Μάχη του Αλή Βεράν
Η μάχη του Αλή Βεράν (17 Αυγούστου 1922) είναι στρατιωτική σύγκρουση που έλαβε χώρα στην Μικρά Ασία κατά την τελευταία φάση της Μικρασιατικής εκστρατείας και πιο συγκεκριμένα σε ένα στενό πέρασμα ανάμεσα στους δίδυμους λόφους "Κιουτσούκ" και "Μπουγιούκ Αντά" και παρά τους πρόποδες των ορέων "Μουράτ", "Χασάν Ντεντέ" και "Αντά Τεπέ". Αντίπαλοι ήταν, από τη μία μονάδες των Α΄ και Β΄ Σωμάτων του ελληνικού στρατού με διοικητή τον αρχιστράτηγο Νικόλαο Τρικούπη και από την άλλη, πολυπληθέστερα τμήματα υπό την ηγεσία του ίδιου του Μουσταφά Κεμάλ, που αποτελούσαν τον κύριο όγκο της συνολικής δύναμης του τουρκικού στρατού. Έπειτα από ολοήμερη σύγκρουση των 16 ελληνικών ταγμάτων με 60 τουρκικά, οι ελληνικές μονάδες παρέμειναν κυρίαρχες στο πεδίο της μάχης και επωφελήθηκαν από τη νύχτα για να αποχωρήσουν ανενόχλητες. Σε αυτό βοήθησε η σθεναρή τους αντίσταση στις τουρκικές επιθέσεις που αποθάρρυνε τον εχθρό και η κόπωση όλων(Ελλήνων και Τούρκων) που πολεμοῦσαν αδιάκοπα γιά πέντε ημέρες ήδη. Οι Έλληνες τραυματίες που δεν μπορούσαν να βαδίσουν αφέθηκαν στην κοιλάδα του Αλή Βεράν και, κατά πληροφορίες, σφαγιάσθηκαν[1] [2].
Τι προηγήθηκε
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ύστερα από την αποτυχημένη για αυτές έκβαση της μάχης του Σαγγαρίου ποταμού στις πύλες της Άγκυρας τον Ιούνιο του 1921, οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις που λάμβαναν μέρος στη Μικρασιατική εκστρατεία ("Στρατιά Μικράς Ασίας") συμπτύχθηκαν, υποχωρώντας στις οχυρωμένες βάσεις εξόρμησής τους, επί της γραμμής Εσκί Σεχίρ – Αφιόν Καραχισάρ, δυτικά του ποταμού Σαγγαρίου. Έως και τον Αύγουστο του 1922, ουδεμία αξιοσημείωτη στρατιωτική ενέργεια αναλήφθηκε εκατέρωθεν, γεγονός που ευνόησε την τουρκική στρατιά η οποία βρήκε το χρόνο να ενισχυθεί σε άνδρες, πολεμοφόδια και υλικό. Βρισκόμενη σε οικονομική δυσχέρεια, η κυβέρνηση των Αθηνών έστρεψε τη δραστηριότητά της στο διπλωματικό πεδίο, αναγκασμένη να αναζητήσει συμβιβαστική λύση. Ωστόσο, η τουρκική πλευρά απέρριψε κάθε είδους μεσολαβητική πρόταση, επιδιώκοντας την ολοκληρωτική επικράτησή της στο στρατιωτικό πεδίο. Τα ξημερώματα της 13 Αυγούστου του 1922 εκδηλώθηκε η κύρια επίθεση των τουρκικών δυνάμεων κατά του ελληνικού μετώπου, στον πλέον μειονεκτικό νότιο τομέα του, την περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ, Εκεί οι τουρκικές