Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ψάρι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Ιχθύες)
Για άλλες χρήσεις, δείτε: Ψάρι (αποσαφήνιση).
Ψάρι
Χρονικό πλαίσιο απολιθωμάτων:
Ordovician–Neogene
Διάφορα είδη ψαριών
Διάφορα είδη ψαριών
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Υποσυνομοταξία: Σπονδυλωτά (Vertebrata)

Ψάρι (αρχαία ελληνικά: ἰχθύς, λατινικά: piscis) είναι κάθε μέλος μιας ομάδας υδρόβιων κρανιωτών ζωικών οργανισμών που δεν έχουν άκρα με δάκτυλα. Σχηματίζουν μια αδελφή ομάδα με τα χιτωνόζωα, μαζί με τα οποία σχηματίζουν την (ευρύτερη) ομάδα των ολφακτόρων (olfactores). Σύμφωνα με αυτόν τον ορισμό ανήκουν στα ψάρια τα ζωντανά πετρόχελα (hagfish), τα σμύραινα (lampreys), οι χονδριχθύες, οι οστεϊχθύες, καθώς και διάφορες εξαφανισμένες συγγενικές ομάδες. Επειδή ο όρος «ψάρι» (ή «ιχθύς») ορίζεται αρνητικά (δηλαδή όχι απόλυτα) με τον παραπάνω ορισμό, αποτελεί παραφυλετική ομάδα και δεν θεωρείται ότι ανήκει στην τυπική ταξινομική ομαδοποίηση της συστηματικής βιολογίας. Ο παραδοσιακός όρος «ψάρι» (ή «ιχθύς») θεωρείται ότι χρησιμοποιείται σύμφωνα με τυπολογική αλλά όχι φυλογενετική ταξινόμηση.[1][2]

Αποτελείται από συνολικά 32.000 είδη οργανισμών.

Τα ψάρια κινούνται γενικά με πτερύγια, φέρουν λέπια και αναπνέουν με βράγχια. Πρόκειται για ζώα ψυχρόαιμα με έντονο το φαινόμενο της ποικιλοθερμίας. Βρίσκονται σχεδόν σε κάθε υδάτινο οικοσύστημα, από τα βουνά μέχρι τις αβύσσους.

Από τα απολιθώματα που έχουν βρεθεί φέρονται να ήταν τα πρώτα σπονδυλωτά που υπολογίζεται ότι έκαναν την εμφάνισή τους πριν από 400 εκατομμύρια χρόνια. Πρώτα γνωστά ζώα που έμοιαζαν με ψάρια ήταν τα οστρακόδερμα. Σήμερα φέρονται αναγνωρισμένα περισσότερα από 30.000 είδη ψαριών. Κάποια από αυτά ζουν στο αλμυρό νερό και κάποια άλλα στο γλυκό χαρακτηριζόμενα αντίστοιχα, καθώς και άλλα κοντά στην επιφάνεια του νερού, (αφρόψαρα), άλλα κοντά σε βράχους, (πετρόψαρα), και άλλα στο βυθό, (βαθύβια ή αβυσσαία).

Πολλά από αυτά αποτελούν σήμερα σημαντικότατες πηγές διατροφής στον κόσμο με πρώτης τάξεως θρεπτικά συστατικά όπως ζωικές πρωτεΐνες, λίπη, βιταμίνες καθώς και πολλά άλλα πολύτιμα στοιχεία για την ανθρώπινη υγεία. Σήμερα το ψάρεμα έχει αναχθεί σε βιομηχανική κλίμακα παγκοσμίως με χρησιμοποίηση αεροπλάνων, ραντάρ και σόναρ (εντοπισμό με υπερήχους). Ένα μέρος των αλιευμάτων καταναλίσκονται φρέσκα, ένα άλλο μέρος διακινούνται κατεψυγμένα ή σε κονσέρβες ή ακόμη συντηρούμενα (παστά ή καπνιστά), ενώ κάποια είδη ψαριών υπόκεινται σε ειδική επεξεργασία και μετατρέπονται ανάλογα με ξήρανση ή κονιοποίηση σε ψαράλευρα ή για παραγωγή βιταμινών ή διαφόρων ελαίων (π.χ. μουρουνέλαιο).

