Μεγάλο Ρωσικό Προσευχητήριο του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το Μεγάλο Ρωσικό Προσευχητάριο ιδρύθηκε στις 15 Ιανουαρίου 1797 μέσω μιας συμφωνίας μεταξύ του Αυτοκράτορα της Ρωσίας Παύλου Α΄ και του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ κατόπιν αιτήματος του βαΐλου Τζιούλιο Λίτα, ο οποίος λειτουργούσε ως εκπρόσωπος του τελευταίου ενώπιον της Ρωσικής Αυλής. Στόχος ήταν η εξισορρόπηση της απώλειας των γαιών του Τάγματος στο Όστρογκ, στη Λιθουανία, στα πλαίσια του δεύτερου διαμοιρασμού της Πολωνίας. Ένα δεύτερο Μεγάλο Προσευχητάριο της Ρωσίας ιδρύθηκε επίσης έναν χρόνο αργότερα, χωρίς κάποιο ειδικό θρησκευτικό ρόλο, περιλαμβάνοντας, όμως, τα μέλη της ρωσικής αριστοκρατίας, εκ των οποίων 21 νέοι « κληρονομικοί διοικητές » της Μάλτας, τους οποίους ενέκρινε ο Παύλος Α΄. Τα δύο αυτά Μεγάλα Προσευχητάρια είδαν τις περιουσίες τους να κατάσχονται από το Ρωσικό Στέμμα έπειτα από σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου την οποία ενέκρινε ο Αλέξανδρος Α΄ στις 20 Ιανουαρίου 1817, ενώ τα ίδια είχε προβλεφτεί να διαλυθούν. Κάθε μορφή του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ εξαφανίστηκε τότε από τη Ρωσία, μέχρι και τα διακριτικά που φόραγαν οι Ρώσοι « κληρονομικοί ιππότες »[1].

Ιστορικό πλαίσιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Τάγμα του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ είχε απωλέσει το 1618 τα εδάφη του στο λιθουανικό Δουκάτο του Όσμποργκ. Το 1775, το έτος της εκλογής του, ο Μεγάλος Μαγίστρος Εμανουέλ ντε Ροάν-Πολντύκ ανέθεσε στον βαΐλο του Σαγκραμόσο, ως πρέσβη του Τάγματος στη Βαρσοβία, να εκκινήσει διαπραγματεύσεις με απώτερο στόχο την αναδημιουργία ενός Μεγάλου Προσευχητάριου της Βαυαρίας. Τελικά, το 1781 οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν στη δημιουργία του Μεγάλου Προσευχητάριου αυτού χάρη στην παραχώρηση γαιών προς το Τάγμα από τον Εκλέκτορα της Βαυαρίας[2]. Το 1793, στη διάρκεια του δεύτερου διαμοιρασμού της Πολωνίας της Πολωνίας, καθώς η Λιθουανία πέρασε και πάλι στην κατοχή της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, το Τάγμα έχασε ξανά τα εδάφη του Προσευχητάριου της Βαυρίας. Ήταν, λοιπόν, με την Αικατερίνη Β΄ που ο Ροάν-Πολντύκ υποχρεώθηκε να διαπραγματευτεί. Ανέθεσε στον βαΐλο Τζιούλιο Λίτα την αποστολή να επανακτήσει τα εδάφη αυτά, ή, στη χειρότερη των περιπτώσεων, να λάβει δάνεια, όμως η Τσαρίνα κωλυσιεργούσε τις διαπραγματεύσεις και πέθανε πριν από το τέλος τους[3].

