Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μάχη του Αλμυρού

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μάχη του Αλμυρού
(ή του Κηφισού ή της Κωπαϊδας)
Χάρτης των Ελληνικών και Λατινικών κρατών της Νότιας Ελλάδας περί το 1278
Χρονολογία15 Μαρτίου 1311
ΤόποςΑλμυρός Μαγνησίας
Βοιωτία)
ΈκβασηΝίκη Καταλανών
Αντιμαχόμενοι
Δουκάτο των Αθηνών
Φράγκοι σύμμαχοι
Ηγετικά πρόσωπα
άγνωστο
Δυνάμεις
700 ιππότες
24.000 πεζικό
(Μουντανέ)
ή
6.400 ιππικό
8.000 πεζικό
(Γρηγοράς)
ή
2.000 ιππικό
4.000 πεζικό
(Χρονικό Μορέως)
2.000 ιππικό
4.000 πεζικό
(Χρονικό Μορέως)
ή
3.500 ιππικό
4.000 πεζικό
(Γρηγοράς)
&
άγνωστος αριθμός Τούρκων τοξοτών
Απώλειες
σχεδόν ολικές
άγνωστο

Η Μάχη του Αλμυρού[1] (γνωστή στην παλαιότερη ιστοριογραφία ως Μάχη του (Βοιωτικού) Κηφισού ή της Κωπαΐδας[2][3]) έλαβε χώρα στις 15 Μαρτίου 1311. Αντίπαλοι ήταν, από τη μια πλευρά το φραγκικό Δουκάτο των Αθηνών με επικεφαλής τον «Μέγα Κύρη» Δούκα Γκωτιέ Ε΄ του Μπριέν και από την άλλη, η Καταλανική Εταιρεία (Κομπανία) των Καταλανών και Αραγωνέζων μισθοφόρων, γνωστών και με την ονομασία Αλμογάβαροι, οι οποίοι κατευθύνονταν προς τη Νότια Ελλάδα.

Μετά τη σύγκρουσή της με τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β' Παλαιολόγο και σημαντικές επιδρομές και καταστροφές στη Μακεδονία, τη Θράκη και το Άγιο Όρος, η Καταλανική Εταιρεία νικήθηκε από τον βυζαντινό αυτοκρατορικό αρχιστράτηγο Χανδρηνό και αναγκάστηκε να περάσει στη Θεσσαλία. Οι εκεί κάτοικοι ζήτησαν τη βοήθεια του αυτοκράτορα ο οποίος έστειλε πάλι τον Χανδρηνό. Αυτός, με τη βοήθεια των κατοίκων του Λιδωρικίου και Γαλαξειδίου, ξανανίκησε τους Καταλανούς, οι οποίοι αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν και να περάσουν στη Λαμία.[4] Εκεί η Καταλανική Εταιρεία κλήθηκε από τον Δούκα των Αθηνών Γκωτιέ Ε΄ του Μπριέν, έναντι υπόσχεσης μεγάλης αμοιβής, για να τον βοηθήσει στην προσάρτηση περιοχών του Δεσποτάτου της Ηπείρου, το οποίο κατέρρεε. Πράγματι, οι Καταλανοί λεηλάτησαν πάλι τη Θεσσαλία, πέτυχαν να καταλάβουν περισσότερα από 30 κάστρα, συμπεριλαμβανομένου του Δομοκού, αναγκάζοντας τους Βυζαντινούς και το Δεσποτάτο να ζητήσουν ειρήνη από τον Δούκα των Αθηνών.[5]

Όμως ο Δούκας δεν θέλησε να ξεπληρώσει το χρέος του προς τους Καταλανούς. Διάλεξε 200 ιππείς και 300 πεζούς από αυτούς, τους μίσθωσε στην υπηρεσία του και ζήτησε από τους υπόλοιπους να φύγουν, αφού πρώτα του επιστρέψουν τα κάστρα που κατέλαβαν και τα λάφυρα. Οι Καταλανοί της Εταιρείας δεν δέχτηκαν και αντιπρότειναν να κρατήσουν τα κάστρα, υπό την επικυριαρχία του. Ο Γκωτιέ τότε απάντησε αλαζονικά ότι θα τους έδιωχνε με τη βία και έστειλε αγγελιοφόρους σε όλη τη φραγκοκρατούμενη Ελλάδα, ζητώντας στρατιωτική βοήθεια. Όλοι οι μεγάλοι φεουδάρχες της Ελλάδας, από την Πελοπόννησο, την Εύβοια, τη Στερεά Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου, απάντησαν θετικά στην πρόσκλησή του και κατέφθασαν με τους ιππότες τους και πολυάριθμο πεζικό.[6]

