Ιεζεκιήλ Τσουκαλάς

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μητροπολίτης Ιεζεκιήλ
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση13  Μαΐου 1913
Πάτρα
Θάνατος22  Ιουλίου 1987
Αθήνα
Τόπος ταφήςΧερσόνησος του Άθω
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
ΘρησκείαΑνατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΕλληνικά
ΣπουδέςΕθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (έως 1935)
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταορθόδοξος ιερέας

Ο Ιεζεκιήλ Τσουκαλάς (13 Μαΐου 1913 – 22 Ιουλίου 1987) ήταν Έλληνας θεολόγος και επίσκοπος, ο οποίος διετέλεσε Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας και κατόπιν Μητροπολίτης Πισιδίας και Κώου.

Βιογραφικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο κατά κόσμον Χρήστος Τσουκαλάς γεννήθηκε στις 13 Μαΐου 1913 στην Πάτρα και είχε πνευματικό τον μετέπειτα άγιο Γερβάσιο Παρασκευόπουλο[1]. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε το 1935.

Το 1934 εκάρη μοναχός στη μονή Κορώνης[2]. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1934 χειροτονήθηκε διάκονος από τον Μητροπολίτη Θεσσαλιώτιδος Ιεζεκιήλ, από τον οποίο πήρε και το όνομά του, και στις 30 Νοεμβρίου 1935 πρεσβύτερος. Διετέλεσε Πρωτοσύγκελος στη Μητρόπολη Θεσσαλιώτιδος και κατόπιν στις Μητροπόλεις Θηβών και Λεβαδείας και Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως[2].

Το 1937 μετέβη στην Αμερική κατόπιν πρόσκλησης του Αρχιεπισκόπου Αμερικής Αθηναγόρα[1]. Το 1941 διορίστηκε Καθηγητής και Υποδιευθυντής της Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού (που τότε έδρευε στο Πόμφρετ του Κονέκτικατ και από το 1946 στο Μπρούκλιν της Μασαχουσέτης[2]) και το 1949 Διευθυντής της[3]. Το 1943 πήρε μεταπτυχιακό δίπλωμα Θεολογίας από το Θεολογικό σεμινάριο του Χάρτφορτ[2].

Ο Ιεζεκιήλ εξελέγη τιτουλάριος Επίσκοπος Ναζιανζού, Βοηθός Επίσκοπος της Αρχιεπισκοπής Αμερικής στις 31 Αυγούστου 1950 και χειροτονήθηκε επίσκοπος στις 17 Σεπτεμβρίου 1950. Μέχρι το 1954 είχε ως έδρα τη Βοστώνη και από το 1954 μέχρι το 1959 το Σικάγο.

Εξελέγη τέταρτος Μητροπολίτης Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας στις 24 Φεβρουαρίου 1959, διαδεχόμενος τον Μητροπολίτη Θεοφύλακτο Παπαθανασόπουλο, ο οποίος σκοτώθηκε σε τροχαίο το 1958. Πριν μεταβεί στην Αυστραλία, πήγε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπου παρέλαβε και το μόλις καταρτισθέν «Σύνταγμα της Ορθοδόξου Ελληνικής Μητροπόλεως Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας της 3ης Απριλίου 1959». Έφτασε στην Αυστραλία στις 27 Απριλίου 1959[4] και η ενθρόνισή του έγινε στις 8 Μαΐου 1959[2]. Την 1η Σεπτεμβρίου 1959, η Μητρόπολη Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας ανυψώθηκε σε Αρχιεπισκοπή και ο Μητροπολίτης Ιεζεκιήλ σε Αρχιεπίσκοπο[5].

Αναμνηστική πλάκα σε ναό που θεμελίωσε ο Ιεζεκιήλ.

