Αντουάν Μπρυνί ντ' Αντρεκαστώ
Αντουάν Μπρυνί ντ' Αντρεκαστώ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Antoine Bruny d'Entrecasteaux (Γαλλικά) |
Γέννηση | 8 Νοεμβρίου 1737 ή 1737[1] Αιξ-αν-Προβάνς |
Θάνατος | 21 Ιουλίου 1793 ή 20 Ιουλίου 1793[2] ή 1793[1] Παπούα Νέα Γουινέα |
Χώρα πολιτογράφησης | Γαλλία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Γαλλικά[3] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | εξερευνητής στρατιωτικός |
Περίοδος ακμής | 1754 |
Στρατιωτική σταδιοδρομία | |
Βαθμός/στρατός | contre-amiral |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Γενικός Κυβερνήτης των Νήσων Μασκαρέν |
Βραβεύσεις | Ιππότης του Βασιλικού και Στρατιωτικού Τάγματος του Αγίου Λουδοβίκου Τάγμα του Αγίου Λουδοβίκου |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Αντουάν Ρεϋμόν Ζοζέφ ντε Μπρυνί, ιππότης ντ' Αντρεκαστώ (γαλλ. Antoine Raymond Joseph de Bruni, chevalier d'Entrecasteaux, 8 Νοεμβρίου 1737 – 21 Ιουλίου 1793) ήταν Γάλλος αξιωματικός του ναυτικού, θαλασσοπόρος εξερευνητής και αποικιακός κυβερνήτης. Είναι γνωστότερος για την εξερεύνηση των ακτών της Αυστραλίας το 1792, ενώ αναζητούσε τη χαμένη αποστολή του Λαπερούζ.[4] Αναφέρεται συχνά απλώς ως Μπρυνί ντ' Αντρεκαστώ ή Μπρυνύ ντ' Αντρεκαστώ, ενώ ο Γ. Τσουκαλάς στην ελληνική διασκευή του 20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα του Ιουλίου Βερν τον αναφέρει[5] μόνο ως «Αντρεκαστώ».
Οικογένεια, σπουδές και πρώτες θέσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο ντ' Αντρεκαστώ γεννήθηκε στο Αιξ-αν-Προβάνς και γονείς του ήταν η Ντοροτέ ντε Λεστάν-Παράντ (Dorothée de Lestang-Parade) και ο Ζαν-Μπατίστ Μπρυνύ (Bruny). Ο πατέρας του ήταν μέλος του τοπικού δικαστηρίου (Parlement) της Προβηγκίας. Ο Αντουάν πήγε σε σχολείο των Ιησουιτών και λέγεται ότι σκόπευε να γίνει ιερέας τους, αλλά ο πατέρας του παρενέβη και τον ενέγραψε στο γαλλικό Πολεμικό Ναυτικό το 1754. Στην επιχείρηση που εξασφάλισε τις Βαλεαρίδες Νήσους στην Ισπανία, ο ντ' Αντρεκαστώ συμμετέσχε πάνω στο πολεμικό πλοίο «Μινέρβα» και τον Απρίλιο του 1757 έλαβε τον βαθμό του σημαιοφόρου. Η μετέπειτα ναυτική σταδιοδρομία του ήταν χωρίς κάτι το αξιοσημείωτο.