Αρχικά τα ψάρια είχαν ταξινομηθεί σ΄ μιά μόνο ομώνυμη τάξη με το λατινικό όνομα pisces. Σήμερα ταξινομούνται σε 4 ξεχωριστές τάξεις:

  1. Αφετοχυώδη ή πλακόδερμα (aphetohyidean, ή aphetohyoidec, ή plakodermi)
  2. Χονδριχθύες ή χονδριχθείς (chondrychtyes)
  3. Ακτινοπτερύγιοι (actinopterygii)
  4. Χοανιχθύες (ή χοανιχθείς) ή Οστεϊχθύες (ή οστεϊχθείς) (choanichtheyes)

Κάθε μιά από τις παραπάνω ομοταξίες περιλαμβάνει υπερτάξεις, με επιμέρους τάξεις και κάθε τάξη επιμέρους οικογένειες.

Δυστυχώς και η ταξινόμηση των ψαριών, όπως συμβαίνει και στα άλλα βασίλεια των ζώων και των φυτών δεν είναι ενιαία απ΄ όλους τους επιστήμονες που προτείνουν διαφορετικά συστήματα ταξινόμησης, (Κλαδιστική, Συστηματική ταξινόμηση). Περισσότερο οι διαφωνίες αφορούν τις ονομασίες των τάξεων ή σε δημιουργία νεότερων κ.λπ. και την επαναταξινόμηση σ΄ αυτές των διαφόρων ειδών. Τουλάχιστον όμως, (και ευτυχώς), δεν διαφωνούν και στο όνομα του κάθε είδους. Εύλογη όμως χαρακτηρίζεται η διαφωνία ειδικά στην ανακάλυψη σπανίων ψαριών, οι μελέτες των οποίων δίνουν νέα δεδομένα, και που η ανακατάταξη ομοίων ειδών να καθίσταται πλέον επιβεβλημένη.

Το μέγεθος των ενηλίκων ψαριών ποικίλει από ένα εκατοστόμετρο μέχρι 15 μέτρα. Στα μικρότερα σε μήκος ψάρια στον κόσμο είναι οι κοκκωβιοί των Φιλιππίνων που ζουν σε λίμνες και το μήκος τους φθάνει μόλις το 1 εκατοστό. Ψαρεύονται με πολύ ψιλά δίχτυα και χρησιμοποιούνται σε γλυκίσματα. Αντίθετα το μεγαλύτερο ψάρι στον κόσμο θεωρείται ο φαλαινοκαρχαρίας ή ρινόδους, των τροπικών περιοχών, που πολλές φορές φθάνει και τα 15 μέτρα, ακολουθούμενος από τον καρχαρία προσκυνητή με μήκος περίπου 10 μέτρων, ενώ του γλυκού νερού ο οξύρρυγχος στην Ευρώπη, ένα είδος το οποίο στη Ρωσία φθάνει τα 5 μέτρα, και ο αραπαΐμα στη Ν. Αμερική, κυρίως στη Βραζιλία, που φθάνει επίσης τα 5 μέτρα.

Γενικά τα ψάρια αναπτύσσονται σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Στην αρχή αναπτύσσονται γρήγορα και αργότερα όταν ενηλικιωθούν συνεχίζουν να αναπτύσσονται πολύ αργά. Στις επιμέρους αναφορές των ψαριών αναφέρεται πάντα το μέσο ενήλικο μήκος τους που έχει καταγραφεί και που μετράται από την άκρη του ρύγχους μέχρι τη νοητή γραμμή που ενώνει τις άκρες του ουραίου πτερυγίου τους.