Η θέση των Καταλανών ήταν πολύ δύσκολη γιατί, αν υποχωρούσαν θα δέχονταν επίθεση από τον βυζαντινό στρατό ενώ ούτε και η Βενετία ήθελε να τους βοηθήσει, λόγω του ότι ήταν δεσμευμένη από συνθήκη με το Βυζάντιο, η οποία δεν της επέτρεπε να έχει σχέσεις με αυτούς.[7]

Οι δυνάμεις των αντιπάλων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπάρχει μεγάλη ασυμφωνία μεταξύ των πηγών της εποχής, ως προς τις δυνάμεις που παρέταξε το Δουκάτο εναντίον των Καταλανών. Κατά το βυζαντινό ιστορικό Νικηφόρο Γρηγορά, ανέρχονταν στους 6.400 ιππείς και 8.000 πεζούς. Το Χρονικόν του Μορέως, στην Αραγωνική διασκευή του, εκτιμά τις δυνάμεις του Δουκάτου σε όχι περισσότερους από 2.000 ιππείς και 4.000 πεζούς. Σύμφωνα με τον Καταλανό χρονογράφο Ραμόν Μουντανέ, έφταναν τους 700 ιππότες και 24.000 πεζούς.[7]

Η Καταλανική Εταιρεία διέθετε 3.550 ιππείς, 4.000 πεζούς και πολλούς Τούρκους[8] αιχμαλώτους (αρκετοί από τους οποίους είχαν γίνει Χριστιανοί), οι οποίοι είχαν συμπεριληφθεί στη δύναμή της επειδή ήταν αξιόλογοι τοξότες.[7]

Τοποθεσία της μάχης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πεδίο της μάχης παραδοσιακά ετοποθετείτο στον Βοιωτικό Κηφισσό ποταμό, στην περιοχή της Κωπαΐδας λίμνης.[9][7] Έτσι, ο Γάλλος ιστορικός Antoine Bon, αν και παραδέχεται πως η τοποθεσία είναι αβέβαιη, δέχεται ως πιθανότερη την παραδοσιακή εκδοχή, προσδιορίζοντάς την συγκεκριμένα κοντά στον Ορχομενό ή προς Χαιρώνεια και Δαύλεια, ενώ δεν θεωρεί πειστικά τα επιχειρήματα του Γ.Τ. Κόλια, ο οποίος την τοποθετούσε αρκετά πιο βόρεια προς στην Αμφίκλεια, κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό της Λιλαίας, σε δυό τοποθεσίες που ονομάζονται «Καβαλάρη» και «Μεγαλοκύρη» (συσχετίζοντας την τελευταία με τον ελληνικό τίτλο "Μέγας Κύρης" που είχε ο Δούκας).[10]

Ο Bon δεν θεωρεί πιθανή την εκδοχή του Χρονικού του Μορέως και του Μαρίνου Σανούδου Τορσέλλο, οι οποίοι τοποθετούν τη μάχη κοντά στον Αλμυρό Μαγνησίας. Ωστόσο οι νεότερες απόψεις των David Jacoby[11], Peter Lock[12], Kenneth M. Setton[13], τοποθετούν την μάχη, με αρκετή πλέον βεβαιότητα, ακριβώς στην περιοχή του μεσαιωνικού Αλμυρού.

Την Τετάρτη 10 Μαρτίου 1311, ο Δούκας Γκωτιέ Ε΄ του Μπριέν συγκέντρωσε το φραγκικό στρατό στη Λαμία. Εκεί συνέταξε τη διαθήκη του και προετοιμάστηκε για τη σύγκρουση. Πριν όμως αρχίσει η μάχη, παρουσιάστηκαν μπροστά του οι διακόσιοι ιππείς και τριακόσιοι Αλμογάβαροι πεζοί, Καταλάνοι και Αραγωνέζοι, στους οποίους ο Δούκας είχε μοιράσει μισθούς και κτήματα ανά το Δουκάτο, για να εξασφαλίσει τις υπηρεσίες τους. Αντιλαμβανόμενοι ότι αν δεν συνέδραμαν τους υπόλοιπους της Κομπανίας θα κινδύνευαν με την σειρά τους και οι ίδιοι αρνήθηκαν να βοηθήσουν τον Δούκα. Απευθυνόμενοι στον Δούκα του είπαν: «Τα αδέλφια μας είναι εδώ και εσείς δεν επιθυμείτε παρά να τα εξολοθρεύσετε, πράγμα που αποτελεί μεγάλη αμαρτία. Γι' αυτό σας ανακοινώνουμε ότι επιθυμούμε να φύγουμε και να πεθάνουμε μαζί τους. Έτσι λοιπόν, σας προκαλούμε και σας εγκαταλείπουμε».[14] Ο Δούκας τους απάντησε πως είχαν την άδειά του να πεθάνουν με τους άλλους συντρόφους τους.[15]>

