Νικολός Τζοβάρας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο Νικολός Τζοβάρας είναι γνωστός στις ιστορικές πηγές και τη σύγχρονη έρευνα είτε ως κλέφτης είτε ως μπεκτζής/αρματολός. Έδρασε κυρίως στις περιοχές του Λούρου και της Λάμαρης της νότιας Ηπείρου, αλλά και της Αιτωλοακαρνανίας και Ευρυτανίας, κατά το πρώτο ήμισυ του 18ου αιώνα. Δολοφονήθηκε το καλοκαίρι του 1738 από τον Σουλεϊμάν Τσαπάρη.[1]

Το επώνυμο του Νικολάου (Νικολού) Τζοβάρα εμφανίζεται τόσο ως Τζουβάρας, με το βαρύ ηπειρώτικο όμικρον να μετατρέπεται σε ου, όσο και ως Τσιαβάρας ή Τσιοβάρας ή Τζιοβάρας, με ένα σύντομο γιώτα πριν το όμικρον, όπως συνηθίζεται στην περιοχή της νότιας Ηπείρου. Ακόμη και σήμερα το επώνυμο εμφανίζεται με όλους τους παραπάνω παρόμοιους τύπους.

Κλέφτης και Αρματολός (Μπεκτζής)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Νικολός Τζοβάρας και ο αδελφός του Νάστος Τζοβάρας, όπως και οι περισσότεροι κλέφτες και αρματολοί της προεπαναστατικής περιόδου, άλλαζαν τους ρόλους δράσης τους με σχετική ευκολία, παρότι τα όρια της δράσης τής μιας και τής άλλης ομάδας ήταν προσδιορισμένα και περιγράφονται στις πηγές. Όπως γλαφυρά αναφέρει ο σύγχρονος ιστορικός Νίκος Γ. Κοταρίδης, ο ένοπλος ραγιάς, όταν είναι κλέφτης, πρέπει να αποδειχθεί αρκετά επικίνδυνος για να ορισθεί αρματολός και, όταν είναι αρματολός, πρέπει να αποδειχθεί εξίσου ικανός για να αντιμετωπίσει τους κλέφτες.[2]

Οι Οθωμανοί διοικητές επέλεγαν ορισμένους από τους κλέφτες, συνήθως τους καλύτερους, και τους διορίζαν ως μπεκτζήδες, φύλακες, δηλαδή, των δρόμων της περιοχής, προκειμένου να εγκαταλείψουν την κακοποιό δράση των κλεφτών και ως μπεκτζήδες να εξασφαλίσουν την απρόσκοπτη κυκλοφορία ανθρώπων και αγαθών στην περιοχή τους. Οι τελευταίοι, στις βενετικές πηγές, ονομάζονται αρματολοί (armatoli).[3]

Η ευκολία της μετάβασης από τη μια κατάσταση στην άλλη έχει ιδιαίτερη ιστορική σημασία. Πρώτον, διότι δείχνει την αδυναμία των οθωμανικών αρχών να επιβάλουν με τις δικές τους δυνάμεις την τάξη. Δεύτερον, διότι φανερώνει πόσο απαραίτητοι ήταν αυτοί οι Έλληνες μπεκτζήδες μαζί με τα παλικάρια τους στις οθωμανικές αρχές και τρίτον και σπουδαιότερο, διότι αφήνει να εννοηθεί ποια ήταν η νοοτροπία αυτών των Ελλήνων, δηλαδή πόσο ισχυρή αυτοπεποίθηση αποκτούσαν αντιλαμβανόμενοι την αναγκαιότητα των υπηρεσιών τους. Αυτή η νοοτροπία θα οδηγούσε στην αμφισβήτηση της οθωμανικής κυριαρχίας και τη δημιουργία επαναστατικής συνείδησης.[4]

Νικολός και Νάστος Τζοβάρας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά το πρώτο ήμισυ του 18ου αιώνα, την ίδια πορεία ακολουθούν και τα αδέλφια Νικολός και Νάστος Τζοβάρας, όπως προκύπτει από ήδη δημοσιευμένα έγγραφα, από τα οποία επιλεκτικά παρουσιάζονται όσα μας παρέχουν πληροφορίες για τους δύο αδελφούς Τζοβάρα.

