιλία). Οι περισσότερες από αυτές είναι περιφραστικές αποδόσεις των ντόπιων κατοίκων, όπως αυτοί έχουν συνηθίσει να «βλέπουν» το πτηνό, με τα χαρακτηριστικά ή την ηθολογία του. Για παράδειγμα η πορτογαλική λέξη cigana στη Βραζιλία, παραπέμπει στο λοφίο και στους χρωματισμούς του πτηνού, που στα μάτια των κατοίκων της χώρας, μοιάζει με «τσιγγάνα».
Στις παραπάνω ονομασίες έρχονται να προστεθούν οι κάθε λογής παραφράσεις της βασικής λαϊκής ονομασίας, στις κύριες ευρωπαϊκές γλώσσες: hoatzin, που προέρχεται από την Νάουατλ λέξη Ουάκτσιν (huāctzin)[4][5] (αγγλ. πολλές φορές προφέρεται και ως (γ)ουατσέν,[6] hoazin huppé (γαλλ.), χοατσίν, χοατζίν, χοατσέν (ελλ.), αλλά και οι περιφραστικές ονομασίες : stinkbird, canje pheasant (αγγλ.), stinkvogel (γερμ., ολλανδ.), sasa (γαλλ.), schopfhuhn, zigeunerhuhn (γερμ.), κ.α.
Συστηματική ταξινομική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Γενικά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το είδος περιγράφηκε αρχικά από τον Γερμανό ζωολόγο Μίλερ (Statius Müller), ως Phasianus Hoazin, το 1776, στην πόλη Καγιέν της Γαλλικής Γουιάνας. Είναι αναμφισβήτητα το πιο αινιγματικό σωζόμενο πτηνό όσον αφορά στις φυλογενετικές σχέσεις του. Ουδεμία ικανοποιητική εξελικτική υπόθεση έχει προταθεί, και η κατάσταση έχει επιδεινωθεί με τη διαθεσιμότητα των δεδομένων αλληλουχίας DNA.
Έχει υπάρξει πολλή συζήτηση σχετικά με τις σχέσεις του οασίν με τα συγγενικά taxa (ταξινομικές μονάδες). Λόγω της ιδιομορφίας του, τού έχουν δοθεί δική του οικογένεια, η Οπισθοκομίδες (Opisthocomidae) και υποτάξη, η Οπισθόκομοι (Opisthocomi), που όπως και το γένος και το είδος, είναι όλα τους μονοτυπικά taxa, περιλαμβάνουν δηλαδή μία (1) μόνον ταξινομική μονάδα σε κάθε ιεραρχικά κατώτερη βαθμίδα. Κατά καιρούς, έχει βρεθεί «συγγενικό» με διάφορες κατηγορίες πτηνών, πολλές φορές με εντελώς διφορούμενα αποτελέσματα: Τίναμοι, Ορνιθόμορφα, Ραλλίδες, Ωτίδες, Σεριέμας, Τουράκος, Περιστερόμορφα, κ.α., είναι μόνον μερικά από τα taxa με τα οποία έχει συνδεθεί φυλογενετικά.[7]
Η τελευταία και περισσότερο αξιόπιστη προσέγγιση, έχει να κάνει με την τάξη Οπισθοκομόμορφα (Opisthocomiformes) και, παρά τις επί μέρους διαφωνίες (η IUCN δεν το έχει υιοθετήσει επί του παρόντος) είναι πιθανόν να γίνει αποδεκτή.[8]
Επί του παρόντος ακολουθείται η κατά Howard and Moore ταξινομική, που κατατάσσει το είδος στην τάξη Κοκκυγόμορφα (Cuculiformes).[2]
- Όπως ο προϊστορικός Αρχαιοπτέρυξ είχε τρία λειτουργικά νύχια σε κάθε πτέρυγα, ορισμένες παλαιότερες συστηματικές θεωρίες υπέθεταν ότι το οασίν καταγόταν από εκεί, γιατί οι νεοσσοί και τα νεαρά άτομα έχουν δύο λειτουργικά «νύχια» σε κάθε «πτέρυγα» (βλ. Αναπαραγωγή/Νύχια). Ωστόσο, οι σύγχρονοι ερευνητές πιστεύουν ότι τα «νύχια» αυτά είναι πιο πρόσφατης εξελικτικής προέλευσης, και μπορεί να είναι μια δευτερεύουσα προσαρμογή που προκύπτει από τη συχνή ανάγκη του πτηνού να αφήσει τη φωλιά και να αναρριχηθεί στη βλάστηση.[7]
Απολιθώματα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όσον αφορά σε αδιαμφισβήτητο αποδεικτικό υλικό, υπάρχει ένα ενιαίο πίσω μέρος του κρανίου ενός απολιθώματος από την Κολομβία, (δείγμα UCMP 42823) που ανακτήθηκε στην κοιλάδα του άνω ρου του ποταμού Μαγδαλένα (Magdalena).[9] Αρχικά πιστευόταν ότι είναι της Ύστερης Μειόκαινου Περιόδου - περίπου 10 - 5.000.000 χρόνια πριν-, αλλά επειδή το οστό βρέθηκε μαζί με απολιθώματα του πιθήκου Cebupitheca sarmientoi που σήμερα χρονολογείται από την Πρώιμη ή Μέση Μειόκαινο, είναι ενδεχομένως ηλικίας 18 εκατ. ή τουλάχιστον 12 εκατ. ετών. Τοποθετήθηκε στο εξαφανισμένο γένος Hoazinoides, αλλά είναι σαφές ότι ανήκει στην ίδια οικογένεια με το σωζόμενο είδος. Βέβαια, διαφέρει σημαντικά από το κρανίο ενός σύγχρονου ατόμου, που είναι θολωτό, στρογγυλεμένο και κοντύτερο, στοιχεία λιγότερο έντονα στο γένος της Μειόκαινης Περιόδου.
Ο Μίλερ που κατέταξε το σύγχρονο είδος, είχε συζητήσει τα ευρήματα εκείνα υπό το πρίσμα της υποτιθέμενης υπαγωγής του οασίν στα Ορνιθόμορφα, μια υπόθεση σε ισχύ εκείνη την εποχή, αλλά ταυτόχρονα αμφιλεγόμενη, σχεδόν από τη διατύπωσή της. Πάντως ο Μίλερ είχε προβλέψει ότι «το Hoazinoides, σε κάθε περίπτωση, δημιουργεί κομβικό φυλετικό σημείο (phyletic joint) με τα λοιπά Ορνιθόμορφα» για προφανείς λόγους, όπως γνωρίζουμε σήμερα. Οτιδήποτε άλλο εκτός από τις αρχικές αυτές υποθέσεις ευρήματα, δεν θα πρέπει να αναμένονται διότι, από την εποχή του Hoazinoides, ουσιαστικά όλες οι σύγχρονες οικογένειες πτηνών είτε είναι γνωστές, είτε πιστεύεται ότι υπήρξαν παρούσες και διακριτές. Πηγαίνοντας πιο πίσω στο χρόνο, στην Ύστερη ή Πρώιμη Ηώκαινο Περίοδο (περίπου 34 εκατ. χρόνια πριν) το γένος Filholornis από τη Γαλλία έχει επίσης θεωρηθεί ως «απόδειξη» ενός συνδέσμου μεταξύ του οασίν και των Ορνιθόμορφων.[7] Τα υπολείμματα του απολιθώματος του γένους Onychopteryx από την Ηώκαινο Περίοδο στην Αργεντινή και το αρκετά πλήρες, αλλά όχι λιγότερο αινιγματικό απολίθωμα του είδους Foro Panarium από την Πρώιμη/Μέση Ηώκαινο (περίπου 48 εκατ. χρόνια πριν) χρησιμοποιούνται μερικές φορές για να υποστηρίξουν τη φυλογενετική σχέση του οασίν με τα Κοκκυγόμορφα συμπεριλαμβανομένων των τουράκος).[εκκρεμεί παραπομπή]
Άλλα εξαφανισμένα γένη που συνδέονται με το οασίν, είναι το Hoazinavis από την Ολιγόκαινο και Μειόκαινο Περίοδο (περίπου 24-22 εκατ. χρόνια πριν), που βρέθηκε στη Βραζιλία και το Namibiavis από τη Μέση Μειόκαινο (περίπου 16 εκατ. χρόνια πριν) από τη Ναμίμπια.[10]
Ιστορικό
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η τοποθέτηση του οασίν στα Ορνιθόμορφα είχε γίνει από παλιά, κυρίως με βάση φαινοτυπικές εκτιμήσεις εξωτερικής μορφολογίας, που σήμερα θεωρούνται αναξιόπιστες και γενικά απορριπτέες. Η κλαδιστική ανάλυση των σκελετικών χαρακτηριστικών του είδους, από την άλλη πλευρά, υποστηρίζει μια φυλογενετική σχέση του με την οικογένεια Καριαμίδες (Cariamidae) και -πιο απομακρυσμένα- με τις οικογένειες Μουσοφαγίδες (τουράκος) και Κοκκυγίδες. Εντούτοις, οι κούκοι είναι ζυγοδάκτυλα πτηνά (στα πόδια τους, δύο δάκτυλα στρέφονται προς τα εμπρός και δύο προς τα πίσω) και τα τουράκος είναι ημι-ζυγοδάκτυλα, ενώ το χοατσίν έχει το -πιο τυπικό για τα πτηνά- ανισοδάκτυλο πόδι με τρία δάχτυλα προς τα εμπρός και ένα πίσω. Ωστόσο, η εξελικτική πορεία των δακτύλων στα πτηνά, δεν έχει επιλυθεί σε ικανοποιητικό βαθμό.
