Μετάβαση στο περιεχόμενο

Λεπτοκάρδια

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Λεπτοκάρδια
Το γένος Branchiostoma lanceolatum
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα
Υποβασίλειο: Ευμετάζωα (Eumetazoa)
Ανθυποβασίλειο: Αμφίπλευρα (Bilateria)
Υπερσυνομοταξία: Δευτεροστόμια (Deuterostomia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Υποσυνομοταξία: Κεφαλοχορδωτά (Cephalochordata)
Ομοταξία: Λεπτοκάρδια
Leptocardii

Müller, 1845

Τάξη: Αμφιοξύμορφα
Amphioxiformes
ανώνυμος, 1886

Συνώνυμα
  • Branchiostomiformes[1]
  • Amphioxi

Τα λεπτοκάρδια (λατινική και επιστημονική ονομασία Leptocardii) είναι ομοταξία ζώων της συνομοταξίας των χορδωτών. Είναι οι μοναδικοί σημερινοί εκπρόσωποι της υποσυνομοταξίας κεφαλοχορδωτά και με τη σειρά τους περιλαμβάνουν μόνο μία τάξη της οποίας τα μέλη ζουν και σήμερα: τα αμφιοξύμορφα ή βραγχιοστοματόμορφα (Amphioxiformes ή Branchiostomiformes), που είναι γνωστά με την απλούστερη ονομασία αμφίοξοι (Amphioxi, στον ενικό Amphioxus). Πρόκεται για όντα παρόμοια με πολύ μακρόστενα ψάρια, που ζουν κοντά σε βαθείς βυθούς ωκεανών. Σήμερα δεν αναγνωρίζονται γενικώς περισσότερα από 35 είδη τους.[2] Εμφανίζουν μεγάλες ομοιότητες με τα ηλικίας 530 εκατομμυρίων ετών απολιθώματα του γένους πικαία. Ωστόσο, σύμφωνα με φυλογενετική ανάλυση, η ομάδα των λεπτοκαρδίων μάλλον αποσχίσθηκε περί την Κρητιδική περίοδο: πριν από 97,7 εκατομμύρια έτη τα είδη του Ειρηνικού Ωκεανού και πριν από 112 εκατομμύρια έτη τα είδη του Ατλαντικού.[3][4] Το παλαιοβραγχιόστομα της Πέρμιας περιόδου ίσως είναι απολιθωμένο γένος λεπτοκάρδιου, ωστόσο εξαιτίας της καταστάσεως διατηρήσεως των απολιθωμάτων παραμένει αμφιβολία σχετικώς με τη φύση του.[5] Οι ζωολόγοι δείχνουν ενδιαφέρον για τα λεπτοκάρδια επειδή παρέχουν εξελικτική διόραση στην προέλευση των σπονδυλωτών. Τα λεπτοκάρδια διαθέτουν πολλά όργανα και συστήματα οργάνων που σχετίζονται στενά με εκείνα των σημερινών ψαριών (ιχθύων), αλλά σε μια πιο πρωτόγονη μορφή. Επομένως παρέχουν παραδείγματα δυνητικών μεταβολών στη λειτουργία νέων τάσεων και χαρακτηριστικών. Π.χ. οι σχισμές των βραγχίων των λεπτοκάρδιων χρησιμεύουν μόνο για τη διατροφή και όχι για την αναπνοή. Το κυκλοφορικό σύστημα μεταφέρει θρεπτικές ουσίες σε όλο το σώμα, αλλά δεν υπάρχουν ερυθρά αιμοσφαίρια ή αιμοσφαιρίνη για τη μεταφορά οξυγόνου. Το γονιδίωμα των λεπτοκάρδιων περιέχει ενδείξεις σχετικώς με την αρχική εξέλιξη των σπονδυλωτών: συγκρίνοντας γονίδια λεπτοκάρδιων με τα αντίστοιχα γονίδια σπονδυλωτών μπορούν να ανακαλύπτονται μεταβολές στην έκφρασή τους, τη λειτουργία τους και τον αριθμό τους, που οδήγησαν στην εμφάνιση των σπονδυλωτών ζώων.[6][7] Το γονιδίωμα λίγων ειδών του γένους βραγχιόστομα έχει αποκωδικοποιηθεί: των B. floridae[8], B. belcheri[9] και B. lanceolatum[10].

