Αποδάσωση και κλιματική αλλαγή

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Δείκτης Ακεραιότητας Τοπίου του Δάσους (FLII) είναι ένας ετήσιος παγκόσμιος δείκτης δασικής κατάστασης, ο οποίος μετρά τον βαθμό ανθρωπογενούς παρέμβασης στα δάση.[1][2] Μετά από τη μέτρηση 300m εικονοστοιχείων του δάσους σε όλο τον κόσμο, διαπιστώνεται ότι 17,4 εκατομμύρια km2 του δάσους έχουν υψηλή ακεραιότητα σε επίπεδο τοπίου (με βαθμολογία 9,6-10), σε σύγκριση με 14,6 εκ. με μέτρια ακεραιότητα (6-9,6) και ~ 12,2 εκ. με χαμηλή ακεραιότητα (0-6).

Η αποδάσωση είναι ένας βασικός παράγοντας που συμβάλλει στην κλιματική αλλαγή.[3][4]

Tα δέντρα, όπως όλα τα πράσινα φυτά, λαμβάνουν διοξείδιο του άνθρακα και απελευθερώνουν οξυγόνο κατά τη φωτοσύνθεση. Τα φυτά πραγματοποιούν επίσης την αντίθετη διαδικασία - γνωστή ως αναπνοή - στην οποία εκπέμπουν διοξείδιο του άνθρακα, αλλά γενικά σε μικρότερες ποσότητες από ό,τι παίρνουν κατά τη διάρκεια της φωτοσύνθεσης. Ο πλεονασματικός άνθρακας αποθηκεύεται στα φυτά, βοηθώντας τα να αναπτυχθούν. Όταν τα δέντρα κόβονται και καίγονται ή αφήνονται να σαπίσουν, ο αποθηκευμένος άνθρακας απελευθερώνεται στον αέρα ως διοξείδιο του άνθρακα. Με αυτόν τον τρόπο η αποδάσωση και η υποβάθμιση των δασών συμβάλλουν στην υπερθέρμανση του πλανήτη.[5] Με βάση τις πρόσφατες εκτιμήσεις, η αποδάσωση συμβάλλει στο 6–17% των παγκόσμιων ανθρωπογενών εκπομπών CO2 στην ατμόσφαιρα.[6][7]

Τα δάση απομακρύνονται για να ανοίξουν δρόμο για οποιαδήποτε μακρά λίστα γεωργικών προϊόντων και άλλων ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Ωστόσο, η πλειονότητα των τροπικών δασών αποψιλώνεται για τέσσερα εμπορεύματα παγκοσμίως: βόειο κρέας, σόγια, φοινικέλαιο και προϊόντα ξύλου.[8][9][10] Η παραγωγή βόειου κρέατος ευθύνεται για το 41% της αποδάσωσης, το φοινικέλαιο και η σόγια αντιπροσωπεύουν άλλο 18%, και η υλοτομία για χαρτί και ξύλο ακόμη 13%.[8]

Από την αρχή του 21ου αιώνα, ο πλανήτης χάνει περίπου 50 εκ. στρέμματα δάσους κάθε χρόνο. Σχεδόν όλη η απώλεια συμβαίνει στις τροπικές περιοχές, όπου σχεδόν το ήμισυ του συνόλου της αποδάσωσης συμβαίνει στη Βραζιλία και στην Ινδονησία.[8]

Βασικές αιτίες αποδάσωστης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βασικές αιτίες αποδάσωσης.[8]
Ετήσιες εκπομπές CO2 από την αποδάσωση κατά προϊόν, σε Βραζιλία.[11]