θέσεις ήταν ψηλότερα από τις ελληνικές, ενώ σχετικά κοντά στό μέτωπο βρίσκονταν οι σιδηροδρομικές γραμμές και οι σταθμοί από όπου γινόταν ο ανεφοδιασμός των ελληνικών μονάδων. Μετά από καταιγιστικό μπαράζ του τουρκικού πυροβολικού πού διέλυσε τα χαρακώματα στήν πρώτη γραμμή αντιστάσεως της 4ης ελληνικής μεραρχίας, οι τούρκοι επετέθηκαν, τα κατἐλαβαν και ανάγκασαν τους αμυνόμενους να υποχωρήσουν στην δεύτερη γραμμή αντιστάσεως, Ο συνταγματάρχης Πλαστήρας διατάχθηκε με το 5/42 Σύνταγμά του των ευζώνων και άλλες μονάδες να ανακαταλάβη τις χαμένες θέσεις, αλλά εκείνη την ημέρα δεν επετέθη, Η αντεπίθεση εξαπολύθηκε την επομένη 14 Αυγούστου, μα απέτυχε, οι τούρκοι είχαν εδραιωθή στα υψώματα και το πυροβολικό τους δέσποζε του πεδίου της μάχης. Ο στρατηγός Τρικούπης διέταξε υποχώρηση και εκκένωση του Αφιόν Καραχισάρ[3]
Το τουρκικό σχέδιο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά τα δύο πρώτα 24ωρα της σύγκρουσης, ο ελληνικός στρατός απώλεσε την πρωτοβουλία των κινήσεων και η ηγεσία του βρέθηκε σε κατάσταση σύγχυσης, καθώς ο διοικητής της Ι Μεραρχίας υποστράτηγος Αθανάσιος Φράγκος και ο επικεφαλής του Α΄ Σ.Σ. υποστράτηγος Νικόλαος Τρικούπης αδυνατούσαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους προκειμένου να καταστρώσουν κοινό σχέδιο δράσης. Από την άλλη, οι τούρκοι επιτελείς είχαν καταρτίσει ευφυές (όπως αποδείχθηκε στην πράξη) σχέδιο εγκλωβισμού και εξολόθρευσης του ελληνικού στρατού[4]. Την έμπνευση της τουρκικής στρατιωτικής ηγεσίας περιγράφει επακριβώς απόσπασμα από ομιλία του Κεμάλ, ενώπιον της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης, στο οποίο διατύπωσε τα εξής: «Η ιδέα μας ήταν να δώσουμε μία μάχη συντριβής, συγκεντρώνοντας τις κύριες δυνάμεις μας επί μιας πτέρυγας, εάν ήτο δυνατό, έναντι της εξωτερικής πτέρυγας του εχθρού. Βρήκαμε ως λύση ορθή να συγκεντρώσουμε τις κύριες δυνάμεις μας νότια της δεξιάς πτέρυγας του εχθρού, η οποία βρισκόταν στη περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ και μεταξύ του ποταμού Τσάϊ και του Τουμλού Μπουνάρ. Εκεί βρισκόταν η σπουδαιότερη και η μάλλον εύτρωτος τοποθεσία του εχθρού. Υπήρχε η αντίληψη ότι το αποτέλεσμα θα ήταν ταχύ και αποφασιστικό εάν επιτιθέμεθα εκ της πλευράς αυτής» Παρόμοια όμως ήταν η οδηγία επιχειρήσεων που είχε εκδόσει από τις 25 Ιουλίου ο τούρκος επικεφαλής διοικητής του δυτικού μετώπου Ισμέτ Πασάς - Ινονού προς τους διοικητές των 1ης και 2ης τουρκικών στρατιών, όπου αναφέρει επακριβώς: «Αντικειμενικός σκοπός της επιθέσεως είναι να ριφθεί το κύριο εχθρικό σώμα προς βορρά, ηττώμενο σε γενική μάχη που θα αρχίσει και θα εξελιχθεί στο Αφιόν, στα όρη Ακάρ και τη προέκτασή τους».