Ιεράπολη Συρίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πόλεις της Λεβαντίνης την ρωμαϊκή εποχή

Η Ιεράπολις Βαμβύκη ή Ιεράπολις η Κυρρηστική ήταν αρχαία πόλη που βρισκόταν στην Κυρρηστική, περιοχή της βόρειας Συρίας από τον Ευφράτη ποταμό μέχρι το όρος Αμανός. Το προηγούμενο όνομα της πόλης ήταν, σε εξελληνισμένη μορφή, Βαμβύκη ενώ οι Σύροι την ονόμαζαν, στα Αραμαϊκά, Μαμπόγκ[1], ονομασία που αντανακλάται στο σημερινό όνομα της πόλης Μανμπίτζ (Manbij) της Συρίας[2].

Κατα τόν Ρωμαίο συγγραφέα Αιλιανό, αυτός που μετονόμασε τη Βαμβύκη σε Ιεράπολη ήταν ο Σέλευκος Νικάτωρ. Αργυρό νόμισμα της πόλης πιθανώς αναφέρει το όνομα του Σελεύκου. Αν αυτό αληθεύει, τότε επρόκειτο για μοναδικό προνόμιο της πόλης να εκδίδει αργυρά νομίσματα στο όνομα του ίδιου του βασιλιά. Χαρακτηριστικά, ο ίδιος βασιλιάς είχε επιτρέψει και στη Σελεύκεια της Πιερίας και την Αντιόχεια να εκδώσουν νομίσματα με το όνομά του αλλά μόνο ορειχάλκινα.[3]

Όπως παραδίδει ο Πλίνιος, στην πόλη αυτή λατρευόταν η συριακή θεά Αταργάτις, την οποία οι Έλληνες αποκαλούσαν Δερκετώ.[4] Στην πόλη υπήρχε ναός της θεάς ο οποίος είχε ανοικοδομηθεί από τη «Στρατονίκη, σύζυγο του βασιλιά της Ασσυρίας». Κατά πάσα πιθανότητα, πρόκειται για τη Στρατονίκη, μητριά και αργότερα σύζυγο του Αντιόχου Α΄. Ωστόσο έχει αμφισβητηθεί από μερικούς ιστορικούς ότι η Στρατονίκη συνέβαλε στην ανοικοδόμηση[5]. Δεν έχει απομείνει τίποτε από τον ναό αυτό, ωστόσο είναι γνωστή η μορφή του από περιγραφή του Λουκιανού. Επρόκειτο για ναό ιωνικού ρυθμού πάνω σε ανυψωμένη βάση η οποία έβλεπε προς την ανατολή, σε λόφο στο κέντρο της πόλης, και περιβαλλόταν από διπλό τείχος. Δίπλα στον ναό υπήρχε μικρή λίμνη με ιερά ψάρια.[4] Σύμφωνα με τον Γράνιο Λικινιανό (Granius Licinianus), κάποιος βασιλιάς, πιθανότατα ο Αντίοχος Δ΄ Επιφανής, τέλεσε τον συμβολικό γάμο του με τη θεά και στη συνέχεια λεηλάτησε τους θησαυρούς του ναού. Τον ναό λεηλάτησε επίσης ο Ρωμαίος στρατηγός Κράσσος, το 54 π.Χ..[6] Στην πόλη λατρευόταν επίσης ο σύζυγος της Αταργάτιδος, Χαντάντ, τον οποίο ο Λουκιανός ταυτίζει με τον Δία, καθώς και ο Απόλλωνας[7].

Διάφορες μαρτυρίες αναφέρουν Ιεραπολίτες σε άλλα σημεία του ελληνιστικού κόσμου. Π.χ. σε αιγυπτιακό πάπυρο του 156 π.Χ. αναφέρεται σκλάβος συριακής καταγωγής από τη Βαμβύκη ενώ επιγραφή από τα μέσα του 2ου αι. π.Χ. από τη Λάρισα αποδίδει τιμές σε Χαλδαίο αστρονόμο με το όνομα Αντίπατρος, ο οποίος είχε γίνει πολίτης στο Ομόλιο της θεσσαλικής Μαγνησίας.Επίσης, αναφέρεται η ύπαρξη ακμάζουσας παροικίας Ιεραπολιτών εμπόρων στη Δήλο, στα τέλη του 2ου αι. π.Χ.[7]

Όσο για το καθεστώς του οικισμού, επιγραφή του 128/7 π.Χ. από τη Δήλο την αναφέρει ρητά ως «πόλιν». Παρόλα αυτά, δεν υπάρχουν αναφορές για τη δημοτική οργάνωση της πόλης στην ελληνιστική περίοδο. Ο Στράβων, ο οποίος έγραψε κατά τα τέλη του 1ου αι. π.Χ. με αρχές του 1ου αι. μ.Χ., την αναφέρει ως «πολίχνιον»[8]. Ο ίδιος την αναφέρει, πιθανότατα κατά λάθος, και ως Έδεσσα.[7] Η αρχαιότερη σωζόμενη αναφορά σε βουλή και δήμο έρχεται από τον 2ο αι. μ.Χ. Στο 1ο μισό του 1ου αι. π.Χ., η Ιεράπολη, μαζί με την Ηράκλεια και τη Βέροια (σημ. Αλέππο ή Χαλέπι), ανήκε στην ηγεμονία του Διονυσίου, γιου του Ηρακλέωνα.[7]

Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο ήταν πρωτεύουσα της επαρχίας της Κομμαγηνής. Γι αυτόν τον λόγο αποτελούσε ισχυρό φρούριο και σημείο συγκέντρωσης των ρωμαϊκών και μετέπειτα βυζαντινών στρατιωτικών δυνάμεων κάθε φορά που οι Πέρσες περνούσαν τα σύνορα και την πρώτη γραμμή άμυνας της αυτοκρατορίας.[9] Ανάμεσα στα σημαντικά πρόσωπα που έμειναν στην πόλη ήταν ο αυτοκράτορας Βάλης, κατά τις επιχειρήσεις του εναντίον των Περσών, και ο Κομεντίολος, στρατηγός του αυτοκράτορα Μαυρικίου.[10] Εδώ σταμάτησε για λίγες ημέρες ο Ιουλιανός, κατά την έναρξη της εκστρατείας του εναντίον των Περσών. Το 540, επί βασιλείας του Ιουστινιανού, η πόλη υποχρεώθηκε να πληρώσει βαριά λύτρα προκειμένου να αποφύγει τη λεηλασία από τον στρατό του Πέρση βασιλιά Χοσρόη. Ο Ιουστινιανός ενίσχυσε τις οχυρώσεις της πόλης, περιορίζοντας την περίμετρό τους.[9]

Ο αυτοκράτορας Ηράκλειος εκμεταλλεύτηκε τη στρατηγική θέση της Ιεράπολης, παρακολουθώντας από εκεί την αποχώρηση των Περσών από τα βυζαντινά εδάφη που κατείχαν καθώς και τα τεκταινόμενα στο εσωτερικό της Περσικής αυτοκρατορίας, την επαύριο της νίκης του εναντίον της (628). Ήδη εκείνη την εποχή η Ιεράπολη ήταν σημαντικό κέντρο του Μονοφυσιτισμού.[11] Εκεί το 630 ο Ηράκλειος παρέλαβε τα λείψανα του Τιμίου Σταυρού που είχαν πάρει από τα Ιεροσόλυμα οι Πέρσες και διεξήγαγε εκτενείς συζητήσεις με τον μονοφυσίτη Πατριάρχη Αντιοχείας Αθανάσιο και 12 επισκόπους για δογματικά ζητήματα. Λέγεται μάλιστα πως σε αυτές τις συζητήσεις δημιουργήθηκε το συμβιβαστικό δόγμα του Μονοενεργητισμού το οποίο στη συνέχεια εξελίχθηκε στον Μονοθελητισμό.[12]

Το 1068 την κατέλαβε ο αυτοκράτορας Ρωμανός Διογένης, επιβραδύνοντας έτσι την προέλαση των Σελτζούκων.[9]

Στη συνέχεια η Ιεράπολη περιήλθε διαδοχικά στους Τούρκους και τους Σταυροφόρους. Στη συνέχεια, οι Μογγόλοι την κατέστρεψαν ολοκληρωτικά[εκκρεμεί παραπομπή].

Βρισκόταν στον μεγάλο δρόμο που οδηγούσε ανατολικά στην Αντιόχεια (Έδεσσα, σημ. Ούρφα). Τα ερείπια της πόλης βρίσκονται στη θέση της σημερινής Μανμπίτζ, 88 χλμ βορειανατολικά του Αλέππο της Συρίας.[7] Τα πρώτα ευρήματα ανακαλύφθηκαν το 1879[εκκρεμεί παραπομπή].

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Greenfield, Jonas Carl (2001). 'Al Kanfei Yonah. BRILL. σελ. 69. ISBN 9004121706. 
  2. Cohen 2006, σελ. 174, σημ. 2.
  3. Cohen 2006, σελ. 174, 175.
  4. 4,0 4,1 Cohen 2006, σελ. 172.
  5. Cohen 2006, σελ. 172, 175 σημ. 5.
  6. Cohen 2006, σελ. 172-273.
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 7,4 Cohen 2006, σελ. 173
  8. Στράβων, Γεωγραφικά, 16.2.7.
  9. 9,0 9,1 9,2 Vailhé, S. (1910). «CATHOLIC ENCYCLOPEDIA: Titular Archdiocese of Hierapolis». www.newadvent.org. Ανακτήθηκε στις 23 Ιουνίου 2018. 
  10. Kaegi 2003, σελ. 235.
  11. Kaegi 2003, σσ. 187, 202.
  12. Kaegi 2003, σελ. 214.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]