Διμεθυλοφωσφίνη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Διμεθυλοφωσφίνη
Γενικά
Όνομα IUPAC Διμεθυλοφωσφίνη
Άλλες ονομασίες Διμεθυλοφωσφαμίνη
Διμεθυλοφωσφίνη
Διμεθυλοφωσφάνιο
2-φωσφαπροπάνιο
Χημικά αναγνωριστικά
Χημικός τύπος C2H7P
Σύντομος
συντακτικός τύπος
CH3PHCH3
Συντομογραφίες Me2PH
SMILES CPC
Ισομέρεια
Ισομερή θέσης 1
Αιθανοφωσφαμίνη
Φυσικές ιδιότητες
Χημικές ιδιότητες
Εκτός αν σημειώνεται διαφορετικά, τα δεδομένα αφορούν υλικά υπό κανονικές συνθήκες περιβάλλοντος (25°C, 100 kPa).

Η διμεθυλοφωσφίνη[1] (αγγλικά: dimethylphosphine) είναι οργανική χημική ένωση, που περιέχει άνθρακα, υδρογόνο και φωσφόρο, με χημικό τύπο C2H7P. Eίναι η απλούστερη δευτεροταγής (δηλαδή διυποκατεστημένη) οργανική φωσφίνη. Είναι το φωσφορούχο ανάλογο της διμεθυλαμίνης. Μπορεί να θεωρηθεί ότι προέρχεται από τη «μητρική» ένωση «φωσφίνη» (PH3), με αντικατάσταση δύο (2) ατόμων υδρογόνου της τελευταίας από δύο (2) μεθύλια (CH3-). Με βάση το χημικό τύπο της (C2H7P) έχει ένα (1) ισομερές θέσης, την αιθυλοφωσφίνη.

Ονοματολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Η πρώτη προκύπτει αν η ένωση θεωρηθεί φωσφαμίνη (συστηματική ονομασία, δηλαδή αμίνη με φωσφόρο αντί άζωτο) άκυκλη με ένα (1) άτομο άνθρακα, χωρίς διπλό ή τριπλό δεσμό και ένα επιπλέον μεθύλιο συνδεμένο με το άτομο του φωσφόρου.
  2. Η δεύτερη προκύπτει αν η ένωση θεωρηθεί διυποκατεστημένο από δύο μεθύλια φωσφάνιο (συστηματική ονομασία, PH3).
  3. Η τρίτη προκύπτει αν η ένωση θεωρηθεί διυποκατεστημένη δύο μεθύλια φωσφίνη (παλαιότερη, αλλά πολύ πιο συνηθισμένη ονομασία, PH3).
  4. Η τέταρτη είναι ονομασία που προκύπτει από την «ονοματολογία αντικαταστάσεως», δηλαδή προπάνιο (CH3CH2CH3) στο οποίο έχει αντικατασταθεί το #2 άτομο άνθρακα (C) με ένα άτομο φωσφόρου (P).

Παραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με οργανομαγνησιακή ένωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με επίδραση μεθυλομαγνησιοβρωμίδιου (CH3MgBr) σε διχλωροφωσφίνη (PHCl2) παράγεται διμεθυλοφωσφίνη[2]:


Με μεθυλίωση μεθυλοφωσφίνης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με επίδραση μεθυλοφωσφίνης (CH3PH2) σε μεθυλαλογονίδιο (CH3X) παράγεται διμεθυλοφωσφίνη[3][4]:

Χημική συμπεριφορά και παράγωγα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η διμεθυλοφωσφίνη έχει έντονο πυρηνόφιλο χαρακτήρα, λόγω της μεγάλης επιδεκτικότητας πόλωσης του φωσφόρου.[4]

Αλκυλίωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αντίδραση με αλκυλαλογονίδια γίνεται εύκολα, και η τριτοταγής αλκυλοδιμεθυλοφωσφίνη [RP(CH3)2], που παράγεται είναι σταθερότερη[3][4]:

Αναγωγικές ικανότητες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γενικά, οι ενώσεις του τρισθενούς φωσφόρου, μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως αναγωγικά μέσα, για να αφαιρέσουν οξυγόνο ή θείο από διάφορες ενώσεις. Μερικά σχετικά παραδείγματα είναι τα ακόλουθα[3][4]:

1. Αναγωγή θειοξειδίων (RSOR) σε θειαιθέρες (RSR):

2. Αναγωγή νιτρωδοαλκανίων (RNO) σε αμίνες (RNH2)

3. Αναγωγή οξιράνιου σε αιθένιο:

Οξιράνιο

4. Αναγωγή θειιράνιου σε αιθένιο:

Θειιράνιο

  • Όπου τα R συμβολίζουν υδροκαρβύλια, και σε όποια ένωση αναφέρονται δύο από αυτά δεν είναι απαραίτητο να είναι ίδια μεταξύ τους.

Αντιδράσεις προσθήκης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η διμεθυλοφωσφίνη, παρουσία ισχυρών βάσεων, όπως το υδροξείδιο του καλίου (KOH) σε διμεθυλοθειοξείδιο (CH3SOCH3, DMSO), δίνει αντιδράσεις προσθήκης σε αλκένια και αλκίνια.[5] Παραδείγματα:

1. Προσθήκη στο αιθένιο. Παράγεται αιθυλοδιμεθυλοφωσφίνη:

2. Προσθήκη στο αιθίνιο. Παράγεται βινυλοδιμεθυλοφωσφίνη:

Επίδραση μεθυλενίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με επίδραση μεθυλενίου ([:CH2]) σε διμεθυλοφωαφίνη παράγονται αιθυλομεθυλοφωσφίνη και τριμεθυλοφωσφίνη[6]:

Πηγές πληροφόρησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Γ. Βάρβογλη, Ν. Αλεξάνδρου, Οργανική Χημεία, Αθήνα 1972
  • Α. Βάρβογλη, «Χημεία Οργανικών Ενώσεων», παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1991
  • Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας Ν. Α. Πετάση 1982

Παρατηρήσεις, υποσημειώσεις και αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Για εναλλακτικές ονομασίες δείτε τον πίνακα πληροφοριών.
  2. Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας Ν. Α. Πετάση 1982, σελ. 267, §11.3Α1.
  3. 3,0 3,1 3,2 Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας Ν. Α. Πετάση 1982, σελ.270, §11.7B.
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 Α. Βάρβογλη, «Χημεία Οργανικών Ενώσεων», παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1991, §19.2, σελ. 294.
  5. Arbuzova, S. N.; Gusarova, N. K.; Trofimov, B. A. (2006). "Nucleophilic and free-radical additions of phosphines and phosphine chalcogenides to alkenes and alkynes". Arkivoc v (5): 12–36. doi:10.3998/ark.5550190.0007.503.
  6. Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας Ν. Α. Πετάση 1982, σελ. 155, §6.7.3.