Αροειδή

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αροειδή
Το άνθος του είδους Spathiphyllum cochlearispathum
Το άνθος του είδους Spathiphyllum cochlearispathum
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά
Υπερσυνομοταξία: Σπερματόφυτα (Spermatophytes)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Angiosperms)
Ομοταξία: Μονοκοτυλήδονα (Monocotyledoneae)
Τάξη: Αλισματώδη (Alismatales)
Οικογένεια: Αροειδή (Araceae)
Juss.[1]

Δρακοντιά (Dracunculus vulgaris) στο Ακρωτήρι της Κρήτης
Το τροπικό είδος Xanthosoma sagittifolium (κοινώς «βελόφυλλο αυτί του ελέφαντα»), όπου φαίνεται η χαρακτηριστική σπάδιξ και σπάθη του άνθους του.

Τα αροειδή (επιστημονική-λατινική ονομασία Araceae) είναι οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών, που ανήκουν στην τάξη αλισματώδη. Στα αροειδή τα άνθη εκφύονται από έναν τύπο ταξιανθίας που ονομάζεται σπάδιξ. Συνήθως ο σπάδιξ συνοδεύεται (και σε κάποιες περιπτώσεις περιβάλλεται μερικώς) από ένα φυλλοειδές βράκτιο, που αποκαλείται σπάθη. Τα αροειδή δεν πρέπει να συγχέονται με τα αρεκοειδή, μια οικογένεια επίσης των μονοκοτυλήδονων που περιλαμβάνει τις φοινικιές. Σήμερα τα αροειδή περιλαμβάνουν 140 γένη και περίπου 4.075 γνωστά είδη[2] με τα περισσότερα είδη να συναντώνται στην τροπική ζώνη του Νέου Κόσμου, αν και υπάρχει ευρεία κατανομή και στον Παλαιό Κόσμο, τόσο στην τροπική του ζώνη, όσο και στη εύκρατη.

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα είδη των αροειδών έχουν συχνά ριζώματα ή κόνδυλους. Τα φύλλα περιέχουν σχεδόν πάντοτε λίγους ή πολλούς βελονοειδείς κρυστάλλους οξαλικού ασβεστίου («ραφίδες»).[3][4] Τα χαρακτηριστικά των φύλλων μπορεί να είναι πολύ διαφορετικά, ανάλογα με το είδος. Η ταξιανθία, ο σπάδιξ, συνοδεύεται συνήθως (και σε κάποιες περιπτώσεις περιβάλλεται μερικώς) από ένα τροποποιημένο φύλλο, τη σπάθη.[5] Στα δίκλινα μόνοικα είδη (δηλαδή αυτά στα οποία υπάρχουν ξεχωριστά αρσενικά άνθη και θηλυκά άνθη στο ίδιο φυτό) ο σπάδιξ έχει συνήθως τα θηλυκά άνθη προς το κάτω μέρος του, ενώ τα αρσενικά άνθη προς το επάνω. Στα μονόκλινα είδη (όσα έχουν ερμαφρόδιτα άνθη) το στίγμα του υπέρου έχει πλέον κλείσει όταν απελευθερώνεται γύρη από το ίδιο άνθος, ώστε να αποτρέπεται η αυτογονιμοποίηση. Υπάρχουν τέλος και δίοικα είδη στην οικογένεια.[6]

