Δον Ζουάν (Μπάιρον)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Δον Ζουάν
Ο Δον Ζουάν κοιμάται στην αγκαλιά της Χαηδής, Χέντρικ Σέφερ, περ. το 1827
ΣυγγραφέαςΛόρδος Βύρων
ΤίτλοςDon Juan
ΓλώσσαΑγγλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης19ος αιώνας
Μορφήποίημα
LC ClassOL7116260M
ΠροηγούμενοΤο προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ
ΕπόμενοMazeppa
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Δον Ζουάν (αγγλικός τίτλος: Don Juan) είναι σατιρικό αφηγηματικό ποίημα του Άγγλου ποιητή Λόρδου Μπάιρον που δημοσιεύθηκε από το 1819 έως το 1824.[1]

Ο χαρακτήρας του Δον Ζουάν βασίζεται στους ισπανικούς λαϊκούς θρύλους, ωστόσο η πλοκή του ποιήματος είναι του Μπάιρον. Πρόκειται για μια διασκεδαστική παρωδία, όπου ο Δον Ζουάν, σε αντίθεση με τον μύθο του διαβόητου σαγηνευτή αλλά και στον αντίποδα του Βυρωνικού ήρωα, είναι ένας αθώος νεαρός, συμπαθητικός και αφελής, έρμαιο των γεγονότων και των γυναικών.[2]

Σε 17 άσματα και σε οκτάβες, το μακροσκελές ποίημα αφηγείται με φαιδρό και εσκεμμένα προκλητικό τόνο τις περιπέτειες ενός νεαρού Ισπανού που, στα τέλη του 18ου αιώνα, εξ αιτίας ενός παράνομου έρωτα, απομακρύνεται από την πόλη του τη Σεβίλλη. Μετά από ένα δραματικό ναυάγιο, φθάνει στην Ελλάδα, ερωτεύεται, πωλείται σκλάβος, δραπετεύει, συμμετέχει σε μάχες και βρίσκεται στη Ρωσία, όπου γίνεται ο αγαπημένος της αυτοκράτειρας Αικατερίνης Β΄ που τον στέλνει σε αποστολή στην Αγγλία. [3]

Μετά τη δημοσίευσή τους το 1819, τα δύο πρώτα άσματα επικρίθηκαν έντονα ως ανήθικα επειδή ο Μπάιρον σατίριζε την αγγλική κοινωνία και δημόσια πρόσωπα της εποχής του. Μέχρι τον θάνατό του το 1824, ο ποιητής είχε ολοκληρώσει 16 άσματα, ενώ το 17ο παρέμεινε ημιτελές. Το έργο θεωρείται από τον ίδιο τον συγγραφέα ως το αριστούργημά του και το πιο προσωπικό έργο του.

Σύνθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης, 1819

Ο Μπάιρον έγραψε τα δύο πρώτα άσματα στη Βενετία, από τον Αύγουστο του 1818 έως τον Ιανουάριο του 1819. Και τα δύο εκδόθηκαν τον Ιούλιο του 1819. Ο εκδότης του Τζον Μάρεϊ του ζήτησε να περικόψει ορισμένα αποσπάσματα, φοβούμενος σκάνδαλο λόγω των αιχμηρών υπαινιγμών στην πρώην σύζυγο του Μπάιρον Ανναμπέλα Μίλμπανκ και τον καταστροφικό γάμο τους, τις επιθέσεις στον βραβευμένο ποιητή Ρόμπερτ Σάουδι, στον λόρδο Κάσλρεϊ και άλλα γνωστά πρόσωπα εύκολα αναγνωρίσιμα από τους αναγνώστες.[4]

Πιεσμένος και από τους φίλους του, ο ποιητής δέχθηκε τη λογοκρισία και μια ανώνυμη έκδοση. Ωστόσο, και παρά τις αλλαγές, με την κυκλοφορία τους τον Ιούλιο 1819 τα δύο πρώτα άσματα προκάλεσαν την κατακραυγή, που όμως δεν εμπόδισε τον Μπάιρον να συνεχίσει να γράφει.