Τρία είναι τα βασικά σχήματα που απαντώνται στα ψάρια και που οφείλονται κυρίως στο περιβάλλον και στον τρόπο που ζουν. Τα ψάρια για παράδειγμα που αναπτύσσουν ταχύτητα έχουν σχήμα ατράκτου όπως π.χ. οι ξιφίες, οι πέστροφες, και γενικά τα αφρόψαρα. Αντίθετα τα βυθόβια, δηλαδή εκείνα που αναζητούν την τροφή τους στο βυθό και αναπαύονται σ΄ αυτόν είναι πλατειά όπως π.χ. τα σαλάχια, οι γλώσσες, οι πλευρονήκτες κ.ά. Άλλα επίσης έχουν μεγάλο ύψος σε βάρος του πάχους τους όπως είναι οι θαλάσσιες πατελούδες ή χαιτοδοντίδες. Κάποια άλλα έχουν ανάπτυξη φιδοειδή όπως π.χ. τα σπαθόψαρα ή τα χέλια, προκειμένου να γλιστρούν ανάμεσα από τα υδρόβια φυτά, ή στους βράχους όπως οι σμέρνες. Σε μικρότερη κλίμακα παρουσιάζονται κάποια σφαιρικά όπως το ψάρι ακανθόχοιρος, ενώ τα οστράκια παρουσιάζουν από μπροστά μορφή τριγωνική.
Τέλος τα λεγόμενα αβυσσαία ψάρια παρουσιάζουν και τα πιο περίεργα σχήματα, πολλά από τα οποία φέρουν μακριά νηματοειδή πτερύγια με φωτογόνα κύτταρα στις άκρες τους.

Γενικά ως προς το χρώμα τα ψάρια είναι τα περισσότερο εντυπωσιακά ζώα στον κόσμο. Ιδιαίτερα το ασημί χρώμα των λεπιών που κυριαρχεί στα περισσότερα είδη οφείλεται σ΄ ένα στρώμα γουανίνης ή γκουανίνης, που αποτελεί υποπροϊόν της πέψης των τροφών τους. Σε πολλές των περιπτώσεων η ουσία αυτή φέρεται σε κρυσταλλική μορφή σαν πλάκες που αναλύουν το φως έτσι ώστε να δημιουργούν ιριδισμούς με πολλά χρώματα. Οι δε πράσινες, οι κόκκινες κι οι θαλασσιές αποχρώσεις με τους διάφορους επιμέρους χρωματισμούς οφείλονται σε αναρίθμητα αστεροειδή κύτταρα που ονομάζονται «χρωματοφόρα» τα οποία και βρίσκονται διασκορπισμένα σ΄ όλο το δέρμα του ψαριού. Τα χρωματοφόρα αυτά περιέχουν μεγάλη ποικιλία χρωστικών ουσιών όπως καριτινοειδή, φλαβίνες, μελανίνη, γουανίνη κ.λπ. Πολλά ψάρια αλλάζουν το χρώμα τους ανάλογα με τη διάθεσή τους ή τον χώρο που βρίσκονται. Σημειώνεται ότι το φαινόμενο αυτό της παραλλαγής των ψαριών είναι σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα απ΄ ότι παρατηρείται στον χαμαιλέοντα.

Η χρωστική ουσία ενός δερματικού κυττάρου ψαριού μπορεί να περιοριστεί τόσο ώστε να είναι σχεδόν αόρατο. Υπό την επίδραση όμως συγκεκριμένης ορμόνης για κάθε χρωστική αυτή μπορεί να διασταλεί μέχρι να γεμίσει όλο το κύτταρο. Οι μεταβολές αυτές των χρωμάτων συμβαίνουν κυρίως όταν το ψάρι αλλάζει τόπο βυθού (περιβάλλον), διάθεση ή σε αιφνιδιασμό ή φόβο. Γενικά πάντως τα υγιή ψάρια έχουν περισσότερο γυαλιστερό και λαμπρό χρώμα παρά όταν αρρωσταίνουν. Οι δε αλλαγές των χρωμάτων που παρατηρούνται στα σώματα των ψαριών παρουσιάζουν μια θαυμαστή κυματοειδή κίνηση, είτε από το ρύγχος προς την ουρά, είτε διαγώνια, είτε από τη ράχη προς τη κοιλιά.

