Δημήτριος Κατσάμπας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Δημήτριος Κατσάμπας
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Δημήτριος Κατσάμπας (Ελληνικά)
ΓέννησηΔεκαετία του 1880
Ραψομανίκι Ημαθίας
Θάνατος1911
Βέροια
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςνέα ελληνική γλώσσα
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταστρατιωτικός
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Πόλεμοι/μάχεςΜακεδονικός Αγώνας

Ο Δημήτριος Κατσάμπας ή Κατσιάμπας, ήταν σημαντικός Έλληνας Μακεδονομάχος οπλαρχηγός από το Ραψομανίκι Ημαθίας.

Βιογραφικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Δημήτριος Κατσάμπας γεννήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα στο Ραψομανίκι Ημαθίας. Ήταν ετεροθαλής αδελφός του οπλαρχηγού Πρόδρομου Σκοτίδα (μητέρα τους ήταν η Κυράννα από τους Ποζαρίτες). Σε έναν αγώνα πάλης νίκησε το γιο του τοπικού μπέη και προκάλεσε έτσι τη μήνη των Οθωμανών. Μετά απ' αυτό, κατέφυγε στα Πιέρια όρη και επιδόθηκε στην κλέφτικη δράση.

Οι κλέφτες των Πιερίων λειτουργούσαν με βάση κανόνες, σε αντίθεση με αυτούς του Βερμίου που λειτουργούσαν άτακτα. Έδρασε για πολλά χρόνια εναντίον των τοπικών Οθωμανών αρχόντων εξοντώνοντας αρκετούς μπέηδες στην περιοχή της Κεντρικής Μακεδονίας.

Κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, συγκρότησε ένοπλη ομάδα, της οποίας τέθηκε επικεφαλής και δραστηριοποιήθηκε στο βάλτο των Γιαννιτσών, προσπαθώντας να απωθήσει τις Βουλγαρικές ομάδες που τρομοκρατούσαν τους Ελληνικούς πληθυσμούς. Συνεργάστηκε με τους αξιωματικούς του Ελληνικού Στρατού, που είχαν αποσταλεί στην περιοχή, όπως ο Κ. Μπουκουβάλας (Πετρίλος), Μ. Αναγνωστάκος (Ματαπάς), Π. Παπατζανετέας, Ι. Δεμέστιχας (Νικηφόρος), Τέλλος Άγρας και ο Β. Σταυρόπουλος (Κόρακας).

Συνεργάστηκε επίσης, με τους ντόπιους οπλαρχηγούς Απόστολο Ματόπουλο και Γεώργιο Γιώτα, καθώς και με το σώμα του αδελφού του, Πρόδρομου Σκοτίδα. Αναλάμβανε να φέρει εις πέρας επικίνδυνες αποστολές κατά Οθωμανικών και Βουλγαρικών στόχων.

Σημαντικές δράσεις του[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μία από τις πιο σημαντικές ενέργειες του Δημήτριου Κατσάμπα, του Πρόδρομου Σκοτίδα και των Μ. Αναγνωστάκη (Ματαπά) και Μπουκουβάλα ήταν η επίθεσή τους στο δυτικὸ τμήμα της λίμνης των Γιαννιτσών, όπου οι Βούλγαροι κυριαρχούσαν με δίκτυο αλληλοϋποστηριζομένων οχυρωμάτων, κατὰ τα οποία κατέλαβε την καλύβα, που ήταν απέναντι από την Ακρολίμνη. Στην επιχείρηση εκείνη οι Βούλγαροι απώλεσαν περὶ τους 20 κομιτατζήδες.

Ο Κατσάμπας, ο Σκοτίδας και ο Πολυζόπουλος, τον Αύγουστο του 1906 αντιμετώπισαν με επιτυχία στον Αλιάκμονα σε κατά μέτωπο επίθεση τους κομιτατζήδες, οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για τη δολοφονία ιερέων και άλλων πολιτών.

Το 1907 ενας Οθωμανός μπέης συνέλαβε έναν αγωνιστή του σώματος του οπλαρχηγού Δημήτριου Κατσάμπα και στάλθηκε να δικαστεί στη Λάρισα. Ο Δημήτριος Κατσάμπας μετέβη στη Λάρισα και το βράδυ εισήλθε στην οικία του δικαστή, τον οποίον και απείλησε με μαχαίρι, ότι θα εξοντώσει αυτόν και την οικογένειά του, αν δεν αθωώσει τον συναγωνιστή του. Έτσι δικαστής, την επόμενη μέρα, τον αθώωσε.

Στην ζωτική, στρατιωτικά, περιοχή της Βέροιας, τον Ιανουάριο του 1908 δρούσε το σώμα υπό τον επιλοχία του Πυροβολικού Σταυρόπουλο Βασίλειο (Κόρακα), μαζί με τον οπλαρχηγό Πρόδρομο Σκοτίδα και τον οπλαρχηγο Δημήτριο Κατσάμπα, οι οποίοι είχαν πετύχει να ελέγχουν πλήρως τη περιοχή.

