Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ζόφια Βετουλάνι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ζόφια Βετουλάνι
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Zofia Vetulani (Πολωνικά)
Γέννηση30  Μαρτίου 1893
Τάρνουφ
Θάνατος23  Σεπτεμβρίου 1981
Βαρσοβία
ΚατοικίαΒαρσοβία
Χώρα πολιτογράφησηςΠολωνία
ΘρησκείαΚαθολικισμός
Εκπαίδευση και γλώσσες
Μητρική γλώσσαΠολωνικά
Ομιλούμενες γλώσσεςΠολωνικά
ΣπουδέςΓιαγκιελόνιο Πανεπιστήμιο
Πανεπιστήμιο του Λβιβ
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητακυβερνητικός αξιωματούχος
δημόσιος υπάλληλος
ΕργοδότηςΥπουργείο Εσωτερικών και Διοίκησης (Πολωνία)
Πολιτική τοποθέτηση
Πολιτικό κόμμα/ΚίνημαΕργατικό Κόμμα (Πολωνία)
Οικογένεια
ΓονείςΦραντσίσεκ Βετουλάνι
ΑδέλφιαΤσετσίλια Βετουλάνι
Μάρια Βετουλάνι ντε Νίσαου
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΒραβεύσειςΑναμνηστικό Μετάλλιο 10ης Επετείου της Ανεξαρτησίας (1928)
Αργυρός Σταυρός της Αξίας[1]
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Ζόφια Βετουλάνι, περ. το 1910

Η Ζόφια Γιούλια Βετουλάνι (πολωνικά: Zofia Julia Vetulani) (30 Μαρτίου 1893 – 23 Σεπτεμβρίου 1981) ήταν Πολωνή κρατική λειτουργός, καθώς και κοινωνική και πολιτική ακτιβίστρια.

Ήταν υπάλληλος του Υπουργείου Εσωτερικών της Πολωνίας στη Δεύτερη Πολωνική Δημοκρατία (1921–1939) και φυλακίστηκε στη Ρουμανία μετά το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1939–1945). Εκεί, ήταν γραμματέας του διοικητικού συμβουλίου του γυναικείου κύκλου στην Αμερικανική Επιτροπή Βοήθειας στους Πολωνούς – Χριστιανική Αδελφότητα Νέων στον καταυλισμό προσφύγων στη Βραΐλα, και αργότερα στο Δραγατσάνι, καθώς και γραμματέας του Γενικού Προξένου της Δημοκρατίας της Πολωνίας, Γέζι Λεχόφσκι. Στη Λαϊκή Δημοκρατία της Πολωνίας, εργάστηκε ως υψηλόβαθμο στέλεχος στα οικονομικά και δημοσιονομικά τμήματα του Επαρχιακού Γραφείου (Urząd Wojewódzki) και του Προεδρείου του Επαρχιακού Εθνικού Συμβουλίου (Wojewódzka Rada Narodowa) στο Όλστιν (1945–1958).

Η Ζόφια Βετουλάνι γεννήθηκε το 1893 στο Τάρνουφ.[2] Ήταν κόρη του Φραντσίσεκ Βετουλάνι (1856–1921), μηχανικού και της Καταζίνα, το γένος Ιποχόρσκα-Λενκιέβιτς (1868–1916). Είχε αδέρφια: τον αδελφό Στανίσουαφ και τις αδερφές Μάρια και Τσετσίλια.

Αποφοίτησε από το Ιδιωτικό Γυμνάσιο Θηλέων Χελένα Στραζίνσκα στην Κρακοβία το 1911. Μεταξύ 1911-1916 σπούδασε φιλοσοφία στο Γιαγκιελόνιο Πανεπιστήμιο της Κρακοβίας και στο Πανεπιστήμιο του Λβιβ.[2] Το 1917 ολοκλήρωσε ένα μονοετές πρόγραμμα για αποφοίτους λυκείου από την Εμπορική Ακαδημία της Κρακοβίας (Akademia Handlowa w Krakowie).[2]

Ξεκίνησε την καριέρα της ως υποψήφια του ταμείου στο Δημοτικό Ταμιευτήριο της πόλης Τάρνουφ (1 Ιανουαρίου 1918 – 31 Δεκεμβρίου 1920).[2] Την 1η Ιανουαρίου 1921, προσλήφθηκε στο τμήμα προϋπολογισμού του Υπουργείου Εσωτερικών στη Βαρσοβία, όπου εργάστηκε διαδοχικά ως ασκούμενη, ελεγκτής και ταμίας στο βαθμό της επιμελήτριας, μέχρι το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.[2]

Στις 7 Σεπτεμβρίου 1939, μετά τη γερμανική εισβολή στην Πολωνία, η Ζόφια Βετουλάνι απομακρύνθηκε από τη Βαρσοβία κατόπιν αιτήματος του υπουργού Εσωτερικών, με εντολή να εξάγει χρήματα, σφραγίδες και υπουργικά έγγραφα από τη χώρα.[2] Δέκα μέρες αργότερα, μαζί με κάποια μέλη της κυβέρνησης, διέσχισε τα Πολωνο-Ρουμανικά σύνορα.[2] Διατήρησε τα πράγματα που τις εμπιστεύτηκαν μέχρι τις 22 Νοεμβρίου 1939, όταν τα μεταβίβασε στον διευθυντή γραφείου του Υπουργείου Εσωτερικών, Αντόνι Ρομπατσέφσκι.[2] Τα κεφάλαια κατατέθηκαν σε λογαριασμό της Επιτροπής Προστασίας της Κρατικής Περιουσίας στην Πρεσβεία της Δημοκρατίας της Πολωνίας στο Βουκουρέστι.[2]