Τα υπόλοιπα άσματα γράφτηκαν στην Ιταλία από το φθινόπωρο του 1819 έως τον Μάρτιο του 1824. Ο θάνατος του ποιητή διέκοψε το ποίημα. Σε μια έκδοση του 1903 δημοσιεύθηκαν οι πρώτες 14 στροφές του 17ου άσματος, που προέρχονταν από την πένα του Μπάιρον και βρέθηκαν στο δωμάτιο του ποιητή στο Μεσολόγγι μετά τον θάνατό του. Είχε αρχίσει να εργάζεται στο 17ο άσμα πριν φύγει από την Ιταλία το 1823 και πήρε το χειρόγραφο μαζί του στο ταξίδι του στην Ελλάδα.[5]

Ο αφηγητής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ήρωας του ποιήματος δεν είναι στην πραγματικότητα ο Δον Ζουάν. Ο αληθινός «ήρωας» είναι ο κυνικός, κουρασμένος από τον κόσμο αφηγητής του. Πρόκειται για έναν αριστοκράτη, του οποίου οι απόψεις μοιάζουν εντυπωσιακά με του Μπάιρον. Ο απογοητευμένος τόνος του αντανακλά την προσωπική αίσθηση απογοήτευσης του Μπάιρον. Το ποίημα του έδωσε την ευκαιρία να προβάλει μια σειρά από δικές του ανησυχίες και οράματα και με το έντονο χιούμορ και το πνεύμα του να επικρίνει και να σατιρίσει την κοινωνία και να επιτεθεί σε δημόσια πρόσωπα. Ο αφηγητής συχνά ξεφεύγει από την ιστορία, σε ένα σημείο εξυμνεί την παλιά δόξα της Ελλάδας και παροτρύνει έμμεσα σε πατριωτική δράση. Επίσης, η περιγραφή της πολιορκίας του Ισμαηλίου είναι μια καταγγελία της φρικαλεότητας του πολέμου.[2][6]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η βάρκα του Δον Ζουάν, πίνακας του Ντελακρουά, 1840

1ο άσμα. Στην Ισπανία. Ο Δον Ζουάν γεννήθηκε στη Σεβίλλη. Ο πατέρας του Δον Χοσέ, άνθρωπος με μάλλον ελεύθερα ήθη, πέθανε όταν ο γιος του ήταν σε βρεφική ηλικία. Η μητέρα του δόνα Ινές, μια μορφωμένη γυναίκα, φρόντισε για την ολοκληρωμένη πνευματική και ηθική ανάπτυξη του γιου της. Ωστόσο, στα 16 του, ο όμορφος νεαρός ταράζει την καρδιά της νεαρής δόνας Τζούλιας, συζύγου του Δον Αλφόνσο, και γίνεται εραστής της. Υποπτευόμενος την απιστία της, ο Δον Αλφόνσο εισβάλλει στην κρεβατοκάμαρα, ακολουθούμενος από τους σωματοφύλακές του που δεν βρίσκουν τίποτε ύποπτο, καθώς ο Ζουάν είχε κρυφτεί κάτω από το κρεβάτι. Αργότερα, επιστρέφοντας μόνος στην κρεβατοκάμαρα, ο Δον Αλφόνσο βλέπει τα παπούτσια του Ζουάν και καθώς μαλώνει με τη γυναίκα του, ο νεαρός καταφέρνει να φύγει. Ως αποτέλεσμα του σκανδάλου, η μητέρα του τον απομακρύνει για ασφάλεια στο μακρινό Κάδιθ και ο Δον Αλφόνσο κλείνει τη γυναίκα του σε μοναστήρι.[7]

Η Χαηδή ανακαλύπτει τον δον Ζουάν που ξεβράστηκε στην ακτή. Ford Madox Brown. 1878

2ο, 3ο και 4ο άσμα. Στην Ελλάδα. Ο Δον Ζουάν ταξιδεύει στο Κάδιθ, συνοδευόμενος από τον δάσκαλό του ιερέα Πεντρίγιο και υπηρέτες. Μια σφοδρή καταιγίδα καταστρέφει το πλοίο και ο νεαρός, η συνοδεία του και μερικοί ναύτες σώζονται με μια μικρή βάρκα που παρασύρεται στο Αιγαίο. Μετά από λίγες μέρες τους τελειώνουν τα τρόφιμα και οι ναυαγοί τρώνε πρώτα τον σκύλο του Δον Ζουάν και μετά τον δάσκαλό του. Όσοι τρώνε ανθρώπινο κρέας τρελαίνονται και πεθαίνουν. Όταν τελικά φάνηκε η στεριά, ο μόνος επιζών του ναυαγίου είναι ο Δον Ζουάν που η θάλασσα τον ξεβράζει, μισοπεθαμένο, σε ένα νησί των Κυκλάδων. Εκεί τον βρίσκει η Ελληνίδα Χαηδή που τον σώζει από τον θάνατο φροντίζοντάς τον σε μια σπηλιά στην παραλία. Η κοπέλα, εκμεταλλευόμενη την απουσία του πατέρα της που ήταν πειρατής και έλειπε, επισκέπτεται τον νεαρό καθημερινά και ερωτεύονται, παρόλο που δεν μιλούν ούτε καταλαβαίνουν τη γλώσσα του άλλου.[8]