Ο Πρόδρομος Σκοτίδας με το Σταυρόπουλο και το Δημήτριο Κατσάμπα, για να τρομοκρατήσει τους οπαδούς της Ρουμανικής προπαγάνδας αποφάσισε να δράσει και μέσα στη Βέροια. Αφού εγκατέστησε το σώμα του στη λίμνη, ο Πρόδρομος Σκοτίδας μπήκε μεταμφιεσμένος στην πόλη της Βέροιας με τον Σταυρόπουλο, τον πολυμηχανο Δημήτριο Κατσάμπα και ακόμη έναν άνδρα. Σκοπός τους ήταν να σκοτώσουν τον φανατικό Ρουμανίζοντα ιερέα Παπαγιώργη, ο οποίος τρομοκρατούσε κατά ποικίλους τρόπους τους Πατριαρχικούς και απειλούσε ότι θα καταλάβει τις Ελληνικές εκκλησίες μέσα στη Βέροια. Η απόπειρα πέτυχε και ο Παπαγιώργης πυροβολήθηκε από ένα ερειπωμένο σπίτι απο τον κρυμμένο Σκοτίδα, ενώ πήγαινε με πολλούς οπαδούς του προκειμένου να λειτουργήσει, κατά τους Ρουμανικούς κανόνες, την εκκλησία της Κάτω Παναγιάς. Μετά το επεισόδιο οι Τούρκοι πραγματοποίησαν εκτεταμένες έρευνες, ο Πρόδρομος Σκοτιδας, ο Δημήτριος Κατσάμπας και ο Σταυρόπουλος όμως κατόρθωσαν να βγουν από την πόλη και να καταφύγουν στη λίμνη των Γιαννιτσών.

Στις αρχές Μαΐου 1908 το σώμα Σταυρόπουλου με τον Πρόδρομο Σκοτιδα και τον Δημήτριο Κατσαμπα κατευθύνθηκε στο Βέρμιο, όπου συναντήθηκε με το σώμα του Ν. Τσίπουρα. Στην περιοχή του Βερμίου ενήργησαν από κοινού επιχειρήσεις καθ' όλη τη διάρκεια του Μαΐου και στις αρχές του Ιουνίου επέστρεψαν στη λίμνη των Γιαννιτσών. Μετά από λίγο όμως οι Τούρκοι άρχισαν και πάλι να ερευνούν την λίμνη με ισχυρές δυνάμεις και οι Έλληνες εξαναγκάσθηκαν να διαφύγουν και να βρουν καταφύγιο στον Όλυμπο. Εκεί τους βρήκε η Νεοτουρκική επανάσταση. Μετά την ανακήρυξη του συντάγματος και τη λήξη των εχθροπραξιών το σώμα παρουσιάστηκε στη Βέροια και πήρε μέρος στις εορταστικές εκδηλώσεις των Νεοτούρκων. Το 1908 το κίνημα των Νεοτούρκων μολονότι διακήρυττε ισότητα και μεταρρυθμίσεις για όλους τους κατοίκους της Αυτοκρατορίας, γρήγορα αποδείχτηκε σκληρότερο .

Τα σώματα των αδελφών Δ. Κατσάμπα και Π. Σκοτίδα

Μετά την επανάσταση των Νεοτούρκων, ο Δημήτριος Κατσάμπας συνέχισε την ένοπλη δράση. Την εποχή εκείνη (1911) ο σουλτάνος Μεχμέτ Ε' Ρεσάτ θα ταξίδευε σιδηροδρομικώς στο Μοναστήρι και ο Δημήτριος Κατσάμπας βρήκε την ευκαιρία να τον δολοφονήσει. Ντύθηκε ιερέας και μετέβη στο Γηδά (Αλεξάνδρεια), όπου ο σουλτάνος είχε προγραμματίσει στάση για να χαιρετήσει τον κόσμο. Τελικά πείστηκε την τελευταία στιγμή από τοπικούς παράγοντες να να μην επιχειρήσει τη δολοφονία γιατί θα προκαλούσε φοβερά αντίποινα. Οι Νεότουρκοι, αργότερα τον επικήρυξαν λόγω της συνολικής του δράσης και μετά από προδοσία δηλητηριάστηκε. Όταν σκοτωσαν τον Κατσάμπα, ένα τουρκικο ταγμα φυλαγε το πτώμα του, το οποίο εκτέθηκε στα τρία πλατάνια (Πλατεία Πλατάνων) στη Βέροια. Κρεμασμενος σε δημόσια θέα για αρκετες ημερες, στη συνεχια του εκοψαν το κεφαλι το εβαλαν σε πασαλο και το περιεφεραν στα χωρια του ρουμλουκιου για να τρομοκρατήσουν των ελληνικο πληθυσμο της Ημαθίας αλλα Δεν τα κατάφεραν τελικα.[1][2]

Η λαϊκή μούσα θρήνησε το χαμό του Δημήτριου Κατσάμπα σε όλη την Κεντρική Μακεδονία[1][3]:

Ένα Σαββάτο βράδυ, βρε Κατσιάμπα μ', μια Κυριακή πρωί,
βάρεσαν τον Κατσιάμπα το Δημήτρη μεσ' τ' Αντωνόπουλ' το σπίτ'.
Το κρίμα νά 'χει η Δέσπω, η Αντωνούδα, και τ' άδικο ο Αντών'ς
ωχ αμάν Δημήτρη μ', που σε φαρμάκωσεν.
Μαύρ' ήταν η καρότσα, βρε Δημήτρη μ', και μαύρα τ' άλογα.
Σε κλαίει όλ' η Βέροια, βρε Δημήτρη μ', κι όλο το Ρουμλούκ'.

όμως στις 8:15 το πρωί η IV Μεραρχία εισήλθε στη Βέροια Η «Λευκή Σημαία» μεταφέρθηκε στη Βέροια απο τους τουρκους συνοδευόμενη από επικυρωμένο αντίγραφο Αποσπάσματος της «Ημερήσιας Διαταγής του 9ου Συντάγματος Πεζικού της 17ης Οκτωβρίου 1912»

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]