Μετάβαση στο περιεχόμενο

Γουίντσιθ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γουίντσιθ
Συγγραφέαςανώνυμος
ΓλώσσαΑγγλικά
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Γουίντσιθ (αγγλικά: Widsith), στα παλαιά αγγλικά «Μακρινός ταξιδιώτης», είναι παλαιό αγγλικό επικό ποίημα 144 στίχων. Το μοναδικό αντίγραφο σώζεται στο Βιβλίο του Έξετερ, ένα χειρόγραφο παλαιάς αγγλικής ποίησης που συντάχθηκε στα τέλη του 10ου αιώνα, το οποίο περιέχει περίπου το ένα έκτο του συνόλου της σωζόμενης παλαιάς αγγλικής λογοτεχνίας. Η χρονολόγηση της συγγραφής του ποιήματος είναι θέμα συζήτησης και ποικίλλει μεταξύ του 6ου και του 9ου αιώνα.[1]

Το ποίημα βασίζεται στην προφορική παράδοση των αρχαίων γερμανικών μύθων και αποτελείται κυρίως από μια παράθεση θρυλικών και ιστορικών βασιλιάδων, λαών και ηρώων. Ανήκει σαφώς σε μια εποχή πριν από την διαμόρφωση μιας συλλογικής αγγλοσαξονικής ταυτότητας, όταν οι Αγγλοσάξονες έποικοι στα Βρετανικά νησιά είχαν πρόσφατες μνήμες από τις γερμανικές τους καταβολές.

Σύνθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι μελετητές δεν συμφωνούν ως προς το πότε συντέθηκε για πρώτη φορά το ποίημα. Καταγράφηκε μεν τον 10ο αιώνα, ωστόσο μελετητές έχουν υποστηρίξει ότι είναι πολύ παλαιότερο και πιθανότατα χρονολογείται στα τέλη του 6ου ή στις αρχές του 7ου αιώνα, αναφέροντας ως απόδειξη τη γνώση του συγγραφέα για τις ιστορικές λεπτομέρειες και την ακρίβεια των περιγραφών του. Κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν ότι το έργο είναι μια αυθεντική μεταγραφή παλιών ηρωικών ασμάτων που σώζονταν στην προφορική παράδοση, ενώ άλλοι έχουν υποστηρίξει ότι επινοήθηκε κατά τη βασιλεία του βασιλιά του Ουέσσεξ Αλφρέδου (871-899) για να παρουσιάσει «ένα κοινό ένδοξο παρελθόν». Υπάρχει και η υπόθεση ότι το ποίημα δημιουργήθηκε αρχικά τον 6ο αιώνα και οι αναχρονισμοί που περιλαμβάνει οφείλονται σε μεταγενέστερες παρεμβολές.[2].

Περιεχόμενο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πολυταξιδεμένος ποιητής - βάρδος Γουίντσιθ (το όνομά του σημαίνει Μακρινός ταξιδιώτης) αφηγείται τις περιπλανήσεις του, μιλά για τις φεουδαρχικές αίθουσες στις οποίες τραγουδούσε και πώς οι άρχοντες αγαπούσαν τα τραγούδια του που συνόδευε με την άρπα και του έδιναν δώρα, ώστε όπου κι αν πήγαινε τον καλωσόριζαν. Υμνεί τον πόλεμο και στο τέλος του ποιήματός του υμνεί την τέχνη του. Στην πραγματικότητα, το ποίημα είναι ένας κατάλογος βασιλιάδων και λαών της ηρωικής εποχής των Γερμανών. Οι βασιλιάδες είναι ταξινομημένοι ανάλογα με τη δημοτικότητά τους και τον αντίκτυπό τους στην ιστορία, με τον Αττίλα, τον βασιλιά των Ούννων, να αναφέρεται πρώτος, ακολουθούμενος από τον Ερμανάριχο βασιλιά των Οστρογότθων. Μπορεί επίσης να είναι το παλαιότερο σωζόμενο έργο που αφηγείται τη μάχη των Γότθων και των Ούννων, η οποία αναφέρεται επίσης σε μεταγενέστερα σκανδιναβικά έργα. Αναφέρεται επίσης σε μια ομάδα ανθρώπων που ονομάζει Wicinga cynn, η οποία μπορεί να είναι η παλαιότερη αναφορά της λέξης Βίκινγκ.[3]

Το ποίημα είναι ένα είδος υπηρεσιακού αρχείου και, με εξαίρεση την εισαγωγή, το συμπέρασμα και μερικά διάσπαρτα σχόλια, αποτελείται κυρίως από τρεις καταλόγους:

  • μια λίστα με τριάντα επτά βασιλιάδες, σύγχρονους και αρχαίους, και έθνη για τα οποία είχε ακούσει ο ποιητής.
  • μια λίστα με τους πενήντα οκτώ λαούς που ισχυρίστηκε ότι είχε επισκεφτεί. Σε αυτό το τμήμα υπάρχει ένα απόσπασμα, το οποίο οι περισσότεροι μελετητές πιστεύουν ότι είναι μεταγενέστερη παρεμβολή, όπου ο ποιητής ισχυρίζεται ότι γνώρισε Σαρακηνούς, Ρωμαίους, Αιγύπτιους και άλλους, επεκτείνοντας τα ταξίδια του πέρα ​​από τα γερμανικά βασίλεια σε ολόκληρο τον τότε γνωστό κόσμο.
  • μια λίστα με τριάντα εννέα θρυλικούς άρχοντες τους οποίους διασκέδασε με τα τραγούδια και τα ποιήματά του.[4]

Αυτό θα μπορούσε να φαίνεται μονότονο, αλλά διακόπτεται συνεχώς από τον ποιητή που προσθέτει λεπτομέρειες που του φαίνονται σημαντικές ή αξιοσημείωτες για ένα όνομα. Οι κατάλογοι διανθίζονται επίσης με αποσπασματικές πληροφορίες, ιδίως σχετικά με τα δώρα που απονεμήθηκαν στον ποιητή.

Τα περιγραφόμενα ταξίδια είναι φανταστικά και δεν μπορεί να θεωρηθούν ως πραγματική αφήγηση της προσωπικής εμπειρίας του ποιητή, καθώς δεν είναι δυνατόν ταυτόχρονα να συνάντησε τον Γότθο βασιλιά Ερμανάριχο, ο οποίος πέθανε το 376 μ.Χ., και τον Λομβαρδό βασιλιά Αλβοΐνο, ο οποίος πέθανε το 572.[5]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]