Όταν οι Καταλανοί της Εταιρείας πληροφορήθηκαν την άφιξη του φραγκικού στρατού, έλαβαν θέση κοντά σε βάλτο και στη συνέχεια παροχέτευσαν νερό από τον ποταμό μέσα στα χωράφια που εκτείνονταν ανάμεσα σε αυτούς και στο σημείο από όπου θα περνούσε ο στρατός του Δούκα. Τα χόρτα στο σημείο εκείνο ήταν αρκετά ψηλά με αποτέλεσμα να μη φαίνονται τα πλημμυρισμένα χωράφια. Προνόησαν όμως να αφήσουν στεγνούς διαδρόμους έτσι ώστε το καταλανικό πεζικό να μπορέσει να διασχίσει με ασφάλεια τις πλημμυρισμένες περιοχές. Οι Τούρκοι που τους συνόδευαν οχυρώθηκαν με καχυποψία ξεχωριστά, πιστεύοντας ότι ίσως επρόκειτο για παγίδα στημένη από τους δύο αντιπάλους για να τους εξαφανίσουν.[16]

Ο Δούκας των Αθηνών παρέταξε το ιππικό του -θεωρούμενο ως η αφρόκρεμα του γαλλόφωνου κόσμου της εποχής του- μπροστά από τους πεζούς. Στη συνέχεια, επικεφαλής του ιππικού, όρμησε κατά του πεζικού της Κομπανίας, με το φλάμπουρο με το λιοντάρι των Μπριέν να ανεμίζει από πάνω τους. Όμως τα άλογα κόλλησαν στον βάλτο και, από την ορμή της εφόδου και το βάρος τους, τα πόδια τους βυθίζονταν όλο και πιο πολύ μέσα στο τέλμα. Γύρω τους, οι κραυγές «Αραγωνία! Αραγωνία!» των Αλμογαβάρων, μεγάλωναν τον τρόμο των παγιδευμένων ιπποτών. Μερικά άλογα κυλιόνταν, μαζί με τους καβαλάρηδες, πάνω στον βούρκο ενώ άλλοι, κατά τον βυζαντινό ιστορικό Γρηγορά, είχαν κολλήσει τόσο πολύ μέσα στο τέλμα που στέκονταν ακίνητοι σαν αγάλματα. Παρά τη δύσκολη θέση τους, οι απελπισμένοι Φράγκοι πολέμησαν γενναία αλλά οι Καταλανοί τους χτυπούσαν με τα βέλη τους, ενώ σύντομα και οι Τούρκοι μπήκαν στη μάχη και συμμετείχαν στην εξόντωσή τους.[17]

Σύμφωνα με τον χρονογράφο Ραμόν Μουντανέ, μόνο 2 από τους 700 ιππότες επέζησαν της καταστροφής: ο Ροζέ Ντελόρ (Roger Deslaur) και ο Βονιφάτιος της Βερόνας, οι οποίοι από πριν είχαν καλές σχέσεις με την Εταιρεία. Πάντως και ο Νικόλαος Σανούδος, μετέπειτα Δούκας της Νάξου, επέζησε της μάχης. Αυτός και μερικοί ακόμα είναι πιθανόν να ανταλλάχτηκαν με λύτρα. Ο Μουντανέ διατείνεται ακόμη ότι σκοτώθηκαν 20.000 άντρες από το φραγκικό πεζικό. Νεκροί έπεσαν και ο Δούκας της Αθήνας Γκωτιέ ντε Μπριέν, ο Μαρκήσιος της Βοδονίτσας και άλλοι γνωστοί ευγενείς. Ουσιαστικά, σχεδόν όλοι οι αρχηγοί της φραγκοκρατούμενης Ελλάδας, δηλαδή οι επίγονοι των παλιών οικογενειών που κατάκτησαν την Ελλάδα το 1204, έχασαν τη ζωή τους σε αυτή τη μάχη.[16]