Οι Sibley και Ahlquist, το 1990 θεώρησαν πιθανό ότι ο βασικός (παλαιότερος) κλάδος στο εξελικτικό κλαδόγραμμα να ήταν κάποιο μέλος των κούκων, βασιζόμενοι στην τεχνική της DNA- DNA υβριδοποίησης.[11] Μάλιστα, το 1994 δημοσιεύτηκαν εργασίες με δεδομένα μιτοχονδριακού DNA -κυτόχρωμα b- που ήλθαν να συμφωνήσουν με την άποψη των Sibley και Ahlquist. Στη συνέχεια, οι Hughes και Baker, το 1999, διατύπωσαν την άποψη ότι η φυλογένεση του οασίν μπορεί να «επιλυθεί» εντός της οικογένειας Μουσοφαγίδες, με βάση τη δική τους ανάλυση από 6 σετς αλληλουχίας μιτοχονδριακού DNA και ενός σετ πυρηνικού DNA.[12][13]
Όμως, το 2003, η χρήση ακολουθιών μιτοχονδριακού και πυρηνικού DNA διευρυμένου μήκους, από την ομάδα του Sorenson, έδειξε ότι και οι τρεις προηγούμενες μελέτες DNA, ήσαν καταφανώς λανθασμένες, με σφάλματα στη μεθοδολογία, το μικρό μέγεθος δείγματος και λάθη αλληλουχίας. Έτσι, η μελέτη τους πρότεινε σθεναρά, ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή την φυλογενετικά απομακρυσμένη θέση του οασίν σχετικά με τις Κοκκυγίδες και τις Μουσοφαγίδες, χωρίς να καταστεί δυνατόν, όμως, να προσδιορίσει αξιόπιστα τους πλησιέστερους σύγχρονους συγγενείς του. Ακόμα κι αν η μελέτη έδινε πλησιέστερη φυλογενετική σχέση με τα Περιστερόμορφα, αυτό δεν ήταν καθόλου καλά υποστηριζόμενο, με λίγο περισσότερο από 10% πιθανότητα, στην καλύτερη περίπτωση.[14]
Οι Fain και Houde, το 2004, πρότειναν διχοτόμηση της υπερτάξης Neoaves, με βάση αλληλουχίες ιντρονίου 7 σε β-ινωδογόνο. Στην προτεινόμενη φυλογένεση τους, το οασίν ήταν ένα βασικό taxon των Metaves, ενός κλάδου που θα περιελάμβανε πολλές άλλες ιστορικά «προβληματικές» από ταξινομική άποψη οικογένειες πουλιών, όπως τα φλαμίνγκο, τα πυγόποδα, κ.α. Ενώ τα περιστέρια, σύμφωνα με τη θεωρία εντάσσονταν στον κλάδο, ουδεμία στενή σχέση μεταξύ αυτών και του οασίν επιβεβαιώθηκε.[15] Το παράδοξο είναι ότι υπήρχαν κάποια taxa μέσα στον προτεινόμενο κλάδο που έδωσαν «καλά» αποτελέσματα με τις φυλογενετικές σχέσεις τους, όπως τα Αιγοθηλόμορφα και τα Αποδόμορφα.
Πιο πρόσφατα, πάλι ο Houde ξεκίνησε να «ξεδιπλώνει» τις αλληλουχίες ολόκληρου του γονιδιώματος του οασίν.[16] Το 2011, αναφέρθηκε ότι είχε βρεθεί η αλληλουχία σε, πάνω από 1,4 δισεκατομμύρια ζεύγη βάσεων του DNA, ένας ποσοστό που αντιστοιχεί στο 2,4% του γονιδιώματός. Η ολοκλήρωση του μεγάλου αυτού πονήματος θα ήταν ευπρόσδεκτη για περισσότερους λόγους από την ανάλυση των φυλογενετικών σχέσεων του είδους.
Συμπερασματικά, παρά τα πολλά στοιχεία που έχουν αναλυθεί για το οασίν, η ταξινομική του παραμένει προβληματική έως και άλυτη. Έτσι, εκείνοι που το τοποθετούν σε ξεχωριστή τάξη (Opisthocomiformes), εκφράζουν, πιθανότατα, τη συνεχιζόμενη αβεβαιότητα με τον πλέον επαρκή τρόπο.[7]
Γεωγραφική κατανομή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το οασίν απαντά αποκλειστικά στη Νότιο Αμερική και, συγκεκριμένα, σε μιά ευρεία, σχεδόν κυκλοτερή περιοχή που ορίζεται από τη ΝΔ. Κολομβία, τις παρυφές του ΒΑ. Ισημερινού και του ΒΑ. Περού στα δυτικά, τη Βενεζουέλα και τις τρεις μικρές χώρες Γουιάνα, Σουρινάμ και Γαλλική Γουιάνα στα βόρεια, τη Βραζιλία στα ανατολικά και τη Β. Βολιβία στα νότια. Το κέντρο αυτής της μεγάλης επικράτειας από 9 συνολικά χώρες, καταλαμβάνεται κατά κύριο λόγο από τα μεγάλα, πυκνά τροπικά δάση της λεκάνης του Αμαζονίου.[17]
Βιότοπος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα οασίνς αναφέρεται ότι απαντούν μέχρι τα 500 μέτρα, αλλά τα περισσότερα πουλιά ζουν σε περιοχές από τα 5 μέτρα πάνω από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι τα 200 μέτρα, περίπου. Είναι εντελώς εξαρτώμενα από την παραποτάμια βλάστηση στα πεδινά ενδιαιτήματα των νεοτροπικών ζωνών, γι’ αυτό και τα κύρια οικοσυστήματά του βρίσκονται ανατολικά των Άνδεων, στις λεκάνες απορροής των μεγάλων ποταμών Αμαζονίου και Ορινόκου, και κατά μήκος της ακτής του Ατλαντικού στη Γουιάνα, το Σουρινάμ και τη Γαλλική Γουιάνα, όπου το είδος συνδέεται με τα ποτάμια που ρέουν βόρεια και βορειοανατολικά, προς τον ωκεανό. Το είδος του νερού μέσα στον εκάστοτε βιότοπο, αλμυρό, υφάλμυρο ή γλυκό, δεν φαίνεται να έχει μεγάλη σημασία για το πτηνό, επειδή ζει αποκλειστικά στα δέντρα, τα αμπέλια και τους θάμνους και, συνεπώς, δεν εξαρτάται άμεσα από τα διαφορετικά είδη υδρόβιων θηραμάτων, που το κάθε ένα από αυτά τα συστήματα υποστηρίζει. Σε πολλές περιοχές το είδος συνδέεται συχνά με τα γιγαντιαία μονοκοτυλήδονα, ιδίως εκείνα του γένους Montrichardia , που αποτελούν μία από τις αγαπημένες του τροφές. Στις παράκτιες ζώνες, τα μαγκρόβια δάση του γένους Avicennia μπορεί να είναι εξίσου σημαντικά.