[5] Σύμφωνα με την επίσημη ιστορία του Γ.Ε.Σ.: «Ο πανικός επετείνετο, η ανάμιξις των τμημάτων ηύξανε και ταχύτατα επηκολούθησε άτακτος φυγή. Το βαρύ και το πεδινόν πυροβολικό, τα αυτοκίνητα και τα λοιπά τροχοφόρα εγκατελείφθησαν υπό των φευγόντων επί της οδού. Εις μάτην ο Διοικητής της IV Μεραρχίας προσπάθησε να επαναφέρη την τάξιν δια της αποστολής αξιωματικών του Επιτελείου του, οι πανικόβλητοι εις ουδένα υπήκουον». Πρόθεση του Τρικούπη ήταν να κατευθυνθεί προς το Μπανάζ, όπου βρισκόταν η δύναμη του Φράγκου και σύμφωνα με τη διαταγή του αρχιστράτηγου Χατζανέστη, να ενωθεί μαζί του και να υποχωρήσουν συντεταγμένα προς τη Σμύρνη. Ωστόσο, ο εχθρός τον καθήλωσε και τον υποχρέωσε να οδηγήσει τις μονάδες του στο στενό του Αλή Βεράν, όπου είχε (ο εχθρός) προβεί στην εγκατάσταση ισχυρών οχυρωματικών θέσεων με μονάδες πυροβολικού. Οι έλληνες στρατιώτες εγκαταστάθηκαν στους δίδυμους λόφους Αντά, επιστρατεύοντας κάθε διαθέσιμη εφεδρεία. Ενώ η μάχη μαινόταν αμφίρροπη, ένας απεσταλμένος του διοικητή του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων (ανθλγος Κωνσταντίνος Καραμάνος)[6] κατέφθασε στο αρχηγείο του Τρικούπη και του μετέφερε μήνυμα σύμφωνα με το οποίο (Επίσημη Έκθεση-Αναφορά Νικόλαου Τρικούπη): «Ότι αποσταλείς σύνδεσμος μου ανέφερε προφορικώς, ότι ύπήρχεν ήμιονική οδός, ήτη έκ τού χώρου τής μάχης εβαίνε προς τήν ύπό τού συνταγματάρχου Πλαστήρα κατεχομένην θέσιν, πρός νύκτα, εάν έπεθύμουν. Δεδομένου, όμως, ότι αί μονάδες εστερούντο τελείως, ου μόνον τροφών, αλλά καί ανεφοδιασμού, αν βεβαίως δέν θά επετύγχανον επί τών κορυφών τών ορέων τού Τουμλού Μπουνάρ, διά τούτο απεφάσισα, εάν ή μάχη εξειλίσσετο ομαλώς, μέχρις επελεύσεως τού σκότους, νά κατευθύνω τά στρατεύματα πρός Μπανάζ, όπου, ώς έκ τής προστασίας τού αποσπάσματος Πλαστήρα επί τού Χασάν Ντεντέ Τεπέ, υπήρχε μεγίστη πιθανότης νά συναντηθώ μετά τών Μεραρχιών 1ης και 7ης…». Ο Τρικούπης (ως διοικητής του Α΄Σ.Σ.) με τη σύμφωνη γνώμη του στρατηγού Κίμωνα Διγενή (διοικητή του Β' Σ.Σ.) έλαβε την απόφαση να μην υποχωρήσει άμεσα αλλά να συνεχίσει προς Μπουνάρ.
