Βάιος (όνομα)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Βάιος)

Βάιος (δισύλλαβο: v(ái)os, του Βάιου· τρισύλλαβο: váios, του Βαΐου), ελληνικό αντρικό κύριο όνομα (βαφτιστικό όνομα).

Ετυμολογία του ονόματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μεταγενέστερο όνομα από την Κυριακή των Βαΐων, την τελευταία Κυριακή πριν από το Πάσχα. Η λέξη βάιον (μεσαιωνικό βαγί) προέρχεται από το μεταγενέστερο βαΐον/βάιον, υποκοριστικό του βάϊς (ἡ), βαΐδος «φύλλο φοινικιάς» (< αρχαίο αιγυπτιακό b’j, κοπτικό bai).[1] Στη Σύμη[2] κ.α. η εβδομάδα του Λαζάρου λέγεται βαγιανή.

Σχετικό με το φοίνικα είναι το όνομα της Παλμύρας, της πόλης της σημερινής Συρίας, και το γυναικείο βαφτιστικό Παλμύρα.

Ονομαστική εορτή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την Κυριακή των Βαΐων, την τελευταία Κυριακή πριν από το Πάσχα, κινητή εορτή κατά την οποία γιορτάζεται η θριαμβευτική είσοδος του Χριστού στην Ιερουσαλήμ, όπου τον υποδέχτηκε ο λαός της πόλης με κλαδιά φοίνικα (μετά βαΐων και κλάδων).

Η γιορτή καθιερώθηκε από την εκκλησία τον 9ο αιώνα και ονομάζεται στη Θεσσαλία και την Ήπειρο τα βάγια, στην Κύθνο Βαγιοτσυριατσή, στον Πόντο τη Βαγιού, στην Αμμόχωστο Κύπρου Τσερκατζή της ελιάς κτλ. Τα βάγια, κλαδάκια από διάφορα φυτά ή δέντρα, κυρίως δάφνης, φοίνικα, μυρτιάς κτλ., στην Αιτωλία και την Ήπειρο από δάφνη, στην Ανατολική Θράκη από ιτιά,[3] που μοιράζονται στους εκκλησιαζομένους κατά την Κυριακή των Βαΐων,[4] λέγονται στην Κεφαλλονιά τάταλο, στη Σύμη ματσίδι κτλ. και πιστεύεται ότι έχουν σπουδαίες και θαυματουργές ιδιότητες.[5]

Η Κυριακή των Βαΐων, ως γιορτή της Άνοιξης, που προεικονίζει την Πρωτομαγιά,[6] περνάει στα βουλγαρικά ως Nedelja Vaja και Връбница (Βραμπνίτσα < Върба, βαρμπά, «βάιον, ιτιά»), Cvétnica και Cvétna Nedélja (< cvéten «ανθοστόλιστος»). Κατά τα ελληνικά βαφτιστικά Βάιος, Βαΐα, Βάγια κτλ., έτσι και στα βουλγαρικά, λ.χ. Vájo αλλά και Vъrbo, Vъrbio, Върба (η Βάγια), Върбан και Vъrbén (ο Βαγιανός), Върбина, Върбана (Βαρμπάνια και Βαρμπένια, η Βαγιανή) κτλ.[7]

Καθώς η Κυριακή των Βαΐων συμπίπτει με την έναρξη της Άνοιξης και μεταφέρονται λουλούδια για να ευλογηθούν στην εκκλησία, ο Βάιγκαντ πιστεύει ότι στην Κυριακή των Βαΐων ανήκουν οργανικά και τα βαφτιστικά που συνδέονται με το άνθος:[8] Гладиола, Гюла, Лилия, Маргарит(а), Невен(а), Роза, Розалин(а) κτλ.[9]

Διάδοση του ονόματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε μια προσπάθεια στατιστικής αποτίμησης της συχνότητας των ελληνικών ονομάτων, το Βάιος παρουσιάζεται ως το 214ο πιο συχνό όνομα (74ο ανάμεσα στα αντρικά ονόματα), το Βάια ως το 74ο πιο συχνό όνομα (48ο ανάμεσα στα γυναικεία), το Βάγια ως το 258ο πιο συχνό όνομα (170ο ανάμεσα στα γυναικεία), το Βαΐτσα ως το 359ο πιο συχνό όνομα (251ο ανάμεσα στα γυναικεία), το Βαγιούλα ως το 829ο πιο συχνό όνομα (606ο ανάμεσα στα γυναικεία).[10]

