Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αρβανιτόβλαχοι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Οι Αρβανιτόβλαχοι είναι κλάδος των Βλάχων, οι πρόγονοι των οποίων κατάγονταν από τη Βόρεια Ήπειρο. Είναι διασκορπισμένοι κατά κύριο λόγο στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία, και κατά δεύτερο λόγο στη Στερεά Ελλάδα και τη Μακεδονία. Είναι διακριτοί από άλλες υποομάδες Βλάχων.

Οι Αρβανιτόβλαχοι, λόγω της συνύπαρξης στη Βόρεια Ήπειρο με τους Αρβανίτες, γνώριζαν τρεις γλώσσες. Δηλαδή εκτός από την Ελληνική και τη Βλάχικη, επίσης την Αρβανίτικη. Προέρχονταν από περιοχές της σημερινής νοτίου Αλβανίας στην ιστορική περιοχή της Βόρειας Ηπείρου, εξ ου και ο συνδυασμός των λέξεων Αρβανίτης & Βλάχος. Ωστόσο, ο όρος Αρβανιτόβλαχοι είναι εξώνυμο και σχετικά νέος. Μάλιστα πολλοί από τους παλαιότερους Αρβανιτόβλαχους δεν ήξεραν τον όρο αυτό. Ένα επιπλέον εξώνυμο ήταν και το Φαρσεριώτες ή Φρασεριώτες Βλάχοι. Το ενδώνυμο που χρησιμοποιούσαν οι ίδιοι για να αυτοπροσδιοριστούν ήταν Ρεμένοι ή Ριμένοι, το οποίο ταυτίζεται με το όνομα Αρμάνοι, Αρμούνοι ή Αρωμούνοι, που χρησιμοποιεί το μεγαλύτερο μέρος των υπόλοιπων Βλάχων για να αυτοπροσδιοριστεί.[1]

Προέλευση και διασπορά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κοιτίδα των Αρβανιτόβλαχων είναι η ευρύτερη περιοχή της πόλης Φράσσαρη ή Φράσσερη, που βρίσκεται στη σημερινή Αλβανία και στην οποία οφείλουν το αρχικό τους όνομα. Γύρω στο 1700, η Φράσσαρη ήταν μια δυναμική κωμόπολη στην περιφέρεια της Πρεμετής, με πάνω από 600 σπίτια και πολλές εκκλησίες, στην οποία κατοικούσαν Βλάχοι κτηνοτρόφοι. Αργότερα η πόλη καταστράφηκε τρεις φορές από τους Οθωμανούς, οπότε πολλοί Φρασεριώτες την εγκατέλειψαν και μετακινήθηκαν στα χωριά της Κορυτσάς. Επίσης αρκετοί μετανάστευσαν στην Αμερική όπου ίδρυσαν σύλλογο το 1903.

Ο Γάλλος περιηγητής Michel Sivignon, αναφέρει το 1975: «Ήρθαν στην Θεσσαλία πριν έναν αιώνα τουλάχιστον, διωγμένοι από την Αλβανία το πιθανότερο από κάποιο πολιτικό γεγονός. Συνέχισαν να ασκούν τις ποιμενικές τους δραστηριότητες, αν και πολλοί εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Τυρνάβου. Αυτή είναι η περίπτωση στο Αργυροπούλι που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού αυτού του μεγάλου χωριού... Παραδόξως ο Αλμυρός συγκεντρώνει έναν αρκετά μεγάλο αριθμό οικογενειών που έχουν γεννηθεί στην νότια Αλβανία, δείγμα των παλαιότερων ποιμενικών σχέσεων που διατηρούσαν οι Βλάχοι ανάμεσα στην πεδιάδα του Αλμυρού και στα βουνά της Κορυτσάς...»

Κάποιες μετακινήσεις Αρβανιτόβλαχων στην Θεσσαλία και συγκεκριμένα στην περιοχή της Δημητριάδας, υπάρχουν ήδη από τον 11ο αιώνα, όπως προκύπτει από εκκλησιαστικά έγγραφα, γράμματα επισκόπων και δωρητήριες παραχωρήσεις. Μάλιστα πριν την Δ' Σταυροφορία, ένα μέρος της Θεσσαλίας απότελούσε ξεχωριστή διοικητική περιφέρεια με το όνομα Θεσσαλική Βλαχία. Μετακινήσεις Αρβανιτόβλαχων κτηνοτρόφων και αγωγιατών στα βουνά της Όθρυος, καταγράφονται από τον 12ο αιώνα και περιγράφονται ως άγριοι και φιλοπόλεμοι, που λήστευαν και σκότωναν.

Επίσης πολλοί Αρβανιτόβλαχοι έφυγαν από τα χωριά τους στη Μακεδονία μετά από ληστρικές επιδρομές Τουρκαλβανών αμέσως μετά την λήξη της Ελληνική Επανάσταση του 1821. Αυτοί, αναζητώντας μεγαλύτερη ασφάλεια, έφτασαν στα σύνορα του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους, στα ορεινά της Αιτωλίας, της Ακαρνανίας και της Ευρυτανίας, συνεχίζοντας τη νομαδο-κτηνοτροφική τους ζωή. Ο Γάλλος αρχαιολόγος και ιστορικός Léon Heuzey, αναφέρει πως το 1856 υπήρχαν γύρω στις 800 οικογένειες Αρβανιτόβλαχων (4.000 - 5.000 άνθρωποι), που σχημάτιζαν 12 χειμαδιά, από 50 - 100 οικογένειες το καθένα. Αργότερα, ανάμεσα στο 1865 και 1870, άρχισαν να δημιουργούν μόνιμους οικισμούς, που συνεχίζουν μέχρι σήμερα να αποτελούν τους νοτιότερους βλάχικους οικισμούς της Ελλάδας.