Οι διεθνείς εντάσεις που δημιουργήθηκαν με τη Γαλλική Επανάσταση και την Πρώτη Αυτοκρατορία δεν θα μπορούσαν να μην επηρεάσουν και τα Κράτη της Μεσογείου. Ο Ναπολέων, ενώ δεν ήταν ακόμη παρά Βοναπάρτης, ανέφερε σε μία έκθεσή του προς το Διευθυντήριο ότι « η νήσος της Μάλτας είναι για μας, τεράστιας σημασίας […] εάν δεν προχωρήσουμε σε κατάληψή της, η Μάλτα θα περάσει στην κατοχή του Βασιλιά της Νάπολι[4] », « με τη Μάλτα και την Κύπρο θα είμαστε κυρίαρχοι της Μεσογείου[5]. » Η Αγγλία, οι Αψβούργοι, αλλά και η Ρωσία, είχαν βλέψεις επί του νησιού. Ήδη από το 1788, η Αικατερίνη Β΄ είχε ζητήσει από τον Πρίγκιπα της Μάλτας να βοηθήσει τη Ρωσία στον δεύτερο πόλεμό της ενάντια στους Οθωμανούς. Μετά τον θάνατο του Εμανουέλ ντε Ροάν-Πολντύκ, οι ιππότες θεώρησαν έξυπνη πολιτικά κίνηση, ώστε να κερδίσουν την εύνοια της Μαρία-Θηρεσία της Αυστρίας, να εκλέξουν Μεγάλο Μαγίστρο τον βαΐλο του Προσευχητάριου του Βρανδεμβούργου, Φέρντιναντ φον Χόμπες τσου Μπόλχαϊμ[6].

Δημιουργία των Μεγάλων Προσευχητάριων της Ρωσίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε αντίθεση με την Τσαρίνα Αικατερίνη, η οποία δεν ενδιαφερόταν για το Τάγμα του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ παρά μόνο ως χρήσιμο σύμμαχο στην πολιτική της απέναντι των Οθωμανών, ο Παύλος Α΄ ενδιαφερόταν πολύ περισσότερο για το Τάγμα, το οποίο το έβλεπε ως ιδανικό παράδειγμα Ιπποτικού Τάγματος. Είχε αποπειραθεί αρκετές φορές να έρθει σε επαφή με το Τάγμα, όμως κάθε φορά η Αυτοκρατορική Καγκελαρία κατόρθωνε να υποκλέψει την αλληλογραφία του[7]. Με τον θάνατο της μητέρας του, ανακοίνωσε έτοιμος να προστατεύσει τα εδάφη και αγαθά του Τάγματος με αντάλλαγμα να λάβει τον Σταυρό του Ιππότη της Μάλτας, καθώς και οι δύο νεογέννητοι γιοί του να λάβουν, επίσης, τον τίτλο αυτό[3]. Ενημερωμένος για το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων, ο Φέρντιναντ φον Χόμπες όρισε τον βαΐλο Τζιούλιο Λίτα ως έκτακτο πρεσβευτή του, με τον Τσάρο να παραχωρεί το Παλάτι Βοροντσόφ της Αγίας-Πετρούπολης στο Τάγμα για να το χρησιμοποιήσει ως πρεσβεία του. Η υπογραφή των σχετικών συμφωνιών μεταξύ των δύο πλευρών συνοδεύτηκε από λαμπρούς εορτασμούς στη Ρωσική Αυλή. Ο Παύλος Α΄ έλαβε ως δώρο τον σταυρό που φορούσε, στον καιρό του, ο Ζαν Παριζό ντε Λα Βαλέτ, ενώ αποδέχτηκε τον τίτλο του Προστάτη του Τάγματος στο όνομα της Ρωσίας, μετά την Ισπανία και τη Γαλλία. Όρισε ως πρέσβη του πλησίον του Μεγάλου Μαγίστρου, τον Ιππότη της Μάλτας Ο'Χάρα, ήδη πρεσβευτή από την εποχή της μητέρας του στο Τάγμα[4].

Ο Παύλος Α΄ ίδρυσε στις 15 Ιανουαρίου 1797, ως αντιστάθμισμα στην απώλεια των εδαφών του Τάγματος στο Όστρογκ, στη Λιθουανία, κατά τον δεύτερο διαμοιρασμό της Πολωνίας, το Μεγάλο Ρωσικό Προσευχητάριο του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ και δεσμεύτηκε να αυξήσει τα έσοδά του[3]. Οι ρόλοι του προσευχηταριού αυτού παραμένουν, έως σήμερα, αδιευκρίνιστοι.

