Ιστορία της Τήνου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ονομασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Τήνος έλαβε το όνομά της από τον πρώτο οικιστή της, τον Τήνο, αρχηγό Ιώνων αποίκων από την Καρία της Μικράς Ασίας που εγκαταστάθηκαν πρώτοι στο νησί.[1]

Στην αρχαιότητα ήταν επίσης γνωστή στους Έλληνες με το όνομα «Υδρούσσα» λόγω των πολλών νερών που είχε αλλά «Οφιούσσα» λόγω της πληθώρας φιδιών.

Ιστορία της Τήνου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρχαίοι χρόνοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρώτοι κάτοικοι πιθανότατα ήταν οι Φοίνικες. Αργότερα εγκαταστάθηκαν Ίωνες. Κέντρο του νησιού ήταν από τη γεωμετρική εποχή μέχρι και τον Έ αιώνα η περιοχή του Εξωμβούργου.

Τον 6ο αιώνα π.χ. η Τήνος ήταν υποτελής στην Ερέτρια.

Την εποχή του τυράννου των Αθηνών Πεισίστρατου απέκτησε το "Πεισιστράτειο υδραγωγείο" με το οποίο προμηθεύονταν νερό η πόλη της Τήνου μέχρι το 1934.

Το 480 π.Χ. υποτάχθηκε στους Πέρσες. Στη ναυμαχία της Σαλαμίνας μια τηνιακή τριήρης με κυβερνήτη το Παναίτιο του Σωσιμένους, αυτομόλησε στους Έλληνες και τους έδωσε σημαντικές πληροφορίες για τον Περσικό στόλο. Γι' αυτή τους την πράξη οι Τήνιοι συμπεριλήφθησαν στο Δελφικό τρίποδα.

Συμμετείχαν επίσης ως πεζοί στην εκστρατεία των Αθηναίων στη Σικελία.

Στη συνέχεια περνά διαδοχικά από τους Μακεδόνες, τους Πτολεμαίους και τέλος στους Ρωμαίους.

Για την αρχαία Τήνο έγραψαν έργα ο Αινησίδημος το "ΤΗΝΙΑΚΑ" και ο Αριστοτέλης την "ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΗΝΙΩΝ".

Βυζαντινοί χρόνοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την εποχή των Βυζαντινών δέχθηκε επιδρομές και λεηλατήθηκε από Άραβες και Σαρακηνούς. Οι νησιώτες είχαν πολλά προβλήματα την εποχή αυτή. Ένα μέρος του πληθυσμού μετανάστευσε σε ασφαλέστερους προορισμούς. Αποτέλεσμα αυτών ήταν η παρακμή.

Ενετοκρατία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1204 η Τήνος πωλήθηκε στους αδερφούς Ανδρέα και Ιερεμία Γκίζι (Ghisi), Βενετούς ευγενείς.

Το 1292 υπέστη μεγάλες καταστροφές από τον ναύαρχο Ruggiero de Liuria ο οποίος τη λεηλάτησε έχοντας 30 πολεμικές γαλέρες με Καταλανούς στρατιώτες. Με το θάνατο του Γεωργίου Γ' Γκίζι περνά με βάση τη διαθήκη του στη εξουσία της Βενετίας. Πρώτος διοικητής διορίζεται ο Νικόλαος Vincivera. Οι Τήνιοι ήταν πιστοί στη Βενετία και συμμετείχαν στη διοίκηση του νησιού.

Από το 1418 έως το 1429 ενοικιάσθηκε στον Ορδελάφο Φαλέδρο με ετήσια πληρωμή 1.000 υπέρπυρα. Οι Τήνιοι δεν ήταν ευχαριστημένοι από τον τρόπο που ασκούσε τα καθήκοντά του και υπέβαλαν σχετικό αίτημα στη Βενετία. Το αίτημα έγινε δεκτό και παύεται η μίσθωση. Διοικητής διορίζεται για τα επόμενα 3 χρόνια ο Bernado Bolani με μισθο 1.600 υπέρπυρα. Έκτοτε διορίζονται μέχρι και το 1715 Βενετοί διοικητές. Οι διοικήτες αυτοί ήταν υποχρεωμένοι να κυβερνούν σύμφωνα με τα τοπικά έθιμα και όπου υπήρχαν κενά σύμφωνα με το βενετικό νόμο.

Άμυνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Τήνο υπήρξε ασήμαντος αριθμός Βενετών στρατιωτών (περίπου 12) και για τη φρούρηση ήταν υπεύθυνοι χωρικοί οι οποίοι ονομάζονταν Roccari. Οι Roccari έπρεπε όταν έβλεπαν ύποπτο πλοίο να το αναφέρουν. Τέλος οι Centurioni 5 άνδρες, εξελέγοντο με την εντολή να οργανώσουν σώμα 100 ανδρών ο καθένας ,στο οποίο επιλέγονταν οι ικανότεροι πολεμιστές.

Για κάθε νεκρό πειρατή που θα σκότωναν, οι Τήνιοι έπαιρναν από τον διοικητή 1-2 τσεκίνια καθώς και τα όπλα του.

Απόπειρες κατάληψης της νήσου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1537 κατακτήθηκε αμαχητί από τον Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα αλλά οι Τήνιοι επαναστάτησαν τάχιστα και ζήτησαν βοήθεια από τη Βενετία. Ο Μπαρμπαρόσα επέστρεψε το ίδιο έτος με σκοπό να την επανακαταλάβει. Έστειλε έναν απεσταλμένο στο κάστρο όπου είχαν καταφύγει οι νησιώτες ζητώντας τους να παραδοθούν και ως απάντηση τον έριξαν στο γκρεμό. Στη μάχη που ακολούθησε ηττήθηκε.

Το 1570 ο πειρατής Φραγκίσκος Κορονέλλος πληροφορήθηκε ότι υπήρχε έλλειψη τροφής και επιχειρεί να την καταλάβει ανεπιτυχώς. Μέτα από αυτή του την ήττα πήγε στο σουλτάνο και φέρεται να του είπε ότι "Αυτός ο κήπος είναι οι Κυκλάδες και σας ανήκουν όλες, έκτος από αυτό εδώ το νησί που λέγεται Τήνος". Τότε ο σουλτάνος διατάζει τον Πιαλή Πασά να την κυριέψει. Ο τελευταίος αποβιβάζεται με 8.000 άνδρες και λεηλατεί τα ωραιότερα χωριά αλλά αποτυγχάνει στην αποστολή του.

Την εποχή αυτή η Τήνος ήταν ένα ασφαλές καταφύγιο για τους Έλληνες. Το κάστρο της Αγίας Ελένης θεωρούνταν απόρθητο. Οι Τήνιοι ασκούν την πειρατεία συστηματικά.

Το 1654 οι Τούρκοι προσπαθούν πάλι να την κυριέψουν αλλά βλέποντας το στόλο του Morosini αποχωρούν.

Το 1696 νέα απόπειρα ατυχής για τους Τούρκους. Ο ναύαρχος Alexandre Molin τους κυνηγά μέχρι τα Δαρδανέλια. Το ίδιο έτος ο καπουδάν πασάς Μετζομόρτος ήρθε με μεγαλύτερες δυνάμεις. Κατορθώνει να αποβιβαστεί αλλά οι κάτοικοι του προξενούν μεγάλες ζημιές και αναγκάζεται να αποχωρήσει.

Τουρκική κατάληψη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πρωί της 5ης Ιουνίου του 1715 έφτασε αιφνίδια ο Τζανούμ Χότζας με ένα στρατό αποτελούμενο από 45 πολεμικά και μεταγωγικά πλοία και αποβιβάζει 25.000+ άνδρες. Αν και οι απώλειες για το στρατό του ήταν μεγάλες, οι Έλληνες γρήγορα αποσύρθηκαν στο κάστρο. Βλέποντας το βαρύ πυροβολικό και το μέγεθος των Τούρκων να πλησιάζει ο διοικητής υψώνει λευκή σημαία παρά τις αντιδράσεις των κατοίκων. Η πτώση της Τήνου η οποία θεωρούνταν απόρθητη, προκάλεσε αίσθηση στη Βενετία. Ο διοικητής της νήσου κατηγορήθηκε ότι δωροδοκήθηκε από τους Τούρκους, δικάστηκε για προδοσία και καταδικάσθηκε σε θάνατο πίνοντας κοχλάζοντα άργυρο. Αμέσως μετά την κατάληψη οι Τούρκοι γκρεμίζουν συθέμελα το φρούριο και υποχρεώνουν 200 από τις ευγενείς οικογένειες να εγκαταλείψουν τη νήσο και να εγκατασταθούν στην Αφρική.