Από επιστολές του Βενετού προβλεπτή της Πρέβεζας Zuanne Tron προς τον προϊστάμενό του, Pompeo Rotta, έκτακτο προβλεπτή Αγίας Μαύρας και διοικητή των δύο φρουρίων, Πρέβεζας και Βόνιτσας, πληροφορούμαστε ότι το καλοκαίρι του 1737 ο Νικολός Τζοβάρας δρούσε ως κλέφτης. Κατά τα αναφερόμενα σε μία από τις επιστολές, ο Τζοβάρας απήγαγε τέσσερις αγάδες στην Άρτα και έναν Έλληνα στο Νιχωράκι και ζήτησε λύτρα για να τους ελευθερώσει. Ο Βενετός υποπρόξενος στην Άρτα, Giuseppe Berra, του παρέδωσε το ποσό των 1.700 τσεκινιών για να ελευθερώσει τους ομήρους του. Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, στις αρχές του Φθινοπώρου του 1737, ο Νικολός Τζοβάρας εκλέχθηκε από τις οθωμανικές αρχές ως μπεκτζής/αρματολός στον Λούρο, και στα τέλη Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους μετέβη στην Πρέβεζα προκειμένου να ενημερώσει τις βενετικές αρχές για την εκλογή του.[5]

Η δολοφονία του Νικολού Τζοβάρα το 1738[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο διάστημα των επόμενων δέκα μηνών, Ο Νικολός Τζοβάρας φαίνεται να επανήλθε στην κλέφτικη δράση, αποδεικνύοντας στην πράξη την ευκολία μετάβασης από τη μία κατάσταση στην άλλη. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει ο ως άνω Pompeo Rotta στον Δόγη της Βενετίας, την 5η Ιουλίου 1738, ο Οθωμανός διοικητής της Άρτας, Ἀλήμπεης πασᾶ Ζαδὲς, κατόρθωσε διά των ενεργειών του αρματολού Σουλεϊμάν Τσαπάρη από το Μαργαρίτι να επιτύχει την εξόντωση του αρχηγού των ληστών της περιοχής, Τζοβάρα, του οποίου τα κακουργήματα πλήθαιναν μέρα με την ημέρα. Αναφέρει, επίσης, ότι παρά το ότι ο αρχιληστής Τζοβάρας και μερικοί από τους συντρόφους του φονεύθηκαν σε συμπλοκή με την ομάδα του Σουλεϊμάν Τσαπάρη, δεν επιτεύχθηκε η ησυχία στην ύπαιθρο, διότι εμφανίστηκαν άλλοι κακοποιοί, οι οποίοι έρχονταν συχνά σε συμπλοκές με τους Τούρκους και ενοχλούσαν και τους υπηκόους των βενετικών κτήσεων.[6]

Από τα όσα περιλαμβάνονται στην αναφορά του Pompeo Rotta προκύπτει ότι, την αμέσως προηγούμενη της αναφοράς περίοδο, πριν δηλαδή την 5η Ιουλίου 1738, ο καπετάν Νικολός Τζοβάρας φονεύθηκε από τον Σουλεϊμάν Τσαπάρη και τους συνεργάτες του. Το γεγονός απαθανάτισε και η δημοτική μούσα, η οποία τοποθετεί τη δολοφονία του Τζοβάρα έξω από το χωριό Λούρο, όπως αποτυπώνεται σε δημοτικό τραγούδι που διασώζει μεταξύ άλλων ο Παναγιώτης Αραβαντινός.[7]

Ο αδελφός Νάστος Τζοβάρας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο επόμενος έκτακτος προβλεπτής της Αγίας Μαύρας, Zuanne Manolesso, σε ανάλογη έκθεσή του προς τον Δόγη, αναφέρεται στον Νάστο Τζοβάρα, έναν πολύ αλαζόνα και αποφασιστικό αρχιληστή στα μέρη του Λούρου. Ειδικότερα, στην αναφορά της 15ης Σεπτεμβρίου 1739, γράφει ότι ο ίδιος διέταξε την απέλαση 13 οικογενειών Οθωμανών υπηκόων που είχαν καταφύγει στην Πρέβεζα, ως ένδειξη καλής θελήσεως έναντι των γειτονικών Οθωμανών διοικητών. Συνεχίζοντας, ο προβλεπτής αναφέρει ότι στα μέρη του Λούρου βρίσκεται ένας πλέον αυθάδης και αποφασιστικός αρχιληστής, ονόματι Ἀνάστος Τζουβάρας, ο οποίος έτυχε της συγνώμης του Οθωμανού διοικητή της Άρτας, Αλήμπεη, και διορίστηκε από αυτόν και τους προκρίτους της πόλης ως αρματολός, δηλαδή μπεκτζής, φύλακας των δρόμων της περιοχής. Ο Τζοβάρας, μάλιστα, ζήτησε από τις βενετικές αρχές να τον αναγνωρίσουν ως μπεκτζή. Πήρε δε ως βοηθό/σύντροφο στο έργο του, τον γυναικάδελφό του, Δημήτρη της Αντώναινας, ο οποίος ήταν ένας από τους 13 που απελάθηκαν από τη βενετοκρατούμενη Πρέβεζα.[8]

