Ντάγκον
Αυτό το λήμμα χρειάζεται μορφοποίηση ώστε να ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές μορφοποίησης της Βικιπαίδειας. |
Ο Δαγών (άκλιτο) η Ντάγκον ήταν αρχικά θεός της γονιμότητας. Αν και αυτές οι πεποιθήσεις είναι προσαρμοσμένες από τους Εβραίους εξελίχθηκαν σε μια σημαντική σημιτική θεότητα, στα βορειοδυτικά, συμβολίζοντας κατά άλλους τα ψάρια και την αλιεία. Λατρεύτηκε νωρίς από τους Αμορραίους και από τους κατοίκους των πόλεων της Έμπλα (σύγχρονο Μαρδίχ, Συρία) και Ουγκαρίτ (σύγχρονη Ρας Σαμρά, Συρία) (η οποία ήταν μια αρχαία πόλη κοντά στη Μεσόγειο και έχει βρεθεί μια μεγάλη ποικιλία από αρχαίες γραφές και παγανιστικά ιερά). Ήταν επίσης πολύ σημαντικός, ίσως και η κεφαλή, από το πάνθεο των βιβλικών Φιλισταίων.
Το όνομά του εμφανίζεται στα Εβραϊκά ως דגון (σε σύγχρονη μεταφορά Dagon, στα Εβραϊκά της Τιβεριάδας Dagon), στα Ουγκαριτικά ως DGN (πιθανώς προφέρεται ως Dagnu), και στα Ακκαδικά ως Dagana, Daguna τα οποία συνήθως αποδόθηκαν με λατινικούς χαρακτήρες ως Dagan.
Ετυμολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στα Ουγκαριτικά η λεκτική ρίζα DGN σημαίνει επίσης και κόκκος (πιθανόν σιταριού ή άλλου δημητριακού) καθώς και στα Εβραϊκά το dāgān, στα Σαμαριτικά dīgan, έχουν κοινή ερμηνεία και σημαίνουν κόκκος σιταριού ή σιτάρι.
Ο Φοινικικής καταγωγής συγγραφέας Σαγχουνιάθωνας λέει και αυτός επίσης ότι η λέξη Dagon προσδίδεται με την ίδια σημασία που οι Αρχαίοι Έλληνες εννοούν τον «Σίτον». Ο ίδιος επίσης εξηγεί πώς: «Αφού ο Ντάγκον ανακάλυψε το σιτάρι και το άροτρο μετονομάστηκε σε Αρότριος "Ζεύς", που στη συνέχεια η λέξη αρότριος ταυτίζεται με τον "ζευγολάτη" και αυτόν που σχετίζεται με την γεωργία». Είναι ίσως σχετιζόμενη με την Μέση Εβραϊκή και Ιουδαϊκή Αραμαϊκή λέξη dgn "κομμένη" ή την Αραβική dagn (دجن, rain = σύννεφο). Η θεωρία συσχετισμού μεταξύ του Εβραϊκού dāg/dâg, 'Ψάρι', είναι βασισμένο αποκλειστικά σε ένα κείμενο από το 1 Σαμουήλ (Samuel, 5:2–7) το οποίο παρατίθεται από κάτω.
Ετυμολογία: ΜΕ < LL (Ec) < LGR (Ec) < Εβρ. <Dagan, σιτηρό (εξ ου και ο θεός της γεωργίας) καλαμποκιού.
Μη Βιβλικές πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο θεός Δάγων εμφανίζεται για πρώτη φορά με βάση κάποια διασωζόμενα αρχεία περί το 2500 π.Χ. τα κείμενα της Συριακής πόλης Μάρι και σε κάποιες ονομασίες Αμορριτών στα οποία οι θεοί ILU (EL), Dagan, και Adad είναι ιδιαίτερα διαδεδομένοι.
Στην πόλη Έμπλα (Μαρδίχ), από τουλάχιστον το 2300 π.Χ., Dagan ήταν ο επικεφαλής του πανθέου της πόλης που αποτελείται από περίπου 200 θεότητες και έφερε τον τίτλο BE-DINGIR-DINGIR, δηλαδή «Ο Άρχοντας των θεών» και Μπεκαλάμ, «Ο άρχοντας της γης». Η Σύζυγός του ήταν αναγνωρισμένη μόνο ως η Belatu, η «Κυρία». Και οι δύο λατρεύονταν σε ένα μεγάλο συγκρότημα του ναού που ονομαζόταν E-Mul, «Σπίτι του Αστεριού». Ένα ολόκληρο τμήμα της Έβλα (το ένα τέταρτο της πόλης περίπου) και μία από τις πύλες της είχαν πάρει το όνομά του. Το όνομα Dagan σημαίνει επίσης και ti-lu ma-tim, δηλαδή «δροσιά της γης» και Be-ka-na-na, ενδεχομένως, «Άρχοντας της Χαναάν». Ως θεότητα κατείχε σημαντική θέση και σε άλλες πόλεις μεταξύ αυτών και οι: Tuttul, Irim, Ma-Ne, Zarad, Uguash, Siwad και Sipishu.