Οι κάτοικοι του νησιού, πεπεισμένοι ότι ο πατέρας της Χαηδής, ο Λάμπρος, σκοτώθηκε, οργανώνουν μια γιορτή για τους δύο ερωτευμένους. Ο Λάμπρος, στο μεταξύ, αποβιβάζεται στο νησί και κρυφά παρατηρεί τι συμβαίνει. Οι δύο εραστές ξυπνούν και ανακαλύπτουν ότι ο πατέρας της Χαηδής επέστρεψε. Βοηθούμενος από τους συντρόφους του πειρατές, ο Λάμπρος συλλαμβάνει τον Ζουάν και τον επιβιβάζει σε ένα πειρατικό πλοίο που θα τον παραδώσει στο σκλαβοπάζαρο στην Κωνσταντινούπολη. Η Χαηδή απελπισμένη που έχασε τον αγαπημένο της και έγκυος στο παιδί του Ζουάν πεθαίνει.

5ο άσμα και 6ο άσμα. Σκλάβος στο χαρέμι. Στο σκλαβοπάζαρο, ο Δον Ζουάν γνωρίζει τον Άγγλο Τζον Τζόνσον, επίσης αιχμάλωτο. Ο μαύρος ευνούχος Μπάμπα τους αγοράζει και τους οδηγεί στο σαράι. Εκεί διατάζει τον Ζουάν να ντυθεί με γυναικεία ρούχα, απειλώντας τον με ευνουχισμό αν αρνηθεί. Στη συνέχεια τον οδηγεί στη σουλτάνα Γκιουλμπιέζ, την 26χρονη τέταρτη και αγαπημένη σύζυγο του σουλτάνου. Ο περήφανος ευγενής αρνείται να φιλήσει το πόδι της, αλλά δέχεται να της φιλήσει το χέρι. Η σουλτάνα τον είχε δει στην αγορά το πρωί και ζήτησε από τον Μπάμπα να της τον αγοράσει, παρά τον κίνδυνο να τον ανακαλύψει ο σουλτάνος. Με τη σκέψη στη Χαηδή, ο Ζουάν απορρίπτει τις ερωτικές προτάσεις της, κάτι που οδηγεί τη γυναίκα σε ξέσπασμα θυμού και δακρύων. Ο Μπάμπα ανακοινώνει την άφιξη του σουλτάνου, ο οποίος προσέχει την ελκυστική Χριστιανή «Ζουάννα» και δηλώνει ότι οι άπιστοι δεν πρέπει να είναι τόσο όμορφοι.

Ο Ζουάν, ντυμένος γυναίκα, οδηγείται στο χαρέμι και κοιμάται με τη 17χρονη Ντουντού, η οποία τη νύχτα ξύπνησε ουρλιάζοντας και είπε ότι είχε δει ένα τρομερό όνειρο. Ο φύλακας θέλει να βάλει τον Ζουάν με μια άλλη οδαλίσκη, αλλά η Ντουντού καταφέρνει να τον κρατήσει κοντά της. Όμως το πρωί, η καχύποπτη σουλτάνα διατάζει να πνίξουν και τους δυο στον Βόσπορο. Ο Μπάμπα προσπαθεί ανεπιτυχώς να πείσει την κυρά του ότι ο θάνατος του νεαρού δεν θα τη θεραπεύσει από τον έρωτα. Ο αφηγητής αποκαλύπτει ότι θα αφιερώσει το επόμενο άσμα στον πόλεμο.[9]

Πολιορκία του Ισμαηλίου στις 22 Δεκεμβρίου 1790. S. Schiflyar.