Νικολός Τζοβάρας και τοπικοί ιστοριογράφοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πέραν των πληροφοριών από τα προαναφερθέντα αρχειακά τεκμήρια, παραθέτονται μερικά ακόμη σημαντικά στοιχεία γι’ αυτόν, προερχόμενα από δημοσιευμένα κείμενα τοπικών ιστοριογράφων.[9]

Χριστόφορος Περραιβός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Χριστόφορος Περραιβός, αναφερόμενος πιθανότατα στον Νικολό Τζοβάρα, γράφει το 1815 ότι ὁ Καπ[ετὰν] Τζιοβάρας εἰς τὴν Ἤπειρον ὑπέταξε τοὺς Τούρκους περιπατῶντας παῤῥησίᾳ μὲ τὰ φλάμπουρά του.[10]

Παναγιώτης Αραβαντινός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Παναγιώτης Αραβαντινός, μισό περίπου αιώνα αργότερα, γράφει για τον Τζοβάρα στα συγγράμματά του –χωρίς να γνωστοποιεί και αυτός το βαπτιστικό του όνομα– ότι ο Τζοβάρας ίσως ήταν συγγενής του Λάππα, ότι τον διαδέχθηκε επάξια στη θέση του οπλαρχηγού και αρματολού, και ήταν ξακουστός, περιώνυμος, για τη συστηματική εναντίωσή του κατά των αγάδων του Μαργαριτίου, οι οποίοι ακούγοντας και μόνο το όνομά του τρόμαζαν. Ολοκληρώνοντας τη σύντομη αναφορά του στον Τζοβάρα, ο Αραβαντινός περιγράφει τη δόλια δολοφονία του, σε ενέδρα που έστησαν οι καθοδηγούμενοι από τον Σουλεϊμάν Τσαπάρη φονιάδες του, σε περίοδο ειρήνης και ανακωχής, παρὰ τὸν ποταμὸν Λοῦρον. Το γεγονός επιβεβαιώνει ότι ο Αραβαντινός αναφέρεται στον Νικολό Τζοβάρα, ο οποίος σύμφωνα με τις αρχειακές πηγές που αναφέρθηκαν παραπάνω, δολοφονήθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο και στον ίδιο τόπο. Τον Τζοβάρα διαδέχθηκε στην οπλαρχηγία της Λάμαρης ο καπετάν Δήμος Διγώνης.[11]

Οι όποιες, μεταγενέστερες του 1880, σχετικές με τον Τζοβάρα δημοσιεύσεις, αναπαρήγαγαν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τα όσα είχαν γράψει ο Περραιβός και, κυρίως, ο Αραβαντινός.

παπά Νικόλας Ναστούλης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο καταγόμενος από το Σέσοβο (Πολύβρυσο Πρέβεζας) παπά Νικόλας Ναστούλης (1875-1954) κατέγραψε μια σύντομη βιογραφία του καπετάν Νικολού Τζοβάρα. Την διέσωσε ο ιστοριογράφος Αναστάσιος Δ. Γεωργαντζής (1921-1991), ο οποίος υπηρέτησε ως δάσκαλος στο Πολύβρυσο για μια πενταετία (1951-1956) και πρόλαβε να διασώσει πολλές μνήμες του παπά Ναστούλη πριν αυτός πεθάνει.[12]