Περικύκλωση των ελληνικών δυνάμεων- Η Μάχη στο Τουμλού - Μπουνάρ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στις 16 Αυγούστου και στις 10 π.μ. η "Ομάδα Φράγκου" (47.000 άνδρες με 126 πυροβόλα) η οποία βρισκόταν στην αμυντική τοποθεσία Τουμλού - Μπουνάρ, δέχτηκε την επίθεση των Τουρκικών μονάδων. Στις 11 π.μ. κατέφθασαν εχθρικές ενισχύσεις και ο Πλαστήρας πρότεινε στον Φράγκου αντεπίθεση προς ανατολάς, ώστε οι δυνάμεις τους να ενωθούν με την "Ομάδα Τρικούπη" (50.000 άνδρες, 158 πυροβόλα). Ο Φράγκου αποδέχτηκε την πρόταση, ωστόσο η καθυστερημένη ανταπόκρισή του (περί μισής ώρας) είχε ως αποτέλεσμα, εν τω μεταξύ, οι Τούρκοι να καταλάβουν την ισχυρά οχυρωμένη θέση Τουκλού Τεπέ, διασπώντας έτσι οριστικά στα δύο, τις ελληνικές μονάδες. Τότε ο Φράγκου διέταξε σύμπτυξη και στις 22 μ.μ. η Ομάδα του έφτασε στο Χαλτιμπάγ, ενώ στις 2 π.μ. της επομένης μέρας βρίσκονταν στο Ισλάμκιοϊ. Στις 6 π.μ. της 17ης Αυγούστου οι Τρικούπης και Διγενής έφτασαν στο Σάλκιοϊ. Ο πρώτος, με μεγάλη καθυστέρηση, διέταξε υποχώρηση προς Μπανάζ, μέσω της οδού Σάλκιοϊ - Αλή Βεράν. Την 17η Αυγούστου 1922, με την ανατολή του ηλίου, τα τμήματα των ελληνικών μεραρχιών Ι , ΙV και V, μεταξύ του ποταμού Ακάρ (παραποτάμου του ποταμού Σαγγαρίου) και του Τουμλού Μπουνάρ δέχθηκαν επίθεση από ανατολάς και νότου[7]. Οι ελληνικές μονάδες υπέστησαν καταιγισμό βολών πυροβολικού και είχαν τεράστιες απώλειες. Οι επιθέσεις του τουρκικού Πεζικού (6 Μεραρχίες) και Ιππικού (1 Μεραρχία) που ακολούθησαν τον κανονιοβολισμό, αποκρούσθηκαν χάρις στις ύστατες προσπάθειες των Ελλήνων στρατιωτών, όμως η πλάστιγα σύντομα έγειρε σε βάρος τους. Αρκετά τμήματα των μεταγωγικών και βοηθητικών σχηματισμών πανικοβλημένα, διαλύθηκαν και επιχείρησαν να σωθούν με άτακτη φυγή, αλλά σφαγιάσθηκαν από τους τούρκους ιππείς. Σημειώθηκαν τότε πολλά περιστατικά που καταδείκνυαν το βαθμό του πανικού αλλά και της απελπισίας των ελλήνων στρατιωτών, όπως περιπτώσεις κατά τις οποίες αξιωματικοί πυροβολήθηκαν από τους λιποτακτούντες φαντάρους, που εν συνεχεία και στην προσπάθεια διαφυγής τους, προέβαιναν σε βιαιοπραγίες κατά τούρκων αμάχων. Εξαίρεση αποτέλεσε η συντεταγμένη υποχώρηση του 5/42 Ευζωνικού Συντάγματος (Πλαστήρα) που κάλυψε επιτυχώς την υποχώρηση της 1ης μεραρχίας, υποχρεώνοντας τον αντίπαλο τούρκο διοικητή Ρεσάτ Μπέη (ο οποίος απέτυχε να ανατρέψει τους Έλληνες από τη θέση τους στο ύψωμα 1310 εντός μίας ώρας, όπως είχε υποσχεθεί στο Κεμάλ) να αυτοκτονήσει από ευθιξία[8], σύμφωνα όμως μέ την Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, η απόκρουση της επίθεσης του Ρεσάτ μπέη και η αυτοκτονία του έγιναν 4 ημέρες νωρίτερα και 20 χιλιόμετρα μακρυά, στο ύψωμα Χασάν Μπέλ[9],από άλλη μονάδα.