Για κάποιο διάστημα ο ντ' Αντρεκαστώ ήταν βοηθός διοικητή λιμένων και ναυστάθμων, και κατόπιν (1785) μετατέθηκε στη θέση του διοικητή μιας γαλλικής μοίρας στις Ανατολικές Ινδίες, με τα πλοία «Résolution» και «Subtile».[6] Ως διοικητής της «άνοιξε» μια νέα διαδρομή προς την Καντόνα από τα Στενά της Σούνδης και τις Μολούκες, για χρήση κατά τη διάρκεια της εποχής των νοτιοανατολικών μουσώνων. Το 1787 διορίσθηκε Κυβερνήτης της γαλλικής αποικίας «Ιλ ντε Φρανς», του σημερινού Μαυρίκιου, και της Νήσου των Βουρβόνων.[4]
Εξερευνήσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τον Σεπτέμβριο του 1791, αν και είχε στο μεταξύ ξεσπάσει η Γαλλική Επανάσταση, η Γαλλική Εθνοσυνέλευση απεφάσισε να στείλει μια αποστολή για να αναζητήσει τα χαμένα πλοία του εξερευνητή Λαπερούζ, που είχαν για τελευταία φορά θεαθεί όταν απέπλευσε από τον Κόλπο Μπότανυ (Σίδνεϊ) τον Μάρτιο του 1788. Ο Μπρυνί ντ' Αντρεκαστώ επιλέχθηκε για να ηγηθεί της νέας αυτής αποστολής. Τού δόθηκε μια φρεγάτα 500 τόνων, η «Αναζήτηση» (γαλλ. Recherche), με κυβερνήτη τον Ζαν-Λουί ντ' Εσμιτύ ντ' Ωριμπώ (Jean-Louis d'Hesmity-d'Auribeau), και ένα παρόμοιο πλοίο, η «Ελπίδα» (Espérance), με κυβερνήτη τον Ζαν-Μισέλ Υόν ντε Κερμαντέκ[4]. Ως υδρογράφος της αποστολής επιλέχθηκε ο διακεκριμένος Σαρλ-Φρανσουά Μπωτάν-Μπωπρέ.
Η αποστολή του ντ' Αντρεκαστώ απέπλευσε από τη Βρέστη στις 28 Σεπτεμβρίου 1791, με τον ίδιο να προάγεται στον βαθμό του υποναυάρχου. Το σχέδιο του ταξιδιού ήταν να προχωρήσουν μέχρι την Αυστραλία, να δουν τη νοτιοδυτική μεριά του Ακρωτηρίου Λούιν, και μετά να παραπλεύσουν την ακτή μέχρι τη Γη του φαν Ντήμεν (δηλαδή την Τασμανία), επιθεωρώντας κάθε πιθανό σημείο προσορμίσεως με λέμβους. Στη συνέχεια, κατά το πρόγραμμα, θα πήγαιναν προς την Τόνγκα (τότε γνωστή ως «Φιλικαί Νήσοι») περνώντας από το βόρειο ακρωτήριο της Νέας Ζηλανδίας ώστε ο επί των φυτών Φελίξ Ντελααγιέ (Félix Delahaye, 1767-1829) να συλλέξει ζωντανούς αρτόκαρπους για μεταφορά στις γαλλικές Δυτικές Ινδίες. Μετά ο ντ' Αντρεκαστώ θα ακολουθούσε την προτιθέμενη πορεία του Λαπερούζ στον Ειρηνικό Ωκεανό. Πίστευαν ότι ο Λαπερούζ ήθελε να εξερευνήσει τη Νέα Καληδονία και το Αρχιπέλαγος Λουιζιάντ, να περάσει τον Πορθμό του Τόρες και να εξερευνήσει τον Κόλπο της Καρπεντάρια και τη βόρεια ακτή της Αυστραλίας.
Στην πράξη τα γεγονότα εξελίχθηκαν διαφορετικά: Μόλις ο ντ' Αντρεκαστώ έφθασε στο Κέιπ Τάουν στις 17 Ιανουαρίου 1792, έλαβε γνώση μιας αναφοράς ότι ο πλοίαρχος Τζων Χάντερ είχε δει λίγο καιρό νωρίτερα στα ανοικτά των Νήσων του Ναυαρχείου, κανώ επανδρωμένα με ιθαγενείς που φορούσαν γαλλικές στολές και ζώνες. Παρά το ότι ο Χάντερ διέψευσε την αναφορά (και οι Γάλλοι άκουσαν τη διάψευσή της), ο ντ' Αντρεκαστώ απεφάσισε να πλεύσει κατεθείαν προς τις Νήσους του Ναυαρχείου (σήμερα ανήκουν στην Παπούα Νέα Γουινέα, με στάση για ανεφοδιασμό και ανάπαυση στην Τασμανία. Εκεί έφθασαν στις 20 Απριλίου 1792 και τρεις ημέρες αργότερα τα δύο πλοία αγκυροβόλησαν σε ένα φυσικό λιμάνι κοντά στο νότιο άκρο της Τασμανίας, το οποίο ο ντ' Αντρεκαστώ ονόμασε «όρμο της Αναζητήσεως» από το όνομα του πλοίου του, ονομασία που διατηρεί μέχρι σήμερα (Recherche Bay). Τις επόμενες 5 εβδομάδες, μέχρι τις 28 Μαΐου 1792, οι Γάλλοι εξερεύνησαν προσεκτικά με λέμβους τις θαλάσσιες οδούς και υγρότοπους της περιοχής.