Πολλά αροειδή φυτά είναι θερμογόνα, δηλαδή παράγουν θερμότητα.[7] Τα άνθη τους μπορούν να φθάσουν σε θερμοκρασία έως και 45 °C, ακόμα και όταν η θερμοκρασία του γύρω αέρα είναι πολύ χαμηλότερη. Μία χρησιμότητα αυτής της ιδιότητας είναι η προσέλκυση εντόμων (συνήθως σκαθαριών) για να επικονιάσουν, ενώ μια άλλη είναι η αποτροπή βλάβης των ιστών στις πιο ψυχρές περιοχές της κατανομής. Μερικά θερμογόνα είδη αροειδών φυτών είναι τα: Symplocarpus foetidus, Amorphophallus titanum, Amorphophallus paeoniifolius, Helicodiceros muscivorus και Sauromatum venosum («κρίνο βουντού»). Σε κάποια από αυτά, όπως το A.titanum και το H. muscivorus, τα λουλούδια αναδίδουν μια άσχημη οσμή, παρόμοια με εκείνη του σάπιου κρέατος, η οποία προσελκύει μύγες ως επικονιαστές, και η θερμότητα που παράγουν βοηθεί στη διάδοση της οσμής σε μεγαλύτερες αποστάσεις.

Τοξικότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρκετά γένη αροειδών, όπως τα αλοκασία, Arisaema, καλάδιο, κολοκασία, Dieffenbachia, συγγόνιο, επίπρεμνο, αγλαόνημα και φιλόδενδρο, περιέχουν, όπως προαναφέρθηκε, πολλούς κρυστάλλους οξαλικού ασβεστίου στα φύλλα τους, ώστε να μη τρώγονται από φυτοφάγα ζώα. Αλλά και όταν κατά τύχη καταναλωθούν από τον άνθρωπο, μπορεί να του προκαλέσουν οίδημα, μικρές φουσκάλες και δυσφαγία, συνοδευόμενα από οδυνηρό αίσθημα καύσου στο στόμα και στον φάρυγγα, συμπτώματα που μπορεί να επιμείνουν μέχρι και για δύο εβδομάδες μετά την κατανάλωση. Αναφέρεται επίσης μια αίσθηση άμμου ή γυαλόχαρτου στον οισοφάγο και στο στόμα, από μέτρια έως ακραία, αναλόγως της ποσότητας που καταπόθηκε.[8]

Φυλογενετική και ταξινόμηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα αροειδή υποδιαιρούνται σε οκτώ υποοικογένειες, που συνδέονται φυλογενετικώς μεταξύ τους με τις εξής σχέσεις[9]:

Αροειδή


Γυμνοσταχυδοΐδες, Bogner & Nicolson 1991



Οροντιοΐδες, Brown ex Müller 1860

 




Λιμνοΐδες





Ποθοΐδες Engler 1876



Μονστεροΐδες, Engler 1876

 




Λασιοΐδες, Engler 1876




Ζαμιοκουλκαδοΐδες, Bogner & Hesse 2005



Αροΐδες, Arnott 1832

 

 

 

 

 

 

Μία από τις πρώτες παρατηρήσεις ειδών της οικογένειας έγινε από τον Θεόφραστο και αναφέρεται στο έργο του Περὶ φυτῶν ἱστορίαι, με την ίδια αρχαία ελληνική ονομασία: άρον.[10] Τα αροειδή ωστόσο δεν αναγνωρίσθηκαν ως ξεχωριστή ομάδα φυτών μέχρι τον 16ο αιώνα. Το 1789 Αντουάν-Λωράν ντε Ζυσιέ συμπεριέλαβε όλα τα αναρριχώμενα είδη στο γένος Pothos και όλα τα εδαφόβια είδη στα γένη Arum ή Dracontium, στο βιβλίο του Familles des Plantes.

Το πρώτο μείζον ταξινομικό σχήμα για την οικογένεια προτάθηκε από τον Χάινριχ Βίλχελμ Σοτ (Schott), ο οποίος δημοσίευσε το έργο του Genera Aroidearum το 1858 και το Prodromus Systematis Aroidearum το 1860. Το σύστημα του Σοτ βασίσθηκε στην εμφάνιση των ανθέων και εφάρμοσε μια στενή έννοια του γένους. Ο Άντολφ Ένγκλερ δημοσίευσε επίσης μια ταξινόμηση το 1876, την οποία επεξεργαζόταν συνεχώς μέχρι το 1920. Το σύστημά του διαφέρει σημαντικά ως προς εκείνο του Σοτ, βασιζόμενο περισσότερο σε φυτικούς χαρακτήρες και στην ανατομία. Τα δύο συστήματα ήταν ως έναν βαθμό αντίζηλα, με αυτό του Ένγκλερ να έχει περισσότερους υποστηρικτές προτού η εμφάνιση της μοριακής φυλογενετικής (με άλλα λόγια των αναλύσεων του DNA των φυτών) φέρει νέες προσεγγίσεις.[11]