Η επιλογή των οικοτόπων εξαρτάται εξ ολοκλήρου από την ύπαρξη πυκνής, παραποτάμιας βλάστησης - παρόχθιας αλλά και επικρεμάμενης- σε ποτάμια αργής ροής, ρέματα, μαιανδρόμορφες λίμνες, βάλτους και λιμνοθάλασσες. Αυτή η πυκνή, συχνά ακανθώδης βλάστηση, παρέχει στα πουλιά όλες τις βασικές ανάγκες για την επιβίωσή τους, δηλαδή τροφή, θέσεις φωλιάσματος και κουρνιάσματος. Παρόλ’ αυτά, τα οασίνς μπορούν να εξαπλωθούν και σε άλλες περιοχές. Συχνά, φαίνεται να αφθονούν σε μια περιοχή, αλλά σε κοντινή απόσταση υπάρχει ένα κενό σε φαινομενικά αποδεκτούς οικοτόπους. Ίσως αυτό να συνδέεται με ποικίλους φυσικούς περιορισμούς τους.[18]
Επειδή τα οασίνς έχουν περιορισμένες πτητικές ικανότητες, είναι κατ’ ουσίαν καθιστικά πτηνά. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για εκείνους τους πληθυσμούς που ζουν σε πιο ευνοϊκές περιοχές, χωρίς θηρευτές, στα ποτάμια νησιά. Κατά τη διάρκεια της ξηρής, μη-αναπαραγωγικής περιόδου, της πλέον «στρεσογόνου» για τα πουλιά, πολλά άτομα στα Llanos της Βενεζουέλας μετακινούνται σε μικρές αποστάσεις. Συγκεκριμένα, τα άτομα με οριακές ξηρές ή κακής ποιότητας συνθήκες στα εδάφη αναπαραγωγής μετακινούνται σε γειτονικές τοποθεσίες, λιγότερο από 2 χλμ. μακριά, όπου υπάρχει νερό. Έτσι, ενώ οι βιότοποί τους είναι τα πυκνά δάση, μπορούν να αντέξουν τους ξηρούς καλοκαιρινούς μήνες σε απομονωμένες δασικές συστάδες, αν αυτές είναι δίπλα σε μόνιμα νερά, διατηρώντας δέντρα και θάμνους που δεν αποφυλλώνονται εντελώς. Στην επακόλουθη περίοδο αναπαραγωγής, επιστρέφουν στις ίδιες περιοχές που εγκαταλείφθηκαν όταν οι συνθήκες ήταν δυσμενείς.
Η ξηρή περίοδος, σε συνδυασμό με τις αναγκαστικές μετακινήσεις, είναι η περίοδος με τη μεγαλύτερη φυσική θνησιμότητα των πουλιών. Επομένως, εύλογο θεωρείται ότι, η παρατεταμένη ξηρασία, ή τα χρόνια με παρατεταμένη ξηρασία, έχουν σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στους πληθυσμούς του είδους.
Μορφολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το οασίν είναι πτηνό σχετικά μεγάλου μεγέθους (με διαστάσεις φασιανού), αλλά με μικρό κεφάλι, μακριά ουρά και μεγάλο λαιμό. Το χρώμα του πτερώματος στην άνω επιφάνεια του σώματος είναι χαλκοπράσινο-ελαιοπράσινο, με εμφανείς παλ-καφετί ραβδώσεις στον αυχένα και το άνω τμήμα της ράχης, ενώ τα καφετί καλυπτήρια των πτερύγων καταλήγουν σε 3 χαρακτηριστικές λευκές λωρίδες. Τα 10 πηδαλιώδη φτερά της ουράς είναι μακρά, σκούρα καφέ, αλλά με τα άκρα τους λευκωπά-κιτρινωπά. Τα πρωτεύοντα ερετικά είναι καστανόχρωμα, ενώ τα δευτερεύοντα είναι καφέ, όπως η ράχη και η ουρά. Ωστόσο, τα χρώματα αυτά αποκαλύπτονται μόνον όταν το πουλί ανοίξει τις πτέρυγές του. Ο λαιμός και το στήθος είναι καφέ-κιτρινωπά, αλλά σταδιακά γίνονται καφέ προς τους μηρούς και την κοιλιακή χώρα. Το ράμφος είναι σχετικά κοντό αλλά συμπαγές, πλευρικά συμπιεσμένο, μαύρο ή σκούρο ελαιόχρωμο. Οι ταρσοί φαίνονται ισχυροί, ενώ τα πόδια είναι μεγάλα και μαυριδερά.
Όμως, το πλέον ιδιαίτερο μορφολογικό χαρακτηριστικό του οασίν, είναι το ασυνήθιστο λοφίο του. Την περισσότερη ώρα, τα στενά και, κάπως άκαμπτα, ερυθροκίτρινα φτερά που το απαρτίζουν, παραμένουν διαχωρισμένα μεταξύ τους σε όρθια θέση, αλλά ελαφρά χαλαρωμένα. Το λοφίο, σε συνδυασμό με την κόκκινη-βυσινί (μαρόν) ίριδα και τις προεξέχουσες βλεφαρίδες των οφθαλμών, καθώς και μια μεγάλη, φωτεινή, μπλε γυμνή περιοφθάλμια περιοχή που εκτείνεται μέχρι το ράμφος και γύρω και πέρα από το αυτί, δίνουν στο πτηνό μια παράδοξη και κάπως «έκπληκτη» εμφάνιση. Σε αυτό συμβάλλει και η σκυφτή φιγούρα του πουλιού, όταν βγαίνει με εξαιρετικά επιφυλακτικό τρόπο από τις φυλλωσιές όπου παραμένει κρυμμένο.
Τα φύλα είναι παρόμοια, χωρίς να εμφανίζεται κάποιος φυλετικός διμορφισμός, αν και το λοφίο των θηλυκών είναι λίγο κοντύτερο. Τα νεαρά άτομα μοιάζουν με τους ενήλικες.[18]
Ανατομικά, η μεγαλύτερη ιδιαιτερότητα του οασίν είναι ο ασυνήθιστα μεγάλος πρόλοβός του (crop), πολύ μεγαλύτερος από το στομάχι του, και στον οποίο επεξεργάζεται μεγάλες ποσότητες φυτικής ύλης με τον τρόπο ενός μηρυκαστικού (βλ. Τροφή και Πέψη). Μαζί με το περιεχόμενό του, ο πρόλοβος μερικές φορές φθάνει έως και το 25% του συνολικού βάρους του πουλιού, επιβάλλοντας έτσι περιορισμούς στην συνολική ηθολογία του. Για να φιλοξενήσει αυτό το μεγάλο όγκο, το στέρνο μειώνεται σημαντικά, με συνέπεια τη συρρίκνωση των πτητικών μυών. Αυτός είναι και ο λόγος που, το οασίν, παρόλο που είναι ικανό να πετάει, περιορίζεται σε σύντομες, χαμηλές και «βαριές» πτήσεις, με χαρακτηριστικές εξάρσεις. Βέβαια, εάν παραστεί ανάγκη, το πουλί μπορεί να καλύψει μέχρι και 350 μέτρα σε ενιαία πτήση, αλλά τις περισσότερες φορές οι αποστάσεις είναι πολύ μικρότερες. Οι ταρσοί και τα πόδια του, κρέμονται συνήθως κάτω από το σώμα κατά τη διάρκεια αυτών των σύντομων, κάπως «βασανιστικών» πτήσεων.
Βιομετρικά στοιχεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Μήκος σώματος και ουράς: 62-70 εκ.
- Μήκος λοφίου: 4-8 εκ.
- Βάρος: 700-900 γρ.
(Πηγή:[7])
Ηθολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Τα οασίν μπορούν να αναρριχηθούν στα κλαδιά, αλλά το κάνουν αδέξια μέσα στην, συχνά πυκνή, βλάστηση του οικοτόπου τους. Κουρνιάζουν με συμβατικό τρόπο, αλλά ένα μεγάλο μέρος του χρόνου δαπανάται σε μιά ειδική στάση του σώματος, ενώ πραγματοποιείται η μακράς διάρκειας πέψη. Η συγκεκριμένη θέση ονομάζεται «θέση-στέρνου» (sternal perching). Συγκεκριμένα, το πουλί κουρνιάζει στηριζόμενο σε ένα σκληρό, ελλειπτικό και κεράτινο ύβωμα του δέρματος, το οποίο βρίσκεται πάνω από το πίσω άκρο του στέρνου.
Μόνο τα νεαρά άτομα φαίνεται να είναι σε θέση να κολυμπήσουν σωστά, και αυτό συμβαίνει σχεδόν αποκλειστικά, μόνο ως τακτική αποφυγής των θηρευτών τους. Αντίθετα, οι ενήλικες πολύ σπάνια μπαίνουν στο νερό και, όταν είναι εκεί, έχουν σχεδόν σίγουρα τρομοκρατηθεί από κάτι. Παρά το γεγονός ότι οι ταρσοί και τα πόδια τους φαίνονται καλά ανεπτυγμένα και ισχυρά, ούτε οι ενήλικες, ούτε τα νεαρά άτομα, περπατούν ή χοροπηδούν στο έδαφος. Φαίνεται ότι τα κάτω άκρα τους έχουν εξελιχθεί μόνο για να κρατούν το σώμα πάνω στα φυλλοφόρα κλαδιά, πάνω από το νερό.