Μια ενδιαφέρουσα πρόωρη αναφορά στον Dagan εμφανίζεται σε μια επιστολή προς τον βασιλιά Ζίμρι-Λίμ του Μάρι, 18ος αιώνας π.Χ., γραμμένη από τον Itur-Asduu έναν δικαστικό υπάλληλο από το δικαστήριο του Μάρι και κυβερνήτη της Ναχούρ (τη βιβλική πόλη της Ναχώρ) (ANET, σ. 623). Αφορά ένα όνειρο ενός «Ανθρώπου από την Shaka», στο οποίο ο Dagan εμφανίζεται κατηγορώντας την αποτυχία του Ζίμρι-Λιμ να υποτάξει τον βασιλιά των Γιαμινιτών και πάνω σε αυτή του την αποτυχία των κατορθωμάτων, του αναφέροντας τα στην Τέρκα. Ο Δαγών υπόσχεται ότι: «Θα έχω τους βασιλιάδες των Γιαμινιτών ψημένους στη σούβλα του ψαρά, και θα το κάνω πριν από σένα».
Στην Ουγκαρίτ γύρω στο 1300 π.Χ., ο Ντάγκον είχε ένα μεγάλο ναό και εισήχθη στην τρίτη θέση του πάνθεον μετά από τον πατέρα-θεό και τον Ελ, και από την προηγούμενη καταβολή του Μπάαλ Ṣapān (που είναι ο θεός Haddu ή Hadad/Adad). Ο Γιόζεφ Φόντενροουζ πρώτος απέδειξε ότι, ανεξάρτητα από της βαθιές ρίζες τους, στην Ουγκαρίτ ο Δαγών ταυτίστηκε με το Ελ,[1] εξηγώντας τους λόγους που ο Δαγών ο οποίος είχε ένα σημαντικό ναό Ουγκαρίτ είχε τόσο παραμεληθεί στα μυθολογικά κείμενα του Ρας Σαμρά, όπου ο Δαγών αναφέρεται αποκλειστικά αλλά και φευγαλέα ως ο πατέρας του θεού Χαντάντ, αλλά η Ανάτ, είναι η κόρη του Ελ, επομένως είναι αδελφή του Βάαλ, και γιατί κανένας ναός του Ελ δεν έχει υπάρχει στην Ουγκαρίτ.
Υπάρχουν διαφορές μεταξύ του Ουγκαριτικού πανθέου και της Φοινίκης και αιώνες αργότερα: σύμφωνα με από τρίτο χέρι ελληνικές και χριστιανικές αναφορές που βασίζονται στον Φοινικικής καταγωγής συγγραφέα και μυθογράφο Σαγχουνιάθωνας, αναφέρουν ότι θα μπορούσε ο Δαγών να είναι αδελφός του ΕΛ /Κρόνου και σαν κι αυτόν ο γιος του Ουρανού και της Γης, αλλά δεν είναι πραγματικά ο πατέρας του Χαντάντ. Ο Χαντάντ[2] γεννήθηκε από το «Ουρανό» πριν ο Ουρανός ευνουχιστεί από τον γιο του τον Ελ, κατόπιν αυτού η έγκυος σύντροφος του Ουρανού δόθηκε στον Ντάγκον. Κατά συνέπεια, ο Ντάγκον σε αυτή την εκδοχή είναι είναι μισός αδελφός του Χαντάντ και πατριός του παράλληλα. Το Βυζαντινό Μέγα Ετυμολογικόν λέει ότι ο Δαγών ήταν ο Κρόνος στη Φοινίκη.[3] Σε αντίθετη περίπτωση, με την εξαφάνιση όμως των φοινικικών λογοτεχνικών κειμένων έπαψε και να υφίσταται μυθολογικά.
