Διάκονος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ρομπότ: Τροποποίηση: pl:Diakon; διακοσμητικές αλλαγές
μ Ρομπότ: Προσθήκη: hy:Սարկավագ
Γραμμή 28: Γραμμή 28:
[[hr:Đakon]]
[[hr:Đakon]]
[[hu:Diakónus]]
[[hu:Diakónus]]
[[hy:Սարկավագ]]
[[id:Diaken]]
[[id:Diaken]]
[[is:Djákni]]
[[is:Djákni]]

Έκδοση από την 06:44, 23 Ιανουαρίου 2010

Ο όρος διάκονος σημαίνει κατά βάση «υπηρέτης». Στην ορολογία των χριστιανικών εκκλησιών μπορεί να σημαίνει είτε γενικότερα τον χριστιανό ως υπηρέτη του Θεού είτε ειδικότερα εκκλησιαστικό αξίωμα.

Στην Ορθόδοξη Εκκλησία

Τμήμα μιας σειράς λημμάτων
Βαθμοί Ιεροσύνης της
Επίσκοπος
Πρεσβύτερος
Διάκονος

Διάκονος στην Ορθόδοξη, αλλά και σε άλλες Εκκλησίες, είναι ο κληρικός που φέρει τον πρώτο βαθμό της ιεροσύνης.

Δείτε επίσης