Ο Μπρυνί ντ' Αντρεκαστώ ήταν τυχερός ως προς το ότι είχε μαζί του καλούς αξιωματικούς και επιστήμονες, ιδίως για την εξερευνητική πλευρά της αποστολής, με τον Μπωτάν-Μπωπρέ να θεωρείται σήμερα ως ο πατέρας της σύγχρονης γαλλικής υδρογραφίας. Το έργο που επετέλεσε ήταν πολύ καλό και οι 39 χάρτες του που εκδόθηκαν στη Γαλλία με τον τίτλο Atlas du Voyage de Bruny-Dentrecasteaux το 1807, ήταν πολύ λεπτομερείς, ιδίως εκείνοι της Τασμανίας. Παρέμειναν η μόνη πηγή των αντίστοιχων βρετανικών χαρτών επί δεκαετίες. Σε αυτή την επισκόπηση ο Μπωτάν-Μπωπρέ ανεκάλυψε ότι ο Κόλπος Αντβέντσιουρ, που είχε ανακαλύψει ο Τομπάιας Φέρνω το 1773, βρισκόταν σε ένα νησί, που χωριζόταν από την κυρίως νήσο της Τασμανίας από ένα σαφώς πλωτό στενό. Στις 16 Μαΐου ο ντ' Αντρεκαστώ άρχισε τη διέλευση αμφότερων των πλοίων του από το στενό αυτό, που ολοκληρώθηκε στις 28 του μηνός. Σε αυτό το στενό έδωσε το δικό του όνομα, το οποίο φέρει μέχρι σήμερα (Στενό ντ' Αντρεκαστώ), ενώ και το νησί που το σχηματίζει και είναι μεγαλύτερο από τη Λευκάδα, το ονόμασε επίσης Νήσο Μπρυνύ. Και άλλα γεωγραφικά χαρακτηριστικά της περιοχής ανακαλύφθηκαν, ονομάσθηκαν και χαρτογραφήθηκαν από την αποστολή, όπως ο Χιούον (αγγλική προφορά: Χιούον).
Αμέσως μετά η αποστολή απέπλευσε προς αναζήτηση του Λαπερούζ. Στις 17 Ιουνίου έφθασαν στα ανοικτά της Νήσου των Πεύκων, νοτίως της Νέας Καληδονίας. Από εκεί ο ντ' Αντρεκαστώ έπλευσε προς βορρά, κατά μήκος της δυτικής ακτής της Ν. Καληδονίας. (Γεγονός που προδίδει η ονομασία των «υφάλων Μπρυνί ντ' Αντρεκαστώ» στο βορειοδυτικό άκρο του κοραλλιογενούς φράγματος της Ν. Καληδονίας.) Κατόπιν πέρασε από τις Νήσους του Σολομώντα, διέκπλευσε τον Πορθμό του Αγίου Γεωργίου και στις 28 Ιουλίου η αποστολή έφθασε στα νοτιοανατολικά Νήσων του Ναυαρχείου. Μετά από ένα τριήμερο ερευνών στην περιοχή, ο ντ' Αντρεκαστώ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι φήμες που είχε ακούσει στο Κέιπ Τάουν ήταν ψευδείς και ότι θα έπρεπε επομένως να ξεκινήσει για τη Νήσο Αμπόν της σημερινής Ινδονησίας, όπου τα πλοία του ανεφοδιάσθηκαν.
