Κυνηγετικό παλατάκι του Στουπινίτζι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κυνηγετικό παλατάκι του Στουπινίτζι
Palazzina di caccia di Stupinigi
Χάρτης
Είδοςανάκτορο, palazzo museum[1] και θρησκευτικό μουσείο[2]
ΔιεύθυνσηPiazza Principe Amedeo, Nichelino[1]
Γεωγραφικές συντεταγμένες44°59′42″N 7°36′14″E
Διοικητική υπαγωγήΝικελίνο
ΤοποθεσίαStupinigi
ΧώραΙταλία[3]
ΙδιοκτήτηςΤάγμα των Αγίων Μαυρικίου και Λαζάρου
ΑρχιτέκτοναςΦιλίπο Γιουβάρα
ΧρηματοδότηςΟίκος της Σαβοΐας
Προστασίατμήμα μνημείου παγκόσμιας κληρονομιάς (από 1997)
Ιστότοπος
Επίσημος ιστότοπος
Commons page Πολυμέσα

Το Παλατάκι του κυνηγιού στο Στουπινίτζι, ιταλ.: Palazzina di caccia of Stupinigi [4] είναι μια από τις κατοικίες του Βασιλικού Οίκου της Σαβοΐας στη βόρεια Ιταλία, μέρος του καταλόγου Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. Kτισμένο ως βασιλικό κυνηγετικό καταφύγιο στις αρχές του 18ου αι., βρίσκεται στο Στουπινίτζι, ένα προάστιο της πόλης Nικελίνo, 10 χλμ. νοτιοδυτικά του Τορίνο.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το αρχικό κάστρο ανήκε στη γραμμή Acaja του Οίκου της Σαβοΐας, κυρίων του Πιεμόντε μέχρι το 1418, και πωλήθηκε στον μαρκήσιο Ρονάλντο Παλαβιτσίνo το 1493. Στη συνέχεια, αποκτήθηκε από τον Εμμανουήλ-Φιλιβέρτο το 1563, όταν η πρωτεύουσα του δουκάτου μεταφέρθηκε από το Σαμπερί στο Τορίνο.

Λεπτομέρεια από το θόλο της Κεντρικής Αίθουσας.

Το νέο παλάτι σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Φιλίπο Γιουβάρα για να χρησιμοποιηθεί ως κυνηγετικό παλατάκι (palazzina di caccia) για τον Βίκτωρα-Αμεδαίο Β΄ βασιλιά της Σαρδηνίας. [5] Οι εργασίες ξεκίνησαν το 1729. Μέσα σε δύο χρόνια η κατασκευή είχε προχωρήσει αρκετά, ώστε να πραγματοποιηθεί το πρώτο επίσημο κυνήγι.

Ο Γιουβάρα κάλεσε μια ομάδα διακοσμητών, πολλοί από τους οποίους ήταν από τη Βενετία, να πραγματοποιήσουν τη διακόσμηση των εσωτερικών χώρων στο παλατάκι. Κατά τη βασιλεία του Καρόλου-Εμμανουήλ Γ΄ και του Βίκτωρα-Αμεδαίου Γ΄, το παλατάκι και το επίσημο πάρκο του συνέχισαν να επεκτείνονται, αρχικά από τον βοηθό του Γιουβάρα, Τζιοβάνι-Τομάζο Προυνότo, και στη συνέχεια από πολλούς αρχιτέκτονες της Βόρειας Ιταλίας, όπως ο Iγκνάτσιο Μπιράγκο ντι Μποργάρo, ο Λουντοβίκο Μπο, ο Iγκάτσιο Μπερτόλα και ο Μπενεντέτο Αλφιέρι. Το τελικό κτίριο έχει συνολικά 137 δωμάτια και 17 στοές-πινακοθήκες, και καλύπτει 31.050 τ.μ.. [6] Η Πολισένα της Έσσης-Ρότενμπουργκ, σύζυγος του Καρόλου-Εμμανουήλ Γ΄ έκανε επίσης βελτιώσεις.