Ο Dagan αναφέρεται περιστασιακά σε κάποια αρχαία κείμενα των Σουμερίων, αλλά γίνεται ιδιαίτερα γνωστός μόνο σε μεταγενέστερες Ακκαδικές επιγραφές ως ένας ισχυρός και πολεμοχαρής προστάτης, και μερικές φορές ταυτίζεται με τον Ενλίλ. Σύζυγος του με βάση ορισμένες πηγές ήταν η θεά Σάλα (που εμφανίζεται επίσης και ως σύζυγος του του Adad και μερικές φορές ταυτίζεται με την Νινλίλ). Σε άλλα κείμενα, η σύζυγός του είναι Ισαρά. Στον πρόλογο του διάσημου νομικού κώδικα του, ο βασιλιάς Χαμουραμπί αυτοαποκαλείται ως «ο νικητής των οικισμών κατά μήκος του Ευφράτη, με τη βοήθεια του Δαγών, του δημιουργού του». Μια επιγραφή για μια αποστολή του Ναράμ-Σιμ στο βουνό Cedar εξιστορεί (ANET, σ. 268): «ο Naram-Sin έσφαξε το Arman και την Ibla [κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για την Έμπλα] με το "όπλο" του θεού Δαγών που αυξάνοντας το κύρος αυτού και του βασίλείου του.» Η στήλη τού Ασσουρνασιρπάλ Β΄ (ANET, σελ. 558) αναφέρεται στον Ασσουρνασιρπάλ ως τον αγαπημένο του Άνου και του Δαγών. Σε ένα Ασσυριακό ποίημα, ο Δαγών εμφανίζεται δίπλα στον Νεργκάλ και Μισαρού ως δικαστής των νεκρών. Ένα μεταγενέστερο βαβυλωνιακό κείμενο τον καθιστά ως δεσμοφύλακα του κάτω κόσμου των επτά παιδιών του θεού Εμεσαρά.
Η Φοινικική επιγραφή της σαρκοφάγου του βασιλιά Eshmunʿazarʿ της Σιδώνας (5ος αιώνας π.Χ.) αναφέρει (ANET, σ. 662): «Επιπλέον, ο Κύριος των Βασιλέων μας έδωσε τη Δωρ και την Ιόππη [πρόκειται για αρχαίες πόλεις και λιμάνια] τα ισχυρά εδάφη του Δάγων, που βρίσκονται στην πεδιάδα της Σαρών, σαν συμφωνία με τα σημαντικά έργα που έκανα».
Το Dagan μερικές φορές χρησιμοποιούταν σε βασιλικά ονόματα. Δύο βασιλείς της δυναστείας των Isin ονομάζονταν Iddin-Dagan (περ. 1974-1954 π.Χ.) και Ishme-Dagan (περ. 1953-1935 π.Χ.). Το τελευταίο όνομα χρησιμοποιήθηκε αργότερα και από δύο Ασσυρίους βασιλείς: Ishme-Dagan I (περ. 1782-1742 π.Χ.) και Ishme-Dagan ΙΙ (περ. 1610-1594 π.Χ.).
Ετυμολογία: ΜΕ <LL (Ec) <LGR (Ec) <<Εβραίους; Dagan, σιτηρών (άρα; θεός της γεωργίας) P.G.
Βιβλικά κείμενα και ερμηνείες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στην Tanakh (Εβραϊκή Βίβλος) ο Δαγών είναι ένα αναπόσπαστο μέρος από τη θρησκεία των Φιλισταίων με τους ναούς της Βαίθ-Δαγών της φυλής Ασήρ (Ιησούς του Ναυή 19.27), στη Γάζα (Book of Judges 16,23, το οποίο μας λέει πως καταστράφηκε ο ναός από των Σαμψών). Ένας άλλος ναός, στην Ασδώδ αναφέρεται στο 1 του Σαμουήλ 5,2 έως 7 και πάλι αργότερα από το 1 των Μακκαβαίων 10,83? 11.4. Επίσης αναφέρεται πως το κεφάλι του βασιλιά Σαούλ εκτέθηκε για παραδειγματισμό σε ένα ναό του Δαγών στο 1 των Χρονικών 10:8-10. Υπήρχε επίσης ένα δεύτερο μέρος που είναι γνωστό ως Βαιθ-Δαγών στην Ιουδαία (Ιησούς του Ναυή 15.41). Ο Ιώσηπος («Ιουδαϊκή Αρχαιολογία» 12.8.1? «Ιστορία των Ιουδαϊκών Πολέμων» 1.2.3) αναφέρεται σε μια τοποθεσία που ονομάζεται Dagon παραπάνω από την Ιεριχώ. Ο άγιος Ιερώνυμος αναφέρει επίσης το Caferdago μεταξύ της Diospolis και της Jamnia. Όπως υπάρχει επίσης και ένα μοντέρνο τοπωνύμιο με το όνομα Μπέιτ Ντέγιαν νοτιοανατολικά της Ναμπλούς. Ορισμένα βέβαια από αυτά τα τοπωνύμια μπορεί να έχουν να κάνουν με σιτάρι και όχι με θεότητες.