Στις 29 Νοεμβρίου 1797, ο Παύλος Α΄ ίδρυσε ένα δεύτερο Μεγάλο Προσευχητάριο της Ρωσίας, ορθόδοξου θρησκεύματος αυτή τη φορά. Είχε ως ρόλο τη συσπείρωση των νέων « κληρονομικών ιπποτών » της Μάλτας που ο Τσάρος είχε επιλέξει μεταξύ των μελών της ρωσικής ευγένειας. Πράγματι, είχε πλέον, βασικά το αναλογιζόταν, την περίπτωση αυτή που ήταν αντίθετη στους κανόνες του Τάγματος, αλλά η ευγένειά του ήταν ορθόδοξη, όπως κι ο ίδιος, συνεπώς, δεν επιθυμούσε να ανακατέψει αυτές τις δύο κατηγορίες ιπποτών, των καθολικών και των ορθοδόξων[7]. Το Τάγμα του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ ήταν ιδιαίτερα προβληματισμένο με αυτή την υπόθεση, πέραν του γεγονότος ότι ο Τσάρος ρεζιλευόταν στις Ευρωπαϊκές Αυλές, όπου μοίραζε ιπποτικούς σταυρούς « όχι μόνο στους συνομιλητές του, αλλά, ακόμη, και σε αυτούς που δεν του έδιναν παρά ελάχιστη σημασία[7]. »

Από τη Μάλτα στην Αγία Πετρούπολη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βοναπάρτης ετοιμαζόταν να θέσει σε εφαρμογή τις βλέψεις του για τη Μάλτα που είχε, προηγουμένως, εκθέσει στο Διευθυντήριο. Το τελευταίο, παίρνοντας ως αφορμή μια δήλωση της 10ης Οκτωβρίου 1793 του Μεγάλου Μαγίστρου Εμανουέλ ντε Ροάν-Πολντύκ στην οποία δεν αναγνώριζε την Πρώτη Γαλλική Δημοκρατία, διέταξε τον Βοναπάρτη να καταλάβει τη νήσο της Μάλτας. Καθοδόν για την Εκστρατεία της Αιγύπτου, αποβίβασε 15.000 άνδρες στις 10 Ιουνίου 1798 απέναντι σε περίπου 2.000 Μαλτέζους Εθνοφύλακες, οι οποίοι είχαν την υποστήριξη 362 ιπποτών, εκ των οποίων οι 260 ήσαν Γάλλοι. Κατέλαβε το νησί έπειτα από μικρή αντίσταση[8].

Ο Μεγάλος Μαγίστρος Φέρντιναντ φον Χόμπες αιτήθηκε τον αφοπλισμό και υπέγραψε στις 12 Ιουνίου ένα σύμφωνο παράδοσης παραδίδοντας τα νησιά της Μάλτας και του Γκότζο στους Γάλλους. Η Δημοκρατία παραχώρησε στον Μεγάλο Μαγίστρο το ποσό των 6.000 φράγκων, καθώς και μια ετήσια χορηγία ύψους 300.000 φράγκων. Στους Γάλλους Ιππότες, οι οποίοι είχαν συμπληρώσει 7 ή περισσότερα έτη διαμονής στη Μάλτα, είχε υποσχεθεί μια χορηγία μεταξύ 700 και 1.000 φράγκων, αν και στην πραγματικότητα λίγοι ήταν αυτοί που την έλαβαν[8]. 77 Γάλλοι Ιππότες επιβιβάστηκαν στη γαλλική φρεγάτα la Sensible με προορισμό την Αντίμπ. Συνελήφθησαν παρά την υπόσχεση αθώωσης και φυλακίστηκαν στο Φρούριο του Περπινιάν προτού εκδιωχθούν προς την Ισπανία, χωρίς, φυσικά, να λάβουν τη χορηγία, ενώ 53 Γάλλοι Ιππότες εντάχθηκαν στη Στρατιά της Αιγύπτου. Συνολικά 85 μέλη του Τάγματος επέστρεψαν στις χώρες καταγωγής τους, 12 ακολούθησαν τον Χόμπες μέσω της φρεγάτας L'Orient στην εξορία του στην Τεργέστη στις 17 Ιουνίου, ενώ, τέλος, άλλοι 17 παρέμειναν στη Μάλτα, με αποστολή από τον Ναπολέοντα να "εξαφανίσουν" την κινητή περιουσία του Τάγματος[9].