Ωστόσο, οι τουρκικές δυνάμεις κατέλαβαν ένα στρατηγικό σημείο, το "Δασωμένο Λόφο" που τους επέτρεψε να ελέγχουν το σύνολο του πεδίου μάχης. Ο ταγματάρχης Βλάχος και ο αντισυνταγματάρχης Κωνσταντίνος Τσάκαλος προσπάθησαν να συγκρατήσουν τους άνδρες τους, αλλά δεν τα κατάφεραν, με τον δεύτερο να φονεύεται. Επίσης, μαχόμενος έπεσε ο αντισυνταγματάρχης Αθανάσιος Σακέτας, που αρνήθηκε να παραδοθεί στους τούρκους και διέταξε γενική επίθεση των ανδρών του. Περαιτέρω, ο ουλαμός των υποψήφιων εφέδρων αξιωματικών εξολοθρεύτηκε ολοσχερώς. Οι στρατηγοί Τρικούπης και Διγενής, με το αρχηγείο τους εκτεθειμένο και βαλλόμενο συνεχώς από τα εχθρικά πυρά, διηύθυναν την άμυνα των μονάδων που κρατούσαν ακόμη μέχρι που σκοτείνιασε. Οι Τούρκοι, διστακτικοί μπροστά στην απεγνωσμένη αντίσταση και φοβούμενοι μήπως χτυπήσουν φίλια τμήματα, σταμάτησαν τα πυρά. Την νύχτα, εγκαταλείποντας όλο το τροχήλατο υλικό, τα πεδινά πυροβόλα, τα βλητοφόρα τους, τα φορτηγά αυτοκίνητα και όλους τους τραυματίες που δεν μπορούσαν να βαδίσουν, οι ελληνικές δυνάμεις αποχώρησαν από το πεδίο της Μάχης του Αλή Βεράν[10] κατευθυνόμενες δυτικά, προς το χωριό Κετσιλέρ[11].
Μετά την μάχη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μέσα στη νύκτα της 17ης προς 18η Αυγούστου 1922, τα τμήματα του Τρικούπη προσπάθησαν να αναζητήσουν δίοδο σωτηρίας προς το Ουσάκ όπου γνώριζαν ότι θα βρισκόταν ο Φράγκου με τους δικούς του άνδρες. Όμως, αποπροσανατολίσθηκαν λόγω του ορεινού εδάφους ("Μουράτ Νταγ") και έχασαν το δρόμο τους περιπλανώμενα, με αποτέλεσμα να φτάσουν έπειτα από τρεις ολόκληρες ώρες στην περιοχή Ογιουτσούκ, όπου όμως -προς γενική απογοήτευση- δεν βρισκόταν πια ο Πλαστήρας με το Σύνταγμά του, έχοντας αποχωρήσει δυο ώρες πριν. Το στενό πέρασμα είχε πια περιέλθει στην κατοχή του τουρκικού Ιππικού και ο Τρικούπης δίστασε να σχεδιάσει διάσπαση των εχθρικών θέσεων, με μόνο τον συνταγματάρχη Γαρδίκα (διοικητή της 9ης Μεραρχίας) να το επιχειρεί, να κατορθώνει το στόχο του και να φτάνει στην αμαξιτή οδό που συνέδεε το Τσεντές με το Ουσάκ. Στις 19 Αυγούστου οι άνδρες του Τρικούπη και του Διγενή (ακολουθούμενοι από άμαχους πρόσφυγες ελληνικής και αρμένικης καταγωγής) μετέβαλαν την κατεύθυνσή τους δις, προκειμένου να αποφύγουν τις εχθρικές δυνάμεις που τους καταδίωκαν. Την επόμενη μέρα (20 Αυγούστου) εισήλθαν στο τουρκικό χωριό Καρατζά Χισάρ, συμπληρώνοντας ένα 5μερο πορείας και συνεχών μαχών. Εκεί, γέροντες τούρκοι τους πληροφόρησαν ότι το Ουσάκ είχε καταληφθεί. Κατόπιν της είδησης αυτής και εξ αιτίας της ολοκληρωτικής έλλειψης πυρομαχικών, τροφής και νερού, καθώς επίσης και λόγω άρνησης των απολύτως εξουθενωμένων ανδρών τους να συνάψουν περαιτέρω μάχη, ο Τρικούπης και ο Διγενής (μαζί με τους συνταγματάρχες Μερεντίτη, Βασιλακόπουλο, Ιατρίδη και Καλιμπαλή, 190 