Παραγωγή βόειου κρέατος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κτηνοτροφία απαιτεί μεγάλες εκτάσεις γης για την εκτροφή κοπαδιών ζώων. Η επέκταση των βοσκοτόπων για την εκτροφή βοοειδών ευθύνεται για το 41% ​​της αποδάσωσης στις τροπικές περιοχές. Αυτό είναι 21 εκ. στρέμματα κάθε χρόνο - περίπου το μισό μέγεθος των Κάτω Χωρών. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της αλλαγής χρήσης γης προέρχεται από τη Βραζιλία, και αντιστοιχεί στο ένα τέταρτο (24%) της αποδάσωσης σε όλες τις τροπικές περιοχές. Αυτό σημαίνει επίσης ότι το μεγαλύτερο μέρος (72%) της αποδάσωσης στη Βραζιλία οφείλεται στην εκτροφή βοοειδών. Σε άλλα μέρη της Λατινικής Αμερικής - όπως η Αργεντινή και η Παραγουάη - τα βοοειδή επίσης αντιπροσωπεύουν σχετικά μεγάλο ποσοστό αποδάσωσης - το 11% του συνόλου. Συμπερασματικά, η περισσότερη αποδάσωση για παραγωγή του βόειου κρέατος συμβαίνει στη Λατινική Αμερική, με ένα άλλο 4% στην Αφρική.[8] Σύμφωνα με την Greenpeace, η βιομηχανία βοοειδών είναι υπεύθυνη για σημαντική ποσότητα εκπομπών μεθανίου, καθώς το 60% όλων των θηλαστικών στη γη είναι βοοειδή.[12]

Σόγια και φοινικέλαιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το φοινικέλαιο και η σόγια έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Κατηγοριοποιούνται ως "ελαιούχοι σπόροι", στους οποίους περιλαμβάνονται μικρότερα προϊόντα όπως ηλίανθος, ελαιοκράμβη και σουσάμι. Προκαλούν το 18% της αποψίλωσης των δασών, κυρίως στην Ινδονησία και στη Μαλαισία. Η σόγια είναι ο πιο κοινός ελαιούχος σπόρος στη Λατινική Αμερική. Σε αντίθεση με ευρεία πεποίθηση για τη χρήση της σόγιας, το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας παραγωγής της χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή ή βιοκαύσιμα. Μόλις το 6% χρησιμοποιείται για άμεση ανθρώπινη τροφή.[8]

Αντιστοίχως, η επέκταση της βιομηχανίας φοινικέλαιου και η αυξημένη ζήτηση οδήγησαν σε μεγαλύτερη αποψίλωση των δασών στις τροπικές περιοχές. Το φοινικέλαιο εξυπηρετεί δύο σκοπούς: βρώσιμη χρήση και χρήση βιοκαυσίμων. Μεταξύ του 2000 και του 2012, η ​​Ινδονησία έχασε πάνω από 15 εκ. στρέμματα δάσους λόγω της επέκτασης της βιομηχανίας φοινικέλαιου.[13] Κι ενώ έχουν καταβληθεί προσπάθειες για τη μείωση του ποσοστού αποδάσωσης στη χώρα, όπως η αυστηρή επιβολή του νόμου, υπάρχει ακόμη περιθώριο για περαιτέρω βελτίωση.[14]

Βιομηχανία ξυλείας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα ανθρωπογενή μεγα-οικοσυστήματα (αγγλ. anthropogenic biomes) περιγράφουν την επίγεια βιόσφαιρα στη σύγχρονη μορφή της χρησιμοποιώντας παγκόσμιες μονάδες οικοσυστημάτων που ορίζονται από μοτίβα συνεχούς άμεσης ανθρώπινης αλληλεπίδρασης. Η πρόσφατη έκδοση (Version 2, 2000) περιγράφει ιστορικούς μετασχηματισμούς εντός της επίγειας βιόσφαιρας που προκαλούνται από τη συνεχή άμεση ανθρώπινη αλληλεπίδραση με τα οικοσυστήματα, συμπεριλαμβανομένης της γεωργίας και της αστικοποίησης. Μεταξύ 1700 και 2000, η επίγεια βιόσφαιρα έκανε την κρίσιμη μετάβαση από κυρίως άγρια σε κυρίως ανθρωπογενή, περνώντας το 50% στις αρχές του 20ού αιώνα.[15]

Ο τέταρτος πιο σημαντικός παράγοντας αποδάσωσης (μετά τα βοοειδή, σόγια και φοινικέλαιο) είναι τα δασοκομικά προϊόντα, στα οποία κυριαρχεί το χαρτί αλλά και ξυλεία, κι έτσι καλύπτουμε σχεδόν τα τρία τέταρτα της συνολικής αποψίλωσης των δασών στον πλανήτη. Σε όλη την Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική, τα δασοκομικά προϊόντα προέρχονται κυρίως από διαχειριζόμενα δάση φυτειών που έχουν καθιερωθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα ή καλλιεργούνται σε μη δασικές εκτάσεις. Αυτό διαφέρει από τις περισσότερες τροπικές χώρες όπου τα δασικά προϊόντα προέρχονται από την υλοτομία των πρωτογενών τροπικών δασών ή την αντικατάστασή τους με φυτείες. Αυτό καταστρέφει τα τροπικά δάση και αποτελεί σημαντικό παράγοντα αποδάσωσης στην Ινδονησία και σε άλλες χώρες στην Ασία.[3]

