Ευφορβίδες

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ευφορβίδες
(Euphorbiaceae)
Τέσσερις εικονογραφήσεις Αιγυπτιακών Ευφορβίδων, από την εκεί εκστρατεία του Ναπολέοντος (1798-1801).
Τέσσερις εικονογραφήσεις Αιγυπτιακών Ευφορβίδων, από την εκεί εκστρατεία του Ναπολέοντος (1798-1801).
Συστηματική ταξινόμηση
Σύστημα: κατά APG IV
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Κλάδος: Αγγειόσπερμα
Κλάδος: Ευδικότυλα (eudicots)
Κλάδος: Ροδίδες (rosids)
Τάξη: Μαλπιγειώδη (Malpighiales)
Οικογένεια: Ευφορβιοειδή (Euphorbiaceae)
Antoine Laurent de Jussieu (Juss.)[1]
Υποοικογένειες
  • Acalyphoideae
  • Crotonoideae
  • Euphorbioideae

Τα Ευφορβιοειδή (Euphorbiaceae) ή στα κοινά Αγγλικά η «οικογένεια της ευφορβίας» (spurge family), που μερικές φορές ονομάζονται «ευφορβίες»,[2] το οποίο είναι επίσης και το όνομα του γένους στην οικογένεια, είναι μια μεγάλη οικογένεια ανθοφόρων φυτών με περίπου 300 γένη και 7.500 είδη. Οι περισσότερες Ευφορβίες είναι βότανα, αλλά μερικές, ειδικά στους τροπικούς, είναι θάμνοι ή δέντρα. Κάποιες είναι παχύφυτα (succulent)[Σημ. 1][Υποσημ. 1] Οι περισσότερες Ευφορβίες είναι βότανα, αλλά μερικές, ειδικά στους τροπικούς, είναι θάμνοι ή δέντρα. Κάποιες είναι παχύφυτα (succulent) και ομοιάζουν με κάκτους, λόγω της συγκλίνουσας εξέλιξης. Οι λαϊκοί (laypersons), μπορεί να αναφέρονται στις ευφορβίες (euphorbias), ότι έχουν μια μορφή ανάπτυξης και χυμώδη σύσταση, παρόμοια με αυτή των κάκτων, καθώς είναι «κάκτοι».

Αυτή η οικογένεια συναντάται κυρίως στους τροπικούς, με την πλειοψηφία των ειδών στην Ινδο-Μαλαισιανή περιοχή και δευτερευόντως στην τροπική Αμερική. Μια μεγάλη ποικιλία απαντάται στην τροπική Αφρική, αλλά δεν είναι τόσο άφθονο ή ποικίλο όπως και στις δύο άλλες τροπικές περιοχές. Ωστόσο, η Euphorbia έχει επίσης πολλά είδη στις μη-τροπικές περιοχές, όπως είναι η λεκάνη της Μεσογείου, η Μέση Ανατολή, η Νότια Αφρική και η Νότια Αμερική.

Ετυμολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τον Πλίνιο, η ονομασία προέρχεται από τον Εύφορβο, ιατρό του βασιλέα της Λιβύης.

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα φύλλα είναι εναλλακτικά, σπάνια αντίθετα, με παράφυλλα (stipules).[Σημ. 2] Είναι κυρίως απλά, αλλά όπου ενώνονται, είναι πάντα παλαμοειδή (palmate),[Σημ. 3] ποτέ πτεροειδή (pinnate).[Σημ. 4] Τα παράφυλλα μπορεί να μειωθούν σε τριχώματα (hair),[Σημ. 5] αδένες, άκανθα (spine)[Σημ. 6] ή στα χυμώδη είδη, είναι μερικές φορές απούσα.

Τα φυτά μπορεί να είναι μονόοικα (monoecious)[Σημ. 7] ή δίοικα (dioecious).[Σημ. 8] Τα ακτινικά συμμετρικά άνθη είναι μονογενή, με τα αρσενικά και θηλυκά άνθη, συνήθως στο ίδιο φυτό. Όπως μπορεί να αναμένεται από μια τόσο μεγάλη οικογένεια, υπάρχει μια μεγάλη ποικιλία στη δομή των ανθέων. Οι στήμονες (τα αρσενικά όργανα) αριθμούν από ένα έως 10 (ή ακόμα περισσότερα). Τα θηλυκά άνθη είναι υπογύναια (hypogynous),[Σημ. 9] δηλαδή, με ανώτερες ωοθήκες (ovaries).[Σημ. 10]

Κυάνθια από την Ευφορβία (Euphorbia).