Τουρκοκρατία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι κάτοικοι του νησιού αυτή την περίοδο υπολογίζονται σε 17-20.000 άτομα διασκορπισμένοι σε όλο το νησί. Οι περισσότεροι κάτοικοι αυτή την περίοδο λόγω και της ενετοκρατίας είναι Καθoλικοί στο θρήσκευμα. Την περίοδο της τουρκοκρατίας σταδιακά ένα μεγάλο μέρος είτε μεταναστεύει είτε μεταστρέφεται στην ορθοδοξία.

Είχαν δοθεί σημαντικά προνόμια, παράδειγμα ο τούρκικος στόλος δεν επιτρεπόταν να προσεγγίζει το νησί αλλά να πλέει 12 μίλια μακριά από τις ακτές, ακόμη επιτρεπόταν στους κατοίκους να φορούν καπέλο και όχι φέσι κ.τ.λ

Τη διοίκηση του νησιού ασκούσε ένα είδος γερουσίας με 5 μέλη. Ο φόρος κατ έτος ήταν 33.000 γρόσια ο οποίος με άλλους έκτακτους φόρους έφτανε τις 70.000. Τούρκοι δεν έμεναν μόνιμα στο νησί εκτός από έναν αγά και τον καδή (δικαστή) ο οποίος σπάνια βρισκόταν στο νησί.

Ρωσοκρατία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1770 έως το 1774 περνά στα χέρια των Ρώσων. Την εποχή αυτή κατασκευάστηκε η εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης στο χωριό Κάμπος και ανακαινίσθηκε η μονή Κεχροβουνίου. Οι Ρώσοι για την άμυνα του νησιού είχαν σχηματίσει 2 λεγεώνες από κατοίκους του νησιού, μία που απαρτιζόταν από ορθόδοξους και μια από καθολικούς, με 200 άνδρες η κάθε μία.

Το 1774 οι Ρώσοι λεηλάτησαν την πόλη του Εξώμβουργου, τις καθολικές εκκλησίες καθώς και τα μοναστήρια των Ιησουιτών και των Ουρσουλινών.

Νεότερα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μέχρι το 1821 η Τήνος ήταν η οικονομική πρωτεύουσα των Κυκλάδων με περίπου 30.000 κατοίκους. Στο νησί υπήρχαν προξενεία και υποπροξενεία των χωρών της Γαλλίας, Ρωσίας, Αγγλίας, Δανίας, Ισπανίας.

Η επανάσταση άρχισε στο χωριό Πύργος στις 31 Μαρτίου με το Γεώργιο Παλαμάρη και στην Πόλη της Τήνου στις 20 Απριλίου. Στον αγώνα πήραν μέρος περίπου 5.000 Τήνιοι σε πλοία των Σπετσών, των Ψαρών και της Ύδρας. Υπολογίζονται 2.000 νεκροί. Σύμφωνα με πίνακα που έγραψε ο Γ. Αμιραλής οι Τήνιοι έδωσαν για τις ανάγκες του αγώνα 339.384 γρόσια και σημαντικές πληροφορίες καθώς διέθεταν σημαντικές παροικίες στην Κωνσταντινούπολη και στη Σμύρνη οι οποίες το 1885 έφταναν τις 8.000 και 3.000 άτομα αντίστοιχα.[εκκρεμεί παραπομπή]

Στα τέλη του 18ου αι. πληθαίνουν οι σχέσεις με τον Ελληνισμό των Μικρασιατικών Παραλίων και ακμάζει στη Σμύρνη η παροικία των Τηνίων, γόνος της οποίας υπήρξε ο άγιος Αμβρόσιος, μετέπειτα Μητροπολίτης Μοσχονησίων και μάρτυρας της Μικρασιατικής Καταστροφής.[2]

Η εύρεση της εικόνας της Παναγίας στις 30 Ιανουαρίου του 1823 προκαλεί εθνική συγκίνηση και ερμηνεύεται ως ιερό μήνυμα για το δίκαιο του Αγώνα. Ο Ναός της Παναγίας της Τήνου ξεκίνησε να κτίζεται από το 1825 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ευστράτιου Καλονάρη από τη Σμύρνη.

Στις 15 Αυγούστου 1940, ο τορπιλισμός του ευδρόμου «Έλλη» από ιταλικό υποβρύχιο στις παραμονές του Ελληνοϊταλικού πολέμου, προκάλεσε συγκίνηση αλλά και αγανάκτηση σε όλους τους Έλληνες.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]