Τύποι και υποκοριστικά του ονόματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Βάιος (v(ái)os), Βάγιος (vájos), Βαγιανός (vajanós). Βαγιάνος (vajános), στη Ζαγορά Πηλίου[11]
  • Βαϊοφόρος (βαϊοφόρος η «Κυριακή των Βαΐων»)
  • Βάης· Βαής, στην Αίνο (Enez)·[12] Βαΐτσης, υποκοριστικός τύπος
  • Βαγής, βυζαντινό, σφακιανό βαπτιστικό· Βαγιονάκης, υποκοριστικός τύπος
  • Βαγιανός, στη Σάμο[13] και στη Σύμη[14]
  • Βάιος, Βαϊανός (v(ai)anós), Βαγιανός, στην Κύπρο[15]
  • Βαϊάνος (v(ai)ános), στη Ζαγορά Πηλίου·[16] Βαϊάνης (v(ai)ánis), στην Αίνο (Enez) της Θράκης[16]

Θηλυκός τύπος του ονόματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οικογενειακό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Βαγιανός, Βαϊάνος, Βαϊανέλης, Βάος[21]
  • Βαΐτσης κτλ.
  • Βάγιας, αποδίδει το αλβανικό Μπούας[22]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Γεώργιος Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα 2005
  2. Σωτήριος Αλ. Καρανικόλας, Συμαϊκόν ονοματολόγιον, Σύλλογος Συμαίων Πειραιώς «Ο Πανορμίτης», Αθήνα 1971, σ. 18
  3. Γεώργιος Α. Μέγας, Ζητήματα ελληνικής λαογραφίας, Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα, ανατύπωση, 1975, κεφ. #12, σ. 26
  4. «βάγια», Λεξικό Τριανταφυλλίδη, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
  5. Κ. Ρωμαίος (1959). Κοντά στις ρίζες. Έρευνα στον ψυχικό κόσμο του ελληνικού λαού. Αθήνα: Βιβλιοπωλείο της Εστίας, σσ. 54–56.
  6. Ρωμαίος (1959), σσ. 54-55.
  7. Χαράλαμπος Συμεωνίδης, «Παλαιοσλαβικά και βουλγαρικά προσωπωνύμια ως απλά μεταφραστικά δάνεια με βάση τον οργανωμένο και φυσικό χρόνο», Fragmenta Hellenoslavica, #1 Θεσσαλονίκη (2014)
  8. Gustav Weigand, «Die bulgarischen Rufnamen, ihre Herkunft, Kürzungen und Neubildungen», Jahresbericht des Instituts für rumänische Sprache zu Leipzig, XXVI-XXIX, 1921, σσ. 104-192, στο Χαράλαμπος Συμεωνίδης, ό.π.
  9. «Цветните български имена изчезват», Vesti (ανακτήθηκε 13.iv.2015)
  10. Χάρης Φουνταλής, «Ελληνικά ονόματα (και ολίγη από στατιστική)» Αρχειοθετήθηκε 2015-06-22 στο Wayback Machine..
  11. Α. Κ. Χούμης, «Βαπτιστικά ονόματα», Δελτίο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρίας της Ελλάδος τμ. #4 (1892), σ. 349
  12. Αθανάσιος Χ. Μπούτουρας, Τα νεοελληνικά κύρια ονόματα ιστορικώς και γλωσσικώς ερμηνευόμενα, Αθήνα 1912, σ. 88
  13. Επαμεινώνδας Ι. Σταματιάδης, Σαμιακά #5: Λαογραφία, Μτφρ Ι. Ζαφείρης, Ν. Μύτικας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Μαθηματικών, Σάμος 1965/2010, σ. 179
  14. 14,0 14,1 Σωτήριος Αλ. Καρανικόλας, ό.π.
  15. Σίμος Μενάρδος, Περί των ονομάτων των Κυπρίων, Αθηνά, τμ. #16 (1904), σ. 200
  16. 16,0 16,1 Αθανάσιος Χ. Μπούτουρας, ό.π.
  17. Επαμεινώνδας Ι. Σταματιάδης, Μτφρ Ι. Ζαφείρης, Ν. Μύτικας, Λαογραφία, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Μαθηματικών, Σάμος 1965, σ. 179
  18. Νικόλαος Γ. Κοντοσόπουλος, Διάλεκτοι και ιδιώματα της νέας ελληνικής, Αθήνα, ανανεωμένη έκδοση, 1994, σ. 104
  19. Σταμάτιος Β. Ψάλτης, Θρακικά, ή Μελέτη περί του γλωσσικού ιδιώματος της πόλεως Σαράντα Εκκλησιών, Αθήνα 1905, σ. 144
  20. Ευθύμιος Μπουντώνας, Μελέτη περί του γλωσσικού ιδιώματος Βελβεντού και των περιχώρων αυτού, Αρχεία Κοραή #1, [1932], σ. 68
  21. Μανόλης Τριανταφυλλίδης, Τα οικογενειακά μας ονόματα, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1995, σ. 13. ISBN 960-231-010-3
  22. Κωνσταντίνος Δημ. Ντίνας, Κοζανίτικα επώνυμα (1759–1916), Δήμος Κοζάνης 1995, σ. 104)