Δρυϊνόπολις

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Δρυϊνόπολις ή Δρυϊνούπολις είναι ιστορική περιοχή στη νοτιοδυτική Αλβανία (Δυτική Βόρεια Ήπειρος) και τη βορειοδυτική Ελλάδα στην Περιφέρεια Ηπείρου. Η καρδιά αυτής της περιοχής είναι η κοιλάδα του ποταμού Δρίνου και η Δρόπολη. Μια ελληνορθόδοξη επισκοπή με αυτό το όνομα ιδρύθηκε το 449 μ.Χ. καθώς και θέμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και του Δεσποτάτου της Ηπείρου (10ος-14ος αιώνας). Σήμερα το όνομα της Δρυϊνοπόλεως σώζεται στην τοπική μητροπολιτική επισκοπή της Εκκλησίας της Ελλάδος για το ελληνικό τμήμα της περιοχής, ενώ το αλβανικό τμήμα υπάγεται στη θρησκευτική δικαιοδοσία της μητρόπολης Αργυροκάστρου της Ορθόδοξης Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Αλβανίας.

Θέμα Δρυϊνοπόλεως[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το θέμα Δρυϊνοπόλεως ως τμήμα του Δεσποτάτου της Ηπείρου (1210) και τα όρια της επισκοπής το 1835 (κόκκινη διακεκομμένη γραμμή)

Η περιοχή της Δρυϊνοπόλεως βρίσκεται στην κοιλάδα του ποταμού Δρίνου.[1] Περί το 1000 πέρασε υπό τον έλεγχο του βουλγαρικού στρατού του Σαμουήλ,[2] αλλά ο βυζαντινός έλεγχος αποκαταστάθηκε το 1018/1019.[3] Ως μέρος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η Δρυϊνόπολις διαμόρφωσε ένα δευτερεύον θέμα κατά τη διάρκεια της βασιλείας του αυτοκράτορος Βασιλείου Β´ (ηγεμόνευσε εν έτει  976–1025).[1] Ο Βασίλειος ίδρυσε εκεί και φρουρά υπό τη διοίκηση ενός στρατηγού.[4]

Σύμφωνα με την ιστορία του Ιωάννη Σκυλίτζη, η δημιουργία του θέματος της Δρυϊνοπόλεως, καθώς και της κοντινής Κολωνείας, και η εγκατάσταση βυζαντινών αιχμαλώτων του βουλγαρικού στρατού στόχευε στην ενίσχυση των βυζαντινών θέσεων στην Ήπειρο έναντι μελλοντικών εχθρικών επιθέσεων από την κεντρική και τη δυτική Μακεδονία. Η βουλγαρική απειλή εξαφανίστηκε προσωρινά μετά την προσάρτηση της Πρώτης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας.[5]

Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204, η περιοχή τέθηκε υπό τον έλεγχο του Δεσποτάτου της Ηπείρου, ενός ελληνικού διαδόχου κράτους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Δρυϊνόπολις αποτέλεσε ένα από τα θέματα του Δεσποτάτου. Στα τέλη του 14ου αιώνα, η Δρυϊνόπολις αποτέλεσε διαμάχη μεταξύ του Δεσποτάτου της Ηπείρου και της αλβανικής φυλής των Ζενεβισσαίων.[6] Το 1399 ο ελληνικός πληθυσμός της Δρυϊνοπόλεως ενώθηκε με τον Δεσπότη της Ηπείρου, Ησαύ, στην εκστρατεία του εναντίον διαφόρων φυλών Αλβανών και Αρμάνων.[7] Πριν την οθωμανική κατάκτηση της περιοχής το 1418, ελεγχόταν από τον Ιωάννη Ζενεβίση (1411-1418).[8][9]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Strässle, 2006, p. 173
  2. Strässle, 2006, p. 200
  3. Strässle, 2006, p. 452
  4. Strässle, 2006, p. 459
  5. Prinzing, 1997, p. 191
  6. Ellis, Klusáková, 2007, p.135
  7. Hammond, 1976, p. 61: «Όταν ο Ησαύ, ο Ιταλός ηγεμών των Ιωαννίνων, πέρασε στην επίθεση το 1399, είχε ήδη κερδίσει τους Μαζαράκιδες (Αλβανούς) και τους Μαλακασαίους (ενδεχομένως βλαχόφωνους) και στρατολόγησε Έλληνες προφανώς από το Ζαγόρι του Πάπιγκου (πάνω από την Κόνιτσα), και η Δρυϊνούπολις με το Αργυρόκαστρο και τα μεγάλα Ζαγόρια»
  8. Ellis, Hálfdanarson, 2006, p. 100
  9. Nicol, 1984, p. 179