Ο αρχικός σκοπός του κυνηγετικού καταφυγίου συμβολίζεται από το χάλκινο ελάφι, που σκαρφαλώνει στην κορυφή της κλιμακωτής οροφής του κεντρικού τρούλου του, και τα κεφάλια των κυνηγόσκυλων που διακοσμούν τα αγγεία στη γραμμή της οροφής. Το κτίριο έχει μια χιαστή κάτοψη: τέσσερα γωνιακές πτέρυγες προεξέχουν από την οβάλ σχήματος κύρια αίθουσα.

Οι προεκτάσεις οδήγησαν σε ξεχωριστά περίπτερα, που συνδέονται με στοές με μεγάλη γωνία και ένα μακρύ οκταγωνικό προαύλιο, που περικλείεται από πτέρυγες, εκτεινόμενα προς τα εμπρός σε δύο περαιτέρω αυλές εισόδου.

Το Στουπινίτζι ήταν το προτιμώμενο κτίριο, που χρησιμοποιήθηκε για εορτές και δυναστικούς γάμους από μέλη του Οίκου της Σαβοΐας. Εδώ, το 1773, η Μαρία-Θηρεσία, πριγκίπισσα της Σαβοΐας, παντρεύτηκε τον Κάρολο-Φίλιππο, κόμη του Αρτουά (μετέπειτα Κάρολο Ι΄), αδελφό του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄.

Σήμερα το Παλάτι του Στουπινίτζι στεγάζει το Μουσείο Τέχνης & Επίπλων (Museo di Arte e Ammobiliamento), ένα μουσείο τεχνών και επίπλων, μερικά πρωτότυπα στην παλατζίνα, άλλα μεταφερμένα από τις πρώην κατοικίες της Σαβοΐας του Moνκαλιέρι και της Βενάρια Ρεάλε. Το Στουπινίτζι έχει τη σημαντικότερη συλλογή επίπλων στο Πιεμόντε, συμπεριλαμβανομένων έργων των τριών πιο διάσημων βασιλικών επιπλοποιών του Τορίνο, του Τζιουτζέπε-Μαρία Μποντσανίγκo, του Πιέτρο Πιφέτι και του Λουίτζι Πρινότι. Μερικά από τα γλυπτά κυνηγετικών φιγούρων είναι του Τζιοβάνι-Μπατίστα Μπερνέρο. Επιπλέον, στις στοές του πραγματοποιούνται προσωρινές εκθέσεις, όπως η Έκθεση του Μπαρόκ (Mostra del Barocco) το 1963.

Η Άννα-ΚΑτερίνα Τζίλι δραστηριοποιήθηκε ως διακοσμητική ζωγράφος στο παλάτι. [7]

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κάτοψη του κτηρίου ορίζεται από τους τέσσερις χιαστί βραχίονες, που χωρίζονται από τον κεντρικό άξονα, ο οποίος ευθυγραμμίζεται με το μονοπάτι, που οδηγεί από το Τορίνο στο παλάτι μέσω μιας δεντρόφυτης λεωφόρου, η οποία εκτείνεται δίπλα σε αγροκτήματα και στάβλους και άλλα παλαιά εξαρτήματα του κτιρίου.

