Βέροια Συρίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Βέροια ήταν ελληνιστική πόλη της βόρειας Συρίας (σημερινό Χαλέπι ή al Haleb στα αραβικά). Πριν ονομαστεί έτσι λεγόταν Χαλυβών, ονομασία για την οποία έχουν προταθεί κάποιες ετυμολογήσεις. Μερικοί υποστηρίζουν ότι προήλθε από την αμοριτική λέξη halab, δηλ. σίδερο ή χαλκός, μιας και ήταν σημαντική πηγή μετάλλων. Σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή Halab δηλώνει την πόλη που έδωσε γάλα. Όταν -σύμφωνα με την παράδοση- ο πατριάρχης των Εβραίων Αβραάμ παρακάλεσε τον Θεό, εκείνος άκουσε την προσευχή του και πότισε με γάλα τους διψασμένους ταξιδιώτες. Επανιδρύθηκε από τον Σέλευκο Α΄ τον Νικάτορα πάνω στη συριακή Χαλυβώνα, με αποίκους από την ομώνυμη πόλη της Μακεδονίας. Από το αρχαίο όνομα προέρχεται και το σημερινό όνομα της πόλης, Χαλέπι.

Η αρχαία πόλη της Χαλυβώνας άνθησε στην ιστορία ήδη από το 5000 π.Χ., πράγμα που διαπιστώθηκε από τις ανασκαφές στην Tallet Alsauda. Στη συνέχεια γνώρισε τη διαδοχική κυριαρχία της δυναστείας Yamkad, του βασιλείου των Αμοριτών, της Ασσυριακής, της Περσικής και τέλος της Ελληνικής αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου στα 333 π.Χ.

Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, περιήλθε στην κυριαρχία του στρατηγού του Αντιγόνου Α΄ και το 301 π.Χ. στον Σέλευκο Α΄ Νικάτορα. Ο τελευταίος για να εδραιώσει τη μακεδονική κυριαρχία στη Συρία, μετέφερε αποίκους από τη Μακεδονική Βέροια και στο εξής η Χαλυβών θα περνούσε στην ιστορία με το όνομα Βέροια. Η πόλη ενωνόταν μέσω εμπορικού δρόμου με τη Μεσοποταμία και ανήκε στη σελευκιδική επαρχία της Κυρρηστικής. Φαίνεται ότι κατά τους ελληνιστικούς χρόνους η πόλη άνθισε, ενώ η ελληνική γλώσσα ακουγόταν στις οδούς τις. Το 163/2 π.Χ. στην πόλη θανατώθηκε κατά διαταγή του Αντιόχου Ε΄ ο πρώην Ιουδαίος αρχιερέας Μενέλαος επειδή προξένησε αναταραχές στην ελληνική διοίκηση της Ιουδαίας, όσο και στους ομοφύλους του. Ο παραβάτης του νόμου του Θεού βρήκε φρικτό θάνατο πάνω σε πύργο ύψους 50 πήχεων γεμάτο τέφρα[1]. Το 130 π.Χ. οι Έλληνες στρατιωτικοί έποικοι της Βέροιας (κάτοικοι κατά την σελευκιδική φρασεολογία) συνέδραμαν τον στρατό του Αντιόχου Ζ΄ Σιδήτη στον αγώνα κατά των Πάρθων. Στην ύστερη σελευκιδική περίοδο η Βέροια βρισκόταν στην επικράτεια του Φιλίππου Α΄ Φιλαδέλφου. Ο αδελφός του τελευταίου Δημήτριος Γ' Εύκαιρος διοικούσε την άλλη μισή Συρία (την περίοδο εκείνη η ελληνική Συρία είχε διχοτομηθεί) και αφού συνέτριψε τους Ιουδαίους στη Συχέμ, στράφηκε κατά του Φιλίππου στη Βέροια (88 π.Χ.). Τα σελευκιδικά στρατεύματα του Δημητρίου (10.000 πεζοί και 1.000 ιππείς) πολιόρκησαν την πόλη, αλλά ο τύραννός της Στράτων -σύμμαχος του Φιλίππου- κάλεσε σε βοήθεια τον Άραβα φύλαρχο Άζιζο (Aziz) και έναν Πάρθο ύπαρχο μιας γειτονικής επαρχίας τον Μιθριδάτη Σινάκη με ισχυρές δυνάμεις. Η πολυάριθμη στρατιά (Έλληνες, Άραβες και Πάρθοι) εγκλώβισαν τον Δημήτριο στο χαράκωμά του και τον ανάγκασαν σε παράδοση, όπως μας παραδίδει ο ιστορικός Φλάβιος Ιώσηπος.[2]

Κατά τον αρχαιολόγο Sauvaget, η Βέροια είχε δομηθεί με το ελληνικό ιπποδάμειο σύστημα (κάθετοι οδοί και παράλληλοι δρόμοι με προσανατολισμό στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα). Οι δρόμοι από βορρά προς νότο είχαν πλάτος 3 μ. και οι δρόμοι από ανατολών προς δυσμάς 5 μ. και ορίζουν επιμήκη ορθογώνια οικοδομικά τετράγωνα, μεγάλων διαστάσεων αναλογίας 1:2. Η κεντρική αρτηρία (πλάτους 25 μ.) οδηγούσε με κατεύθυνση από ανατολών προς δυσμάς στην αγορά και κατέληγε στην ακρόπολη. Ο περίβολος της πόλεως είχε σχήμα τετράγωνο με πλευρά 1.100 μ.[3]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Βλέπε Μακκαβαίων Β΄, κεφάλαιο 13, παράγραφος 4.
  2. Siever (2001). «Δημήτριος δ' εκ της Ιουδαίας απελθών εις Βέροιαν επολιόρκει τον αδελφόν αυτού Φίλιππον όντων αυτώ πεζών μεν μυρίων, χιλίων δε ιππέων. Στράτων δ' ο της Βεροίας τύραννος Φιλίππω συμμαχών Άζιζον των Αράβων φύλαρχον επεκαλείτο και Μιθριδάτην τον Σινάκην των Παρθυαίων ύπαρχον. Ων αφικομένων μετά πολλής δυνάμεως και πολιορκούντων Δημήτριον εντός του χαρακώματος είσω τοις τε τοξεύμασι και τη δίψη συνέχοντες αυτόν ηνάγκασαν τους συν αυτώ σφας παραδούναι. Λαφυραγωγήσαντες δε τα εν τη χώρα και τον Δημήτριον παραλαβόντες τον μεν τω Μιθριδάτη τω τότε βασιλεύοντι Πάρθων έπεμψαν των δ' αιχμαλώτων ους Αντιοχέων είναι πολίτας συνέβαινε τούτους προίκαν τοις Αντιοχεύσιν απέδωκαν».
  3. Ιωάννης Τραυλός, «Πόλεις των Σελευκιδών», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τομ.Ε΄, (1974), σελ.473-474

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]