Σε χώρες της Ασίας τα λεπτοκάρδια αλιεύονται εμπορικά, ως τροφή για τον άνθρωπο. Στην Ιαπωνία το είδος αμφίοξου B. belcheri έχει περιληφθεί στον κατάλογο των κινδυνευόντων υδρόβιων ζώων της Ιαπωνίας.[11]

Τα λεπτοκάρδια ή αμφίοξοι είναι μικρά ημιδιαφανή ζώα, που μοιάζουν με μακρόστενα ψάρια.[12][13]

Ακολούθως παρατίθενται τα τριάντα τρία είδη λεπτοκάρδιων που αναγνωρίζονται σήμερα από το ITIS. Από άλλες πηγές αναγνωρίζονται περίπου τριάντα είδη.[14] Πιθανώς μέσα σε αυτά κρύβονται πρόσθετα, ξεχωριστά είδη, που δεν έχουν ακόμα αναγνωρισθεί.

ΤΑΞΗ ΑΜΦΙΟΞΥΜΟΡΦΑ (AMPHIOXIFORMES)

  • Οικογένεια Asymmetronidae (ασυμμετρονίδες)
    • Γένος Asymmetron, Andrews 1893
      • Asymmetron inferum, Nishikawa 2004
      • Asymmetron lucayanum, Andrews 1893
  • Οικογένεια Epigonichthyidae (επιγονιχθυΐδες), Peters 1876
    • Γένος Epigonichthys, Peters 1876 (ή Amphipleurichthys, Whitley 1932, ή Bathyamphioxus)
      • Epigonichthys australis (Raff 1912)
      • Epigonichthys bassanus (Günther 1884)
      • Epigonichthys cingalensis (Kirkaldy 1894, nomen dubium[15])
      • Epigonichthys cultellus, Peters 1877
      • Epigonichthys hectori (Benham 1901)
      • Epigonichthys maldivensis (Foster Cooper 1903)
  • Οικογένεια Branchiostomatidae (βραγχιοστοματίδες), Bonaparte 1841
    • Γένος Branchiostoma, Costa 1834 (ή Amphioxus, Yarrell 1836, ή Limax ή Dolichorhynchus)
      • Branchiostoma africae, Hubbs 1927
      • Branchiostoma arabiae, Webb 1957
      • Branchiostoma bazarutense, Gilchrist 1923
      • Branchiostoma belcheri, Gray 1847
      • Branchiostoma bennetti, Boschung & Gunter 1966
      • Branchiostoma bermudae, Hubbs 1922
      • Branchiostoma californiense, Andrews 1893
      • Branchiostoma capense, Gilchrist 1902
      • Branchiostoma caribaea, Sundevall 1853
      • Branchiostoma clonasea
      • Branchiostoma elongata, Sundevall 1852
      • Branchiostoma floridae, Hubbs 1922
      • Branchiostoma gambiense, Webb 1958
      • Branchiostoma indica, Willey 1901
      • Branchiostoma japonica, Willey 1896
      • Branchiostoma lanceolatum, Pallas 1774
      • Branchiostoma leonense, Webb 1956
      • Branchiostoma longirostra, Boschung 1983
      • Branchiostoma malayana, Webb 1956
      • Branchiostoma moretonense, Kelly 1966 (nomen dubium[16][17])
      • Branchiostoma nigeriense, Webb 1955
      • Branchiostoma platae, Hubbs 1922
      • Branchiostoma senegalense, Webb 1955
      • Branchiostoma tattersalli, Hubbs 1922
      • Branchiostoma virginiae, Hubbs 1922
  1. GBIF. «Species Search Results for browse/resource/344/taxon/7498708». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Ιουλίου 2015. Ανακτήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 2009. 
  2. Poss, Stuart G.; Boschung, Herbert T. (1996-01-01). «Lancelets (cephalochordata: Branchiostomattdae): How Many Species Are Valid?». Israel Journal of Zoology 42 (sup1): S13-S66. doi:10.1080/00212210.1996.10688872. ISSN 0021-2210. https://www.tandfonline.com/doi/abs/10.1080/00212210.1996.10688872. 
  3. Nohara, Masahiro; Nishida, Mutsumi; Manthacitra, Vipoosit; Nishikawa, Teruaki (2004). «Ancient Phylogenetic Separation between Pacific and Atlantic Cephalochordates as Revealed by Mitochondrial Genome Analysis». Zoological Science 21 (2): 203-210. doi:10.2108/zsj.21.203. ISSN 0289-0003. http://dx.doi.org/10.2108/zsj.21.203. 
