Αρωματικά φυτά

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Άκινος ο αλπικός, οικογένεια Lamiaceae

Με τον όρο αρωματικά φυτά χαρακτηρίζονται εκείνα τα φυτά που αποδίδουν άρωμα, το οποίο άρωμα οφείλεται σε πτητικές ενώσεις.[1]

Γενικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το χαρακτηριστικό των αρωματικών φυτών είναι η παρουσία των αιθερίων ελαίων που τους δίνουν ένα ιδιαίτερο άρωμα. Με τον όρο αιθέρια έλαια εννοούνται πτητικές ενώσεις που προσδίδουν στο φυτό μια χαρακτηριστική οσμή, πρόκειται για τερπενικές ουσίες χαμηλού μοριακού βάρους (κυρίως μονο- (C10) και σεσκιτερπένια (C15).[2] Με την επίδραση φυσικών εξωτερικών ερεθισμάτων, όπως ο άνεμος, αυξάνεται η ποσότητα των πτητικών ενώσεων που απελευθερώνονται στο περιβάλλον. Οι πτητικές ενώσεις παράγονται και συσσωρεύονται σε φυτικούς αδένες που βρίσκονται στα διάφορα μέρη των φυτών, όπως τα άνθη, τα φύλλα, οι βλαστοί, οι καρποί, οι ρίζες.[1]

Χρήσεις των αρωματικών φυτών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα αρωματικά φυτά έχουν χρησιμοποιηθεί για εκατοντάδες χρόνια σε κάθε σημείο της γης από πολυάριθμους πολιτισμούς, όχι μόνο στη διατροφή αλλά και στην αντιμετώπιση προβλημάτων υγείας.[3] Τα αρωματικά φυτά είναι ευρέως διαδεδομένα σε όλη την περιοχή της Μεσογείου και είναι κυρίαρχα στοιχεία της χλωρίδας της.[4] Αρχικά, χρησιμοποιήθηκαν ως αρτύματα, αφεψήματα και για θεραπευτικούς λόγους ενώ σήμερα τα αρωματικά φυτά και τα αιθέρια έλαια τους χρησιμοποιούνται για την παραγωγή τροφών, ποτών, καλλυντικών, στη φαρμακοβιομηχανία, αλλά και στη μελισσοκομία.[1]

Τα αρωματικά φυτά στην Ελλάδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Ελλάδα φύεται ένας μεγάλος αριθμός αρωματικών φυτών, τα οποία είτε φύονται σε όλη τη χώρα, είτε σε ένα βιότοπο, είτε εξαπλώνονται σε μία μικρή περιοχή. Τα είδη εκείνα που απαντώνται σε όλη τη χώρα παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη ποικιλότητα σε ότι αφορά την απόδοση τους σε αιθέρια έλαια σε αντίθεση με τα ενδημικά είδη.Έχουν καταγραφεί περίπου 2000 είδη φυτών που παράγουν αιθέρια έλαια.[2] Τα αρωματικά φυτά ανήκουν σε πολλές και διαφορετικές οικογένειες, όπως π.χ το χαμομήλι (Matricaria chamomilla - Ματρικαρία το χαμαίμηλον) της οικογένειας Asteraceae, ο βασιλικός (Ocimum basilicum - Ώκιμον το βασιλικόν) της οικογένειας Lamiaceae, η δάφνη (Laurus nobilis - Δάφνη η ευγενής) της οικογένειας Lauraceae, ο μάραθος (Foeniculum vulgare - Φοινίκουλο το κοινό) της οικογένειας Σκιαδοφόρα (Apiaceae) κ.ά.

Η οικογένεια με τον μεγαλύτερο αριθμό αρωματικών φυτών στην Ελλάδα είναι η οικογένεια Lamiaceae (Χειλανθή). Η οικογένεια Lamiaceae χαρακτηρίζεται από πολυάριθμα είδη των ξηρών και θερμών κλιματικών περιοχών, με πολλά χαρακτηριστικά γνωρίσματα όπως ο τετράγωνος βλαστός με τα αντιθέτως φυόμενα φύλλα, η διάταξη των ανθέων που σχηματίζουν μονοχάσια ή διχάσια, η συμπέταλη στεφάνη, ο συσσέπαλος κάλυκας που περικλείει τον σωλήνα της στεφάνης, οι τέσσερις άνισοι στήμονες που σχηματίζουν δύο ζεύγη, η επιφυής δικαρπόφυλλική οωθήκη και τα αιθέρια έλαια που παράγουν σε ειδικούς αδένες του βλαστού, των φύλλων και των ανθέων. Στην Ελλάδα φύονται πολλά είδη της οικογένειας Lamiaceae τα οποία δεν είναι χρήσιμα μόνο ως αρωματικά αλλά και ως φαρμακευτικά, αρτυματικά, καλλωπιστικά και μελισσοτροφικά. Τα πιο κοινά είναι: θυμάρι (Thymus capitatus - Θύμος ο κεφαλωτός), θρούμπι (Satureja thymbra - Σατουρέγια η θύμβρα), φασκόμηλο (Salvia fruticosa - Ελελίφασκος ο θαμνώδης), ρίγανη (Origanum vulgare - Ορίγανον το κοινόν), δίκταμος (Ο. dictamnus - Ορίγανον ο δίκταμος), μελισσοβότανο (Melissa officinalis - Μέλισσα η φαρμακευτική), Λεβάντα η στοιχάς (Lavandula stoechas), τσάι του βουνού (Sideritis scardica - Σιδερίτης η σκαρδική), Μέντα η σταχυώδης (Mentha spicata), δενδρολίβανο (Rosmarinus officinalis - Ροσμαρίνος ο φαρμακευτικός).[5]