Συνολικά συλλέγονται περίπου 40 εκ. στρέμματα ξυλείας κάθε χρόνο. Ο άνθρακας που εκπέμπεται από τη διαδικασία μετατροπής ξυλείας σε προϊόντα ξύλου αντιπροσωπεύει το 15% των εκπομπών άνθρακα στο περιβάλλον. Η αποψίλωση των δασών είναι ένα σοβαρό πρόβλημα για τα τροπικά δάση, δεδομένου ότι φιλοξενούν εκατομμύρια ζώα και μεγάλη βιοποικιλότητα.[16]

Γεωργική επέκταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μεγαλύτερη αιτία αποδάσωσης είναι η μετατροπή χρήσης της γης, η οποία αντιστοιχεί σε περισσότερο από το 80%. Τα δάση μετατρέπονται σε φυτείες για καφέ, τσάι, φοινικέλαιο, ρύζι, καουτσούκ και διάφορα άλλα προϊόντα. Η αυξανόμενη ζήτηση για ορισμένα προϊόντα και το διεθνές εμπόριο προκαλούν μετατροπές στα δάση, η οποία τελικά οδηγεί σε διάβρωση του εδάφους, κάτι το οποίο με τη σειρά του οδηγεί σε αύξηση των ιζημάτων σε ποτάμια και ρέματα. Με την πάροδο του χρόνου, η γη που χρησιμοποιείται για γεωργικές δραστηριότητες υποβαθμίζεται, με αποτέλεσμα οι παραγωγοί να προσπαθούν να βρουν νέες παραγωγικές εκτάσεις.[17]

Εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα λόγω αποδάσωσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ετήσιες εκπομπές CO2 από την αποδάσωση για την παραγωγή τροφίμων, σε παγκόσμια κλίμακα.[18]

Κατά την περίοδο 2010-2014, η επέκταση της γεωργικών δραστηριοτήτων και των δενδροφυτειών σε δάση στις τροπικές περιοχές συσχετίστηκε με καθαρές εκπομπές περίπου 2,6 GtCO2 ετησίως (από τα 42 GtCO2 που υπάρχουν συνολικά).[3] Αυτό αντιστοιχεί στο 6,5% των παγκόσμιων εκπομπών CO2. Το διεθνές εμπόριο ήταν υπεύθυνο για περίπου το ένα τρίτο (29%) αυτών των εκπομπών. Οι περισσότερες εκπομπές - 71% - προέρχονταν από τρόφιμα που καταναλώθηκαν στη χώρα παραγωγής τους. Η εγχώρια ζήτηση και όχι το διεθνές εμπόριο ήταν ο κύριος μοχλός της αποδάσωσης.[11]