Στο άκουσμα της φοβερής ήττας, οι κάτοικοι της πλούσιας Θήβας την εγκατέλειψαν και κατέφυγαν στο Νεγρεπόντε (Χαλκίδα). Οι άξεστοι, όπως τους αποκαλεί ο ιστορικός William Miller, Καταλανοί λεηλάτησαν άγρια τη Θήβα κι έπειτα προχώρησαν προς την Αθήνα.[18]

Το Δουκάτο των Αθηνών διαλύθηκε και το Πριγκηπάτο της Αχαΐας υπέστη σοβαρή κρίση. Μαζί τους τελείωσε και ο λεγόμενος «χρυσός αιώνας» των Φράγκων στην Νότια Ελλάδα, ενώ οι νικητές Καταλανοί μοιράστηκαν τη γη, τις γυναίκες και τους πύργους των ιπποτών του Δουκάτου.[19]. Χαρακτηριστικά, ο Μουντανέ αναφέρει πως πολλοί άξεστοι πολεμιστές έγιναν άντρες ευγενών γυναικών "για τις οποίες δεν ήταν άξιοι ούτε τον νιπτήρα τους να κρατήσουν".[20] Οι Τούρκοι σύμμαχοί τους ζήτησαν και πέτυχαν να επιστρέψουν στην Καλλίπολη, λεηλατώντας την ανυπεράσπιστη ύπαιθρο στο δρόμο τους.[21]

Παρά τη μεγάλη νίκη τους, οι Καταλανοί της Εταιρείας δεν είχαν ακόμη αρχηγό. Ο αρχικός αρχηγός τους, Ροζέ ντε Φλορ, είχε δολοφονηθεί από τους Βυζαντινούς το 1305[22][23]. Ο επόμενος, Μπερεγκάρ ντε Ροκαφόρ, είχε απαχθεί και φυλακιστεί από τους Φράγκους το 1308 και από τότε την προσωρινή διοίκηση της Εταιρείας είχε αναλάβει τετραμελής επιτροπή[24]. Καθώς οι Καταλανοί ένιωθαν την ανάγκη να βρουν νέο αρχηγό, και μάλιστα ευγενή, πρόσφεραν την αρχηγία στον αιχμάλωτο Βονιφάτιο της Βερόνας ο οποίος την αρνήθηκε. Στη συνέχεια την πρόσφεραν στον άλλο αιχμάλωτό τους, τον Ροζέ Ντελόρ, ο οποίος δέχτηκε. Επιζητώντας επιπλέον νομιμοποίηση και προστασία, πρόσφεραν την επικυριαρχία του Δουκάτου στο βασιλιά Φρειδερίκο Β' της Σικελίας και αργότερα στο βασιλιά της Αραγωνίας. Έτσι εκείνοι ασκούσαν τη διοίκηση μέσω επιτρόπου.

Η επικράτεια που κατέλαβαν οι Καταλανοί χωρίστηκε σε δύο δουκάτα. Το νότιο (Δουκάτο των Αθηνών) είχε πρωτεύουσα την Θήβα, ενώ το βόρειο (Δουκάτο Νέων Πατρών) είχε πρωτεύουσα την ομώνυμη πόλη (σημ. Υπάτη). Η Καταλανική καθιερώθηκε ως επίσημη γλώσσα του κράτους, αν και τα Λατινικά δεν έπαψαν να χρησιμοποιούνται, ενώ η νομοθεσία που καθόρισε τις σχέσεις ανάμεσα στους κατακτητές και τον γηγενή πληθυσμό στηρίχθηκε στις «συνήθειες» (εθιμικό δίκαιο) της Βαρκελώνης.[25] Το μόνο δημόσιο αξίωμα που μπορούσαν να ασκήσουν αυτόχθονες ήταν εκείνο του νοταρίου (συμβολαιογράφου), όπως και επί Φράγκων,[26] ενώ τους απαγορευόταν να αγοράζουν, πωλούν ή διαθέτουν την περιουσία τους όπως ήθελαν ή να συνάπτουν μικτούς γάμους.[27]