Ο πυρήνας του αποτελείται από μια μεγάλη κεντρική οβάλ αίθουσα, από την οποία αναχωρούν οι τέσσερις πτέρυγες, οι οποίες είναι τα βασιλικά διαμερίσματα και εκείνα για τους επισκέπτες. Η μεγάλη ωοειδής αίθουσα διπλού ύψους με μπαλκόνια κοίλα-κυρτά, καλύπτεται από τρούλο, που υπερκαλύπτεται από το άγαλμα του ελαφιού (cervo), του Φραντσέσκο Λαντάτε. Με την αναχώρηση του Γιουβάρα από το Τορίνο, ο πρίγκιπας Κάρολος-Εμμανουήλ Γ' ανέθεσε τη διεύθυνση του έργου στον Τζιοβάνι-Τομάζο Προυνότo, ο οποίος προέβλεψε την επέκταση του κτιρίου, ξεκινώντας από τα σκίτσα που άφησε ο Γιουβάρα, προσπαθώντας έτσι να διαφυλάξει το περίπλοκο παιχνίδι των φώτων και σχημάτων. Το εσωτερικό είναι σε ιταλικό ροκοκό, κατασκευασμένο από πολύτιμα υλικά όπως λάκες, πορσελάνες, επιχρυσωμένα γυψομάρμαρα, καθρέπτες και ρίζες, που σήμερα εκτείνονται σε έκταση περίπου 31.000 τ.μ., ενώ 14.000 καταλαμβάνονται από παρακείμενα κτίρια, 150.000 από το πάρκο και 3.800 από τα εξωτερικά παρτέρια. Συνολικά, υπάρχουν 137 δωμάτια και 17 στοές. Μεταξύ των εκλεκτών επίπλων που κατασκευάστηκαν για το κτίριο, πρέπει να αναφερθούν εκείνα του ξυλογλύπτη Τζιουζέπε-Μαρία Μποντσανίγκo, του Πιέτρο Πιφέτι και του Λουίτζι Πρινότo. Το κτίριο διατηρεί διακοσμήσεις των Βενετών ζωγράφων Τζιουζέπε και Ντομένικο Βαλεριάνι, του Γκαετάνο Περέγκo και του Βιεννέζου Κρίστιαν Βέρλιν. Αξιοσημείωτες είναι και οι τοιχογραφίες των Βιτόριο-Αμεντέο Τσινιαρόλι, Τζιάν-Μπατίστα Κροζάτo και Κάρλο-Αντρέα φαν Λόο.

Είσοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η είσοδος του συγκροτήματος δίνει πρόσβαση στην τεράστια περιοχή της Πινακοθήκης των Πορτραίτων (Galleria dei Rittrati), που ήταν μέρος των πλαϊνών στάβλων, που σχεδίασε και κατασκεύασε ο Φιλίπο Γιουβάρα μετά την ολοκλήρωση του κεντρικού συγκροτήματος του κτηρίου. Αυτός ο χώρος λοιπόν χρησιμοποιήθηκε για τις άμαξες και για τη στέγαση αλόγων κατά τη διάρκεια του κυνηγιού. Εδώ σήμερα στέκεται το αρχικό άγαλμα του ελαφιού του Στουπινίτζι, που δημιουργήθηκε από τον Φραντσέσκο Λαντάτε το 1766, το οποίο έβλεπε τον τρούλο της κεντρικής αίθουσας. Τοποθετήθηκε σε αυτό το δωμάτιο το 1992 και στην κορυφή του θόλου το αρχικό αντικαταστάθηκε με ένα σύγχρονο χάλκινο αντίγραφο. Το γλυπτό περιβάλλεται από σκαλιστά ξύλινα ανάγλυφα πορτρέτα, που παραγγέλθηκαν από τον Βίκτωρα-Εμμανουήλ Β΄ και προοριζόταν αρχικά για το Κάστρο Moνκαλιέρι. Στην πρώτη βιβλιοθήκη και στη συνέχεια στη δεύτερη βιβλιοθήκη μπορεί κανείς να βρει την αλλαγή του γούστου στα μέσα του 18ου αι., όταν ο χώρος των στάβλων περιορίστηκε για να δημιουργηθεί χώρος για μια βιβλιοθήκη γεμάτη με ράφια, σχεδιασμένα από τον Μπενεντέτο Αλφιέρι και βαμμένα σε μπλε, ιβουάρ και χρυσό χρώμα, συνοδευόμενη από αλληγορίες των τεχνών και των επιστημών, ζωγραφισμένες από τον Τζιουζέπε Νογκάρι.

Διαμέρισμα του Δούκα του Κιαμπλέζε[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αίθουσα τυχερών παιχνιδιών.`

Ονομάζεται επίσης Διαμέρισμα προς την Ανατολή (Αppartamento di Levante) σε αντίθεση με το εντυπωσιακό Διαμέρισμα προς τη Δύση (Appartamento di Ponente). Το σύνολο των δωματίων διευρύνθηκε υπό τη διεύθυνση του Μπενεντέτο Αλφιέρι τον 18ο αι. για να φιλοξενήσει τα δωμάτια του Βενεδίκτου της Σαβοΐας, δούκα του Κιαμπλέζε, γιου του βασιλιά. Καρόλου-Εμμανουήλ Γ΄.