Η ανατομία του πτηνού και η περιορισμένη μετακίνησή του, μπορεί να αποδοθεί στη διατροφή του, που είναι σχεδόν αποκλειστικά τα φύλλα. Οι ενήλικες, που είναι ουσιαστικά μη κολυμβητές, κακοί «αεροπόροι» και αδύναμοι αναρριχητές, έχουν εξαιρετικά περιορισμένες δυνατότητες σχετικά με τα συγγενικά τους είδη. Επίσης και η ηθολογία τους εξελίχθηκε πιθανώς ως αποτέλεσμα των μορφολογικών τους περιορισμών. Για παράδειγμα, επειδή περνούν τη ζωή τους μέσα στην πυκνή δενδρόβια βλάστηση, δείχνουν μια ασυνήθιστη ποσότητα σε φθαρμένα ή και σπασμένα φτερά. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στην σοβαρή απολείανση της ουράς, όπου η μεγάλη, ωχροκίτρινη τερματική λωρίδα, παρουσιάζεται συχνά εξαιρετικά φθαρμένη ή ακόμη, μπορεί και να λείπει εντελώς. Η έκδυση των ενηλίκων πραγματοποιείται, όπως και στις περισσότερες κατηγορίες πτηνών, μετά από την εποχή αναπαραγωγής, και τοποθετείται στην πρώιμη περίοδο της ξηρασίας.
- Λίγα πουλιά στον κόσμο έχουν την κακή φήμη του οασίν για τη δυσάρεστη οσμή που αναδίδει το σώμα τους. Στη Γουιάνα, το είδος ονομάζεται από τους ντόπιους «δύσοσμος φασιανός», αλλά και σε άλλες χώρες έχει ανάλογες λαϊκές ονομασίες (βλ. Ονοματολογία). Η μυρωδιά περιγράφεται ως «αποφορά από κοπριά αγελάδας» και, θεωρείται ότι είναι το αποτέλεσμα της μακρόχρονης πεπτικής επεξεργασίας των φύλλων στον πρόλοβο του πτηνού. Ωστόσο, αρκετοί ερευνητές στη Βενεζουέλα αναφέρουν ελάχιστη ή καθόλου οσμή, που σημαίνει ότι μπορεί να είναι το αποτέλεσμα των διαφορετικών ειδών των φύλλων που καταναλώνονται εκεί.
Τα οασίν είναι πολύ κοινωνικά σε όλες τις εποχές του έτους, και μερικές φορές μπορεί να δει κανείς σε ομάδες με πάνω από 40 άτομα. Δύο ενήλικες μπορεί να κουρνιάζουν μερικές φορές σε σωματική επαφή ο ένας με τον άλλον. Κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγής, τα πουλιά καταλαμβάνουν μικρές και «πυκνοκατοικημένες» αποκλειστικές περιοχές (βλ. Αναπαραγωγή), αλλά και στούς ξηρούς, μη-αναπαραγωγικούς μήνες, ζουν σε μεγάλες, σφιχτοδομημένες ομάδες από 100 άτομα ή και περισσότερο.
Όταν βρέχει, πράγμα συχνό στα τροπικά δάση, τα οασίν «παίρνουν το μπάνιο τους» με τις πτέρυγες απλωμένες και ανασηκωμένα τα φτερά της ράχης τους. Επίσης, συχνά ανεβαίνουν σε εκτεθειμένες στον ήλιο θέσεις, γυρίζουν τις ράχες τους προς τον ήλιο και κάνουν «ηλιόλουτρα» με ανοιγμένες τις πτέρυγες. Συχνά αυτο-καθαρίζονται (self preening), ενώ αντίθετα δεν έχει παρατηρηθεί, αλληλοκαθαρισμός (allopreening), είτε μεταξύ ενηλίκων, είτε μεταξύ ενηλίκων και των απογόνων τους, παρά το μεγάλο αριθμό αυγών από εκτοπαράσιτα που, συχνά, είναι σαφώς ορατά στα πρόσωπα και τα φτερά τους. Όταν δεν φωλιάζουν, τα οασίνς δαπανούν περίπου το 75% της ημέρας τους σε δύο μορφές κουρνιάσματος, το συμβατικό κούρνιασμα και την προαναφερθείσα «θέση-στέρνου».
Τροφή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παλαιότερα, πιστευόταν ότι το οασίν ήταν υποχρεωτικά φυλλοφάγο/φυλλοβόρο (folivore) είδος, και ότι έτρωγε μόνο τα φύλλα των φυτών της οικογένειας Araceae και των δένδρων του γένους Avicennia, που σχηματίζουν μανγκρόβια δάση στους τροπικούς και, συνεπώς, περιορίζονταν σε ποτάμιες περιοχές όπου αυτά τα φυτά φύονται. Η άποψη αυτή στηριζόταν στις αρχικές παρατηρήσεις των πτηνών, οι οποίες είχαν πραγματοποιηθεί στη βλάστηση δίπλα στα αλμυρά και υφάλμυρα νερά των ποταμών στις χώρες τις ΒΑ. Νότιας Αμερικής, κοντά στην ακτή του Ατλαντικού.
Σήμερα, είναι γνωστό ότι τρώνε περισσότερα από 50 είδη φυτών, και όχι μόνο τα φύλλα τους, αν και το μεγαλύτερο ποσοστό είναι το συγκεκριμένο τμήμα των φυτών. Επομένως, το είδος μπορεί να θεωρηθεί ως αποκλειστικά φυτοφάγο και όχι αποκλειστικά φυλλοφάγο. Σε μια μελέτη στα Γιάνος (Llanos) της Βενεζουέλας, καταγράφηκε ότι, τα πουλιά της περιοχής έτρωγαν κατά ποσοστό, 82% φύλλα, 10% άνθη και 8% καρπούς. Ωστόσο, το συνηθισμένο διαιτολόγιό τους στην περιοχή αυτή αποτελείται από λιγότερα από 12 είδη φυτών, ενώ μερικά άτομα προτιμούν μόνο 4 ή 5 είδη, η κατανάλωση των οποίων αποτελεί τα 3/4 της διατροφής τους καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Είναι αξιοσημείωτο ότι, τρέφονται και με τα φύλλα κάποιων τροπικών δένδρων της οικογένειας Leguminosae, πολλά από τα οποία περιέχουν τοξικές χημικές ενώσεις (βλ. Σχέση με τον άνθρωπο). Επιπλέον, είναι και επιλεκτικά, διαλέγοντας τα νεαρά φύλλα, τους τρυφερούς βλαστούς και τα μπουμπούκια, τα οποία έχουν υψηλότερη σε περιεκτικότητα σε θρεπτικά συστατικά και νερό, καθώς και πιο εύκολο να υποστούν πέψη. Τα οασίν πίνουν σπάνια, πιθανώς επειδή το 70% των φύλλων με τα οποία τρέφονται είναι νερό.
- Υπάρχουν δύο μοναδικές αναφορές από κάποια άτομα που κατανάλωσαν ζωική ύλη, συγκεκριμένα μικρά ψάρια και καβούρια.
Οι κύριες περίοδοι ημερήσιας αναζήτησης τροφής είναι, νωρίς το πρωί και νωρίς το βράδυ, και διαρκούν συνήθως μία ή δύο ώρες. Τα πουλιά κινούνται γενικά, εντός ενός χώρου σε απόσταση περίπου 50 μ. από ένα χείμαρρο. Περνούν τα ζεστά μεσημέρια, κουρνιάζοντας σε «θέση-στέρνου» (βλ. Ηθολογία) στη σκιά, αφομοιώνοντας την φυτική ύλη στον πρόλοβό τους. Τις νύχτες που έχει φεγγάρι, συνήθως αρθρώνουν καλέσματα και «ταξιδεύουν» μέχρι 300 μ. από την περιοχή τους, προκειμένου να τραφούν και, όλα τα πουλιά μιας ομάδας, με εξαίρεση τα άτομα που επωάζουν ή ανατρέφουν μικρά, σιτίζονται κοντά το ένα με το άλλο.