Μια ευσύνοπτη ταξινόμηση των αροειδών δημοσιεύθηκε από τους Mayo κ.ά. το 1997.[12] Σύγχρονες μελέτες με βάση γονιδιακές ακολουθίες δείχνουν ότι τα αροειδή αποτελούν μία μονοφυλετική ομάδα, την πρώτη που διαφοροποιήθηκε εντός της τάξεως των αλισματωδών.[13] Το σύστημα APG III του 2009 αναγνωρίζει την οικογένεια με συμπερίληψη των γενών που παλαιότερα ταξινομούνταν στη χωριστή οικογένεια Lemnaceae.[14] Αυτή η ενσωμάτωση των Lemnaceae στα αροειδή δεν έγινε αμέσως αποδεκτή από όλους, π.χ. το βιβλίο New Flora of the British Isles το 2010 αναφέρει τα Araceae ως παραφυλετική ομάδα και τα Lemnaceae ως ξεχωριστή οικογένεια.[15] Η ενσωμάτωση τους έγινε στην έκδοση του 2019.[16]:872 Μια συμπεριληπτική γονιδιωματική μελέτη του είδους Spirodela polyrhiza δημοσιεύθηκε τον Φεβρουάριο του 2014.[17]

Γένη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος Arisaema triphyllum

Σήμερα γίνονται ευρύτερα αποδεκτά στην οικογένεια περί τα εκατό είδη, που συνολικώς περιέχουν με τη σειρά τους περισσότερα από 3.700 είδη. Γνωστά μέλη της οικογένειας των αροειδών είναι το ανθούριο, η κολοκασία η εδώδιμος (με φαγώσιμους βολβοκόνδυλους, πιστεύεται ότι αποτελεί ένα από τα πρώτα φυτά που καλλιεργήθηκαν ποτέ) και το ξανθόσωμα (γνωστό με την κοινή ονομασία «αυτί του ελέφαντα»). Η μεγαλύτερη μη διακλαδιζόμενη ταξιανθία σε ολόκληρο το φυτικό βασίλειο είναι αυτή του είδους Amorphophallus titanum.[18] Εντυπωσιακή ιδιομορφία της οικογένειας είναι ότι εκτός από αυτό το φυτό με τη μεγαλύτερη ταξιανθία, περιλαμβάνει και το μικρότερο όλων των ανθοφόρων φυτών, που επιπλέον έχει και τον μικρότερο καρπό που υπάρχει: πρόκειται για το αποκαλούμενο από τους αγγλόφωνους «νερόχορτο της πάπιας» (duckweed), το γένος Wolffia.[19] Η οικογένεια περιλαμβάνει εξάλλου πολλά γένη που καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά φυτά. Τέτοια γένη είναι τα Dieffenbachia, αγλαόνημα, καλάδιο, νεφθύτις, επίπρεμνο και άλλα. Στα υδρόβια γένη κρυπτοκορύνη, ανουβιάς και βουκεφαλάνδρα ανήκουν πολλά δημοφιλή φυτά ενυδρείων.[20] Το φιλόδενδρο αποτελεί σημαντικό φυτό στα οικοσυστήματα των δασών βροχής και συχνά χρησιμεύει ως καλλωπιστικό φυτό εσωτερικού χώρου.

Απολιθώματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα αροειδή ανήκει ένα από τα αρχαιότερα αποθέματα απολιθωμάτων ανάμεσα σε όλα τα αγγειόσπερμα φυτά, με κάποια δείγματα να χρονολογούνται από την κατώτερη Κρητιδική περίοδο.[21][22] Αξιοσημείωτα απολιθώματα από εκείνη την εποχή είναι μεταξύ άλλων των ειδών: Spixiarum kipea[23], ένα αροειδές από το ύστερο Άπτιο της Βραζιλίας[21], το Orontiophyllum ferreri από το ύστερο Άλβιο της Ισπανίας[21] και το Turolospadix bogneri, του οποίου σώζεται ένας απολιθωμένος σπάδιξ, επίσης από το ύστερο Άλβιο της Ισπανίας.[21]

Εδώδιμα είδη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Είδη αροειδών φυτών, μέρη των οποίων τρώγονται από τον άνθρωπο είναι, ανάμεσα σε άλλα, τα Amorphophallus paeoniifolius, κολοκασία η εδώδιμος (κοινώς κολοκάσι, ταρό), ξανθόσωμα (κοινώς κοκογιάμ, τάννια), Typhonium trilobatum και μονστέρα η νόστιμη (κν. μεξικανικός αρτόκαρπος). Αν και το εμπόριο αυτών των ειδών είναι περιορισμένο και παραβλέπονται από τους καλλιεργητές τόσο ώστε το Crop Trust τα αποκαλεί «ορφανές καλλιέργειες», ωστόσο καλλιεργούνται ευρύτατα ανά τον κόσμο για τοπική κατανάλωση ή και για την οικογένεια του καλλιεργητή και μόνο. Το κυριότερο μέρος του φυτού που τρώγεται είναι ο βολβοκόνδυλος, που έχει υψηλή περιεκτικότητα σε άμυλο. Σε κάποια είδη μαγειρεύονται τα φύλλα ή τα άνθη.[24]


