Δρύπη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Διάγραμμα τυπικής δρύπης βερίκοκου, το οποίο δείχνει τα τρία μέρη του περικαρπίου και τη διάκριση μεταξύ σπόρου και σάρκας.

Δρύπη ονομάζεται κάθε σαρκώδης καρπός, ο οποίος έχει υμενώδες εξωκάρπιο, σαρκώδες μεσοκάρπιο και ξυλώδες ενδοκάρπιο (το οποίο περιέχει συνήθως ένα σπέρμα).[1] Είναι από τους πιο κοινούς, εδώδιμους καρπούς στη φύση, όπως κεράσια, δαμάσκηνα, βερίκοκα, ροδάκινα, ελιές κ.ά.

Ετυμολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λατινική: druppa < ελληνιστική: δρύππα.[2]

Δρυπεπής καρπός < αρχαία: ωριμασμένος πάνω στο δέντρο, έτοιμος να πέσει, πάρα πολύ ώριμος.[3]

Οι αρχαίοι ονόμαζαν δρύπες, γενικά, όλα τα ζαρωμένα φρούτα, όπως βερίκοκα, δαμάσκηνα, ροδάκινα κλπ.[4] Οι βρώσιμες ελιές με την ένδειξη «θρούμπες» (< λατινικά: druppa < δρύππα = υπερώριμος καρπός ελιάς, θρούμπα) είναι οι ζαρωμένες ελιές.[5]

Φρέσκος καρπός δαμάσκηνου και καρπός σε τομή.

Χαρακτηριστικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Οι δρύπες είναι φρέσκα σαρκώδη φρούτα, πυρηνόκαρπα. Παράγονται από ωοθήκη με σκληρή ή ξυλώδη επίστρωση (που ονομάζεται ενδοκάρπιο) [6] και περιβάλλει τον σπόρο.[7] (Βλέπε επισυναπτόμενο διάγραμμα τυπικής δρύπης).
  • Είναι καρποί αδιάρρηκτοι, μη διανοιγόμενοι. Δηλαδή, δεν διαρρηγνύονται για να ελευθερώσουν το σπέρμα ή τα σπέρματα, αλλά κατά την ωρίμανση πέφτουν ολόκληροι στη γη.[8]
  • Το σχήμα του καρπού είναι σφαιρικό ή ελλειψοειδές ή ωοειδές ή αχλαδόμορφο.[9]
  • Το περικάρπιο [10] μπορεί να είναι σαρκώδες, ξυλώδες ή δερματώδες. Αποτελείται από τρία μέρη: α) Το εξωκάρπιο (εξωτερική επιδερμίδα ή δέρμα) το οποίο είναι δερματώδες και συνήθως λεπτό, β) το μεσοκάρπιο (η εδώδιμη σάρκα) το οποίο είναι σαρκώδες–δερματώδες και συνήθως χυμώδες, γ) το ενδοκάρπιο (ο πυρήνας) αποτελούμενο από ξυλώδες κέλυφος που περικλείει το σπέρμα ή τα σπέρματα.
Φρέσκοι καρποί αμυγδάλων και καρπός σε τομή, του γένους Προύμνη (Prunus).

Ορολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ο αγγλικός όρος "stone fruit", [11] που σημαίνει φρούτο με κουκούτσι, μπορεί να είναι συνώνυμος της δρύπης ή, πιο συχνά, μπορεί να σημαίνει μόνο τους καρπούς του γένους Προύμνη (Prunus). Είναι γενικός όρος, ο οποίος χρησιμοποιείται για να περιγράψει φρούτα όπως ροδάκινα, νεκταρίνια, δαμάσκηνα και κεράσια, που διαθέτουν ένα στρώμα σαρκώδους, βρώσιμης πούλπας, η οποία περιβάλλει ένα σχετικά μεγάλο, σκληρό κουκούτσι (stone) που καλύπτει και προστατεύει μέσα του έναν σπόρο.[11]
  • Στον καρπό του κοκοφοίνικα (τη γνωστή ινδική καρύδα) το μεσοκάρπιο είναι ινώδες ή ξηρό και ονομάζεται φλοιός. Αυτός ο τύπος φρούτων ταξινομείται ως απλή ξηρή, ινώδης δρύπη.
  • Ο καρπός της καρυδιάς, το καρύδι, είναι ο βρώσιμος σπόρος της δρύπης και επομένως δεν θεωρείται ένα πραγματικό κάρυο με τη βοτανολογική έννοια. Ο σπόρος (το καρύδι) χρησιμοποιείται προς βρώση μετά την πλήρη ωρίμανση, όταν το κέλυφος έχει απορριφθεί.[12]
  • Τα όρια ανάμεσα σε μια δρύπη και μία ράγα (αγγλικά: berry) δεν είναι πάντα σαφή. Ένας ορισμός της ράγας απαιτεί το ενδοκάρπιο να έχει πάχος μικρότερο από 2 χιλιοστά, ενώ τα υπόλοιπα φρούτα με ξυλώδες ενδοκάρπιο να είναι δρύπες.
  • Ορισμένες πηγές περιγράφουν τον καρπό του αβοκάντο, που είναι είδος του γένους Persea ως δρύπη, [13] άλλες πηγές το περιγράφουν ως ράγα.
  • Σε οριακές περιπτώσεις, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο όρος «δρυποειδής» (αγγλικά: drupaceous) για ένα φρούτο το οποίο έχει τη δομή και την υφή της δρύπης, αλλά δεν ταιριάζει ακριβώς με τον ορισμό της.
  • Για τα φρούτα υπό μορφή «συσσωματώματος» (αγγλικά: aggregate fruit ή etaerio), όπως τα βατόμουρα, τα σμέουρα κ.ά. χρησιμοποιείται ο αγγλικός όρος "drupelets".[7]
Φρέσκος καρπός μάνγκο και καρπός σε τομή.

Παραδείγματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο καρπός του αβοκάντο (του γένους Persea) περιγράφεται ως δρύπη ή δρυποειδής καρπός, αλλά και ως καρπός χωρίς κουκούτσι (αγγλικά: berry).

Οικολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Πολλές δρύπες, με τα γλυκά και σαρκώδη εξωτερικά τους στρώματα (εξωκάρπιο και μεσοκάρπιο), προσελκύουν, ως τροφή, τα ζώα και ο πληθυσμός των φυτών ωφελείται από τη διασπορά των σπόρων.[18] Το ενδοκάρπιο (ο πυρήνας) μερικές φορές πέφτει μετά τη λήψη του σαρκώδους μέρους, συχνά όμως καταπίνεται ολόκληρο από το ζώο, περνάει μέσα από το πεπτικό σύστημα και επιστρέφει στο έδαφος με τα κόπρανα και με τον σπόρο ατραυμάτιστο. Το πέρασμα μέσω του πεπτικού σωλήνα μπορεί να μειώσει το πάχος του ενδοκαρπίου και να βοηθήσει τον σπόρο να βλαστήσει πιο γρήγορα.[19]
  • Σε αντίθεση με άλλες δρύπες, ο σπόρος της καρύδας είναι απίθανο να διασκορπιστεί με κατάποση από την πανίδα, λόγω του μεγάλου μεγέθους του. Μπορεί, ωστόσο, να επιπλέει σε μεγάλες αποστάσεις μεταξύ των ωκεανών.