7ο και 8ο άσμα. Διαφυγή. Στον πόλεμο. Ο Δον Ζουάν και ο Τζον Τζόνσον δραπετεύουν από το χαρέμι ​​με τη βοήθεια δυο γυναικών και φτάνουν στον Δούναβη κατά τη διάρκεια της ρωσικής πολιορκίας του Ισμαηλίου, ενός οθωμανικού φρουρίου στις εκβολές του ποταμού, στη Μαύρη Θάλασσα. Μια επίθεση από τη στεριά και το ποτάμι αποκρούεται από τους Τούρκους όταν ο στρατάρχης Αλεξάντερ Σουβόροφ λαμβάνει διαταγή από τον αρχιστράτηγο πρίγκιπα Ποτέμκιν «να καταλάβει το οχυρό πάση θυσία». Οι δύο φυγάδες εμφανίζονται στο ρωσικό στρατόπεδο και δηλώνουν ότι είναι έτοιμοι να συμμετάσχουν στον χριστιανικό αγώνα κατά των μουσουλμάνων Οθωμανών.

Ο Δον Ζουάν και ο Τζον Τζόνσον αποδεικνύονται ατρόμητοι στην αγριότητα και τη σφαγή της ρωσικής πολιορκίας κατά των Τούρκων. Συμμετέχουν στη μάχη στο τελευταίο οχυρό όπου αμύνονται ο Τατάρ μπέης και οι πέντε γιοι του. Όλοι σκοτώνονται. Η πόλη λεηλατείται, οι Ρώσοι συνολικά σκοτώνουν 40.000 Τούρκους, μεταξύ των οποίων γυναίκες και παιδιά. Ο Δον Ζουάν σώζει ένα 10χρονο κορίτσι από δύο Κοζάκους που είχαν σκοπό να το βιάσουν και να το σκοτώσουν. Στον απόηχο της πολιορκίας, ο Δον Ζουάν για τη γενναιότητα που επέδειξε στο πεδίο της μάχης ανακηρύσσεται ήρωας και αποστέλλεται στην Αγία Πετρούπολη να αναγγείλει τη νίκη στην Αικατερίνη Β', στη συνοδεία του βρίσκεται και η διασωθείσα Λεϊλά, που έχει ορκιστεί να την προστατεύει σαν κόρη του.

Αικατερίνη Β', πίνακας του Ιβάν Αργκούνοφ, 1762.

9ο και 10ο άσμα. Στη Ρωσία. Στην αυτοκρατορική ρωσική αυλή, τον υποδέχεται η Αικατερίνη Β' σε δημόσια ακρόαση και εντυπωσιάζεται από τον τολμηρό και όμορφο στρατιώτη. Η Αικατερίνη του Μπάιρον είναι 48 ετών και αρκετά σαγηνευτική γυναίκα, οπότε ο Ζουάν μπορεί να τη βρει ελκυστική (στην πραγματικότητα ήταν 61 ετών τότε). Οι αυλικοί τον ζηλεύουν για την εύνοια και το ενδιαφέρον της τσαρίνας.

Το κρύο κλίμα της Ρωσίας κάνει τον Δον Ζουάν να αρρωστήσει βαριά. Οι γιατροί αμφιβάλλουν για την ανάρρωσή του. Όταν τελικά αναρρώνει, συστήνουν να αλλάξει κλίμα. Με βαριά καρδιά, η Τσαρίνα στέλνει τον αγαπημένο της δυτικά, στο θερμότερο, εύκρατο κλίμα της Αγγλίας. Φαινομενικά, ο Δον Ζουάν βρίσκεται σε διπλωματική αποστολή για τη διαπραγμάτευση μιας συνθήκης μεταξύ Ρωσίας και Βρετανίας. Στην πραγματικότητα, η αυτοκράτειρα του εξασφαλίζει την υγεία, την εύνοιά της και τα οικονομικά του. Μαζί του βρίσκεται και η Λεϊλά, η οποία, παρά τις προσπάθειες του κηδεμόνα της, δεν άλλαξε την πίστη της. Διασχίζοντας όλη την Ευρώπη, φθάνει στην Αγγλία. [10]