Πέψη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σε άλλα φυλλοφάγα πτηνά, όπως είναι η στρουθοκάμηλος και πολλά μέλη της οικογένειας Tetraonidae (αγριόγαλoι), η ζύμωση και πέψη του υλικού πραγματοποιείται κυρίως στο τελικό τμήμα του εντέρου. Αντίθετα, τα οασίν πέπτουν την τροφή τους, κατά κύριο λόγο στον πρόλοβο (βλ. Μορφολογία) όπως τα ζώα που μηρυκάζουν (αγελάδες, πρόβατα, ελάφια κ.λ.π.). Όπως όλα τα φυτοφάγα, λαμβάνουν τα περισσότερα θρεπτικά συστατικά από την κυτταρίνη των κυτταρικών τοιχωμάτων, αλλά στηρίζονται σε εντερικούς μικροοργανισμούς, όπως βακτήρια, πρωτόζωα και μύκητες, για να την διασπάσουν σε χρησιμοποιήσιμα σάκχαρα, μέσω ζύμωσης.
Το πεπτικό σύστημα του οασίν είναι «ακραίας προσαρμογής». Σε αντίθεση με άλλα πτηνά, ο πρόλοβος και το κατώτερο τμήμα του οισοφάγου είναι τα κύρια όργανα του πεπτικού συστήματος. Γι αυτό, ειδικά το πρώτο κομμάτι του, θεωρείται κάτι ανάλογο με εκείνον των μηρυκαστικών. Έτσι, ο πρόλοβος οποίος έχει παχιά μυικά τοιχώματα και ο κατώτερος οισοφάγος παίρνουν τη θέση της μεγάλης κοιλίας (rumen) των μηρυκαστικών, ως το όργανο όπου επιτελείται η ενεργή ζύμωση υπό σταθερή θερμοκρασία και οξύτητα. Τα δύο αυτά τμήματα του πεπτικού συστήματος στο οασίν είναι μεγάλα και ογκώδη, σε σύγκριση με τον αδενώδη (proventriculus) και τον μυώδη στόμαχο (gizzard), τα κύρια πεπτικά όργανα στα περισσότερα πτηνά. Επιπλέον, ο πρόλοβος περιέχει στρώσεις από ισχυρούς μύες με πτυχωμένους, υβωτούς εσωτερικούς χώρους, και επένδυση από σκληρό κεράτινο ιστό για να διασπά την τροφή. Τέλος, υπάρχουν δύο στενώσεις που λειτουργούν ως φίλτρα ανάσχεσης της ροής του χονδροειδούς φυτικού υλικού, και επιβραδύνουν την ταχεία διέλευσή του.
- Σε πολλά είδη πουλιών, το χρονικό διάστημα που η τροφή παραμένει στο πεπτικό σύστημα -τουλάχιστον στο ανώτερο τμήμα του- συχνά μετριέται σε λεπτά, αλλά το οασίν κατέχει το ρεκόρ. Σε πειράματα, τα πεπτικά υγρά διατηρούνται για περίπου 18 ώρες, ενώ τα στερεά για 1-2 ημέρες. Αυτοί οι χρόνοι κατακράτησης είναι παρόμοιοι με εκείνους των μηρυκαστικών θηλαστικών (πρόβατα), και είναι αρκετά μεγάλοι για να διατηρούνται σταθεροί οι πληθυσμοί των μικροοργανισμών του εντέρου.
Η διαδικασία της ζύμωσης στον πρόλοβο του πτηνού είναι πολύπλοκη και εξειδικευμένη, επειδή παίρνει τη θέση της μάσησης και του μηρυκασμού. Εκεί, παράγονται χρησιμοποιήσιμα πτητικά λιπαρά οξέα, πριν το φαγητό περάσει μέσα από τα υπόλοιπα όργανα του πεπτικού συστήματος.
Υπάρχει η θεωρία ότι το οασίν έχει τη συγκεκριμένη πεπτική διαδικασία επειδή η τροφή του είναι εξειδικευμένη και οι ενεργειακές του απαιτήσεις μεγαλύτερες από άλλα πτηνά, αλλά πρόσφατη έρευνα έχει δείξει ότι, απλώς, είναι σε θέση να αφομοιώνει ένα πολύ υψηλότερο ποσοστό τροφής από ό, τι άλλα φυτοφάγα πτηνά με παρόμοιο διαιτολόγιο και, μάλιστα, σε ποσοστό απόδοσης παρόμοιο με εκείνο των μηρυκαστικών. Τρέχουσες υποθέσεις υποδηλώνουν ότι η ζύμωση στον πρόλοβο του πουλιού, επιτρέπει επίσης στα βακτήρια να εξουδετερώνουν τις τοξικές χημικές ενώσεις που εμπεριέχονται στα φυτά, πριν το φαγητό απορροφηθεί ή δοθεί στους νεοσσούς, ενώ η μικροβιακή σύνθεση βασικών αμινοξέων και βιταμινών μπορεί να χαρίσει στο πουλί μια πιο ισορροπημένη διατροφή.
Οι νεοσσοί και τα νεαρά άτομα τροφοδοτούνται από το ίδιο υλικό του προλόβου των ενηλίκων, έναν κολλώδη, πρασινωπό, προχωνευμένο πολτό. Είναι πλούσιος σε βακτήρια, τα οποία βοηθούν στην ανάπτυξη καλλιεργειών, ενώ «εμβολιάζουν» τα νεαρά πουλιά με τα απαραίτητα προς ζύμωση μικρόβια. Ωστόσο, λόγω της χαμηλής θρεπτικής αξίας της τροφής τους (αποκλειστικά φυτικό υλικό), οι νεοσσοί αναπτύσσονται πολύ αργά.
Φωνή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το οασίν είναι «θορυβώδες» πτηνό, και οι διάφορες ομάδες των πτηνών φωνάζουν συχνά από κοινού, οπότε ο συνδυασμός του αριθμού τους και του περίεργου φωνητικού ρεπερτορίου τους μπορεί να δημιουργήσει μεγάλη φασαρία. Έχουν ένα μεγάλο αριθμό από καλέσματα που συμπεριλαμβάνουν βραχνές κραυγές, γρυλίσματα, κοάσματα, σφυρίγματα, ακόμη και «γαβγίσματα».
- Δείγματα φωνής (εξωτερικός σύνδεσμος)
Αναπαραγωγή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σεξουαλική ωριμότητα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σπάνια είναι η περίπτωση που τα οασίν προσπαθούν να αναπαραχθούν από το 1ο έτος της ηλικίας τους, αν και κάποια μελέτη έδειξε ότι, ένα (1) τέτοιο αρσενικό έδωσε στο τέλος γονιμοποιημένα αβγά. Περίπου το 10% των πουλιών αναπαράγονται στα 2 χρόνια, ενώ τα περισσότερα αρχίζουν να αναπαράγονται όταν είναι 3 ετών και πάνω. Στην ίδια μελέτη, το ποσοστό επιτυχίας του πρώτου φωλιάσματος ήταν ίδιο ή ελαφρώς χαμηλότερο από εκείνο του πληθυσμού εν συνόλω. Ένα αρσενικό αναπαραγωγής έζησε περισσότερα από οκτώ χρόνια, αλλά μακροχρόνιες μελέτες θα βρουν κατά πάσα πιθανότητα πολύ πιο ηλικιωμένα άτομα σε ένα σταθερό πληθυσμό.
Ζωτικός χώρος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι κοινωνικές ομάδες των πτηνών υπερασπίζονται μικρές, σαφώς καθορισμένες, περιοχές σε όλη την περίοδο της αναπαραγωγής. Τα αναπαραγόμενα αρσενικά γειτονικών εδαφών μερικές φορές παίρνουν μέρος σε αερομαχίες, επιτιθέμενα το ένα στο άλλο από απόσταση 3-5 μ. μεταξύ τους και, συγκρούονται στον αέρα στήθος με στήθος και εμπλέκοντας τα πόδια τους. Το λοφίο τους ανορθώνεται, ενώ τεντώνεται ο λαιμός και οι πτέρυγες. Γενικά, ο ζωτικός χώρος των αρσενικών, καλύπτει εμβαδόν 1000-3000 μ², περίπου.