  • Σημειώνεται ότι τελικά η αλλαγή του χρωματισμού των ψαριών έχει στενή σχέση με την όρασή τους. Συνεπώς ένα τυφλό ψάρι ή ένα που τυφλώνεται από έντονη δέσμη φωτός δεν μπορεί ν΄ αντιληφθεί το χρώμα του περιβάλλοντος και δεν αλλάζει χρώμα παραμένοντας ακίνητο. Αυτός είναι και ο ιδιαίτερος λόγος που απαγορεύεται αυστηρά η υποβρύχια αλιεία με φως.

Αναμφίβολα όμως τα περισσότερο θαυμαστά ψάρια σε ποικιλία χρωμάτων είναι τα πετρόψαρα γλυκού νερού και θαλασσινού των τροπικών περιοχών, τα λεγόμενα «τροπικά ψάρια», που αποτελούν ιδιαίτερο πλούτο της φύσης και βεβαίως των ενυδρείων.

Τέλος λαμβάνοντας υπόψη το βάθος στο οποίο φθάνουν οι ακτίνες του ήλιου σε συνάρτηση με την όραση των ψαριών στα διάφορα επίπεδα βάθους εύλογα διαπιστώνει κανείς ότι τα ψάρια με πολύ ανοικτά χρώματα μέχρι ακόμη και διαφανή είναι αυτά που ζουν κοντά στην επιφάνεια. Σε μεγαλύτερα βάθη είναι σκουρόχρωμα με κυρίαρχα χρώματα το μπλε και το κόκκινο. Και σε ακόμη μεγαλύτερα βάθη είναι περισσότερο σκουρόχρωμα μέχρι μαύρα όπως συμβαίνει κυρίως στα αβυσσαία ψάρια.

Ο θαυμαστότερος τρόπος κίνησης ζώων που παρατηρείται στη φύση, αλλά και ο πλέον αθόρυβος είναι αναμφισβήτητα η κίνηση των ψαριών που επιτυγχάνεται με συνεχή λικνίσματα του σώματός τους κατά πλευρά (δεξιά – αριστερά), διαγράφοντας έτσι ένα ατελές S.
Τα τυπικά ψάρια όπως είναι ο καρχαρίας, ο ξιφίας, ο σολομός, ο βακαλάος κ.ά παρουσιάζουν μια έντονη υδροδυναμική μορφή προκειμένου να κινούνται γρήγορα με τη μικρότερη δυνατή αντίσταση. Σ΄ αυτό βοηθάει μια γλοιώδης ουσία που καλύπτει το σώμα των ψαριών και τα κάνει περισσότερο να γλιστρούν μέσα στο νερό, καθώς και τα όργανα ισορροπίας και κατεύθυνσης που είναι τα πτερύγιά τους.

Την κινητήρια αυτή δύναμη παίρνουν τα ψάρια από τους μύες του σώματός τους που εκτείνονται από τα βραγχιακά επικαλύμματα μέχρι την ουρά τους. Τη δε αρχική προωθητική δύναμη εκκίνησης την επιτυγχάνουν με εκτόξευση νερού από τα βράγχια και στη συνέχεια ακολουθούν οι λικνισμοί της ουράς και του σώματός τους.

Σχετικά με την ταχύτητα που αναπτύσσουν τα ψάρια οι πληροφορίες δεν είναι απόλυτα καταγεγραμμένες. Εκτός από στιγμιαίες διαδρομές, π.χ. καταδίωξης και φυγής, ή άλλες όπως του δελφινιού, είναι πολύ αμφίβολο αν μπορούν τα ψάρια να υπερβούν τους 30 κόμβους επί μια τουλάχιστον ώρα. Ψάρια που διανύουν μεγάλες αποστάσεις σπάνια υπερβαίνουν τα 80 μίλια την ημέρα. Ταχύτερα ψάρια στην ελληνική πανίδα θεωρούνται οι ξιφίες, τα σκουμπριά και οι τόνοι, που όπως υποστηρίζεται φθάνουν, για πολύ μικρό χρονικό διάστημα και τους 50 κόμβους. Πολλά επίσης γρήγορα είδη ψαριών διπλώνουν τα ραχιαία πτερύγιά τους μέσα σε σχισμές που φέρουν έτσι ώστε να πετύχουν ακόμη μεγαλύτερη ταχύτητα.