Με το που έγινε γνωστή η είδηση της κατάληψης της Μάλτας από τους Γάλλους στην Αγία Πετρούπολη, ο Παύλος Α΄δήλωσε ανοιχτά, ως Προστάτης του Τάγματος, την επιθυμία του να γίνει Μεγάλος Μαγίστρος. Κάλεσε όλα τα μέλη του Τάγματος να συσπειρωθούν γύρω του. Μεταξύ 60 και 70 μελών[10] εντάχθηκαν στο Μεγάλο Ρωσικό Καθολικό Προσευχητάριο και στις 26 Αυγούστου 1798, τα παρόντα μέλη των δύο ρωσικών προσευχηταριών διακηρύσσουν την αποπομπή του Φέρντιναντ φον Χόμπες από τα καθήκοντά του. Δύο μήνες αργότερα, στις 27 Οκτωβρίου, ο Τσάρος εκλέγεται Μεγάλος Μαγίστρος του Τάγματος από τα μέλη των ρωσικών προσευχηταριών[7]. Σήμερα, δεν υπάρχει, πλέον, καμία αμφιβολία για την παρανομία της εκλογής αυτής. Ο Παύλος Α΄ ήταν ορθόδοξος, παντρεμένος και, ως αποτέλεσμα, δεν τηρούσε τους κανόνες των μελών του Τάγματος ούτε είχε δώσει κάποιον όρκο ένταξής του σε αυτό, τέλος, σε εξορία στη Φλωρεντία, ο Πίος ΣΤ΄ δεν λήφθηκε υπόψη και ο Χόμπες, ακόμη Μεγάλος Μαγίστρος δεν είχε ακόμη παρατηθεί. Το σημερινό Κυρίαρχο Τάγμα της Μάλτας δεν αναγνωρίζει τον Τσάρο ως de jure Μεγάλο Μαγίστρο, ωστόσο τον αναγνωρίζει ως τον 72ο Μεγάλο Μαγίστρο de facto[7].

Ο Παύλος Α΄ απήθυνε έκκληση προς τον σύμμαχό του Φραγκίσκο Β΄ ώστε να ασκήσει πίεση στον Φέρντιναντ φον Χόμπες, ο οποίος διέμενε στην Τεργέστη σε αυστριακά εδάφη, με απώτερο στόχο να λάβει από αυτόν την παραίτησή του από τον τίτλο του. Ο Χόμπες συνέταξε επιστολή στα γαλλικά με ημερομηνία τις 6 Ιουλίου 1799 η οποία απευθυνόταν στον Αυτοκράτορα της Αυστρίας « Καμπουριασμένος υπό το βάρος των δυστυχιών που με βαραίνουν […] (και οι οποίες) με οδηγούν στο να αφιερωθώ […] παραιτούμενος οικειοθελώς από την τιμή την οποία είχα[11]. » Ο Παύλος Α΄ είχε πλέον τα χέρια του ελεύθερα για να υποδυθεί με απόλυτη ελευθερία, πλέον, τον ρόλο του ως Μεγάλος Μαγίστρος του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ μέχρι τη δολοφονία του κατά τη νύχτα της 23ης Μαρτίου 1801.