Τα γένη στην φυλή Euphorbieae, υποφιλή Euphorbiinae (Ευφορβία [Euphorbia] και στενούς συγγενείς) δείχνουν μια άκρως εξειδικευμένη μορφή του ψευδοάνθιου (pseudanthium) ("ψεύτικο άνθος" το οποίο αποτελείται από αρκετά αληθινά άνθη) και αποκαλείται κυάθιον (cyathium). Αυτό συνήθως είναι ένα μικρό, φλιτζανοειδές βράκειο (ή βράκτιο) (bract)[Σημ. 11] αποτελούμενo από συγχωνευμένα-μαζί βράκτια και περιφερειακούς νέκταρο-αδένες, που περιβάλλουν ένα δαχτυλίδι από αρσενικά άνθη, κάθε μονός στήμονας. Στη μέση του cyathium βρίσκεται ένα θηλυκό άνθος: ένα μονό γυναικείον[Σημ. 12] με διακλαδισμένα στίγματα. Όλη αυτή η διάταξη μοιάζει με μονό λουλούδι.

Ο καρπός συνήθως είναι σχιζικάρπιο (schizocarp),[Σημ. 13] αλλά ορισμένες φορές δρύπη (drupe).[Σημ. 14] Ένα τυπικό σχιζοκάρπιο είναι το regma,[Σημ. 15] ένας θυλακώδης καρπός με τρία ή περισσότερα κύτταρα, καθένα, από τα οποία κατά την ωριμότητα διασπάται ανοιγόμενο, σε ξεχωριστά τμήματα και εν συνεχεία διασπάται εκρηγνυόμενο, διασκορπώντας τους μικρούς σπόρους.

Η οικογένεια περιέχει μια μεγάλη ποικιλία από φυτοτοξίνες (phytotoxins) (τοξικές ουσίες παραγόμενες από φυτά), κυρίως διτερπένιο εστέρες (diterpene esters), αλκαλοειδή, γλυκοζίτες (glycosides) και τοξίνες τύπου ρικίνης (ricin-type toxins).

Το γαλακτώδες λατέξ (latex)[Σημ. 16] είναι ένα χαρακτηριστικό των Euphorbioideae και Crotonoideae οικογενειών. Το λατέξ είναι δηλητηριώδες στα Euphorbioideae, αλλά αβλαβές στα Crotonoideae. Η λευκή μανγκρόβια (Excoecaria agallocha) ή το τυφλώνω-το-μάτι-σου (blind-your-eye) λατέξ του μανγκρόβιου, προκαλεί φουσκάλες σε περίπτωση επαφής και προσωρινή τύφλωση, εάν έλθει σε επαφή με τα μάτια. Άλλες κοινές ονομασίες είναι γαλακτώδης μανγκρόβια, buta buta (Μαλαισιανά) και gewa (Βεγγαλικά). Το λατέξ της Ευφορβίας εχρησιμοποιήθη ως καθαρτικό.

Πρόσφατες μοριακές μελέτες, έχουν δείξει ότι η αινιγματική οικογένεια Rafflesiaceae, η οποία μόλις πρόσφατα αναγνωρίστηκε ότι ανήκει στην τάξη των Μαλπιγειωδών (Malpighiales), προέρχεται από μέσα από τα Ευφορβιοειδή (Euphorbiaceae).[3]

Ταξινομική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα Ευφορβιοειδή (Euphorbiaceae) έχουν περίπου 7.500 είδη, οργανωμένα σε 300 γένη, 37 φιλές και τρεις υποοικογένειες.

Χρήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μια σειρά από φυτά της οικογένειας των ευφορβίων έχουν μεγάλη οικονομική σημασία. Προεξέχοντα φυτά, περιλαμβάνουν τη μανιόκα (κασσάβα) (Manihot esculenta), ρετσινολαδιά (Ricinus communis), κάρυο του Μπαρμπάντος (Jatropha curcas) και το Para rubber tree (Hevea brasiliensis). Πολλά καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά φυτά, όπως είναι το Αλεξανδρινό (poinsettia - Euphorbia pulcherrima). Η φυλλώδης ευφορβία (Euphorbia esula) και το Κινεζικό λίπος (Chinese tallow - Triadica sebifera) είναι είναι διεισδυτικά ζιζάνια στη Βόρεια Αμερική. Στην ιατρική, ορισμένα είδη Ευφορβίδων αποδείχθηκαν αποτελεσματικά κατά του έρπητα των γεννητικών οργάνων (HSV-2).[4]

Ευπάθεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ορισμένα είδη, παρά τα ιατρικά τους οφέλη, αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο της εξαφάνισης. Αυτά περιλαμβάνουν τα είδη Ευφορβίας E. appariciana, E. attastoma, E. crossadenia και E. gymnoclada.[5]

Εικόνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Στη βοτανική, τα παχύφυτα, επίσης γνωστά ως παχιά φυτά ή μερικές φορές χοντρά φυτά, είναι τα φυτά τα οποία έχουν κάποια μέρη που είναι περισσότερο από ό,τι συνήθως συμπυκνωμένα και σαρκώδη, συνήθως για να συγκρατούν το νερό στα άνυδρα κλίματα ή συνθήκες του εδάφους. Η λέξη "succulent" ("εύχυμος"), προέρχεται από τη Λατινική λέξη sucus, που σημαίνει χυμός ή sap (χυμός δέντρου).[Παρ. Σημ. 1]
  2. Στη βοτανική, παράφυλλο (Λατινικά stipula: άχυρο, μίσχος) είναι ο όρος ο οποίος επινοήθηκε από τον Λινναίο (L), που αναφέρεται σε αποφύσεις οι οποίες βαρύνουν και στις δύο πλευρές (κάποιες φορές στη μία μόνο πλευρά) από τη βάση ενός μίσχου (το μίσχο). Ένα ζεύγος παραφύλλων θεωρείται μέρος της ανατομίας του φύλλου ενός τυπικού ανθοφόρου φυτού, αν και σε πολλά είδη τα παράφυλλα είναι δυσδιάκριτα ή εντελώς απόντα (και το φύλλο στη συνέχεια ονομάζεται exstipulate). Σε κάποια παλαιότερα βοτανικά έγγραφα, ο όρος «παράφυλλο» χρησιμοποιείτο γενικότερα για να αναφερθεί σε οποιαδήποτε μικρά φύλλα ή τμήματα φύλλων, ειδικότερα τα πρόφυλλα (prophylls).[Παρ. Σημ. 3]
  3. Φύλλο, με τις φλέβες του να ακτινοβολούν προς τα έξω, από ένα κεντρικό σημείο (συνήθως στο επάνω μέρος του μίσχου), που μοιάζει με την παλάμη που έχει απλωμένα προς τα έξω τα δάχτυλα.
  4. Η ένωση του φύλλου με φυλλάδια διατεταγμένα σε κάθε πλευρά ενός κοινού μίσχου ή άξονα· επί πλέον, ισχύει και για το πώς οι πλευρικές φλέβες διατάσσονται, σε σχέση με την κύρια φλέβα.
  5. Μονό επίμηκες κύτταρο ή σειρά κυττάρων, μεταφερόμενα στην επιφάνεια ενός οργάνου.
  6. Μια δύσκαμπτη, αιχμηρή δομή, που σχηματίζεται από την τροποποίηση ενός οργάνου φυτού το οποίο περιέχει αγγειώδη ιστό· π.χ. πλευρικό κλάδο ή παράφυλλο· που περιλαμβάνει αγκάθια.
  7. Βρυόφυτο από γαμετόφυτα, ερμαφρόδιτο, αμφιφυλόφιλο, όταν και οι δύο αρσενικές και θηλυκές αναπαραγωγικές δομές αναπτύσσονται στο ίδιο άτομο.
  8. Βρυόφυτο από γαμετόφυτα, όπου οι αρσενικές και θηλυκές αναπαραγωγικές δομές αναπτύσσονται σε διαφορετικά άτομα.
  9. Στα ανθοφόρα φυτά, η ωοθήκη είναι το τμήμα του θηλυκού αναπαραγωγικού οργάνου του άνθους ή το γυναικείον.
  10. Το βασικό τμήμα του καρπόφιλου ή ομάδα από συντηγμένα καρπόφυλλα, τα οποία εσωκλείουν το(τα) ωάριο(α).
  11. Στη βοτανική βράκτιο (bract) ή βράκειο, είναι ένα φύλλο στο μίσχο του άνθους δηλαδή ένα τροποποιημένο ή εξειδικευμένο φύλλο, ειδικά ένα που σχετίζεται με την αναπαραγωγική δομή, όπως ένα λουλούδι, ταξιανθία άξονας ή κλίμακα κώνου.
  12. Το γυναικείον (gynoecium) (από το Αρχαίο Ελληνικό «γυνή» (gyne), που σημαίνει γυναίκα και το «οἶκος», που σημαίνει σπίτι), συνηθέστερα χρησιμοποιείται ως συλλογικός όρος για τα τμήματα του ενός λουλουδιού που παράγει ωάρια και που τελικά εξελίσσεται σε καρπό και σπόρους.
  13. Ένα σχιζοκάρπιο (schizocarp), είναι ένας ξηρός καρπός, ο οποίος όταν ωριμάσει, διασπάται σε μερικάρπια (mericarps).
  14. Στη βοτανική, μία δρύπη (ή πυρηνόκαρπο) είναι ένας καρπός μη διανοιγόμενος στον οποίο ένα εξωτερικό σαρκώδες μέρος (εξωκάρπιο ή ο φλοιός· και το μεσοκάρπιο ή σάρκα) περιβάλλουν ένα κέλυφος (το λάκκο, πέτρα, ή πυρένιο) του σκληρυμένου ενδοκαρπίου με έναν σπόρο (πυρήνα) εντός).[Παρ. Σημ. 4]
  15. Στη βοτανική, μια κάψουλα με δύο ή περισσότερους λοβούς και καθώς πολλά μονόσπορα, διβάλβιδα κύτταρα, τα οποία διαχωρίζονται κατά την ωρίμανση, διασπώνται ελαστικά από τον επίμονο άξονα (carpophore), όπως στην Ευφορβία και το Γεράνι. Είναι μία μορφή σχιζοκάρπιου. Ετυμολογία: Προέρχεται από το Αρχαία Ελληνική λέξη «ῥῆγμα».[Παρ. Σημ. 5]
  16. Λατέξ (latex), ένα γαλακτώδες υγρό που αποπνέουν τα φυτά, όπως οι ευφορβίες, οι συκιές και οι πικραλίδες.
Παραπομπές σημειώσεων
  1. Merriam-Webster: succulent, http://www.merriam-webster.com/dictionary/succulent, ανακτήθηκε στις 2015-04-13 
  2. Goebel, K.E.v. (1969) [1905]. Organography of plants, especially of the Archegoniatae and Spermaphyta. Part 2 Special organography. translated by I.B. Balfour. New York: Hofner publishing company. 
  3. Concise English Dictionary Wordsworth Editions Ltd. 1994, ISBN 1-85326-328-1[Παρ. Σημ. 2]
  4. Introductory Plant Biology-edition seven-Kingsley R. Stern
  5. https://www.wordnik.com/words/regma

Υποσημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Ο χυμός (Αγγλ. sap), είναι αυστηρός όρος της επιστήμης της Γενικής Βοτανικής που χρησιμοποιείται αποκλειστικά στην Φυσιολογία Φυτών και όχι οπουδήποτε. Συγκεκριμένα, είναι ΜΟΝΟΝ το πρωταρχικό υδατικό διάλυμα που κινείται στα αγγεία του φυτού με πολύπλοκες φυσικοχημικές διεργασίες (ώσμωση, τριχοειδικά φαινόμενα κ.ά.) και χρησιμεύει στην θρέψη του. Οποιοδήποτε υγρό παράγει το φυτό ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΑ και σε οποιοδήποτε σημείο του (βλαστό, φύλλα, άνθη, κ.ο.κ), ακόμη και αν προέρχεται από αυτό το διάλυμα, δεν είναι χυμός, με την ΑΥΣΤΗΡΗ βοτανική έννοια (sensu stricto). Επίσης, ο χυμός, δεν πρέπει να συγχέεται με το λατέξ, τη ρητίνη ή το κενοτόπιο (vacuole). [Παρ. Υποσημ. 1]
Παραπομπές σημειώσεων
  1. Aslam Khan (1 Ιανουαρίου 2001). Plant Anatomy And Physiology. Gyan Publishing House. ISBN 978-81-7835-049-3. Ανακτήθηκε στις 6 Απριλίου 2013. 

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Angiosperm Phylogeny Group (2009). «An update of the Angiosperm Phylogeny Group classification for the orders and families of flowering plants: APG III» (PDF). Botanical Journal of the Linnean Society 161 (2): 105–121. doi:10.1111/j.1095-8339.2009.00996.x. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2017-05-25. https://wayback.archive-it.org/all/20170525104318/http://onlinelibrary.wiley.com/doi/10.1111/j.1095-8339.2009.00996.x/abstract. Ανακτήθηκε στις 2013-06-26. 
  2. Euphorbia, Merriam Webster Dictionary, [1]
  3. (Davis et al. 2007).
  4. LA Betancur-Galvis; GE Morales; JE Forero & J Roldan (2002), "Cytotoxic and Antiviral Activities of Colombian Medicinal Plant Extracts of the Euphorbia genus", Memórias do Instituto Oswaldo Cruz, Vol. 97, No. 4, 2002, pp. 541-546. Retrieved through Bioline International (keywords: herpes simplex - Bioline Code: oc02103)
  5. Names.cria.org.br

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]