άλλους αξιωματικούς, 4.400 οπλίτες και έξη ορειβατικά πυροβόλα[12][13]) και παρά τις αντιρρήσεις του ταγματάρχη Βλάχου που έσχισε τις επωμίδες του, αναγκάσθηκαν να γίνουν οι πρώτοι έλληνες στρατηγοί στα χρονικά που θα παραδίνονταν στους αντιπάλους τους, σε μια απόσταση 30 χλμ. μακριά από το Τουμλού Μπουνάρ, όπου προσπαθοὐσαν νά φθάσουν[14]. Μάλιστα ο ίδιος ο Κεμάλ Ατατούρκ ενημέρωσε τον Τρικούπη πως είχε προαχθεί σε αντιστράτηγο, μετά την παύση του Χατζανέστη. Αξίζει να σημειωθεί ότι αρκετοί από τους μικρασιάτες εθελοντές που μετείχαν στις μονάδες προτίμησαν να αυτοκτονήσουν αντί να παραδοθούν ζωντανοί στους τούρκους, οι οποίοι θα τους εκτελούσαν μετά από βασανιστήρια επί τόπου, ως ενόχους εσχάτης προδοσίας, καθώς ήταν Τούρκοι υπήκοοι. Στις 24 Αυγούστου οι άνδρες του Φράγκου έφθασαν καταπονημένοι στο Νυμφαίο, από όπου -παρακάμπτοντας τη Σμύρνη και υποστηριζόμενοι συνεχώς από τον Πλαστήρα- αναχώρησαν πάραυτα για τον Τσεσμέ, μέσω του οποίου διαπεραιώθηκαν στη Μυτιλήνη, μαζί με μικρές άλλες διασωθείσες μονάδες (τμήματα του Α' Σ.Σ. υπό τον συνταγματάρχη Γονατά, άνδρες της ΙΙ Μεραρχίας και της Ανεξάρτητης Μεραρχίας υπό το στρατηγό Θεοτόκη κ.α.)[15] Παρά τις μεμονωμένες αυτές εξαιρέσεις, το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής στρατιάς είχε ηττηθεί ή αιχμαλωτισθεί. Μια φάλαγγα 1.500 ανδρών με 82 αξιωματικούς υπό την ηγεσία του υποστράτηγου Δημ. Δημαρά και του συνταγματάρχη Κολλιδόπουλου παραδόθηκε στο όρος Μουράτ Νταγ, έχοντας μείνει χωρίς τροφή και πυρομαχικά. Μόνο μια μεγάλη μονάδα, η φάλαγγα υπό τον συνταγματάρχη Γαρδίκα κατάφερε να αποφύγει την αιχμαλωσία. Επίσης, 400 άνδρες κατόρθωσαν να διαφύγουν υπό την ηγεσία του δεκανέα Κομνηνού Πυρομάγλου[16]). Σύμφωνα πάντοτε με την επίσημα καταγεγραμμένη ιστορία του Γ.Ε.Σ./Δ.Ι.Σ. οι ελληνικές απώλειες ανήλθαν σε 2.000 νεκρούς, 4.000 τραυματίες και επιπλέον 190 αξιωματικούς (περιλαμβανομένου του Τρικούπη) και σχεδόν 4.500 στρατιώτες αιχμαλωτισθέντες[17]. Στις 17 Αυγούστου, παρά ταύτα, ο αρχιστράτηγος Χατζηανέστης είχε αποστείλει από τη Σμύρνη όπου βρισκόταν, τηλεγράφημα προς τις μαχόμενες δυνάμεις του μετώπου, αναφέροντας: "Ο ένδοξος Ελληνικός Στρατός, ο τόσας δάφνας δρέψας, ευρίσκεται μετά αγώνας τεσσάρων μόνον ημερών, και υπό την πίεσιν εχθρού ουχί υπερτέρων δυνάμεων, ένθεν του Τουμλού Μπουνάρ. Άνδρες και μεταγωγικά διαρρέουσι προς το εσωτερικόν. Σώματα και Μεραρχίαι υποχωρούν άνευ διαταγής. Παρασκευάζεται ούτω κατάστασις φέρουσα το όνειδος, το αίσχος και την ατιμίαν. Αξιωματικοί, Υπαξιωματικοί και στρατιώται! Δια την τιμήν σας, δια την τιμήν της Πατρίδος και του Ελληνικού ονόματος, ο εχθρός πρέπει να συγκρατηθή και να συντριβή ταχέως, ταχύτατα. Η προς την Σμύρνην άγουσα πρέπει να φραχθή δια των στηθών όλων σας και πάση θυσία, ως φέρουσα άλλως όχι μόνον