Αίθουσα τυχερών παιχνιδιών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το δωμάτιο με μεγαλύτερη συνέπεια σε μέγεθος και στυλ στα διαμερίσματα του δούκα του Κιαμπλέζε είναι αναμφίβολα η αίθουσα τυχερών παιχνιδιών, ένας μεγάλος χώρος που προορίζεται για την αναψυχή της Αυλής, τοποθετημένος σε μια ορθογώνια αίθουσα με στρογγυλεμένες γωνίες και δύο μεγάλες κόγχες στις πιο κοντές πλευρές. Η οροφή, διακοσμημένη από τον Τζιοβάνι-Πιέτρο Πότσo το 1765, ενσωματώνει τα ίδια εξωτικά και ανατολικά μοτίβα των τοίχων, που παίζουν τον ρόλο ενός κομψού πλαισίου για τα έπιπλα παιχνιδιού μέσα στο δωμάτιο: ένα σαλόνι στα μέσα του 18ου αι., ένα τραπέζι παιχνιδιών σε στυλ Λουδοβίκου ΙΕ΄ με πολύτιμη σκακιέρα με ένθετα από έβενο και ελεφαντόδοντο, καθώς και ένα γραφείο με εκλεπτυσμένες ένθετες φιγούρες από ελεφαντόδοντο από τις αρχές του 18ου αι. Αξιοσημείωτα είναι επίσης τα σε κινεζικό στυλ (chinoiserie) και οι πορσελάνες, που υπάρχουν σε αυτό το περιβάλλον, οι οποίες ταιριάζουν απόλυτα στην εξωτική διακόσμηση του συγκροτήματος.

Αίθουσα των Καθρεπτών και δωμάτιο της Πωλίνας Βοναπάρτη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πρώτο δωμάτιο, διακοσμημένο με ένα πολύ ιδιαίτερο στυλ ροκοκό, είναι διακοσμημένο με γυψομάρμαρο και καθρέφτες από τους τοίχους μέχρι την οροφή, ιδέα του Τζιοβάνι-Πιέτρο Πότσo το 1766 με τη βοήθεια του Mικέλε-Αντόνιο Ράπους στην υλοποίηση των ξύλινων αντικειμένων (boiserie). Ο πολυέλαιος που χρονολογείται από τη δεκαετία του 1940 είναι πιο αρχαίος και είναι διακοσμημένος με γλυπτά πουλιών από σφυρήλατο σίδερο. Το δωμάτιο της Πωλίνας Βοναπάρτη οφείλει τη φήμη του στο γεγονός ότι κατασκευάστηκε για να εξοπλιστεί με τις σημερινές μορφές από την Πωλίνα Βοναπάρτη, την αδελφή του Ναπολέοντα Α΄, κατά την περίοδο παραμονής της στο παλάτι, όταν ο σύζυγός της Καμίλο Μποργκέζε διορίστηκε κυβερνήτης του Πιεμόντε. Το δωμάτιο, μικρό σε μέγεθος, περιέχει μια όμορφη μαρμάρινη μπανιέρα, διακοσμημένη με ανάγλυφα που αντιπροσωπεύουν τα αυτοκρατορικά διακριτικά με τον ναπολεόντειο αετό.