Το έργο του στην Αυστραλία περιλαμβάνει την αγορά νέου Αρχιεπισκοπικού Μεγάρου για τη στέγαση των διοικητικών υπηρεσιών (1960), ίδρυση Παιδικού Σταθμού στο Σίδνεϊ και στη Μελβούρνη, οίκου Μετανάστριας και γραφείου εξυπηρέτησης μεταναστών, ίδρυση Φιλοπτώχου Αδελφότητος σε κάθε Κοινότητα, ίδρυση Χριστιανικών Ενώσεων Νέων και Νεανίδων, καθώς και Παναυστραλιανής Ομοσπονδίας Νέων με την ονομασία «Ελληνική Νεολαία Αυστραλίας»[2]. Στην προσπάθειά του να αναμορφώσει εκκλησιαστικά την Αρχιεπισκοπή, όπως όριζε και το Σύνταγμα του 1959, δημιουργήθηκε νέα διένεξη μεταξύ των παλαιών Κοινοτήτων (ΕΟΚ) και της Αρχιεπισκοπής, με αποτέλεσμα τη δημιουργία σχίσματος και απόσχισης των παλαιών ιστορικών Κοινοτήτων της Αυστραλίας (Μελβούρνης, Σίδνεϊ, Αδελαΐδας και Νιούκαστλ), οι οποίες εγκατέλειψαν την Αρχιεπισκοπή[2]. Ο Ιεζεκιήλ κράτησε σκληρή στάση, αφορίζοντας τις σχισματικές κοινότητες και μην αναγνωρίζοντας οποιαδήποτε ιεροπραξία τελούνταν στις εκκλησίες τους[6].

Στις 24 Φεβρουαρίου 1968, χωρίς προηγούμενη προειδοποίηση, ο Ιεζεκιήλ υπέβαλε την παραίτησή του επικαλούμενος λόγους ασθενείας, αν και πραγματικός λόγος φαίνεται πως ήταν η υπόσχεση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Ιερωνύμου Α´ να εκλεγεί Μητροπολίτης Πατρών, της πατρίδας του[7]. Το Πατριαρχείο δεν εξέλεξε διάδοχό του, αλλά όρισε Πατριαρχικό Επίτροπο τον Μητροπολίτη Φιλαδελφείας Ιάκωβο Τζαναβάρη. Αυτός δεν κατόρθωσε κάτι στο θέμα της διόρθωσης του σχίσματος των κοινοτήτων και εξέφρασε την επιθυμία να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη[8]. Έτσι, στις 12 Αυγούστου 1969 ο Ιεζεκιήλ αποκαταστάθηκε και πάλι στον θρόνο της Αυστραλίας. Το 1970 αποσπάστηκε από την Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας η Μητρόπολη Νέας Ζηλανδίας, οπότε ο Ιεζεκιήλ έφερε έκτοτε τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας.

Τον Αύγουστο του 1974, η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου προήγαγε τον Ιεζεκιήλ σε Μητροπολίτη Πισιδίας και στις 3 Φεβρουαρίου 1975 εξέλεξε ομόφωνα τον Μητροπολίτη Μιλητουπόλεως Στυλιανό, λέκτορα του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ως διάδοχό του στην Αυστραλία. Ως Μητροπολίτης Πισιδίας, ο Ιεζεκιήλ ορίστηκε ηγούμενος της Ιεράς Μονής Βλατάδων Θεσσαλονίκης, θέση που διατήρησε μέχρι τον Αύγουστο του 1975. Δεν έπαψε όμως να ενδιαφέρεται για τα εκκλησιαστικά πράγματα της Αυστραλίας και εντάσεις προέκυψαν μεταξύ αυτού και του διαδόχου του, Στυλιανού, όταν εκείνος απομάκρυνε πνευματικά του παιδιά και μάλιστα ο Ιεζεκιήλ έστειλε επιστολές διαμαρτυρίας στον Πατριάρχη Δημήτριο για το θέμα αυτό, στις οποίες κατηγορούσε τον Στυλιανό για αλαζονεία[9].

Στις 16 Σεπτεμβρίου 1979 εξελέγη Μητροπολίτης Κώου. Στις 14 Δεκεμβρίου 1982 παραιτήθηκε. Απεβίωσε στην Αθήνα στις 22 Ιουλίου 1987. Η σορός του μεταφέρθηκε σύμφωνα με επιθυμία του στο Άγιον Όρος. Kηδεύτηκε στη Μονή Ξενοφώντος και ετάφη στο κοιμητήριο της μονής[1].

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 Πεμπτουσία.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 2,6 Καπανδρίτης 2021.
  3. Tamis 2005, σελ. 112.
  4. «Tsoukalas, Ezekiel: Fourth Bishop and first Archbishop of the Greek Orthodox congregation». The Dictionary of Sydney. Ανακτήθηκε στις 19 Δεκεμβρίου 2023. 
  5. «Greek Orthodox Archdiocese of Australia — History». greekorthodox.org.au. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Σεπτεμβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 13 Οκτωβρίου 2014. 
  6. Tamis 2005, σελ. 84.
  7. Tamis 2005, σελ. 89.
  8. Tamis 2005, σελίδες 90-91.
  9. Tamis 2005, σελ. 95.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]