Από τις κινήσεις των ψαριών άξια ιδιαίτερης προσοχής και θαυμασμού είναι τα σαλάχια με τις κυματικές κινήσεις των πλατιών πτερύγων τους, σ΄ ένα ασύγκριτο χορό πέπλων, όπως και οι αναπηδήσεις πολλών ειδών ψαριών που στρέφοντας το ρύγχος τους προς την επιφάνεια με δυνατή ώθηση πετάγονται στον αέρα. Για παράδειγμα οι ζαργάνες πολλές φορές κινούνται με το μισό σώμα τους έξω από την επιφάνεια ή ακόμη και να πετάγονται μέχρι και 4 μέτρα, ενώ τα χελιδονόψαρα κυριολεκτικά μπορούν να "πετούν" παράλληλα με τη επιφάνεια του νερού, μέχρι και 250 μέτρα απόσταση.
Ειδικά τα τελευταία όταν καταδιώκονται εξέρχονται στην επιφάνεια με ταχύτητα που αγγίζει τα 25 χλμ/ώρα, στη συνέχεια οριζοντιώνονται προς την επιφάνεια και με τα πολύ ανεπτυγμένα στηθαία πτερύγια φθάνουν και τα 50 χλμ/ώρα, σ΄ ένα πέταγμα τύπου "βολ- πλανέ" που διαρκεί περίπου 30 δευτερόλεπτα, θυμίζοντας πολύ τους πυραύλους επ/επ που κινούνται χαμηλά και παράλληλα προς την επιφάνεια, καταλήγοντας στο τέλος σε θεαματική βουτιά.

Χαρακτηριστική επίσης είναι η κίνηση του ιππόκαμπου που κινείται όρθιο με τη χαριτωμένη κυματοειδή κίνηση του ραχιαίου πτερυγίου του, όπως επίσης και οι πολύ θεαματικές κινήσεις των δελφινιών στα διάφορα θαλάσσια πάρκα που μπορούν να σταθούν όρθια στην επιφάνεια του νερού και να κινούνται και προς τα πίσω. Άξιες επίσης θαυμασμού είναι οι συνεχείς κάθετες αναβάσεις που επιχειρούν οι πέστροφες σε μικρούς καταρράκτες ή και οι σολομοί σε συνολικό υψόμετρο μέχρι και 650 μέτρα κατά τη περίοδο της ωοτοκίας τους.

Στα ψάρια δεν παρατηρείται έντονος φυλετικός διμορφισμός, με συνέπεια τα αρσενικά να μη διαφέρουν από τα θηλυκά. Βέβαια σε κάποια είδη είναι ευδιάκριτα όπως σε μερικούς καρχαρίες και ράγες. Κατά κανόνα όμως τα θηλυκά είναι μεγαλύτερα των αρσενικών.

Τα θηλυκά ψάρια φέρουν δύο ωοθήκες που στη περίοδο της ωοτοκίας καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος στη κοιλιακή κοιλότητα. Οι ωοθήκες αυτές έχουν σχήμα λουκάνικου. Από τις αυγομένες ωοθήκες της μπάφας παράγεται το αυγοτάραχο. Τα δε αρσενικά ψάρια έχουν δύο επιμήκη υπόλευκα όργανα τριγωνικά που φέρουν το σπέρμα, οι σπερματοδόχοι κύστεις. Σημειώνεται πως όλα σχεδόν τα ψάρια είναι ωοτόκα, ενώ κάποια εξ αυτών κρατούν τα αυγά μέχρι να εκκολαφθούν όπου και γεννούν έτοιμα τα μικρά τους.