Κεντρική Αίθουσα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κεντρική αίθουσα, ο πυρήνας του κτιρίου, ήταν η πρώτη ιδέα του Γιουβάρα που ολοκληρώθηκε και το κέντρο, γύρω από το οποίο αναπτύχθηκε ολόκληρο το κτιριακό της συγκρότημα. Το δωμάτιο αποτελείται από ένα μεγάλο ωοειδές δωμάτιο που καταλήγει σε έναν τρούλο, που περικλείεται από μια θολωτή οροφή. Η αίθουσα ολοκληρώθηκε το 1730 και στις 10 Φεβρουαρίου 1731 ο βασιλιάς ανέθεσε στους από τη Μπολόνια αδελφούς Τζιουζέπε και Ντομένικο Βαλεριάνι μια μεγάλη νωπογραφία στον θόλο, που απεικονίζει τον Θρίαμβο της Άρτεμης (Diana), την κλασική θεά του κυνηγιού που εμφανίζεται ανάμεσα στα σύννεφα, επάνω από ένα ουράνιο άρμα με θέα στο δάσος. Γύρω υπάρχουν επίσης γύψινα με σκηνές από κυνήγι ή στεφάνια από λουλούδια, που πλαισιώνονται από νύμφες. Στην κορυφή των τεσσάρων πεσσών που στηρίζουν τον τρούλο της αίθουσας, ακριβώς κάτω από τη μεγάλη τοιχογραφία, υπάρχουν τέσσερα μονόχρωμα μετάλλια, που αναπαριστούν παρόμοια επεισόδια, τα οποία σχετίζονται με την ίδια θεότητα. Οι εργασίες για την πραγματοποίηση τέτοιων τοιχογραφιών ξεκίνησαν ήδη στις 8 Μαρτίου και έληξαν το 1733. Ο Γιουβάρα επέβαλε ένα σχέδιο τετραγωνισμού στα δύο αδέλφια, για να μην καταστρέψει το περίπλοκο συνολικό του σχέδιο.

Τοιχογραφίες του άνω θόλου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Κεντρική Αίθουσα.

Μετά την αποχώρηση του Γιουβάρα, η ιδέα του να τοποθετήσει μεγάλες γλυπτικές ομάδες σκύλων και ελαφιών στα μεγάλα παράθυρα του σαλονιού εγκαταλείφθηκε, ώστε να μην περιοριστεί υπερβολικά η υπέροχη προοπτική θέα, που εξακολουθεί να μπορεί κάποιος να δει κοιτάζοντας προς τα έξω. Το έργο ανατέθηκε στον Τζιουζέπε Μαρόκο, ο οποίος οραματίστηκε τις 36 ξύλινες βεντάλιες (απλίκες) με κεφάλια ελαφιού, που επιδεικνύονται στους τοίχους της αίθουσας. Από την ίδια περίοδο είναι τα επιχρυσωμένα ξύλινα ένθετα του κιγκλιδώματος των τραγουδιστών, στο επάνω μέρος της αίθουσας και οι παρακαμήλες, που ζωγράφισε ο Λομβαρδός Τζιοβάνι Κιριβέλι (1733). Αξιοσημείωτες είναι επίσης οι τέσσερις μαρμάρινες προτομές, που κατασκευάστηκαν το 1773 από τον Τζιοβάνι-Μπατίστα Μπερνέρo, οι οποίες έχουν θέα στον ίδιο αριθμό εισόδων στην αίθουσα και αντιπροσωπεύουν δευτερεύουσες θεότητες, που συνδέονται με το κυνήγι και τους αγρούς: Δήμητρα (Ceres), Αφθονία (Pomona), Nαϊάδα και Nαπαία (νύμφη του δάσους).

Το σαλόνι, γεμάτο στη δομή του και στη διακόσμηση που χαρακτηρίζει τον 18ο αι., τράβηξε επίσης την προσοχή αρκετών συγχρόνων, που μπόρεσαν να το δουν προσωπικά ως ο Γάλλος χαράκτης Σαρλ-Νικολάς Κοσέν, ο οποίος ωστόσο επέκρινε την υπεραφθονία των διακοσμήσεων και την υπερβολική εκκεντρικότητα. [8] Της ίδιας άποψης ήταν και ο Ζοζέφ-Ζερόμ Λαλάντ, ο οποίος ανέφερε πώς ο Γιουβάρα ήταν σχεδόν πλήρως επικεντρωμένow στο σαλόνι, αφήνοντας πίσω όλα τα υπόλοιπα και αποκαλύπτοντας πώς ήταν διατεταγμένο ως το «όνειρο ενός αρχιτέκτονα», πολύ επικίνδυνο για ένα ανάκτορο της πόλης και μόνο για μια πολυτελή εξοχική κατοικία. [9]

Το πάρκο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Φριτς ο Ινδικός ελέφαντας (δωρεά στον Κάρλο-Φελίτσε) στη Βασιλική Βίλα του Στουπινίτζι, 1827.