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ανάλογα με τα χαρακτηριστικά τους, οι καρποί των φυτών μπορεί να είναι ξηροί ή σαρκώδεις, διαρρηκτοί ή αδιάρρηκτοι. [20]
  • Οι σαρκώδεις καρποί διακρίνονται σε: α) Δρύπες: Το περικάρπιο μπορεί να είναι σαρκώδες, ξυλώδες ή δερματώδες. Η ωοθήκη περιέχει συνήθως ένα ή και περισσότερα σπέρματα., β) Πόμες και γ) Ράγες: Το περικάρπιο είναι σαρκώδες. Το εξωκάρπιο είναι υμενώδες και περικλείει πολλά μικρά σπέρματα. [20]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Koning, Ross E. (1994). «Fruit Classification». www1.biologie.uni-hamburg.de (στα Αγγλικά). Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. 
  2. LSJ. Greek English Lexicon. «Δρύππα. Ancient Greek Dictionary». lsj.gr. 
  3. LSJ. Greek English Lexicon. «Δρυπεπής. Ancient Greek Dictionary». lsj.gr. 
  4. Δαρειώτη-Πελεκάνου Θεοδώρα, Φιλόλογος (2016). «Οι λέξεις και το παρελθόν μας» (PDF). Πολυδεύκης. Καστόρειο Λακωνίας. σελ. 24. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 28 Σεπτεμβρίου 2019. 
  5. Δαρειώτη-Πελεκάνου Θεοδώρα, Φιλόλογος. «Λεξιλογικά: Θρούμπα». Παρατηρητής. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Ιουλίου 2020. 
  6. LSJ. Greek English Lexicon. «Ενδοκάρπιο. Greek Monolingual». lsj.gr. 
  7. 7,0 7,1 Flora of North America. «Record List for drupe, drupelet». fmhibd.library.cmu.edu (στα Αγγλικά). Hunt Institute. 
  8. Βοτανική (24 Μαρτίου 2018). «Αδιάρρηκτος καρπός». votaniki.gr. 
  9. Καββαδάς, Δημήτριος (1990). Εικονογραφημένον Βοτανικόν Φυτολογικόν Λεξικόν. Αθήνα: Πελεκάνος. σελ. 1821,1822,1692,1886,2026. ISBN 9780004000077. 
  10. LSJ. Greek English Lexicon. «Περικάρπιο. Greek Monolingual». lsj.gr. 
  11. 11,0 11,1 Institute of Food and Agricultural Sciences. «Stone Fruit». hos.ifas.ufl.edu (στα Αγγλικά). University of Florida, UF/IFAS. 
  12. GAIApedia (23 Ιουνίου 2015). «Βοτανικά χαρακτηριστικά καρυδιάς». gaiapedia.gr. 
  13. 13,0 13,1 Πανεπιστήμιο Πάτρας. «Οικογένεια Perseeae» (PDF). σελ. 3. 
  14. Τμήμα Δασών. «Τα κυριότερα δασικά δέντρα της Κύπρου» (PDF). Υπουργείο Γεωργίας Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος. σελίδες 12,13. 
  15. Πανεπιστήμιο Πατρών. «Olea europaea L» (PDF). Πλατφόρμα Τηλεκπαίδευσης. σελ. 6. 
  16. Πανεπιστήμιο Πάτρας. «Laurus nobilis: Λάουρος η ευγενής ή Δάφνη του Απόλλωνα» (PDF). σελίδες 4,5. 
  17. GAIApedia (1 Ιουνίου 2015). «Βοτανικά χαρακτηριστικά χουρμαδιάς». gaiapedia.gr. 
  18. Υπουργείο Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος Κύπρου (7 Οκτωβρίου 2019). «Νυχτερίδες: Μύθοι και πραγματικότητες». moa.gov.cy. 
  19. Βασιλάκη, Α. «Επίδραση της βόσκησης στη σποροπαραγωγή και διασπορά των σπόρων λιβαδικών φυτών» (PDF). Εργαστήριο Λιβαδικής Οικολογίας. Θεσσαλονίκη: ΑΠΘ. 
  20. 20,0 20,1 Κριαρά, Σαββούλα Μάλλιου. «Τα είδη των καρπών των φυτών». emedi.gr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Ιουλίου 2020. 

Πηγές, Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Χατζημπίρος Κίμων, Παναγιωτίδης Πάνος, Καρακατσάνη Ρένα (2007). "Λεξικό Οικολογικών & Περιβαλλοντικών Όρων". Εκδόσεις Σταφυλίδη. ISBN 9789607695307