Κομιτάδες Χανίων
Συντεταγμένες: 35°12′28.44″N 24°10′4.30″E / 35.2079000°N 24.1678611°E
Κομιτάδες Χανίων | |
---|---|
Διοίκηση | |
Χώρα | Ελλάδα |
Αποκεντρωμένη Διοίκηση | Κρήτης |
Περιφέρεια | Κρήτης |
Δημοτική Κοινότητα | Χώρας Σφακίων |
Γεωγραφία | |
Γεωγραφικό διαμέρισμα | Κρήτη |
Νομός | Χανίων |
Υψόμετρο | 179 μέτρα |
Πληθυσμός | |
Μόνιμος | 69 |
Έτος απογραφής | 2021 |
Πληροφορίες | |
Ταχ. κώδικας | 730 11 |
Τηλ. κωδικός | 2825 |
Σχετικά πολυμέσα | |
Οι Κομιτάδες (ή Κομητάδες) είναι οικισμός της κοινότητας Χώρας Σφακίων του δήμου Σφακίων στην περιφερειακή ενότητα Χανίων της Κρήτης. Σύμφωνα με την απογραφή του 2011 έχει 53 κατοίκους. Βρίσκεται σε υψόμετρο 200 μέτρων, στους νότιους πρόποδες των Λευκών Ορέων, κοντά στην έξοδο του φαραγγιού της Ίμπρου. Από κάτω του βρίσκεται ο κάμπος του Φραγκοκάστελλου και το Λιβυκό Πέλαγος. Απέχει περίπου 6 χιλιόμετρα ανατολικά από τη Χώρα Σφακίων.[1][2][3] Το χωριό χρησιμοποιείται ως χειμερινή κατοικία των κατοίκων της Ίμπρου. Έχει χαρακτηριστεί ως παραδοσιακός οικισμός με το ΦΕΚ 594/Δ/13-11-1978.
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, την οποία διέσωσε ο Μιχαήλ Δέφνερ, το χωριό κτίστηκε από Βενετούς κόμητες. Ο Στέργιος Σπανάκης όμως θεωρεί αυτή την εξήγηση παραπλανητική και αναφέρει ότι το όνομα Κομητάδες προέρχεται από το επώνυμο του πρώτου οικιστή «Κομητάς», το οποίο καταγράφεται στην Κρήτη από το 1368.[3] Σύμφωνα με μια τρίτη εκδοχή, η ονομασία προέρχεται από τους «κομηστάδες», δηλαδή εμπόρους που ζούσαν στο χωριό.[2]
Το χωριό αναφέρεται από τον Φραντσέσκο Μπαρότσι ως Comitadhes στην επαρχία Σφακίων το 1577, και με το ίδιο όνομα αναφέρεται και από τον Αντόνιο Τριβάν. Τις 29 Μαΐου 1821, στην εκκλησία της Παναγιάς Θυμιανής, κοντά στο χωριό, κηρύχθηκε η επανάσταση των Σφακιανών ενάντια στους Τούρκους. Το χωριό καταστράφηκε τις 28 Αυγούστου 1821 από τον Οσμάν πασά και καταστράφηκε ξανά κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1867, από τον Ομέρ πασά.[3]
Στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834, οι Κομιτάδες κατοικούνταν από 80 χριστιανικές οικογένειες. Στην απογραφή του 1881, οι Κομιτάδες υπάγονταν στον δήμο Νίμπρου και είχαν 302 κατοίκους. Η δημογραφική πορεία του χωριού σύμφωνα με τις απογραφές:
Απογραφή | 1900 | 1920 | 1928 | 1940 | 1951 | 1961 | 1971 | 1981 | 1991 | 2001 | 2011 |
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Πληθυσμός[3] | 291 | 253 | 168 | 128 | 127 | 174 | 138 | 83 | 73 | 53 |
Αξιοθέατα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Λίγο χαμηλότερα από το χωριό βρίσκεται ο μικρός ναός του Αγίου Γεωργίου. Σύμφωνα με την παράδοση, κτίστηκε μετά από νίκη των κατοίκων ενάντια στους κουρσάρους, οι οποίοι είχαν καταστρέψει πολλές φορές το χωριό. Ο ναός είναι αγιογραφημένος από τον Ιωάννη Παγωμένο, το 1313-1314, σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή. Ως κτήτορες φέρονται οι Εμμανουήλ Σκορδίλης και Γεράσιμος Φουρογιώργης.[3][4]
Κοντά τη θάλασσα, νοτιοδυτικά του χωριού, βρίσκεται ο δίκλιτος ναός της Παναγίας Θυμιανής, αφιερωμένος στην Παναγία και στην Αγία Τριάδα. Ο ναός ήταν καθολικό μονής η οποία ιδρύθηκε το 1500. Στον ναό αυτό συνεδρίαζε η «γερουσία» των Σφακίων και εκεί η καγγελαρία των Σφακίων κήρυξε την επανάσταση στους Τούρκους στις 29 Μαΐου 1821.[1][4]
Οικονομία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι κάτοικοι των Κομιτάδων ασχολούνται με την κτηνοτροφία, τη μελισσοκομία, την ελαιοκαλλιέργεια και τον τουρισμό. Το χωριό παράγει γάλα και τυροκομικά προϊόντα, κρέας και λάδι. Οι γυναίκες ασχολούνται με την υφαντική και τα κεντήματα. Στο χωριό λειτουργούν ενοικιαζόμενα δωμάτια και ταβέρνες.[2][4]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 «Κομητάδες». Καινοτόμες Υπηρεσίες για την Ανάδειξη και Προώθηση του Πολιτιστικού -Τουριστικού Αποθέματος σε Περιφερειακούς Δήμους της Κρήτης. Πανεπιστήμιο Κρήτης. Ανακτήθηκε στις 7 Μαρτίου 2017.[νεκρός σύνδεσμος]
- ↑ 2,0 2,1 2,2 «Χωριά και οικισμοί». Δήμος Σφακίων. Ανακτήθηκε στις 7 Μαρτίου 2017.
- ↑ 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 Σπανάκης, Στέργιος (1993). Πόλεις και χωριά της Κρήτης στο πέρασμα των αιώνων, τόμος Α. Ηράκλειο: Γραφικές Τέχνες Γ. Δετοράκης. σελίδες 419–420.
- ↑ 4,0 4,1 4,2 Φραγκούλη, Αργίνη (1997). Επαρχία Σφακίων. Αθήνα. σελίδες 312–325.