Τα ωοτόκα ψάρια γεννούν τ΄ αυγά τους συνήθως ελεύθερα στο υγρό περιβάλλον και εκεί τα αρσενικά πλησιάζουν για να τα γονιμοποιήσουν με το σπέρμα τους. Η αναπαραγωγή των ψαριών με τον τρόπο αυτό παρουσιάζει τεράστιες απώλειες αφού το θηλυκό σε κάθε ωοτοκία υπολογίζεται (για κάποια είδη) ότι γεννά μέχρι και 10 εκατομμύρια αυγά όπου ένας πολύ μεγάλος αριθμός εξ αυτών καταστρέφεται.

Τα ψάρια γενικά είναι υδρόβια, είτε σε αλμυρό είτε σε γλυκό νερό. Η λεγόμενη προσαρμογή – υποταγή των ψαριών στο περιβάλλον τους είναι μεγαλύτερη απ΄ όλα τ΄ άλλα είδη των ζώων λόγω ακριβώς της ποικιλοθερμίας τους. Παρ'όλη την αφθονία των αλμυρών νερών που καλύπτουν περίπου το 71% της επιφάνειας της Γης και εκείνων των γλυκών υδάτων τα διάφορα είδη ψαριών κατά κάποιον τρόπο προσαρμόζονται και ζουν σ΄ ορισμένους χώρους που εξ αυτού και λαμβάνουν διάφορα ονόματα π.χ. πελαγίσια, αφρόψαρα, πετρόψαρα, αβισσαία, τροπικά κλπ.

Ιδιαίτερη διάκριση γίνεται για εκείνα που ζουν μόνο στο αλμυρό νερό ή μόνο στο γλυκό ή άλλα που ζουν το ίδιο καλά και στα δύο. Η μεγαλύτερη πάντως ποικιλία ψαριών βρίσκεται στις ρηχές τροπικές θάλασσες. Για παράδειγμα σε μια έκταση της τάξεως μερικών τ.χλμ. των θαλασσών αυτών που υφίστανται και κοράλλια μπορεί ν΄ απαντηθούν μέχρι και 1000 διαφορετικά είδη τροπικών ψαριών, σε αντίθεση με ίδια έκταση βόρειας και ψυχρής θάλασσας που δεν φιλοξενεί περισσότερα από μια το πολύ δωδεκάδα διαφορετικών ειδών ψάρια. Σημειώνεται όμως ότι ο αριθμός των ατόμων του κάθε είδους ψαριών των βορείων περιοχών είναι ασύγκριτα μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο των τροπικών θαλασσών. Τα δισεκατομμύρια ρέγκες για παράδειγμα που ψαρεύονται κάθε χρόνο από εκπληκτικά τεράστια κοπάδια του είδους των δίνει την εντύπωση ότι δεν λιγοστεύει ποτέ ο αριθμός τους.

Το ιδιαίτερο αυτό γεγονός οφείλεται κυρίως στο ότι τα ψάρια των περιοχών αυτών δεν έχουν να ανταγωνιστούν με άλλα είδη στη περιοχή τους, όταν η θάλασσα κάθε Άνοιξη «ανθίζει» από πλαγκτόν που αποτελεί και τη βασική τροφή τους, και έτσι πολλαπλασιάζονται πολύ γρήγορα.

Αλλά και στο γλυκό νερό, πολλά είδη ψαριών ζουν σε ψυχρά και γρήγορα ρεύματα, ενώ άλλα σε βραδυκίνητα ποτάμια ή και σε στάσιμα νερά (λίμνες). Μάλιστα πολλά είδη του γλυκού νερού μεγαλώνουν όταν η θερμοκρασία φτάνει τους 37 βαθμούς Κελσίου, ενώ κάποια άλλα τυφλά ζουν στο βυθό ή όπως οι κοκκωβιοί του Ειρηνικού που κινούνται σκαρφαλωμένοι στους βράχους σαν τα σαλιγκάρια. Άλλα πάλι είδη χώνονται μέσα στην άμμο, άλλα με το κεφάλι και άλλα με την ουρά, για να φυλάξουν τη λεία τους ή για ν΄ αποφύγουν τους εχθρούς τους. Ειδικότερα το ψάρι "ούμβρα" κινείται μέσα στη λάσπη εξίσου γρήγορα όπως τα άλλα σε κθαρα νερά. Ψάρια με πλατύ σώμα κινούμενα μπρος πίσω χώνονται στην άμμο περιμένοντας εκεί τη λεία τους.