Καθ΄ όλη τη διάρκεια του πολέμου, η Ζόφια Βετουλάνι ήταν εγκλωβισμένη στη Ρουμανία.[2] Από τον Δεκέμβριο του 1939 έως τον Φεβρουάριο του 1940, υπηρέτησε ως κοινωνική γραμματέας του συμβουλίου του γυναικείου κύκλου στην Αμερικανική Επιτροπή Βοήθειας στους Πολωνούς – Χριστιανική Αδελφότητα Νέων στον προσφυγικό καταυλισμό Βραΐλα.[2] Από τον Φεβρουάριο έως τον Αύγουστο του 1940, ήταν γραμματέας του Γέζι Λεχόφσκι, Γενικού Προξένου της Δημοκρατίας της Πολωνίας για τις περιφέρειες Βραΐλα, Γκαλάτσι και Τούλτσεα.[2] Μεταξύ Νοεμβρίου 1940 και Μαρτίου 1941, έγινε και πάλι γραμματέας του γυναικείου κύκλου στο της ΧΑΝ στο Δραγατσάνι.[2] Στη συνέχεια ήταν πρόεδρος του γυναικείου συλλόγου στην Κραϊόβα (Νοέμβριος 1941 – Νοέμβριος 1943) και φυσική εργάτρια στο εργαστήριο Πολωνών υποδηματοποιών στην Κραϊόβα (Μάρτιος 1944 – Ιούνιος 1945).[2] Την άνοιξη του 1945 εντάχθηκε στην Ένωση Πολωνών Πατριωτών στην Κραϊόβα.[2]

Τον Ιούλιο του 1945, όταν επέστρεψε στην Πολωνία, η Ζόφια Βετουλάνι προσφέρθηκε εθελοντικά να εργαστεί στο Υπουργείο Δημόσιας Διοίκησης με αίτημα για αντιπροσωπεία στο Όλστιν.[2] Εκεί, ζούσε με την αδερφή της, Τσετσίλια και τον ανιψιό της, Βίτολντ ντε Νίσαου, σε ένα διαμέρισμα στην οδό Βαρμίνσκα 7.[2] Στις 21 Αυγούστου 1945 προσλήφθηκε ως υπάλληλος στο Τμήμα Οικονομικών του Γραφείου του Κυβερνητικού Πληρεξούσιου της Δημοκρατίας της Πολωνίας στην Περιφέρεια Μαζουρίας. Από τις αρχές του 1947, ήταν επικεφαλής του τμήματος λογιστικού ελέγχου του Τμήματος Προϋπολογισμού και Οικονομικών του Επαρχιακού Γραφείου στο Όλστιν (Urząd Wojewódzki).[2]

Από την 1η Ιανουαρίου 1948, με διαταγή του Υπουργείου Ανακτημένων Περιοχών, προβιβάστηκε σε μια ομάδα υπαλλήλων «εξαιρετικών επαγγελματικών προσόντων στον τομέα της γενικής διοίκησης» και προήχθη στο βαθμό του επιμελητή στην 7η ομάδα υπηρεσιών με δικαίωμα σε υψηλότερο μισθό.[2] Από την 1η Ιανουαρίου 1949 έως τις 4 Ιουνίου 1950, ήταν ανεξάρτητη λογίστρια και εισηγήτρια στο Τμήμα Προϋπολογισμού και Οικονομικών του Επαρχιακού Γραφείου και από 5 Ιουνίου 1950 έως 1 Ιανουαρίου 1955 στο Τμήμα Οικονομικών του Προεδρείου του Επαρχιακού Εθνικού Συμβουλίου (Wojewódzka Rada Narodowa). Στη συνέχεια ανέλαβε τη θέση της ανώτερης λογίστριας στο ίδιο τμήμα.[2] Στις 30 Ιουνίου 1958 συνταξιοδοτήθηκε.[2]

Ήταν μέλος του Εργατικού Κόμματος (Stronnictwo Pracy) και της Δημοκρατικής Συμμαχίας (Stronnictwo Demokratyczne).[2]

Πέθανε στη Βαρσοβία στις 23 Σεπτεμβρίου 1981.[2] Ενταφιάστηκε στον οικογενειακό τάφο στο Κοιμητήριο Ποβόνσκι στη Βαρσοβία (τμήμα 218, σειρά 3, αριθμός 27).

  • Ασημένιος Σταυρός της Αξίας[2]
  • Μετάλλιο της Δεκαετίας της Ανακτηθείσας Ανεξαρτησίας[2] (όχι πριν από το 1928)
  • Αργυρός της Σταυρός Αξίας (για δεύτερη φορά, 1938)[2]
  • Αργυρός της Σταυρός Αξίας (για τρίτη φορά, 1948)[2]