Σύμφωνα με άρθρο στο περιοδικό "Πανδώρα", οι Αρβανιτόβλαχοι της Αιτωλοακαρνανίας έφταναν το 1856 τις 2.000 και είχαν 100.000 πρόβατα στην κατοχή τους, σημαντική πηγή εσόδων προς το ελληνικό δημόσιο. Ο Γερμανός Gustav Weigand αναφέρει πως το 1888 - 1889, ο πληθυσμός τους ανερχόταν σε 2.625 στα επτά πρώην χειμαδιά της Ακαρνανίας, τα οποία εξελίχθηκαν σε σταθερά αγροκτηνοτροφικά χωριά.

Το 1807 οι Αρβανιτόβλαχοι που ζούσαν στις νότιες πλαγιές του Παναιτωλικού, ήρθαν σε σύγκρουση με τον Αλή Πασά και έφυγαν προς άλλες ορεινές περιοχές της Στερεάς, όπως την Οίτη, τον Παρνασσό, τον Ελικώνα, ακόμα και την Πάρνηθα. Το 1834 αναφέρεται από τον Γάλλο λογοτέχνη Gustave d'Eichtal, η ύπαρξη Αρβανιτόβλαχων στην περιοχή της Αταλάντης, τους οποίους θεωρεί απαραίτητους για την ενδυνάμωση της μετεπαναστατικής Ελλάδας, αφού αν και δεν είχαν τάση προς τη γεωργία, θα μπορούσε ο δυναμισμός τους να στραφεί προς τις βιοτεχνίες και το εμπόριο. Το 1852 - 1854, ο Γάλλος περιηγητής Edmond About συνάντησε Βλάχους νομαδοκτηνοτρόφους στα περίχωρα της Αθήνας τους οποίους χαρακτηρίζει ως Αρβανιτόβλαχους και οι οποίοι προμήθευαν τους Αθηναίους με τα αρνιά του Πάσχα. Επίσης Αρβανιτόβλαχοι παρατηρούνται στις πλαγιές της Όθρυς, στην Υπάτη, ακόμα και στην περιοχή του Άργους στην Πελοπόννησο.

Οι Αρβανιτόβλαχοι διακρίνονται για τον σκληρό και ανδρείο χαρακτήρα τους. Διατηρούν πολλά παλιά έθιμά τους, ακόμα και την βεντέτα. Επειδή ήταν υποχρεωμένοι να μετακινούνται για να συντηρήσουν τα κοπάδια τους πηγαίνοντας σε διάφορες περιοχές, ειδικά οι άνδρες μάθαιναν πολλές γλώσσες από τους ντόπιους πληθυσμούς που συναντούσαν και γίνονταν πολύγλωσσοι. Κάποιοι μιλούσαν και βουλγάρικα, ακόμα και τούρκικα.

Ένα άλλο έθιμο ήταν κάποια αγόρια να γίνονται "αδελφοποιοί". Πήγαιναν σε έναν ιερέα ο οποίος διάβαζε μια ευχή, και σε ένα ποτήρι με κρασί έσταζαν αίμα από τα δάχτυλά τους το οποίο μετά έπιναν. Αυτό συμβόλιζε την ένωση των Αρβανιτόβλαχων και τους πολύ ισχυρούς δεσμούς που τους ένωναν.

Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλά έθιμα των Αρβανιτόβλαχων είναι διαφορετικά από τους υπόλοιπους Βλάχους, όπως επίσης και το πολυφωνικό τραγούδι που αποτελεί σήμα κατατεθέν του εν λόγω πληθυσμού, ενώ σχεδόν ανύπαρκτη είναι η ατομική εκτέλεση. Επίσης σε αντίθεση με τους άλλους Βλάχους, συνεχίζουν να έχουν σχέση με τη κτηνοτροφία ενώ οι δεύτεροι διείσδυσαν και σε τέχνες.

Η γλώσσα των Αρβανιτόβλαχων είναι μια λατινογενής γλώσσα, πιο απαρχαιωμένη σε σχέση με άλλα νεολατινικά ιδιώματα λόγω της αργής τους ανάπτυξης, με λιγότερες ξένες επιρροές οι οποίες προέρχονται κυρίως από τα αλβανικά, τα ελληνικά και τα τούρκικα.

Το κύριο επάγγελμά τους ήταν η κτηνοτροφία, ενώ υπήρχαν και κάποιοι ραφτάδες και μεταφορείς. Ήταν οργανωμένοι σε τσελιγκάτα, σε κάθε ένα από τα οποία αρχηγός ήταν ο τσέλιγκας, ένα σεβάσμιο από όλους πρόσωπο ο οποίος ρύθμιζε τις οικονομικές δοσοληψίες ακόμα και τους γάμους των νέων. Μετά το θάνατό του η εξουσία του μεταβιβαζόταν στο μεγαλύτερο από τους γιούς του.

  1. Κουκούδης, Αστέριος I. «Οι Αρβανιτόβλαχοι. Γενικά». Vlachs.gr. Ανακτήθηκε στις 1 Ιανουαρίου 2021. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]