Το κυνηγετικό πάρκο που ανήκε σε κλάδο του Οίκου της Σαβοΐας, δόθηκε στον Εμμανουήλ-Φιλιβέρτο, δούκα της Σαβοΐας το 1563, όταν μετέφερε την πρωτεύουσα του δούκα από το Σαμπερί στο Τορίνο. Ο κήπος του κυνηγετικού καταφυγίου και το γύρω κυνηγετικό κτήμα διακρίνονται ξεκάθαρα στο Στουπινίτζι: το συγκρότημα, στην πραγματικότητα, είναι μέρος ενός μεγάλου γεωμετρικού κήπου, που χαρακτηρίζεται από μια συνεχή διαδοχή ανθέων, παρτεριών και δρόμων. Αυτό το πάρκο, που συνορεύει με τοίχο και τέμνεται από μεγάλους δρόμους, σχεδιάστηκε από τον Γάλλο κηπουρό Mισέλ Μπενάρ το 1740. Το κυνηγετικό πάρκο, ή ιδιοκτησία, αποτελούταν από την τεράστια έκταση σχεδόν 1.700 εκταρίων (17.000 στρεμάτων) που εκτεινόταν έξω από το περιφραγμένο πάρκο και η οποία είχε απαλλοτριωθεί από τον Eμμανουήλ-Φιλιβέρτο δούκα της Σαβοΐας το 1563 από τους Pαλαβιτσίνι. Αυτή η περιοχή περιείχε γη και δάση, που περιλαμβάνονται σήμερα στους δήμους Nικελίνo, Oρμπασάνo και Καντιόλο.

Από το 1992, τα δάση και η γεωργική γη γύρω από το Στουπινίτζι έχουν διατηρηθεί ως Πάρκο Νατοράλε ντι στουπινίτζι. Περιλαμβάνεται στις κοινοτικές περιοχές Nικελίνo, Καντιόλo και Oρμπασάνo, έχει έκταση 17,32 τ.χλμ., που περιλαμβάνει ένα μέρος του αρχικού πεδινού δάσους της περιοχής, όπου οι επισκέπτες μπορούν να θαυμάσουν μερικά σπάνια είδη φυτών, τα οποία δεν απαντώνται πλέον ευρέως αλλού. Η άγρια ζωή περιλαμβάνει κουνάβια οξιάς, νυφίτσες, αλεπούδες, φουντουκοσκίουρους, ευρωπαϊκούς λαγούς, λευκούς πελαργούς, δεντροσκίουρους και άλλα.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Roberto, Baffert· Francesco Fenoglio (1998). Castelvecchio di Stupinigi: storia e trasformazioni. Cavallermaggiore: Centro Stampa. ISBN 88-86637-10-1. 
  • Carlo, Balma Mion (2007). Lodovico Bò (1721-1800). Misuratore, soprastante, architetto. Trento: UNI Service. ISBN 978-88-6178-060-6. 

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής της Ιταλίας: «Indagine sui musei e le istituzioni similari». ISTAT 2019 survey on museums and similar institutions. 2021.
  2. Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής της Ιταλίας: ISTAT 2015 survey on museums and similar institutions. 2017. www.istat.it/it/archivio/167566.
  3. (Γερμανικά, Αγγλικά, Γαλλικά, Ισπανικά, Ιταλικά) archINFORM. Ανακτήθηκε στις 30  Ιουλίου 2018.
  4. Or, literally, "little palace"
  5. Doreen Yarwood, A Chronology of Western Architecture, (Dover Publications, 2010), 151.
  6. «Palazzina di Stupinigi». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Νοεμβρίου 2005. Ανακτήθηκε στις 4 Οκτωβρίου 2005. 
  7. Profile of Anna Caterina Gilli at the Dictionary of Pastellists Before 1800.
  8. Cochin, Charles Nicolas (1758). Vojage d'Italie. Paris. 
  9. Lalande, Joseph Jérôme Le Français de (1769). Voyage d'un François en Italie, fait dans les années 1765 & 1766 [by J.J. Le Français de Lalande]. (στα Γαλλικά). σελίδες 298–299. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]