Η Λατινική Αμερική εξάγει περίπου το 23% των εκπομπών της. Αυτό σημαίνει ότι περισσότερα από τα τρία τέταρτα παράγονται για προϊόντα που καταναλώνονται στις εγχώριες αγορές. Η περιοχή της Ασίας - κυρίως Ινδονησία και Μαλαισία - εξάγει υψηλότερο μερίδιο, το 44%. Οι εξαγωγές φοινικέλαιου κατευθύνονται προς την Ευρώπη, την Κίνα, την Ινδία, τη Βόρεια Αμερική και τη Μέση Ανατολή. Η αποψίλωση των δασών στην Αφρική οφείλεται κυρίως στους τοπικούς πληθυσμούς και αγορές, με μόλις το 9% των εκπομπών να εξάγονται. Επομένως, επειδή οι περισσότερες εκπομπές καθοδηγούνται από τις εγχώριες αγορές, αυτό σημαίνει ότι οι πολιτικές στις χώρες παραγωγής είναι καθοριστικής σημασίας για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος.[11]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Grantham, H. S.; Duncan, A.; Evans, T. D.; Jones, K. R.; Beyer, H. L.; Schuster, R.; Walston, J.; Ray, J. C. και άλλοι. (2020-12-08). «Anthropogenic modification of forests means only 40% of remaining forests have high ecosystem integrity» (στα αγγλικά). Nature Communications 11 (1): 5978. doi:10.1038/s41467-020-19493-3. ISSN 2041-1723. https://www.nature.com/articles/s41467-020-19493-3. 
  2. «Anthropogenic modification of forests means only 40% of remaining forests have high ecosystem integrity : Nature-Based Solutions Initiative». www.naturebasedsolutionsinitiative.org. Ανακτήθηκε στις 12 Ιουνίου 2021. 
  3. 3,0 3,1 3,2 «Agricultural and forestry trade drives large share of tropical deforestation emissions» (στα αγγλικά). Global Environmental Change 56: 1–10. 2019-05-01. doi:10.1016/j.gloenvcha.2019.03.002. ISSN 0959-3780. https://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S0959378018314365. 
  4. «Climate Change and Land» (PDF). ΙPCC. Ανακτήθηκε στις 12 Ιουνίου 2021. 
  5. «Tropical Deforestation and Global Warming | Union of Concerned Scientists». www.ucsusa.org (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 12 Ιουνίου 2021. 
  6. Baccini, A.; Goetz, S. J.; Walker, W. S.; Laporte, N. T.; Sun, M.; Sulla-Menashe, D.; Hackler, J.; Beck, P. S. A. και άλλοι. (2012-03). «Estimated carbon dioxide emissions from tropical deforestation improved by carbon-density maps» (στα αγγλικά). Nature Climate Change 2 (3): 182–185. doi:10.1038/nclimate1354. ISSN 1758-6798. https://www.nature.com/articles/nclimate1354. 
  7. Harris, Nancy L.; Brown, Sandra; Hagen, Stephen C.; Saatchi, Sassan S.; Petrova, Silvia; Salas, William; Hansen, Matthew C.; Potapov, Peter V. και άλλοι. (2012-06-22). «Baseline Map of Carbon Emissions from Deforestation in Tropical Regions» (στα αγγλικά). Science 336 (6088): 1573–1576. doi:10.1126/science.1217962. ISSN 0036-8075. PMID 22723420. https://science.sciencemag.org/content/336/6088/1573. 
  8. 8,0 8,1 8,2 8,3 8,4 8,5 «Cutting down forests: what are the drivers of deforestation?». Our World in Data. Ανακτήθηκε στις 12 Ιουνίου 2021. 
  9. «What's Driving Deforestation? | Union of Concerned Scientists». www.ucsusa.org (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 12 Ιουνίου 2021. 
  10. «What are the biggest drivers of tropical deforestation?». World Wildlife Fund (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 12 Ιουνίου 2021. 
  11. 11,0 11,1 11,2 Hannah Ritchie and Max Roser (2021). «Deforestation and Forest Loss». Our World in Data. Ανακτήθηκε στις 12 Ιουνίου 2021. 
  12. «Meat and dairy». Greenpeace UK (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 12 Ιουνίου 2021. 
  13. «Top 10 Facts about Deforestation». Climate Transform (στα Αγγλικά). 12 Μαΐου 2020. Ανακτήθηκε στις 12 Ιουνίου 2021. 
  14. «How much palm oil do we need?» (στα αγγλικά). Environmental Science & Policy 12 (2): 134–139. 2009-04-01. doi:10.1016/j.envsci.2008.10.011. ISSN 1462-9011. https://www.sciencedirect.com/science/article/abs/pii/S1462901108001196. 
  15. «Anthropogenic Biomes | SEDAC». sedac.ciesin.columbia.edu. Ανακτήθηκε στις 12 Ιουνίου 2021. 
  16. «Exploring biodiversity and climate change benefits of community-based forest management» (στα αγγλικά). Global Environmental Change 18 (3): 468–478. 2008-08-01. doi:10.1016/j.gloenvcha.2008.04.006. ISSN 0959-3780. https://www.sciencedirect.com/science/article/abs/pii/S0959378008000228. 
  17. Starkel, Leszek. «Role of climatic and anthropogenic factors accelerating soil erosion and fluvial activity in Central Europe» (PDF). Studia Quaternaria. σελίδες 27–33. 
  18. «Annual CO₂ emissions from deforestation for food production». Our World in Data. Ανακτήθηκε στις 12 Ιουνίου 2021.