Κανονικά, το είδος είναι μονογαμικό, με τα πετυχημένα ζευγάρια να παραμένουν μαζί και κατά την επόμενη αναπαραγωγική περίοδο, αλλά οι σχέσεις -σπάνια- μπορεί να είναι πολυγαμικές, με το 7% των αναπαραγωγικών «μονάδων» σε μία μελέτη να αποτελείται από περισσότερα από ένα (1) αναπαραγωγικά ζευγάρια σε ένα ενιαίο χώρο. Στο παρελθόν, διάφοροι ερευνητές ανέφεραν ότι το είδος φωλιάζει κατά αποικίες, αλλά μακροχρόνιες μελέτες έδειξαν ότι, όταν τα πουλιά φωλιάζουν, μπορεί να είναι το ένα κοντά στο άλλο, όμως διατηρούν τον αποκλειστικό, εξαιρετικά μικρό πολλές φορές, ζωτικό τους χώρο. Στο Περού, υπάρχει αναφορά για μια ομάδα από 28 άτομα που φώλιαζαν σε ένα (1) μόνο δένδρο.
«Βοηθοί»
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η αναπαραγωγή του είδους λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια των εποχών με βροχές, οι οποίες, στο μεγαλύτερο μέρος της επικράτειας του πτηνού, διαρκούν έξι μήνες. Υπάρχουν και τέσσερις μήνες ξηρασίας , με δύο ενδιάμεσους μήνες, μεταξύ των δύο αυτών εποχών. Επειδή, όμως, οι βροχές ξεκινούν ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος, περίπου 5° βόρεια και 5° νότια του ισημερινού, η χρονική στιγμή της αναπαραγωγής περιγράφεται καλύτερα από τις εποχιακές βροχοπτώσεις από ό,τι κατά μήνα.
Τα εξαιρετικά κοινωνικά οασίν, ζουν και αναπαράγονται σε σταθερές κοινωνικές ομάδες, από 2-8 άτομα. Συνήθως βρίσκονται κατά ζεύγη, ενώ περισσότερα από πέντε άτομα είναι κάτι σπάνιο. Όταν υπάρχουν περισσότερα άτομα, τότε πρόκειται για ενήλικες ή υποενήλικες «βοηθούς», ενώ οι δακτυλιώσεις έχουν δείξει ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις είναι νεαρά άτομα από τις προηγούμενες γενιές των ζευγαριών τα οποία τώρα βοηθούν. Κάποια ξένα άτομα που έχουν καταγραφεί, φαίνεται ότι γίνονται αποδεκτά από τους κατόχους της φωλιάς και, βοηθούν περισσότερο στην υπεράσπιση του ζωτικού χώρου, παρά στην ανατροφή των νεοσσών. Οι περισσότεροι από αυτούς τους «βοηθούς» είναι αρσενικά άτομα, διότι τα θηλυκά συνήθως αφήνουν τη γενέθλια γη όταν γίνουν τριών ετών. Οι «βοηθοί» λαμβάνουν μέρος σε όλες τις δραστηριότητες αναπαραγωγής, εκτός βέβαια από τη συνουσία και την ωοτοκία. Σε γενικές γραμμές, διαπιστώθηκε ότι συμμετέχουν ενεργά στην υπεράσπιση της φωλιάς, με αποτέλεσμα να αυξάνεται το ποσοστό αναπαραγωγικής επιτυχίας. Ωστόσο, παρά τα -φαινομενικά- σαφή πλεονεκτήματα, περίπου το 45% των φωλιών δεν έχουν «βοηθούς».
Φώλιασμα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η φωλιά είναι μια επίπεδη, χωρίς επίστρωση, πλατφόρμα πλάτους 30-45 εκ., κατασκευασμένη από ξερά κλαδιά, μερικές φορές τόσο χαλαρά κατασκευασμένη ώστε τα αυγά μπορεί να φαίνονται από κάτω. Είναι παρόμοια με την φωλιά του ερωδιού Butorides striatus που, μερικές φορές, αναπαράγεται και αυτός εκεί κοντά. Μπορεί να έχει ή να μην έχει σκέπαστρο, και κατασκευάζεται σε πυκνούς θάμνους ή δέντρα, 2-5 μ. πάνω από το νερό. Οι «επιτυχημένες» φωλιές και θέσεις φωλιάσματος επαναχρησιμοποιούνται κατά τα επόμενα έτη.
Η συνήθης γέννα αποτελείται από 2-4 αυγά, τα οποία ποικίλλουν σε σχήμα από οβάλ έως ελλειπτικό, για τα οποία λέγεται ότι μοιάζουν με τα αυγά των πτηνών της οικογένειας Ραλλίδες. Είναι λευκά, ενώ σε μεγάλο βαθμό επικαλύπτονται με μικρές κηλίδες χρώματος κοκκινωπού καφέ και μωβ. Το μέσο μέγεθός τους από μετρήσεις στη Βενεζουέλα, ήταν 46,7 x 33,1 χιλιοστά και εναποτίθενται κάθε 36-48 ώρες. Η επώαση αρχίζει με την εναπόθεση του 2ου αυγού και διαρκεί 30-31 ημέρες. Όπως συμβαίνει με τις περισσότερες άλλες πτυχές της αναπαραγωγής, όλα τα μέλη της ομάδας (γονείς και «βοηθοί») αναλαμβάνουν εκ περιτροπής την επώαση. Στην ίδια μελέτη, υπήρχαν μέχρι και 6 ωοτοκίες όταν μια φωλιά καταστρεφόταν, μόνον όμως εφ 'όσον οι βροχές συνεχίζονταν.
Νεοσσοί
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι νεοσσοί εκκολάπτονται με διαφορά μίας (1) ημέρας ο ένας από τον άλλον, οπότε, ανάλογα με τον αριθμό των αυγών, έχουν εκκολαφθεί μέσα σε 2-4 ημέρες, ενώ οι ενήλικες καταναλώνουν τα κελύφη των αυγών. Είναι ημι-φωλεόφιλοι και ζυγίζουν 17-21 γραμμάρια, ενώ τα μάτια τους ανοίγουν την ίδια ή την επόμενη ημέρα. Αρχικά έχουν αραιό, σαρκόχρωμο τρίχωμα, αλλά από την 5η ημέρα η επιδερμίδα έχει αλλάξει σε σκούρα καφέ ή μαύρη, και από τη 10η ημέρα καλύπτονται με ένα παχύ στρώμα σκούρου καφέ τριχώματος. Ήδη από την 3η ημέρα κινούνται στη φωλιά χρησιμοποιώντας τα φτερά και τα πόδια τους για βοήθεια. Οι ταρσοί και τα πόδια τους είναι πολύ μεγάλα σε αναλογία με το μέγεθός τους. Η ανάπτυξή τους είναι αργή, πιθανότατα για διατροφικούς λόγους (βλ. Τροφή), ενώ τα ερετικά πτερά αρχίζουν να εμφανίζονται μόνο μετά από 20-25 ημέρες.
Οι νεοσσοί ανατρέφονται συνεχώς για, έως και 3 εβδομάδες, τόσο από τους γονείς όσο και από τους «βοηθούς». Σε περίπτωση κινδύνου, είναι ικανοί να πηδήξουν έξω από τις φωλιές τους, μέσα στο νερό, για να αποφύγουν τα αρπακτικά ζώα, ήδη από την 3η ημέρα της ζωής τους, αν και η έρευνα έχει δείξει ότι οι συγκεκριμένοι νεοσσοί έχουν μικρή πιθανότητα μετέπειτα επιβίωσης. Αν είναι λίγο μεγαλύτεροι, 5-6 ημερών, οι πιθανότητες επιτυχίας αυξάνουν. Αλλά και τα νεαρά πουλιά, κατά τη διαφυγή τους από θηρευτές, είναι σε θέση να κολυμπήσουν χρησιμοποιώντας για προώθηση τα πόδια τους. Μπορούν επίσης να καταδυθούν και να κολυμπήσουν κάτω από το νερό, χρησιμοποιώντας ταυτόχρονα τις πτέρυγές τους. Παρά το γεγονός ότι οι νεοσσοί μπορούν να κολυμπήσουν έξι μέτρα ή και περισσότερο, από τη στιγμή που φθάνουν στους θάμνους και τα δέντρα της γενέθλιας περιοχής τους, κάνουν χρήση των «νυχιών» τους (βλ. «Νύχια») και, με τη βοήθεια του λαιμού τους που τον τεντώνουν πάνω στα κλαδιά, αλλά και των ποδιών τους, αναρριχώνται στη βλάστηση. Σε αυτό, μερικές φορές ενθαρρύνονται από τις κραυγές που αρθρώνουν οι ενήλικες, αλλά και αντίστροφα, τα μικρά πουλιά τιτιβίζουν για να σπεύσουν προς βοήθεια οι γονείς ή οι «βοηθοί» τους. έχει καταγραφεί περίπτωση, κατά την οποία 5 πτηνά μιας εδαφικής ομάδας, άπλωσαν τις πτέρυγές τους πάνω από ένα νεαρό πουλί, παρέχοντάς του «ασπίδα» προστασίας για να το οδηγήσουν στην πυκνή βλάστηση.