  4. Donoghue, Philip C.J.; Keating, Joseph N. (2014). Smith, Andrew, επιμ. «Early vertebrate evolution». Palaeontology 57 (5): 879-893. doi:10.1111/pala.12125. https://onlinelibrary.wiley.com/doi/10.1111/pala.12125. 
  5. Briggs, Derek E.G.; Kear, Amanda J. (1993). «Decay of Branchiostoma: implications for soft-tissue preservation in conodonts and other primitive chordates». Lethaia 26 (4): 275-287. doi:10.1111/j.1502-3931.1993.tb01532.x. ISSN 0024-1164. https://onlinelibrary.wiley.com/doi/10.1111/j.1502-3931.1993.tb01532.x. 
  6. «Worm-like Marine Animal Providing Fresh Clues About Human Evolution» Newswise, Retrieved on July 8, 2008.
  7. Holland, PWH (1992). «An amphioxus homeobox gene: sequence conservation, spatial expression during development and insights into vertebrate evolution». Development 116 (2): 653-661. doi:10.1016/0168-9525(93)90180-p. ISSN 0168-9525. http://dx.doi.org/10.1016/0168-9525(93)90180-p. 
  8. Rokhsar, Daniel S.; Satoh, Nori; Holland, Peter W.H.; Holland, Linda Z.; Fujiyama, Asao; Bronner-Fraser, Marianne; Toyoda, Atsushi; Shin-I, Tadasu και άλλοι. (2008). «The amphioxus genome and the evolution of the chordate karyotype». Nature 453 (7198): 1064-1071. doi:10.1038/nature06967. ISSN 1476-4687. PMID 18563158. Bibcode2008Natur.453.1064P. 
  9. Xu, Anlong; Chen, Shangwu; Dong, Meiling; Wu, Fenfang; Fu, Yonggui; Yuan, Shaochun; You, Leiming; Zhou, Sisi και άλλοι. (2014-12-19). «Decelerated genome evolution in modern vertebrates revealed by analysis of multiple lancelet genomes». Nature Communications 5: 5896. doi:10.1038/ncomms6896. ISSN 2041-1723. PMID 25523484. Bibcode2014NatCo...5.5896H. 
  10. Marlétaz, Ferdinand; Firbas, Panos N.; Maeso, Ignacio; Tena, Juan J.; Bogdanovic, Ozren; Perry, Malcolm; Wyatt, Christopher D.R.; de la Calle-Mustienes, Elisa και άλλοι. (Δεκέμβριος 2018). «Amphioxus functional genomics and the origins of vertebrate gene regulation». Nature 564 (7734): 64-70. doi:10.1038/s41586-018-0734-6. ISSN 1476-4687. PMID 30464347. PMC 6292497. Bibcode2018Natur.564...64M. https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC6292497/. 
  11. Tomiyama, Minoru; Azuma, Nobuyuki; Kubokawa, Kaoru (1998). «A New Population of the Amphioxus (Branchiostoma belcheri) in the Enshu-Nada Sea in Japan». Zoological Science 15 (5): 799-803. doi:10.2108/zsj.15.799. ISSN 0289-0003. 
  12. Gewin, V. (2005). «Functional genomics thickens the biological plot». PLOS Biology 3 (6): e219. doi:10.1371/journal.pbio.0030219. PMID 15941356. 
  13. «Lancelet (amphioxus) genome and the origin of vertebrates», Ars Technica, 19 Ιουνίου 2008
  14. WoRMS Editorial Board (2013). World Register of Marine Species- Cephalochordates species list. http://www.marinespecies.org/aphia.php?p=taxlist&pid=1824&rComp=%3E%3D&tRank=220. Ανακτήθηκε στις 2013-10-22. 
  15. «WoRMS - World Register of Marine Species - Epigonichthys Peters, 1876». 
  16. «UNESCO-IOC Register of Marine Organisms (URMO) - Branchiostoma mortonense Kelly, 1966». 
  17. «WoRMS - World Register of Marine Species - Branchiostoma mortonense Kelly, 1966». 
  • Stach, T.G. (2004). «Cephalochordata (Lancelets)». Στο: M. Hutchins· Garrison, R.W.· Geist, V.· Loiselle, P.V.· Schlager, N.· McDade, M.C.· Duellman, W.E. Grzimek's Animal Life Encyclopedia. 1 (2η έκδοση). Detroit, MI: Gale. σελίδες 485–493. 
  • Stokes, M.D.; Holland, N.D. (1998). American Scientist 86: 552-560. doi:10.1511/1998.43.799. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]