Στο 1 Σαμουήλ 5,2 - 7 γίνεται λόγος για το πώς η Κιβωτός της Διαθήκης του αρπάχτηκε από τους Φιλισταίους και μεταφέρθηκε στο ναό του Ντάγκον στο Ashdod. Το επόμενο πρωί βρήκαν το είδωλο του Ντάγκον να βρίσκεται πεσμένο κάτω. Τοποθετούν το είδωλο πάλι όρθιο, αλλά και πάλι το πρωί της επόμενης ημέρας το ξαναβρήκαν στην ίδια θέση, αλλά αυτή τη φορά με το κεφάλι και τα χέρια κομμένα, απλωμένα στο miptān που μεταφράζεται ως «κατώφλι» ή «εξέδρα». Και το κείμενο συνεχίζει με την αινιγματική φράση RaQ Dagon Niš ʾ ar ʿ ālāyw, που κυριολεκτικά σημαίνει «μόνο ο Ντάγκον αφέθηκε σε αυτόν». (Οι Εβδομήκοντα, η Πεσίτα και Ταργκούμ αποδίδουν το «Δαγών» εδώ ως «κορμό του Δαγών» ή «σώμα του Δαγών», προφανώς αναφερόμενοι στο κάτω μέρος της εικόνας του.) Στη συνέχεια, μας λένε ότι κανένας από τους ιερείς ή οποιοσδήποτε άλλος ξαναπάτησε ποτέ στο miptān του Δαγών στην Ασδώδ «από αυτή την ημέρα». Αυτή η ιστορία απεικονίζεται στις τοιχογραφίες της συναγωγής της Dura-Europos ως μια αντίθεση σε μια παράσταση του αρχιερέα Ααρών και του Ναού του Σολομώντος.
Μάρνας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Άγιος Πορφύριος της Γάζας κάνει μνεία για τον μεγάλο θεό της Γάζας, που είναι γνωστός ως Marnas (Αραμαϊκά Marnā, ο «Κύριος»), ο οποίος θεωρήθηκε ως ο θεός της βροχής και των σιτηρών και επικαλείται σε περιόδους λοιμού και πείνας. Ο Marnas της Γάζας εμφανίζεται σε πολλά νομίσματα της εποχής του Αδριανού.[4] Και είχε ταυτιστεί με τον Δία της Κρήτης. Είναι πιθανό ότι ο Marnas ήταν η Ελληνιστική έκφραση του Ντάγκον. Ο Ναός του, το Μαρνείον το τελευταίο μεγάλο θρησκευτικό κέντρο της ειδωλολατρίας, κάηκε από εντολή του Ρωμαίου αυτοκράτορα το 402. Η είσοδος του ιερού είχε απαγορεύσει. Χριστιανοί όμως αργότερα χρησιμοποίησαν τις πέτρες και τα ιερά απομεινάρια για να φτιάξουν μια δημόσια αγορά.