Ο Νικόλαος Τζιοβάρας κατοικούσε στο Σέσοβο και ήταν γόνος Καπεταναίων. Ήταν πάντα πολέμιος των Τούρκων. Στην Κορακοφωλιά, μεταξύ Σεσόβου και Παλαιοροφόρου, με ολίγους διαλεχτούς, έδωσε μια γερή μάχη με τους Τούρκους και για να προφυλάσσεται από τις σφαίρες του εχθρού έφτιαξε ένα προσωρινό κάστρο, ξερότοιχο. Αυτό σώζεται και τώρα λέγεται το Κάστρο του Τζοβάρα. Στα Δούβιανα [Κρυοπηγή] ο Τζοβάρας έδωσε επίσης άλλη μια γερή μάχη με τους Τσάμηδες του Μαργαριτίου. […] Στο Κάτω Κοτσανόπουλο ο Τζοβάρας εφόνευσε πολλούς Τσάμηδες σ’ ένα παρεκκλήσι [της Παναγίας]. Πολεμοφόδια έφερνε από την Αγία Μαύρα [Λευκάδα] με καΐκια μέσω του Λούρου ποταμού. Έκτισε δε και εκκλησία επ’ ονόματί του (Άγιος Νικόλαος) έναντι των Αγίων Αποστόλων, στον Βάλτο του Λούρου, στην αντίπερα όχθη του ποταμού. Σώζεται η πλάκα άνωθεν της θύρας με την αφιέρωσή του και το όνομά του. Επειδή ήταν φοβερός πολέμιος των Τσάμηδων, οι τελευταίοι κατόπιν ενέδρας στον πόρο ενός μικρού ποταμού πλησίον του [χωριού] Λούρου, ελθόντες σε φονική με τον Τζοβάρα σύγκρουση κατά την οποία εφονεύθησαν αρκετοί Τσάμηδες, εφόνευσαν τον καπετάν Τζοβάρα. Οι σύντροφοί του (όσοι απόμειναν) ιδόντες τον θάνατο του αρχηγού των, παρέλαβαν το σώμα του και έφυγαν. Συνεπεία του θανάτου του Νικολού Τζοβάρα οι αδελφοί του έφυγαν από το Σέσοβο. Δεν τους κρατούσε ο τόπος. Έμεινε μόνον στο Σέσοβο η μητέρα του με μία εγγονή της από θυγατέρα, η οποία ήταν σύζυγος του Μάρκου Λιπιώτη. Απόγονοι του Μάρκου Λιπιώτη και συγγενείς του Τζοβάρα είναι οι οικογένειες των Μαρκαίων του Σεσόβου, οι οποίοι λέγονται και Τζοβαραίοι.[13]

Αναστάσιος Γεωργαντζής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τον Αναστάσιο Γεωργαντζή, ο Νικολός Τζοβάρας ήταν Σουλιώτικης καταγωγής, απόγονος καπεταναίων, έμενε στο Σέσοβο, ήταν αρματολός στον Λούρο και τη Λάμαρη και κλέφτης στο Καρπενήσι, τη Βόνιτσα, τον Βάλτο της Ακαρνανίας και την ορεινή περιοχή της Πρέβεζας μέχρι το Σούλι. Διαδέχθηκε στο αρματολίκι του Λούρου και της Λάμαρης τον Χονδρομάρα και τον Λάππα, του οποίου ήταν συγγενής.[14]

Νικολός Τζοβάρας και δημοτικό τραγούδι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λαϊκή μνήμη διέσωσε μερικά δημοτικά τραγούδια που αναφέρονται στον καπετάν Νικολό Τζοβάρα. Το ακόλουθο είναι ένα εξ αυτών, το οποίο διηγείται τη δόλια δολοφονία του Τζοβάρα, σε παραπόταμο του ποταμού Λούρου. Η θέση της δολοφονίας του είναι μέχρι σήμερα γνωστή ως τα Πορ’ Τζοβάρια, δηλαδή οι πόροι, τα περάσματα, του Τζοβάρα. Τα δύο περάσματα βρίσκονται 500 περίπου μέτρα δυτικά του κοιμητηρίου του Λούρου, στον μικρό δρόμο προς τον Νέο Ωρωπό. Στο σημείο των πόρων, δύο μικροί παραπόταμοι/χείμαρροι του Λούρου ρέουν σχεδόν παράλληλα και ενώνονται πιο κάτω για να τροφοδοτήσουν μαζί, όταν κατεβάζουν νερά, τον ποταμό Λούρο. Το γεγονός, όπως προαναφέρθηκε έγινε στις αρχές καλοκαιριού του 1738.