Όταν δεν υπάρξουν ιδιαίτερα απρόοπτα, τα νεαρά άτομα εγκαταλείπουν τη φωλιά στις 2-3 εβδομάδες της ηλικίας τους, ενώ μερικές φορές «πιέζονται» από τους ενήλικες για να το κάνουν. Ωστόσο, εξακολουθούν να τρέφονται και να βοηθούνται από την «ομάδα» της φωλιάς τους μέχρι και για 2 μήνες, ενώ στο ίδιο αυτό διάστημα (55-65 ημέρες), μπορούν να πετούν σε μικρές αποστάσεις.
«Νύχια»
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
- Ίσως, το πλέον «παράδοξο» ανατομικό χαρακτηριστικό του οασίν, είναι η παρουσία ιδιόμορφων «νυχιών» (claws) πάνω στις πτέρυγες των νεοσσών και των νεαρότερων ατόμων. Οι συγκεκριμένοι, κερατινοειδούς υφής, υβωτοί σχηματισμοί, είναι μικροί και με στρογγυλεμένα άγκιστρα. Αναπτύσσονται στις ονυχοφόρες φάλαγγες του 2ου και του 3ου «δακτύλων», αν και ορισμένοι ερευνητές, χρησιμοποιώντας παλαιότερα συστήματα αρίθμησης, αναφέρουν ότι τα «νύχια» είναι στις θέσεις του 1ου και 2ου «δακτύλων». Οι σχηματισμοί αυτοί παραμένουν στα νεαρά πουλιά μέχρι την ηλικία των 70-100 ημερών, περίπου, οπότε αποπίπτουν, αλλά σε ορισμένα άτομα έχει βρεθεί ότι μπορεί να αναγεννηθούν αργότερα. Οκτώ από εικοσιτέσσερις ενήλικες είχαν «νύχια» μη λειτουργικά, επικαλυμμένα με τύλους (κάλους).
Θηρευτές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η επιτυχής αναπαραγωγή σε έρευνα στα Llanos της Βενεζουέλας αυξήθηκε με την παρουσία των «βοηθών», αλλά και πάλι μόνο το 27% από τις, συνολικά, 404 φωλιές είχαν επιτυχία. Οι περισσότερες «αστοχίες» όπως καταγράφηκε σε αυτή την έρευνα, οφείλονταν στην θήρευση ολόκληρης της ωοτοκίας ή του συνόλου των νεοσσών από ένα συγκεκριμένο πρωτεύον, τον πίθηκο Cebus olivaceus. Άλλοι θηρευτές ήταν το θηλαστικό Eira barbara και τα μυρμήγκια, τα οποία μερικές φορές έκαναν επίθεση στα αυγά κατά τη στιγμή εκκόλαψης, αλλά ακόμη και στους πρόσφατα εκκολαφθέντες νεοσσούς. Περιστασιακή εξαφάνιση των νεαρών ατόμων ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, το αποτέλεσμα της επίθεσης στη φωλιά αρπακτικών πτηνών, όπως των Micrastur semitorquatus, Accipiter bicolor, Buteogallus urubitinga, Geranospiza caerulescens και Spizaetus ornatus. Άλλοι θηρευτές, περιελάμβαναν τα Didelphis marsupialis, Galictis vittata, Procyon cancrivorus και Felis pardalis. Ωστόσο, η επιβίωση της τάξεως του 60-80% που καταγράφηκε για τους ενήλικες είναι αρκετά υψηλό ποσοστό.
Σχέση με τους ανθρώπους
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο παλιός ερευνητής του είδους W. Beebe περιέγραψε κάποτε το οασίν ως «παράλογα ήμερο». Έτσι, αυτό το μεγάλο, καθιστικό πτηνό, που ζει σε εμφανείς κοινωνικές ομάδες, είναι πολύ γνωστό σε όλους τους ανθρώπους που μοιράζονται τον νεοτροπικό, πεδινό βιότοπό του. Παρ 'όλα αυτά , υπάρχουν δύο εντελώς διαφορετικές πολιτιστικές «αντιδράσεις» απέναντί του, που ποικίλλουν στις χώρες που υποστηρίζουν τους πληθυσμούς του.
Η πρώτη αναφέρεται στην παλαιότερη σχέση του ανθρώπου με το οασίν και είναι, βέβαια, εκαίνη από τις αυτόχθονες φυλές. Στη Βραζιλία, οι άνθρωποι αυτοί συλλέγουν τα αυγά των πτηνών για κατανάλωση. Επίσης, μερικές φορές τρώνε τα πουλιά, ή τα κυνηγούν για τα φτερά τους, για «ιατρικούς» σκοπούς, ακόμη και ως δόλωμα για τα ψάρια. Στη δεύτερη περίπτωση και, σε πλήρη αντίθεση με την προηγούμενη, στη γειτονική Βενεζουέλα το οασίν περιφρονείται, διότι λέγεται ότι αναδίδει μια αποκρουστική μυρωδιά (βλ. Ηθολογία). Αυτό το στοιχείο, είτε αληθεύει είτε όχι, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι παρέχει ένα μέτρο προστασίας σε ορισμένα τμήματα της περιοχής του. Όμως, οι γηγενείς πληθυσμοί των ιθαγενών, μειώνονται συνεχώς σε όλη τη Νότια Αμερική , καθώς «εντάσσονται» σταδιακά και αμετάκλητα στους σύγχρονους «πολιτισμούς» των κυρίαρχων κρατών τους, ή απλά αφανίζονται.
Πολύ πρόσφατα, έχει υπάρξει ανανεωμένο επιστημονικό ενδιαφέρον για το οασίν, ιδιαίτερα από μικροβιολόγους αλλά και βοτανικούς, οι οποίοι ερευνούν εντατικά τα βακτήρια και τα ένζυμα στον πρόλοβο του πτηνού. Οι φυσικοί «εξουδετερωτές» τοξινών (detoxifiers) που περιέχει, αν απομονωθούν και «μεταφερθούν» με κάποιο τρόπο στα ζώα κτηνοτροφίας της περιοχής, μπορεί να επιτρέψουν σε αυτά να τρώνε περισσότερα ιθαγενή είδη χορτονομής που σήμερα παραμένουν τοξικά για αυτά. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντικές βελτιωτικές προεκτάσεις, τόσο για την εγχώρια κτηνοτροφία όσο και για το περιβάλλον.
Κατάσταση πληθυσμού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Προς το παρόν, τα φυσικά ενδιαιτήματα του οασίν εξακολουθούν να καλύπτουν μια τεράστια περιοχή της Νότιας Αμερικής, έτσι ώστε ο συνολικός πληθυσμός είναι πιθανώς ακόμα μεγάλος, και τα είδος σχετικά ασφαλές, τουλάχιστον προς το παρόν. Ωστόσο, οι μελλοντικές εξελίξεις θα απαιτούν στενή παρακολούθηση της κατάστασης.