Το τέλος των Μεγάλων Ρωσικών Προσευχηταριών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ήταν ο γιος του Παύλου Α΄ που έγινε αυτοκράτορας, υπό την ονομασία Αλέξανδρος Α΄, όμως αυτός δεν μοιραζόταν τις ίδιες ιδέες με τον πατέρα του αναφορικά με το Τάγμα του Αγίου Ιωάννη της Μάλτας. Καθώς δεν ενδιαφερόταν να γίνει Μεγάλος Μαγίστρος του Τάγματος, ήταν ο Κόμης Νίκολας Σολτίκοφ που διεύθυνε το Τάγμα ως de facto υπαρχηγός. Ο Αλέξανδρος Α΄ κατάφερε να πείσει το Ιερό Συμβούλιο για την εκλογή ενός νέου Μεγάλου Μαγίστρου, θέση για την οποία θα επιλεγεί ο Στρατηγός των Γαλέρων, ο βαΐλος Μπαρτολομέο Ρουσπόλι, ο οποίος όμως θα αρνηθεί τη θέση αυτή. Ήταν τελικά ο βαΐλος Τζιοβάνι Μπατίστα Τομάσι ντε Κροτόνε που εκλέχτηκε στις 9 Φεβρουαρίου 1802[1].

Το Σύμφωνο της Αμιάν στις 25 Μαρτίου 1802, μεταξύ της Γαλλίας και της Αγγλίας επέστρεφε το νησί της Μάλτας στο Τάγμα του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ. Όμως, ο Άγγλος κυβερνήτης της νήσου, sir Αλεξάντερ Μπολ, κατέστησε γνωστό στον Τομάσι ότι δεν υπήρχε περίπτωση να τον αφήσει να εισέλθει στο Αρχιπέλαγος τη Μάλτας. Ο Τομάσι εγκαταστάθηκε τότε στην Κατάνια στη Σικελία, όπου πέθανε στις 13 Ιουνίου 1805. Εμπρός στον ιδιαιτέρως πενιχρό αριθμό ρωμαιοκαθολικών ιπποτών, η Αγία Έδρα δεν προχώρησε σε εκλογή ή ακόμη και ορισμό ενός νέου Μεγάλου Μαγίστρου[12]. Για αρκετούς ιστορικούς, αυτό ήταν και το τέλος του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ.

Εμπρός στο όλο και αυξανόμενο οικονομικό κόστος του πολέμου, ο Αυτοκράτορας Αλέξανδρος Α΄ ενέκρινε στις 20 Ιανουαρίου 1817, με βάση σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, την κατάσχεση όλης της κινητής και ακίνητης περιουσίας των δύο Ρωσικών Προσευχηταριών. Αυτό ήταν και το τέλος των Μεγάλων Ρωσικών Προσευχηταριών. Έτσι εξαφανίστηκε «κάθε μορφή ύπαρξης του Τάγματος εντός της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, καθώς και το φόρεμα των διακριτικών του. Ποτέ ξανά δεν εμφανίστηκε Τσάρος της Ρωσίας να φέρει τα διακριτικά του Τάγματος[1]. »

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 Galimard Flavigny 2006, p. 253
  2. Galimard Flavigny 2006, p. 243
  3. 3,0 3,1 3,2 Galimard Flavigny 2006, p. 247
  4. 4,0 4,1 Galimard Flavigny 2006, p. 248
  5. Seward 2008, p. 295
  6. Seward 2008, p. 296
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 7,4 Galimard Flavigny 2006, p. 252
  8. 8,0 8,1 Galimard Flavigny 2006, p. 249
  9. Galimard Flavigny 2006, p. 250
  10. Αριθμός ιδιαιτέρως αμφισβητούμενος, καθώς προστέθηκαν σε αυτούς και οι ορθόδοξοι ιππότες
  11. Galea 1986, p. 176-177
  12. Galimard Flavigny 2006, p. 254

Πηγές και Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Michael Galea, German Knights of Malta, A Gallery of Portraits, Malte, 1986
  • Bertrand Galimard Flavigny, Histoire de l'ordre de Malte, Paris, Perrin, 2006
  • Desmond Seward, Les Chevaliers de Dieu, les ordres religieux militaires du Moyen Âge à nos jours, Paris, Perrin, 2008
  • Archives du Grand Prieuré Russe à Paris