Βαρκοῦλα ν’ ἐκατέβαινε τοῦ Λούρου τὸ ποτάμι,
τὰ ρέμματα ροβόλαγαν καὶ ἡ βαρκοῦλα τρέχει˙
Καταμεσῆς τοῦ ποταμοῦ, ’ς τὸν πόρο τοῦ Τσιοβάρα,
τὰ ρέμματα ροβόλαγαν καὶ ἡ βαρκοῦλα ἐστάθη,
γιατὶ δεξιὰ τοῦ ποταμοῦ, ’ς ἕνα δεντρὶ μεγάλο,
ἕνα πουλὶ, μαῦρο πουλὶ, σἄν ἀπ’ ἀνθρώπου στόμα,
στριγκιὰ φωνὴν ἐξέβγαλε, κ’ οἱ λόγκοι ἀχολογοῦσαν.
– Καραβοκύρη, σἄν θὰ βγῇς ὄξ’ ἀπὸ τὸ ποτάμι,
διαλάλησε ’ς τὴν Πρέβεζα, ’ς τὴ Βόνιτσα, ’ς τὸ Βάλτο,
νὰ μάθουν πῶς ἐσκότωσαν τὸν καπετὰν Τσιοβάρα.
Πέρναγε ψὲς μὲ δυὸ παιδιὰ ’ς τὴν Ἄρτα νὰ πηγαίνῃ,
κ’ ἐδῶ καρτέρι τὤκαμαν Τοῦρκοι Μαργαριτιώταις.
Εἴκοσι βόλια τὤρριξαν τὰ τρία τὸν ἐπῆραν,
τὤνα τὸν πῆρε ’ς τὸ μερί, τἄλλο ’ς τὸ δέξιο χέρι,
τὸ τρίτο τὸ πικρότερο τοῦ τρύπησε τὰ στήθια.
Ψηλὴ φωνίτσαν ἔβγαλε, ψηλὴ φωνίτσα βγάζει˙
«Μαργαριτιώταις ἄπιστοι, νυχτοπαλληκαράδες,
ἐγῶ ἄν σκότωσα πολλούς, πολλοὺς ἀπ’ τοὺς ’δικούς σας,
παλληκαρίσια τὤκανα, δὲν ’σκότωνα τὴ νύχτα,
τὸ ξέρει ὅλ’ ἡ Λάμαρη, ὁ Λοῦρος, τὸ Φανάρι.»
[15]

Άλλα δημοτικά τραγούδια σχετικά με τον Νικολό Τζοβάρα δημοσιεύονται από τους Γεώργιο Χασιώτη το 1866, Émile Legrand το 1874, Αθανάσιο Κυρ. Οικονομίδη το 1881 και Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο το 1887.[16]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Καράμπελας 2021, σελίδες 13-21.
  2. Κοταρίδης 1993, σελίδες 62-63.
  3. Αρχοντίδης 1987, σελίδες 22-24, 29, 31 και Παπακώστα 2010, σελ. 252.
  4. Αρχοντίδης 1987, σελίδες 27-28.
  5. Παπακώστα 2010, σελίδες 258-259 και Βέτσιος 2004, σελίδες 49-50.
  6. Καράμπελας 2021, σελ. 16 και Μέρτζιος 1958, σελίδες 91-92.
  7. Καράμπελας 2021, σελίδες 16, 20-21.
  8. Μέρτζιος 1958, σελ. 10.
  9. Καράμπελας 2021, σελίδες 17-20.
  10. Περραιβός 1815, σελ. 29.
  11. Οι αναφορές του Αραβαντινού στον Νικολό Τζοβάρα γίνονται τόσο στη Συλλογὴ Δημωδῶν Ἀσμάτων, που συνέταξε το 1861 και εκδόθηκε το 1880, όσο και στη χειρόγραφη Περιγραφὴ τῆς Ἠπείρου, που συνέγραψε το 1866 και την οποία η Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών επανέκδωσε το 1984. Σε αυτά τα έργα του, διορθώνει τον, αναφερθέντα σε προηγούμενα κείμενά του, τόπο δολοφονίας του Τζοβάρα, τον οποίο, στη Χρονογραφία τῆς Ἠπείρου του 1856, είχε προσδιορίσει ως Λούτζα αντί του ορθού Λούρος. Βλ. Αραβαντινός 1856, σελ. 259, Αραβαντινός 1880, σελίδες 38-39 και Αραβαντινός 1984, σελίδες 90, 306.
  12. Καράμπελας 2021, σελίδες 18-20.
  13. Γεωργαντζής 1956.
  14. Γεωργαντζής 1956.
  15. Αραβαντινός 1880, σελ. 38 (Τραγούδι Νο. 43).
  16. Καράμπελας 2021, σελ. 21.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]