Η μπαλάντα του γέρου ναυτικού

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η μπαλάντα του γέρου ναυτικού
Χαρακτικό του Γκυστάβ Ντορέ που εικονογράφησε μια από τις πρώτες εκδόσεις του ποιήματος το 1876.
ΣυγγραφέαςΣάμιουελ Τέιλορ Κόλεριτζ
ΤίτλοςThe Rime of the Ancient Mariner
ΓλώσσαΑγγλικά
Ημερομηνία δημιουργίας1797
Ημερομηνία δημοσίευσης1798
Μορφήποίημα
μπαλάντα
Εμπνευσμένο απόA Voyage Round the World
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η μπαλάντα του γέρου ναυτικού (αγγλικός τίτλος: The Rime of the Ancient Mariner) είναι ποίημα-μπαλάντα του Βρετανού συγγραφέα Σάμιουελ Τέιλορ Κόλεριτζ που γράφτηκε μεταξύ 1797 και 1798. Το ρομαντικό αφηγηματικό ποίημα εξιστορεί τις υπερφυσικές περιπέτειες ενός ναυτικού και σκιαγραφεί τον μύθο του ανθρώπου που περιπλανιέται μέσα σ’ έναν αχανή κενό χώρο, προσπαθώντας να δώσει νόημα στο κενό αλλά και στη δική του ύπαρξη.[1]

Είναι το πρώτο ποίημα στις Λυρικές μπαλάντες, συλλογή ποιημάτων που ο Κόλεριτζ έγραψε μαζί με τον φίλο του ποιητή Ουίλιαμ Γουόρντσγουορθ το 1798, έργο με το οποίο εισήγαγαν το λογοτεχνικό κίνημα του Ρομαντισμού στην Αγγλία. Θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα ποιήματα της αγγλικής λογοτεχνίας.[2]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ποίημα αρχίζει με έναν ηλικιωμένο ναυτικό που επέστρεψε από ένα μακρύ ταξίδι στη θάλασσα. Σταματάει έναν νεαρό που πηγαίνει σε γαμήλιο γλέντι και αρχίζει να του διηγείται την ιστορία του. Ο νεαρός αρχικά αντιδρά με εκνευρισμό και ανυπομονησία, αλλά τελικά υποκύπτει στη γοητεία της αφήγησης.[3]

Το έγκλημα του γέρου ναυτικού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αφήγηση ξεκινά με το πλοίο του γέρου ναυτικού να φεύγει από το λιμάνι και να κατευθύνεται νότια μέχρι που παρασύρεται, οδηγούμενο από αντίθετους ανέμους και φθάνει στην Ανταρκτική, όπου βρίσκεται περικυκλωμένο από πάγους και μέσα στην πυκνή ομίχλη. Ένα άλμπατρος, που οδηγεί το πλήρωμα και το πλοίο έξω από τα παγωμένα νερά, θεωρείται από τους ναυτικούς ως ένας ουράνιος αγγελιοφόρος, ωστόσο ο γέρος ναυτικός, για άγνωστο λόγο, το σκοτώνει με τη βαλλίστρα του. Οι άλλοι ναυτικοί αρχικά εξέφρασαν την οργή τους γιατί το πουλί τους είχε σώσει από τα απειλητικά νερά της Ανταρκτικής και τους πάγους της. Αλλά, όταν η ομίχλη διαλύθηκε και η θερμοκρασία έγινε ξανά ήπια, συμφώνησαν με τον ναύτη διαπράττοντας και αυτοί μέρος του εγκλήματος, ένα έγκλημα που έμελλε να εξαπολύσει μια σειρά από υπερφυσικά γεγονότα για εκδίκηση για τον θάνατο του άλμπατρος.[4]

Η κατάρα πέφτει στο πλήρωμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ναυτικοί αντικρύζουν το άλμπατρος. Από τα ξάρτια κρέμονται πάγοι. Εικονογράφηση του Γκυστάβ Ντορέ (1876).

Στη συνέχεια, εκδικητικά πνεύματα παρασύρουν το πλοίο σε ένα απροσδιόριστο μέρος. Η πλήρης απουσία ανέμου ακινητοποιεί το σκάφος στη μέση του ωκεανού, γεγονός που προκαλεί ξανά την οργή των ναυτικών, καθώς υποφέρουν και από έλλειψη νερού. Αποφασίζουν ότι ο ναυτικός πρέπει να φορέσει το νεκρό άλμπατρος γύρω από το λαιμό του ως τιμωρία για τη δολοφονία. Ξαφνικά εμφανίζεται ένα πλοίο-φάντασμα με επιβάτες τον Θάνατο και, σε γυναικεία μορφή, τη Ζωή-μέσα-στον-Θάνατο, οι οποίοι παίζουν στα ζάρια το πλήρωμα του πλοίου. Ο Θάνατος κερδίζει το πλήρωμα και η Ζωή-μέσα-στον-Θάνατο κερδίζει τον γέρο ναυτικό που του επιφυλάσσει μια τιμωρία χειρότερη από τον θάνατο για τη δολοφονία του άλμπατρος. Ο ναυτικός επιζεί αλλά οι σύντροφοί του πεθαίνουν και μέσα στα μάτια τους βλέπει την κατάρα τους μέρα και νύχτα. Γύρω από το πλοίο κολυμπούν τρομερά θαλάσσια πλάσματα που ο γέρος ναυτικός περιφρονητικά αποκαλεί γλοιώδη.[5]