προς την Σμύρνην, αλλά και προς την αιχμαλωσίαν και την ατίμωσιν. Τονώσατε το ηθικόν και εμπνεύσατε εις τας ψυχάς πάντων ότι η σωτηρία έγκειται μόνον εις την συνοχήν και την πειθαρχίαν. Πρέπει να εννοήσωσι πάντες ότι, μη απωθούντες τον εχθρόν, λιποψυχούντες και διαρκώς υποχωρούντες, θα επανέλθωσι μίαν ημέραν αλλ’ αργότερον εις την Πατρίδα και τα χωρία των, φέροντες επί του μετώπου των όχι την δάφνην ην μετά τόσους κόπους και μόχθους απέκτησαν, αλλά στίγμα, κηλίδα ανεξίτηλον, ρυπαίνουσα αυτούς και τους απογόνους των". Σε άλλο σημείο, η ιστορία ΓΕΣ/ΔΙΣ αναφέρει: «Αι ελληνικαί δυνάμεις αίτινες επολέμησαν εις Αλή Βεράν, ετίμησαν τα όπλα των μέχρι τέλους. Αλλ’ οι ήρωες του σκληρού τούτου αγώνος, παρέμειναν αφανείς λόγω της ολέθριας εκβάσεως αυτού».
Απόηχος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η πράξη του στρατηγού Τρικούπη να παραδοθεί και όχι να πέσει στο πεδίο της μάχης ή να αυτοκτονήσει, έχει δεχθεί διαχρονική κριτική από έλληνες ιστορικούς. Στο έργο του, «Η Μικρασιατική εκστρατεία», ο Σαράντος Καργάκος αναφέρει: "Η παράδοση του Τρικούπη ήταν μια πράξη ρεαλισμού και ανθρωπισμού αλλ’ όχι προσωπικού ηρωισμού. Έπρεπε ν’ ακολουθήσει αυτούς που είχε τις προηγούμενες ημέρες οδηγήσει στη θυσία και να μη συρθεί –Αρχιστράτηγος αυτός!- στην αιχμαλωσία. Το χρέος του ήταν η αυτοκτονία. Έτσι θα κατακτούσε την αθανασία και θα δημιουργούσε παράδοση που ειδικά στον παρόντα καιρό θα μας ήταν πολύ χρήσιμη. Χάθηκε η ευκαιρία να επικρατήσει ως στρατιωτική νοοτροπία η αρχή: ο αρχηγός δεν παραδίδεται, αυτοκτονεί. Το έπραξαν εκατοντάδες Γερμανοί αξιωματικοί. Όχι για τον Χίτλερ. Για την προσωπική τους τιμή". Στις 18 Αυγούστου απονεμήθηκε από το γενικό στρατηγείο της τουρκικής στρατιάς ο τίτλος του αρχιστρατήγου στον Ισμέτ Πασά, ως επιβράβευση της συμβολής του στη νίκη. Ο νέος αρχιστράτηγος (Γεώργιος Πολυμενάκος) έφτασε στις 22 Αυγούστου στο ελληνικό αρχηγείο της Σμύρνης με τη συνοδεία του υπουργού Στρατιωτικών Νικολάου Θεοτόκη και του στρατηγού Β. Δούσμανη όπου μετείχαν σε σύσκεψη μαζί με τον Χατζανέστη και τον Ύπατο Αρμοστή Αρ. Στεργιάδη, κατά την οποία επιβεβαιώθηκε η πλήρης ασυνεννοησία που επικρατούσε, αφού ο πρώην αρχιστράτηγος ενημέρωσε τους υπολοίπους ότι: «Ο κίνδυνος για τη Σμύρνη εξέλιπε»
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΙΚΡΑΝ ΑΣΙΑΝ,ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΣΤΡΑΤΟΥ,ΓΕΝΙΚΟ ΕΠΙΤΕΛΕΙΟ ΣΤΡΑΤΟΥ
- ΤΟΜΟΙ
- Πέμπτος, Αθήνα 1965, ανατύπωση 2012
- Έκτος, Αθήνα 1960, ανατύπωση 2012
- Έβδομος, Αθήνα 1962, ανατύπωση 2012
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Σκυλίτσης, Αριστείδης Ομηρίδης, αντισυνταγματάρχης Πυροβολικού (1962). Η Εκστρατεία στην Μικρά Ασία, τόμος 7ος,. Αθήνα: Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Γενικό Επιτελείο Στρατού. σελ. 244.