Η πιο σοβαρή απειλή για το είδος είναι η ταχεία και μόνιμη μετατροπή των ενδιαιτημάτων του σε γεωργικές καλλιέργεις, συνήθως ρυζιού. Αυτό έχει ήδη συμβεί στη Γουιάνα, το Σουρινάμ και τη Βενεζουέλα, ενώ στη Βραζιλία δεν απαντά πλέον κοντά σε πόλεις. Τα σχέδια για την φραγμάτωση και διευθέτηση των ποταμών σε κανάλια στα Llanos της Βενεζουέλας, εάν προχωρήσουν, θα επηρεάσουν σοβαρά το είδος στην εν λόγω ζώνη. Γενικά, και στις 9 χώρες που φιλοξενούν το οασίν, υπάρχουν ισχυρές πιέσεις που προέρχονται από προτάσεις που πιέζουν για την «ανάκτηση» των «άχρηστων» εδαφών, στο όνομα της προόδου, και για να φιλοξενήσουν τον ολοένα αυξανόμενο ανθρώπινο πληθυσμό. Το είδος, όπως προαναφέρθηκε, δεν κινδυνεύει επί του παρόντος άμεσα, γι αυτό και η IUCN το κατατάσσει στα Ελαχίστης Ανησυχίας (LC).[1]
Μέτρα διαχείρισης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η διατήρηση των μικρών, απομονωμένων ενδιαιτημάτων σε ένα μεγάλο τομέα της γεωργίας, αν γίνει με «καλές» προθέσεις , είναι πιο πιθανό να είναι πολύ επωφελής για το οασίν. Θα πρέπει να τονιστεί ότι το είδος, λόγω της εκ φύσεως περιορισμένης διάθεσης για μετακίνηση, είναι πολύ ευάλωτο σε ταχείες μεταβολές των οικοτόπων του, ακόμα κι αν κάποιο άλλο κατάλληλο ενδιαίτημα μπορεί να είναι διαθέσιμο μόνο λίγα χιλιόμετρα μακριά. Πάντως, το οασίν είναι ένα πουλί που «ευδοκιμεί» στο μητρικό του περιβάλλον, εάν του δοθεί επαρκής προστασία. Ένα καλό παράδειγμα μπορεί να δει κανείς στα Llanos Βενεζουέλας, στο ράντσο Μασαγουαράλ (Masaguaral), όπου υπάρχει ένα ιδιωτικό καταφύγιο τα τελευταία 30 χρόνια και έχει χρησιμοποιηθεί ως θέση έρευνας για το είδος. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ο πληθυσμός περιοριζόταν σε περίπου 20 άτομα κατά μήκος του μικρού ποταμού Γκουάρικο (Guárico), στο ανατολικό άκρο του αγροκτήματος. Από τότε, ο πληθυσμός αυτός έχει ανεβεί σε πάνω από 200 πουλιά, εν μέρει λόγω της συνεχούς προστασίας, επειδή μερικά άτομα έχασαν τα πρώην ενδιαιτήματά τους στη νοτιοανατολική πλευρά του αγροκτήματος.
Το παράδειγμα αυτό δείχνει σαφώς ότι οι υπάρχοντες πληθυσμοί θα μπορούσαν εύκολα να διατηρηθούν μέσα σε κατάλληλο βιότοπο, σε εθνικά πάρκα, χωρίς καμία προσπάθεια, εκτός από τον αυστηρό έλεγχο των ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Δυστυχώς, προς το παρόν υπάρχουν πολύ λίγα πάρκα μέσα στις απέραντες εκτάσεις των τροπικών, που προσφέρουν επαρκή προστασία.
Πολλές προσπάθειες έχουν γίνει για να διατηρηθεί το είδος σε αιχμαλωσία. Μια ζωολογική εταιρεία έστειλε τρεις αποστολές στη Γουιάνα στις αρχές της δεκαετίας του 1960 για τη συλλογή ατόμων, τον εγκλιματισμό και τη μεταφορά τους σε ζωολογικό κήπο. Η προσπάθεια ήταν ανεπιτυχής, αφού μόνον ένα θηλυκό κατάφερε να επιζήσει για περίπου έξι μήνες. Το 1989, έξι άτομα εισήχθησαν από τη Βενεζουέλα από την Ζωολογική Εταιρεία της Νέας Υόρκης. Ένα πουλί έζησε μόνο για ένα χρόνο, αλλά τα υπόλοιπα για περισσότερο από πέντε χρόνια στο ζωολογικό κήπο του Μπρονξ. Αξιοσημείωτο είναι ότι, οι προσπάθειες αναπαραγωγής αποτύγχαναν, κυρίως για λόγους διαιτολογίου, αφού τα οασίνς τρέφονται με φυτά των περιοχών τους, πολλά από τα οποία είναι τοξικά. Χρειάστηκαν βιολόγοι και ειδικοί διατροφολόγοι σχεδόν ένα χρόνο για να προσαρμόσουν σταδιακά τα πουλιά στην διατροφή αιχμαλωσίας τους. Αυτή η σημαντική πρόοδος υποδηλώνει την πιθανότητα επιτυχούς αναπαραγωγής σε αιχμαλωσία στο μέλλον.
Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]i. ^ Σύμφωνα με την κατά Howard and Moore ταξινομική,[2] αλλά είναι πιθανόν η τάξη να γίνει Οπισθοκομόμορφα (Opisthocomiformes), στο άμεσο μέλλον (βλ. και Συστηματική Ταξινομική).
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 BirdLife International (2012). Opisthocomus hoazin στην Κόκκινη Λίστα Απειλούμενων Ειδών της IUCN. Έκδοση 2013.2. Διεθνής Ένωση Προστασίας της Φύσης (IUCN). Ανακτήθηκε 29 Μαρτίου 2014.
- ↑ 2,0 2,1 2,2 Howard and Moore, p. 205
- ↑ Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, τ. 47, σ. 422
- ↑ στην Νάουατλ ο τονισμός είναι πάντα στην προτελευταία συλλαβή
- ↑ όπως στα ισπανικά στην Νάουατλ το γράμμα h δεν προφέρεται
- ↑ http://www.merriam-webster.com/dictionary/hoatzin
- ↑ 7,0 7,1 7,2 7,3 7,4 Thomas
- ↑ http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=176146
- ↑ Miller
- ↑ Mayr et al
- ↑ Sibley & Monroe
- ↑ Avise et al
- ↑ Hughes & Baker
- ↑ Sorenson et al
- ↑ Fain & Houde
- ↑ The Hoatzin Genome Project Retrieved 2011-Feb-20
- ↑ BirdLife International and NatureServe (2013). «Opisthocomus hoazin: Χάρτης γεωγραφικής κατανομής». IUCN. Ανακτήθηκε στις 29 Μαρτίου 2014.
- ↑ 18,0 18,1 Handbook of the Birds of the World
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
- Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
- Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
- Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
- Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
- Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
- Mary Taylor Gray, The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
- Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
- Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
- Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
- R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
- Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
- Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
- Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
- Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
- Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963
- Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996
- Ιωάννη Όντρια, Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
- Ιωάννη Όντρια, Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
- Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
- Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
- «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
- Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
- BirdLife International. 2004. Birds in Europe: population estimates, trends and conservation status. BirdLife International, Cambridge, U.K.
- Linnaeus, C (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata. Holmiae. (Laurentii Salvii).
- IUCN Red List: http://www.iucnredlist.org/
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Avise, John C.; Nelson, William S.; Sibley, Charles G. (1994). "Why one kilobase sequences from mitochondrial DNA fail to solve the hoatzin phylogenetic enigma". Molecular Phylogenetics and Evolution 3 (2): 175–184. doi:10.1006/mpev.1994.1019. PMID 8075835.
- Fain, Matthew G.; Houde, Peter (2004). "Parallel radiations in the primary clades of birds" (PDF). Evolution 58 (11): 2558–2573. doi:10.1554/04-235. PMID 15612298.
- Josep del Hoyo et al.: Handbook of the Birds of the World, Band 3 (Hoatzins to Auks). Lynx Edicions, 1996, ISBN 84-87334-20-2
- Hughes, Janice M.; Baker, Allan J. (1999). "Phylogenetic relationships of the enigmatic hoatzin (Opisthocomus hoazin) resolved using mitochondrial and nuclear gene sequences". Molecular Biology and Evolution (PDF|format= requires |url= (help)) 16 (9): 1300–1307. doi:10.1093/oxfordjournals.molbev.a026220. PMID 10486983.
- Gerald Mayr, Herculano Alvarenga and Cécile Mourer-Chauviré (2011). "Out of Africa: Fossils shed light on the origin of the hoatzin, an iconic Neotropic bird". Naturwissenschaften 98 (11): 961–6. doi:10.1007/s00114-011-0849-1. PMID 21964974.
- Miller, Alden H. (1953). "A fossil Hoatzin from the Miocene of Colombia" (PDF). Auk 70 (4): 484–495. doi:10.2307/4081360.
- Sibley, Charles G.; Monroe, Burt L., Jr. (1990). Distribution and taxonomy of the birds of the world: A Study in Molecular Evolution. New Haven: Yale University Press. ISBN 0-300-04969-2.
- Sorenson, Michael D.; Oneal, Elen; García-Moreno, Jaime; and Mindell, David P. (2003). "More taxa, more characters: the Hoatzin problem is still unresolved" (PDF). Molecular Biology and Evolution 20 (9): 1484–1499. doi:10.1093/molbev/msg157. PMID 12777516. Cite uses deprecated parameters (help) Supplementary Material
- Stotz, D. F.; Fitzpatrick, J. W.; Parker, T. A.; Moskovits, D. K. 1996. Neotropical birds: ecology and conservation. University of Chicago Press, Chicago.
- Thomas, B. T. (1996). "Family Opisthocomidae (Hoatzins)". In Josep, del Hoyo; Andrew, Jordi; Sargatal, Christie. Handbook of the Birds of the World. Volume 3, Hoatzins to Auks. Barcelona: Lynx Edicions. pp. 24–32. ISBN 84-87334-20-2.