Εμπορική εκμετάλλευση των αρωματικών φυτών στην Ελλάδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εμπορική εκμετάλλευση των φυτών στην Ελλάδα γίνεται με δύο τρόπους, με συλλογή των αυτοφυών ειδών και με καλλιέργειες διαφόρων αρωματικών ειδών. Δεν υφίσταται καμία ορθολογιστική διαχείριση όσον αφορά τη συλλογή των αυτοφυών ειδών, μόνο σε κάποιες περιοχές οι συλλέκτες ζητούν άδεια συλλογής από τις αρμόδιες υπηρεσίες, οι οποίες δεν γνωρίζουν την κατάσταση και την έκταση των πληθυσμών των φυτών, με αποτέλεσμα πολλοί φυσικοί πληθυσμοί να απειλούνται με εξαφάνιση. Στην δεύτερη περίπτωση οι καλλιέργειες είναι γεωγραφικά διάσπαρτες.[2] Πολλά από τα πολυετή αρωματικά φυτά είναι αειθαλή και ανθεκτικά στις υψηλές θερμοκρασίες και στη ξηρασία. Η εγκατάσταση και ο πολλαπλασιασμός τους είναι γρήγορος. Τα αιθέρια έλαια τους τα προστατεύουν από τους εχθρούς αλλά και ταυτόχρονα προσελκύουν τους επικονιαστές.[1] Κάποια από τα αρωματικά φυτά που έχουν καλλιεργηθεί στην Ελλάδα είναι ο βασιλικός (Ocimum basilicum - Ώκιμον το βασιλικόν), ο γλυκάνισος (Pimpinella anisum - Πιμπινέλλη το άνισον), ο δίκταμος (Origanum dictamnus - Ορίγανον ο δίκταμος), ο κορίανδρος (Coriandrum sativum - Κορίανδρον το ήμερον), ο κρόκος (Crocus sativus - Κρόκος ο ήμερος), το κύμινο (Cuminum cyminum - Κούμινον το κύμινον) κ.ά.

Ο κύριος όγκος των αρωματικών φυτών που είτε συλλέγονται από τη φύση είτε καλλιεργούνται, εξάγονται και ένα μικρό ποσοστό διατίθεται στην ελληνική αγορά. Η ζήτηση των αρωματικών φυτών ολοένα και αυξάνεται καθώς αυξάνεται η ζήτηση για φυσικά προϊόντα. Επίσης, η διάδοση της αρωματοθεραπείας και οι έρευνες που αποδεικνύουν την ισχυρή βιολογική δράση των αιθέριων ελαίων κάνουν τους ρυθμούς ζήτησης των αρωματικών φυτών να αυξάνονται.[2]

Ενδιαφέρον και έρευνα για τα αρωματικά φυτά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπάρχει παγκόσμιο ενδιαφέρον για τα αρωματικά φυτά και τα αιθέρια έλαια τους, καθώς οι έρευνες έχουν αυξηθεί σημαντικά την τελευταία δεκαετία. Η Ελλάδα είναι μία από τις πέντε χώρες με τα περισσότερα ερευνητικά αποτελέσματα για τα αρωματικά φυτά και τα αιθέρια έλαια τους, κυρίως της οικογένειας Lamiaceae. Παρόλα αυτά γνωρίζουμε ελάχιστα για τα αρωματικά φυτά ενώ είναι γνωστό πως η Ελλάδα διαθέτει τεράστιο φυτικό πλούτο, ο οποίος είναι ανεξερεύνητος και ανεκμετάλλευτος. Επομένως η έρευνα πρέπει να συνεχιστεί και να διευρυνθεί. Οι έρευνες στον τομέα αυτό θα οδηγήσουν όχι μόνο στην αύξηση της γνώσης αλλά θα συμβάλλουν και στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Η χρήση των αρωματικών φυτών θα οδηγήσει στη μείωση της χρήσης των ξενικών ειδών και ταυτόχρονα στην ενίσχυση της τοπικής παραγωγής.[1]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 *Κουκ, Κ.Μ. (2003). Ελληνικά αρωματικά φυτά: χρήσεις και έρευνα. Εθνικό Ίδρυμα Αγροτικής Ανάπτυξης, 14,22-25. 
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 *Κοκκίνη, Σ. (2008-2009). Φυτικά Προϊόντα Βιολογικώς Δραστικά. Φαρμακευτικά – Αρωματικά Φυτά. Πανεπιστημιακό Τυπογραφείο. Θεσσαλονίκη. 
  3. *Wolfgang Steflitsch and Michaela Steflitsch (2008). Clinical aromatherapy. Elsevier, σελ. 74-85. http://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S1875686708000092. 
  4. *Carruba A et al (2002). International Conference on Medicinal and Aromatic Plants Possibilities and Limitations of Medicinal and Aromatic Plant Production in the 21st Century: “Cultivation trials of some aromatic and medicinal plants in a semiarid Mediterranean environment”. INTERNATIONAL SOCIETY HORTICULTURAL SCIENCE,, σελ. 207-213. http://apps.webofknowledge.com/full_record.do?product=UA&search_mode=GeneralSearch&qid=5&SID=S2Mj2j1hDdO5icl46nM&page=1&doc=1. 
  5. *Δ. Μπαμπαλώνας· Σ. Κοκκίνη (2004). Συστηματική Βοτανική, Φυλογενετική – Φαινετική Προσέγγιση της Ταξινόμησης των Φυτικών Οργανισμών. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Αϊβάζη. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα στο Wikimedia Commons