Το τέλος της κατάρας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά από επτά μερόνυχτα που πέρασε στη θάλασσα κάτω από το βλέμμα των νεκρών συντρόφων του, καταφέρνει τελικά να καταλάβει την αληθινή ομορφιά των πλασμάτων και τα ευλογεί με μια προσευχή. Η κατάρα τότε αίρεται και νιώθει το άλμπατρος να αποσπάται από το λαιμό του και να πέφτει στη θάλασσα. Η βροχή αρχίζει να πέφτει δυνατή: η δοκιμασία τελειώνει. Αγγελικά πνεύματα καταλαμβάνουν τότε τα σώματα των νεκρών ναυτικών, οι οποίοι σηκώνονται και οδηγούν το πλοίο πίσω στο λιμάνι. Όταν πλησιάζουν στην ξηρά, το πλοίο βυθίζεται σε μια γιγαντιαία δίνη, αφήνοντας μόνο τον γέρο ναυτικό ως μοναδικό επιζώντα. Τον σώζουν ο πλοηγός του λιμανιού, ο γιος του και ένας ερημίτης, στον οποίο, ο γέρος ναυτικός, οδηγημένος από «μια θλιβερή αγωνία», εξομολογείται την ιστορία του και ησυχάζει. Κάθε τόσο, αυτή η αγωνία επανεμφανίζεται και τον βασανίζει σωματικά και ψυχικά. Γι'αυτό, ταξιδεύει από χώρα σε χώρα και διηγείται την ιστορία του, το ηθικό νόημα της οποίας είναι ότι «πρέπει να σεβόμαστε και να αγαπάμε κάθε πλάσμα που έπλασε ο Θεός».[6]

Αφού τελειώσει την ιστορία του, ο γέρος ναυτικός φεύγει και ο καλεσμένος του γάμου επιστρέφει στο σπίτι του, ξυπνώντας το επόμενο πρωί «ένας πιο κατηφής και σοφότερος άνθρωπος».[7]

Μοτίβα και θέματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ναυτικοί στα κρύα νερά της Νότιας Θάλασσας κοιτάζουν τα θαλάσσια πλάσματα, χαρακτικό του Γκυστάβ Ντορέ.

Η ιδέα για την πλοκή και τα θέματα του ποιήματος προέρχονται από συζητήσεις μεταξύ του Ουίλιαμ Γουόρντσγουορθ, της αδελφής του ποιήτριας και χρονικογράφου Ντόροθι Γουόρντσγουορθ και του Κόλεριτζ σχετικά με τη συγγραφή ενός ποιήματος με θέμα την ιστορία ενός γέρου ναυτικού. Ο Γουόρντσγουορθ πρόσθεσε το μοτίβο του άλμπατρος για το οποίο είχε διαβάσει στο Ταξίδι γύρω από τον κόσμο μέσω της Μεγάλης Νότιας Θάλασσας (1726) του Βρετανού θαλασσοπόρου Τζορτζ Σέλβοκ, όπου αναφέρεται ότι ένας ναυτικός πυροβόλησε ένα μαύρο άλμπατρος, ενώ το πλοίο προσπαθούσε να περιπλεύσει το Ακρωτήριο Χορν μέσα σε σφοδρή καταιγίδα, επειδή θεώρησε ότι το γιγάντιο θαλάσσιο πουλί ήταν κακός οιωνός και ήλπιζε ότι σκοτώνοντάς το θα βελτιώνονταν ο καιρός. Ο Κόλεριτζ, ο οποίος ήταν φανατικός αναγνώστης, πιθανότατα γνώριζε το έργο όπως και τις ταξιδιωτικές αφηγήσεις εξερευνητών, όπως ο Τζέιμς Κουκ, καθώς και περιγραφές της Γροιλανδίας και του Αρχιπελάγους Σβάλμπαρντ. Στο ποίημά του, ο Κόλεριτζ βασίστηκε τόσο στα ταξίδια ανακαλύψεων της εποχής του όσο και στις λογοτεχνικές παραδόσεις όπως το ταξίδι του Οδυσσέα και τις γοτθικές ιστορίες της εποχής του.[8]

Το κυρίαρχο θέμα του ποιήματος είναι η ενοχή και η λύτρωση, με τον γέρο ναυτικό να καταφέρνει μόνο εν μέρει να εξιλεωθεί για τις ενοχές του που σκότωσε το άλμπατρος. Η λύτρωση είναι μόνο μερική, γιατί μόνο ο ναυτικός, όχι όλο το πλήρωμα του πλοίου, φθάνει στη στεριά στο τέλος του ποιήματος. Μέσα από τις περιπέτειές του, ο ναυτικός έλαβε μαθήματα υπευθυνότητας, αποδοχής, συγχώρεσης και μετάνοιας. [4]

Εκτός από την προφανή ηθική - υπαρξιακή ερμηνεία του ποιήματος, ιδιαίτερα οι μελετητές του έργου από τον 20ό αιώνα έχουν προσθέσει πολλούς άλλους τρόπους κριτικής προσέγγισης, με βιογραφικές, ψυχολογικές, θρησκευτικές και συμβολικές ερμηνείες.[9]

Διασκευές -Επίδραση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετάφραση στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Η μπαλάντα του γέρου ναυτικού, μετάφραση: Βαγγέλης Αθανασόπουλος, εκδόσεις Χατζηνικολή, πρώτη έκδοση το 1987 [14]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]