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Angiosperm Phylogeny Group (2009), «An update of the Angiosperm Phylogeny Group classification for the orders and families of flowering plants: APG III», Botanical Journal of the Linnean Society 161 (2): 105-121, doi:10.1111/j.1095-8339.2009.00996.x 
  2. Christenhusz, M.J.M.; Byng, J.W. (2016). «The number of known plants species in the world and its annual increase». Phytotaxa (Magnolia Press) 261 (3): 201-217. doi:10.11646/phytotaxa.261.3.1. http://biotaxa.org/Phytotaxa/article/download/phytotaxa.261.3.1/20598. 
  3. «Araceae in Flora of North America @ efloras.org». Efloras.org. Ανακτήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2014. 
  4. «Araceae - Encyclopedia of House Plants». gflora.com. Ανακτήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2014. 
  5. «Araceae - Flowering Plant Families, UH Botany». University of Hawaii. Ανακτήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2014. 
  6. «Araceae» (PDF). Iowa State University. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 3 Μαΐου 2013. Ανακτήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2014. 
  7. Korotkova, Nadja; Barthlott, Wilhelm (2009). «On the thermogenesis of the Titan arum (Amorphophallus titanum. Plant Signaling & Behavior 4 (11): 1096-1098. doi:10.4161/psb.4.11.9872. PMID 19838070. 
  8. Watson, John T.; Jones, Roderick C.; Siston, Alicia M.; Diaz, Pamela S.; Gerber, Susan I.; Crowe, John B.; Satzger, R. Duane (2005). «Outbreak of Food-borne Illness Associated with Plant Material Containing Raphides». Clinical Toxicology 43 (1): 17-21. doi:10.1081/CLT-44721. PMID 15732442. https://archive.org/details/sim_clinical-toxicology_2005_43_1/page/17. 
  9. Stevens, P.F. (2001). «Araceae». Angiosperm Phylogeny Website. 13. Ανακτήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 2017. 
  10. Bown, Deni (2000). Aroids: plants of the Arum family. Timber Press. σελ. 46. ISBN 0881924857. 
  11. Grayum, Michael H. (1990), «Evolution and Phylogeny of the Araceae», Annals of the Missouri Botanical Garden 77 (4): 628-697, doi:10.2307/2399668 
  12. Mayo, S.J.· Bogner, J.· Boyce, P.C. (1997). The genera of Araceae. Λονδίνο: Royal Botanic Gardens, Kew. ISBN 1-900347-22-9. OCLC 60140655. 
  13. Stevens, P.F. «Araceae». Angiosperm Phylogeny Website. 
  14. Angiosperm Phylogeny Group III (2009). «An update of the Angiosperm Phylogeny Group classification for the orders and families of flowering plants: APG III». Botanical Journal of the Linnean Society 161 (2): 105-121. doi:10.1111/j.1095-8339.2009.00996.x. 
  15. Stace, C.A. (2010), New Flora of the British Isles (3η έκδοση), Cambridge, UK: Cambridge University Press, ISBN 978-0-521-70772-5 , σσ. 830-834
  16. Stace, C.A. (2019). New Flora of the British Isles (4η έκδοση). Middlewood Green, Suffolk, U.K.: C & M Floristics. ISBN 978-1-5272-2630-2. 
  17. Wang, W.; Haberer, G.; Gundlach, H.; Gläßer, C.; Nussbaumer, T.; Luo, M.C.; Lomsadze, A.; Borodovsky, M. και άλλοι. (2014). «The Spirodela polyrhiza genome reveals insights into its neotenous reduction fast growth and aquatic lifestyle». Nature Communications 5: 3311. doi:10.1038/ncomms4311. PMID 24548928. Bibcode2014NatCo...5.3311W. 
  18. «Titan Arum FAQs | Biological Sciences Greenhouse». Ohio State University. 16 Μαΐου 2012. Ανακτήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2014. 
  19. «What is the smallest flower in the world?». Library of Congress. Ανακτήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2014. 
  20. «Aquarium Cryptocoryne Plants». Aquarium Fish International. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Αυγούστου 2016. Ανακτήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2014. 
  21. 21,0 21,1 21,2 21,3 Sender, L.M., Doyle, J.A., Upchurch, J.R. Jr., Villanueva-Amadoz, U. και Diez J.B.: «Leaf and inflorescence evidence for near-basal Araceae and an unexpected diversity of other monocots from the late Early Cretaceous of Spain», Journal of Systematic Palaeontology, τόμ. 17, σσ. 1093-1126 (έτος 2019)
  22. Nauheimer, L., Metzler, D. και Renner, S.S.: «Global history of the ancient monocot family Araceae inferred with models accounting for past continental positions and previous ranges based on fossils», New Phytologist, τόμ. 195, σσ. 938-950 (έτος 2012)
  23. Coiffard, C., Mohr, B.A.R. και Bernardes de Oliveira, M.E.C.: «The Early Cretaceous aroid, Spixiarum kipea gen. et sp. nov., and implications on early dispersal and ecology of basal monocots», Taxon, τόμ. 62, σσ. 997-1008 (έτος 2013)
  24. «Aroids. Colocasia Xanthosoma». The Crop Trust. Ανακτήθηκε στις 6 Απριλίου 2019. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Bown, Deni: Aroids: Plants of the Arum Family (εικονογραφημένο), Timber Press, 2000, ISBN 0-88192-485-7
  • Croat, Thomas B. (1998). «History and Current Status of Systematic Research with Araceae». Aroideana 21.  online
  • Grayum, Michael H. (1990). «Evolution and Phylogeny of the Araceae». Annals of the Missouri Botanical Garden 77 (4): 628-697. doi:10.2307/2399668. 
  • Keating, R.C. (2004). «Vegetative anatomical data and its relationship to a revised classification of the genera of Araceae». Annals of the Missouri Botanical Garden 91 (3): 485-494. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]