Άξια επίσης ιδιαίτερης προσοχής είναι και τα ψάρια εκείνα που ζουν ως παράσιτα. Όπως το κολλησόψαρο ή κολαούζος,΄(ναυκράτης), που φέρει μυζιτικούς δίσκους στο κεφάλι του με τους οποίους κολλάει κάτω από το στόμα του καρχαρία ή στη θαλάσσια χελώνα, ή ακόμη το γατόψαρο, (αμίουρος), στη Ν. Αμερική που ζει μέσα στα βράγχια μεγαλύτερων ψαριών, ή άλλα που κινούνται ανάμεσα στα επικίνδυνα πλοκάμια της μουδιάστρας (μέδουσας), καθώς και άλλα που επιβιώνουν μέσα σε όστρακα ζωντανών κοχυλιών, με έντονη συμβιωτική σχέση.

Γενικά τα ψάρια χαρακτηρίζονται παμφάγα με τάσεις άλλων σε σαρκοφαγία και άλλων σε χορτοφαγία. Τα περισσότερα όμως είναι σαρκοφάγα που τρέφονται με μικρότερα και άλλα υδρόβια ζώα τα οποία τρώνε ακόμη πιο μικρά και ούτω καθεξής μέχρι που φθάνουν στους μονοκύτταρους οργανισμούς που αποτελούν το πλαγκτόν, τη πρώτη βαθμίδα της τροφικής αλυσίδας.
Όταν μάλιστα οι γενικές συνθήκες ζωής είναι πολύ ικανοποιητικές μπορεί να υφίστανται τόνοι πλαγκτού σε κάθε τ.χλμ., ποσότητα που χρωματίζει τη θάλασσα σε πολύ μεγάλη έκταση. Οι κατώτεροι αυτοί οργανισμοί, αόρατοι με γυμνό μάτι, αποτελούν τη βασική τροφή όλων των ψαριών, μερικά είδη των οποίων και τρέφονται αποκλειστικά με αυτά.

Παλαιότερα οι βιολόγοι κατηγοριοποιούσαν τους περισσότερους θαλάσσιους οργανισμούς και τους οργανισμούς με στενή σχέση με το νερό ως ψάρια. Ένα τέτοιο παράδειγμα ήταν ο ιπποπόταμος ο οποίος χαρακτηριζόταν ως ψάρι, αυτή η σύγχυση οδήγησε στη δημιουργία του όρου finfish (ψάρια με πτερύγια) που περιλάμβανε τα ζώα που τώρα κατηγοριοποιούμε ως ψάρια, ξεχωρίζοντας τα από τους οργανισμούς που ζουν η εξαρτώνται από το νερό οι οποίοι προστέθηκαν αργότερα στις δικές τους ξεχωριστές κατηγορίες.[εκκρεμεί παραπομπή]

  1. Goldman, K.J. (1997). «Regulation of body temperature in the white shark, Carcharodon carcharias». Journal of Comparative Physiology. B Biochemical Systemic and Environmental Physiology 167 (6): 423–429. doi:10.1007/s003600050092. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2012-04-06. https://web.archive.org/web/20120406114844/http://www.mendeley.com/research/temperature-and-activities-of-a-white-shark-carcharodon-carcharias/. Ανακτήθηκε στις 12 October 2011. 
  2. Carey, F.G.; Lawson, K.D. (February 1973). «Temperature regulation in free-swimming bluefin tuna». Comparative Biochemistry and Physiology A 44 (2): 375–392. doi:10.1016/0300-9629(73)90490-8. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]