11ο έως 16ο άσμα. Στην Αγγλία. Ο ήρωας φτάνει στο Λονδίνο. Ο ποιητής περιγράφει την τεράστια πόλη, γεμάτη αντιθέσεις. Κατά την πρώτη του βόλτα, δέχεται επίθεση από ληστές. Αμυνόμενος, τραυματίζει έναν από αυτούς, μετανιώνει και περιποιείται την πληγή του ετοιμοθάνατου ληστή ο οποίος δυστυχώς πεθαίνει. Αργότερα, ως απεσταλμένος της Ρωσίας, ο Δον Ζουάν γίνεται δεκτός στην αγγλική αυλή, όπου οι αυλικοί τον θαυμάζουν και γοητεύονται από την προσωπικότητά του. Μένει σε μια ακριβή σουίτα ξενοδοχείου και αναθέτει την κηδεμονία της Λεϊλά στην αξιοπρεπή λαίδη Πίντσμπεκ. Η καλή αγγλική κοινωνία τον υποδέχεται θερμά και πολιορκείται από υποψήφιες νύφες και τις μητέρες τους.

Εικονογράφηση για τον Δον Ζουάν, 1849.

Οι αγγλο-ρωσικές διπλωματικές σχέσεις απαιτούν συναντήσεις μεταξύ του λόρδου Χένρι Αμεντεβίλ και του Δον Ζουάν, με τον οποίο γίνεται φίλος και τακτικός επισκέπτης στο σπίτι του στο Λονδίνο. Η λαίδη Αντελίνα και ο λόρδος Αμεντεβίλ προσκαλούν 30 εκλεκτούς καλεσμένους σε μια γιορτή στο κτήμα τους στην εξοχή. Ακολουθεί περιγραφή του εξοχικού κτήματος και της έπαυλης, που στον χώρο υπήρχε παλιό μοναστήρι, καθώς και των προσκεκλημένων, όπου, καλυμμένους με διαφορετικά ονόματα, ο ποιητής περιέγραψε ανθρώπους της υψηλής κοινωνίας του Λονδίνου. Οι νεοφερμένοι αφοσιώνονται σε δραστηριότητες όπως κυνήγι, ψάρεμα, περπάτημα, παιχνίδια.

Οι κυρίες ενδιαφέρονται για τον Δον Ζουάν, ιδιαίτερα η δούκισσα του Φιτζ-Φούλκε που τον φλερτάρει. Η λαίδη Αντελίνα, ζηλεύοντας την έμπειρη δούκισσα, που είχε πολλές ερωτικές περιπέτειες, αποφασίζει να προστατεύσει τον άπειρο νεαρό και του προτείνει να παντρευτεί. Ο Ζουάν έλκεται από τη 16χρονη Ωρόρα Ράμπι, που του θυμίζει τη Χαηδή. Το πλούσιο δείπνο ξεκινά, αρχικά ψυχρή, η Ωρόρα συμμετέχει σε μια πιο ζωντανή συνομιλία μαζί του. Συγκλονισμένος από την ομορφιά της, ο Δον Ζουάν σκέφτεται την Ωρόρα όταν αποσύρεται στο δωμάτιό του. Τη νύχτα, ακούει βήματα στον διάδρομο και βγαίνει. Μπροστά του εμφανίζεται μια φιγούρα μοναχού με κουκούλα, η οποία μετά από λίγο χάνεται. Το πρωί, σοκαρισμένος, ο Ζουάν μαθαίνει για έναν μοναχό που δεν έχει φύγει από το παλιό μοναστήρι και εμφανίζεται στους ιδιοκτήτες του κτήματος σε διάφορες περιστάσεις. Ανήσυχος από τη νυχτερινή του περιπέτεια, ο Ζουάν δεν συμμετέχει στα ζωηρά αστεία που κάνουν οι υπόλοιποι. Όταν οι οικοδεσπότες και οι καλεσμένοι αποσύρονται για τη νύχτα, ο Δον Ζουάν σκέφτεται ξανά την Ωρόρα, η οποία έχει ξυπνήσει μέσα του ρομαντικά συναισθήματα που νόμιζε ότι είχαν χαθεί στο παρελθόν. Εκείνο το βράδυ, ακούει ξανά βήματα στο διάδρομο. Η πόρτα του δωματίου του ανοίγει και εμφανίζεται ο μοναχός με την κουκούλα. Αυτή τη φορά αποφασίζει να επιτεθεί στο φάντασμα αλλά τραβώντας την κουκούλα αποκαλύπτει έκπληκτος το χαμογελαστό πρόσωπο της πληθωρικής δούκισσας του Φιτζ-Φούλκε.[11]

Μετάφραση στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ντον Ζουάν, μετάφραση: Μαρία Κεσίση, εκδόσεις Σπανός, 1981. [12]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]