Παράδοση του Θεού-Ψάρι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατά τον ενδέκατο αιώνα, ο σχολιαστής της Εβραϊκής Βίβλου Rashi γράφει πάνω σε μια Βιβλική παράδοση, ότι το όνομα Ντάγκον είναι συγγενές με την εβραϊκή λέξη dag / dag «ψάρια» και συνεπώς θεωρούταν ότι είχε σχήμα ψαριού: συγκρινόμενος με τον Βαβυλωνιακό θεό-ψάρι Oannes. Το δέκατο τρίτο αιώνα ο David Kimhi ερμήνευσε την περίεργη φράση στο 1 Σαμουήλ 5,2 - 7 ότι «μόνο τον Ντάγκον του άφησε» που σημαίνει «μόνο με τη μορφή ενός ψαριού έμεινε», προσθέτοντας: «Λέγεται ότι ο Ντάγκον, από τον ομφαλό του και κάτω, είχε τη μορφή ενός ψαριού [εξ ου και το όνομά του, Dagon] και από τον ομφαλό του και πάνω, τη μορφή ενός ανθρώπου, όπως λέγεται, τα δύο χέρια του ήταν κομμένα». Το κείμενο των Εβδομήκοντα 1 Σαμουήλ 5,2 - 7 λέει ότι τόσο τα χέρια όσο και το κεφάλι του ειδώλου του Ντάγκον διακόπηκαν .[5]
Ο Η. Schmökel υποστήριξε το 1928[6] ότι ποτέ δεν ήταν αρχικά ένας ψάρι-θεός, αλλά κάποια στιγμή πήρε αυτή την υπόσταση από τους Χαναανίτες και τους Φοίνικες λόγω της θαλάσσιας ενασχόλησης πού είχαν ως λαοί, και αυτή η παραδοσιοκο-ετυμολογική σύνδεση με το dag (ψάρι) θα είχε επηρεάσει αναπόφευκτα και την εικονογραφία του.[7]
Η μορφή του ψαριού μπορεί να θεωρηθεί βέβαια και ως ένα φαλλικό σύμβολο, όπως φαίνεται στην ιστορία του αιγυπτιακού θεού των σιτηρών Όσιρι, του οποίου το πέος ήταν φαγωμένο έτσι που έμοιαζε με την μορφή ψαριού του Νείλου μετά από την επίθεση που δέχτηκε από το τυφωνικό θηρίο Set. Ομοίως, και ο μύθος που περιγράφει την προέλευση του αστερισμού του Αιγόκερου, τον Έλληνα θεό της φύσης Πάνα έγινε ψάρι από τη μέση και κάτω, όταν πήδηξε στο ποτάμι, μετά από την επίθεση του Τιτάνα Τυφών.
Διάφοροι μελετητές του 19ου αιώνα, όπως ο Julius Wellhausen και ο William Robertson Smith, πίστευαν ότι η παράδοση έχει τεκμηριωθεί από κάποιες περιστασιακές εμφανίσεις ενός μοτίβου που απεικόνιζε ένα Τρίτωνα, που βρέθηκαν σε Ασσυριακά και Φοινικικά τεχνουργήματα, συμπεριλαμβανομένων και των νομισμάτων από το Ashdod και το Arvad.
Ο John Milton χρησιμοποιεί την παράδοση στο Paradise Lost Book 1:
... Next came one
Who mourned in earnest, when the captive ark
Maimed his brute image, head and hands lopt off,
In his own temple, on the grunsel-edge,
Where he fell flat and shamed his worshippers:
Dagon his name, sea-monster, upward man
And downward fish; yet had his temple high
Reared in Azotus, dreaded through the coast
Of Palestine, in Gath and Ascalon,
And Accaron and Gaza's frontier bounds.
Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Joseph Fontenrose, "Dagon and El" Oriens 10.2 (December 1957), pp. 277-279.
- ↑ Called Demarus in the report.
- ↑ Fontenrose 1957:277.
- ↑ R.A. Stewart Macalister, The Philistines (London) 1914, p. 112 (illus.).
- ↑ Noticed by Schmökel 1928, noted in Fontenrose 1957:278.
- ↑ H. Schmökel, Der Gott Dagan (Borna-Leipzig) 1928.
- ↑ Fontenrose 1957:278, who suggests that Berossos' Odakon, part man and part fish, who rose from the Erythraean Sea, was possibly a garbled version of Dagon.
Αναφορές-Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ANET = Ancient Near Eastern Texts, 3rd ed. with Supplement (1969). Princeton: Princeton University Press. ISBN 0-691-03503-2.
- "Dagon" in Etana: Encyclopædia Biblica Volume I A–D: Dabarah–David (PDF).
- Feliu, Lluis (2003). The God Dagan in Bronze Age Syria, trans. Wilfred G. E. Watson. Leiden: Brill Academic Publishers. ISBN 90-04-13158-2.
- Fleming, D. (1993). "Baal and Dagan in Ancient Syria", Zeitschrift für Assyriologie und Vorderasiatische Archäologie 83, pp. 88–98.
- Matthiae, Paolo (1977). Ebla: An Empire Rediscovered. London: Hodder & Stoughton. ISBN 0-340-22974-8.
- Pettinato, Giovanni (1981). The Archives of Ebla. New York: Doubleday. ISBN 0-385-13152-6.
- Singer, I. (1992). "Towards an Image of Dagan, the God of the Philistines." Syria 69: 431-450.