Ξανθοφύκη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ξανθοφύκη
Botrydium granulatum
Botrydium granulatum
Συστηματική ταξινόμηση
Επικράτεια: Ευκαρυώτες
Συνομοταξία: Ετεροκοντόφυτα
Ομοταξία: Ξανθοφύκη (Xanthophyceae)
Allorge, 1930,[1] emend. Fritsch, 1935[2]
Συνώνυμα
  • Heterokontae Luther, 1899[3]
  • Heterochloridia Pascher, 1912
  • Tribophyceae (Τριβοφύκη) Hibberd, 1981[4]
  • Heteromonadida Leedale, 1983[5]
  • Xanthophyta (Ξανθόφυτα) Hibberd, 1990[6]

Τα ξανθοφύκη (Xanthophyceae) αποτελούν κλάση φυκών της ομάδας των Ετεροκοντοφύτων (Σταχυομαστιγωτά). Είναι επίσης γνωστά με πλήθος διαφορετικών ονομασιών, όπως ξανθόφυτα (xanthophytes), τριβοφύκη (Tribophyceae) ή, άτυπα, κιτρινοπράσινα φύκη (Αγγλικά: yellow-green algae).

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα ξανθοφύκη είναι ευκαρυωτικοί φωτοσυνθετικοί οργανισμοί. Διαθέτουν κυτταρικά τοιχώματα αποτελούμενα κυρίως από κυτταρίνη, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις παρατηρείται και παρουσία πυριτίου. Κύριος αποταμιευτικός πολυσακχαρίτης είναι η χρυσολαμιναρίνη, η οποία πιθανότατα αποθηκεύεται σε ένα κυτταροπλασματικό κενοτόπιο. Στο κυτταρόπλασμα εντοπίζονται επίσης σταγονίδια λιπιδίων, τα οποία αποτελούν το κύριο φωτοσυνθετικό αποταμιευτικό τους προϊόν.

Φωτοσυνθετικές χρωστικές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι βασικές φωτοσυνθετικές χρωστικές των ξανθοφυκών είναι οι χλωροφύλλες a και c, με τη δεύτερη να συναντάται σε μικρότερες ποσότητες. Επιπλέον, διαθέτουν επικουρικές χρωστικές, μεταξύ των οποίων β-καρωτίνη, ξανθοφύλλες, διατοξανθίνη και διαδινοξανθίνη. Αντίθετα, η επικουρική χρωστική φυκοξανθίνη, αν και ευρέως διαδεδομένη στα φωτοσυνθετικά σταχυομαστιγωτά, δεν συναντάται στα ξανθοφύκη. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα πλαστίδιά τους να εμφανίζονται πράσινα ή κιτρινοπράσινα καθιστώντας συχνά δύσκολη τη διάκρισή τους από τα μορφολογικά παρόμοια χλωροφύκη.

Αναπαραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Vaucheria sp., νηματοειδής θαλλός με αναπαραγωγικά όργανα.

Η αναπαραγωγή τους μπορεί να είναι τόσο αγενής όσο και εγγενής. Αγενής αναπαραγωγή πραγματοποιείται είτε με μη-μαστιγιοφόρα αυτοσπόρια, απλανοσπόρια ή παχύτοιχες κύστεις είτε με μαστιγιοφόρα ζωοσπόρια, ανάλογα με το γένος ή τις περιβαλλοντικές συνθήκες που επικρατούν. Λίγες είναι οι περιπτώσεις εγγενούς αναπαραγωγής, η οποία περιλαμβάνει ισογαμία ή ωογαμία.

Ποικιλομορφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα ξανθοφύκη εμφανίζουν μεγάλη ποικιλία ως προς τη μορφολογία τους. Τα περισσότερα είναι μαστιγιοφόρα μονήρη κύτταρα, αλλά πολλά σχηματίζουν αποικίες κυττάρων εγκλεισμένες σε βλέννη. Επίσης υπάρχουν νηματοειδείς μορφές, σιφωνοειδή κοινόκυτα (πολυπύρηνοι θαλλοί χωρίς εσωτερικό διαχωρισμό σε κύτταρα, όπως στα γένη Vaucheria και Botrydium), καθώς και αμοιβαδοειδείς μορφές. Γενικά, λόγω του μικρού μεγέθους των κυτταρικών σωμάτων τους, τα ξανθοφύκη θεωρούνται μικροφύκη (microalgae) και απαιτείται μικροσκοπική παρατήρηση για την προσεκτική μελέτη τους.

Εξάπλωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έχουν καταγραφεί πάνω από 600 είδη ξανθοφυκών, τα οποία κατατάσσονται σε περίπου 90 γένη. Εντοπίζονται κυρίως σε βιοτόπους γλυκών υδάτων, αν και μερικά διαβιούν σε θαλασσινά νερά, στο έδαφος ή ακόμα και πάνω σε κορμούς δέντρων. Γενικά δεν συναντώνται σε αφθονία και πολλά είδη έχουν βρεθεί μόλις μία φορά, με αποτέλεσμα πολλές μορφές ξανθοφυκών να θεωρούνται σπάνιες. Ωστόσο, αποτελούν τους κυρίαρχους παραγωγούς σε ορισμένες αλυκές, ενώ άλλα ξανθοφύκη (όπως αυτά του γένους Tribonema) είναι κοσμπολιτικά, δηλαδή έχουν παγκόσμια εξάπλωση.

Φυλογένεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα φερόμενα ως αρχαιότερα γνωστά απολιθώματα σταχυομαστιγωτών φαίνεται πως ανήκουν σε ξανθοφύκη (ομοιότητες με είδη του γένους Vaucheria) και χρονολογούνται μέχρι και τον Μεσοπροτεροζωικό Αιώνα.

Φυλογενετικά, μελέτες υποδεικνύουν την πιθανή προέλευση των ξανθοφυκών από έναν μονοκύτταρο πρόγονο. Σήμερα γνωρίζουμε ότι τα ξανθοφύκη εμφανίζουν στενή συγγένεια με τα φαιοφύκη (κλάση Phaeophyceae), ενώ σύμφωνα με μοριακές φυλογενετικές αναλύσεις οι δύο αυτές ομάδες είναι με τη σειρά τους στενά συγγενικές με άλλες μικρότερες κλάσεις φωτοσυνθετικών σταχυομαστιγωτών, όπως Chrysomerophyceae, Phaeothamniophyceae και Pinguiophyceae.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • J.E.Graham, Lee W. Wilcox, L.E. Graham, (2011). Φύκη. Εκδόσεις ΚΩΣΤΑΡΑΚΗ Π. ΕΥΡΥΔΙΚΗ. ISBN 978-960-87655-9-7

Ηλεκτρονικές πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Allorge, P (1930). «Heterocontées ou Xanthophycées?». Rev. Alg. 5: 230. 
  2. Fritsch, F.E. (1935) The Structure and Reproduction of the Algae. Volume I. Introduction, Chlorophyceae, Xanthophyceae, Chrysophyceae, Bacillariophyceae, Cryptophyceae, Dinophyceae, Chloromonadineae, Euglenineae, Colourless Flagellata. Cambridge University Press, Cambridge.[Χρειάζεται σελίδα]
  3. Lüther, A. (1899). «Über Chlorosaccus eine neue Gattung der Süsswasseralgen». Bihang til Kongliga Svenska Vetenskaps-Akademiens Handlingar 24: 1–22. OCLC 178060545. 
  4. Hibberd, D. J. (February 1981). «Notes on the taxonomy and nomenclature of the algal classes Eustigmatophyceae and Tribophyceae (synonym Xanthophyceae)». Botanical Journal of the Linnean Society 82 (2): 93–119. doi:10.1111/j.1095-8339.1981.tb00954.x. 
  5. Leedale, G.F. (1985). «Order 5, Heteromonadida Leedale, 1983». Στο: Lee, John J.· Hutner, Seymour Herbert· Bovee, Eugene C. An illustrated Guide to Protozoa. Lawrence, Kansas: Society of Protozoologists. σελίδες 70–. [Χρειάζεται σελίδα]
  6. Hiberd, D. J. (1990). «Phylum Xanthophyta». Στο: Margulis, L.· Corliss, J. O.· Melkonian, M.· και άλλοι. Handbook of Protoctista. Boston, Massachusetts, USA: Jones and Bartlett Publishers. σελίδες 686–97.