- ↑ Τα ελληνικά νεκροταφεία στο Ουσάκ
- ↑ Σκυλιτσης, ατισυνταγματάρχης Πυροβολικού, Αριστείδης Ομηρίδης (2012) [1962]. Η Εκστρατεία στην Μικρά Ασία, τόμος έβδομος, μέρος πρώτο, (ανατυπωμένη έκδοση). Αθήνα: Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Γενικό Επιτελείο Στρατού. σελ. 70.
- ↑ 17 Αυγούστου: η σφαγή στην κοιλάδα του Αλί Βεράν...[νεκρός σύνδεσμος]
- ↑ Η "εξέχουσα" του Αφιόν Καραχισάρ
- ↑ Γιάννης Καψής, "Χαμένες Πατρίδες", 1962
- ↑ «Μιχάλης Σ. Βάρδας, "Η μεγάλη μάχη του Αλή Βεράν"». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 6 Νοεμβρίου 2014.
- ↑ «Μικρασιατική Καταστροφή: "Σπάει το μέτωπο"». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Νοεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 6 Νοεμβρίου 2014.
- ↑ Σκυλίτσης, αντισυνταγματάρχης Πυροβολικού., Αριστείδης Ομηρίδης (1962). Η Εκστρατεία στην Μικρά Ασία, τόμος έβδομος, μέρος πρώτο. Αθήνα: Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Γενικό Επιτελείο Στρατού. σελ. 100.
- ↑ Σκυλίτσης, Αριστείδης Ομηρίδης, Αντισυνταγματάρχης Πυροβολικού (1962). Η Εκστρατεία εις την Μικράν Ασίαν,7ος τόμος. Αθήνα: Διεύθυνση Ιστορίας, Γενικό Επιτελείο Στρατού. σελ. 248.
- ↑ "ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ", συντάκτης Μιχάλης Στούκας: "Η Μικρασιατική Καταστροφή - Ο 'Μαύρος Αύγουστος' του 1922" Ανακτήθηκε στις 21/11/2019
- ↑ Εφημερίδα 'ΣΚΡΙΠ', στο φύλλο της 25 Αυγούστου 1922, σελ. 4: "Συνελήφθησαν αιχμάλωτοι οι στρατηγοί Τρικούπης & Διγενής"
- ↑ Σκυλίτσης, Αριστείδης Ομηρίδης, αντισυνταγματάρχης Πυροβολικού (1962). Η Εκστρατεία στην Μικρά Ασία, τόμος 7ος. Αθήνα: Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Γενικό Επιτελείο Στρατού. σελ. 259.
- ↑ Σκυλίτσης, αντισυνταγματάρχης Πυροβολικού, Αριστείδης Ομηρίδης (1962). Η Εκστρατεία στην Μικρά Ασία, έβδομος τόμος, μέρος πρώτο. Αθήνα: Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Γενικό Επιτελείο Στρατού. σελ. 227.
- ↑ «Αθανασίου Καραθανάση (καθηγητού [[Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης|Α.Π.Θ.]]), "Οικεία Πάθη - Μικρασιατική Καταστροφή"» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 5 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 6 Νοεμβρίου 2014.
- ↑ Κομνηνός Πυρομάγλου, "Ο Δούρειος Ίππος" (1948), αναφορά του περιστατικού στο βιογραφικό του συγγραφέα, στο οπισθόφυλλο
- ↑ «Η μάχη του Αλή Βεράν». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Ιουνίου 2015. Ανακτήθηκε στις 6 Νοεμβρίου 2014.