  1. Μαλτέζου 1980, σελ. 255.
  2. Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica. 1978. σελ. 37 (λήμμα Καταλανική Εταιρεία). ISBN 978-960-832299-8. 
  3. Εγκυκλοπαίδεια Δομή. 13. σελ. 619 (λήμμα Καταλανική Εταιρεία). ISBN 960-8177-63-4. 
  4. Miller 1908, σελ. 276-279.
  5. Miller 1908, σελ. 279-280.
  6. Miller 1908, σελ. 280.
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 Miller 1908, σελ. 281.
  8. Miller 1908, σελ. 277, όπου αναφέρεται πως, κατά τον Γρηγορά, όλοι οι Τούρκοι είχαν επιστρέψει στη χώρα τους αλλά οι υπόλοιπες πηγές της εποχής είναι ξεκάθαρες στο ότι μέρος των Τούρκων παρέμεινε με τους Καταλάνους και πολέμησε στη μάχη του Αλμυρού.
  9. Lock 1989, σελ. 141-141. Βλ. σημείωση 4, όπου αναφέρεται στην παραδοσιακή τοποθέτηση, στις εκτιμήσεις του D. Jakoby και τις σχετικές δημοσιεύσεις
  10. Bon 1969, σελ. 187-188, σημείωση 4, όπου παρατίθεται η άποψη του Κόλια, καθώς και οι παραπομπές στο Χρονικόν του Μορέως, τον Σανούδο και άλλες πηγές.
  11. Lock 1989, σελ. 141-141. Βλ. σημείωση 4, όπου αναφέρεται στην παραδοσιακή τοποθέτηση, στις εκτιμήσεις του D. Jakoby και τις σχετικές δημοσιεύσεις.
  12. Lock 1998, σελ. 188.
  13. Nicol 1993, σελ. 135, υποσημείωση όπου αναφέρεται η άποψη του Setton: «On the site of the battle, formerly thought to have been the Kephissos river or Lake Kopais, see Setton, Papacy and the Levant, I, pp.441-2».
  14. Ραμόν Μουντανέ, Χρονικό, σ. 481 (αγγλ. μετάφρση).
  15. Miller 1908, σελ. 283.
  16. 16,0 16,1 W. Miller (1908), σ. 284.
  17. Miller 1908, σελ. 283-284.
  18. Miller 1908, σελ. 286-287.
  19. Lock 1989, σελ. 130.
  20. Miller 1908, σελ. 287.
  21. Ραμόν Μουντανέ, Χρονικό, σ. 483 (αγγλ. μετάφρση).
  22. Miller 1908, σελ. 269.
  23. Lock 1998, σελ. 186.
  24. Miller 1908, σελ. 273.
  25. Μαλτέζου 1980, σελ. 256.
  26. Miller 1908, σελ. 299, σημ. 16.
  27. Miller 1908, σελ. 301.
  • Νικηφόρος, Γρηγοράς. «Κεφ. VII». Στο: Κουλουρίδου, Γιώτα. Ρωμαϊκή Ιστορία, Α΄ Περίοδος 1204-1341 (14ος αιώνας). Αθήνα: Εκδόσεις Νέα Σύνορα-Α. Α. Λιβάνη. σελίδες 255–257. ISBN 960-236-766-0. 
  • Μαλτέζου, Χρύσα (1980), «Λατινοκρατούμενη Ελλάδα-Βενετικές και Γενουατικές κτήσεις», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Θ΄: Βυζαντινός Ελληνισμός - Μεσοβυζαντινοί και Υστεροβυζαντινοί Χρόνοι, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, σελ. 244-278, ISBN 978-960-213-105-3 
  • Μονκάδα, Φρανθίσκο (1984) [1623]. Εκστρατεία των Καταλανών και Αραγωνέζων κατά Τούρκων και Ελλήνων. Αθήνα: Βιβλιοπωλείο της Εστίας. 
  • Antoine, Bon (1969). La Morée franque. Recherches historiques, topographiques et archéologiques sur la principauté d’Achaïe. Παρίσι: Editions E. de Boccard. Ανακτήθηκε στις 1 Αυγούστου 2009. 
  • Lock, Peter (1998) [1995]. Οι Φράγκοι στο Αιγαίο, 1204-1500. Αθήνα.: Ενάλιος. 
  • Lock, Peter (1989). «The Medieval Towers of Greece: A Problem in Chronology and Function». Στο: Arbel, Benjamin. Latins and Greeks in the Eastern Mediterranean after 1204. Bernard Hamilton, David Jacoby. Routledge. ISBN 0-714-63372-0. Ανακτήθηκε στις 1 Αυγούστου 2009. 
  • Miller, William (1908). Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα (1990 έκδοση). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. 
  • Μουντανέ, Ραμόν (2000) [13ος αι.]. Χρονικό (PDF). Catalan Series (στα Αγγλικά). Cambridge, Ontario: In parentheses Publications. 
  • Nicol, Donald M. (1993). The Last Centuries of Byzantium 1261–1453. Cambridge University Press. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συντεταγμένες: 39°09′31″N 22°50′24″E / 39.158655°N 22.840108°E / 39.158655; 22.840108