Αποπλέοντας από την Αμπόν στις 14 Οκτωβρίου 1792, ο ντ' Αντρεκαστώ κατευθύνθηκε προς το Ακρωτήριο Λούιν, το νοτιοδυτικό άκρο της Αυστραλίας, ώστε να ακολουθήσει το αρχικό πρόγραμμα της αποστολής στην αναζήτηση του Λαπερούζ. Στις 6 Δεκεμβρίου είδαν γη κοντά στο ακρωτήριο Λούιν, μια προεξοχή που ονόμασαν «Ακρωτήριο ντ' Αντρεκαστώ». Το γεγονός εορτάσθηκε στα πλοία με γιορτή και τσιμπούσι, αποτέλεσμα της οποίας ήταν ότι ο σιδεράς του Recherche, ο Ζαν-Μαρί Μαραντούρ, παράφαγε και πέθανε την επόμενη ημέρα εξαιτίας αποπληξία. Ο καιρός αποδείχθηκε βίαιος και τα πλοία δεν μπόρεσαν να βρουν τα φυσικά λιμάνια του Κινγκ Τζωρτζ Σάουντ. Καθώς συνέχισαν προς τα ανατολικά, συνάντησαν πολλά νησάκια με επικίνδυνους υφάλους, τα οποία ονόμασε «Νησιά ντ' Αντρεκαστώ» – είναι το σημερινό Αρχιπέλαγος της Αναζήτησης.
Σε αυτή την επικίνδυνη γενικώς περιοχή τούς βρήκε στις 12 Δεκεμβρίου μια ισχυρή θύελλα και αμφότερα τα πλοία υπέστησαν ζημιές. Συνάντησαν ωστόσο ένα φυσικό αγκυροβόλιο, όπου μπόρεσαν να καταφύγουν, αποφεύγοντας το μέγιστο της θύελλας. Αποβιβάσθηκαν και στην ακτή, ονομάζοντας την τοποθεσία Λεγκράν, από το επώνυμο του ναύτη τού «Ελπίδα» που εντόπισε το φυσικό λιμάνι αυτό. Ο Μπωτάν-Μπωπρέ επισκόπησε στα γρήγορα τα εξωτερικά νησιά του Αρχιπελάγους. Δεν βρήκαν όμως πόσιμο νερό και στις 18 Δεκεμβρίου τα πλοία συνέχισαν προς τα ανατολικά, μέχρι το δυτικό άκρο του Μεγάλου Αυστραλιανού Κόλπου, αλλά εδώ η ακτή ήταν ακόμα πιο ξηρή και η έλλειψη πόσιμου νερού άρχισε να γίνεται σοβαρή. Έτσι στις 4 Ιανουαρίου 1793 ο ντ' Αντρεκαστώ υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τον περίπλου της Αυστραλίας (ένας ύφαλος εκεί ονομάζεται και σήμερα «ύφαλος Μπρύνι ντ' Αντρεκαστώ») και να μεταβεί στην Τασμανία. Αγκυροβόλησαν στον Όρμο της Αναζητήσεως στις 22 Ιανουαρίου, οκτώ μήνες μετά την πρώτη τους επίσκεψη εκεί, και η αποστολή πέρασε άλλες 5 εβδομάδες στην περιοχή, υδρεύοντας τα πλοία, αναπαύοντας τα πληρώματά τους και διεξάγοντας γεωγραφικές και βιολογικές εξερευνήσεις στο εσωτερικό της Τασμανίας. Ο Μπωτάν-Μπωπρέ μαζί με άλλους αξιωματικούς επισκόπησαν τα μέρη στα βόρεια του Κόλπου Στορμ – η ακτή προς δυσμάς ανακαλύφθηκε ότι έκρυβε την εκβολή ενός ποταμού, τον οποίο ονόμασαν «Ριβιέρ ντυ Νορ» (Βόρειο Ποταμό), αλλά εδώ επεκράτησε η ονομασία που έδωσε μερικούς μόνο μήνες αργότερα ο Άγγλος πλοίαρχος Τζων Χέυς: ποταμός Ντέργουεντ, στον οποίο λίγο πάνω από το στόμιό του είναι κτισμένη σήμερα η πρωτεύουσα της Τασμανίας, το Χόμπαρτ.
Στις 28 Φεβρουαρίου η αποστολή του ντ' Αντρεκαστώ απέπλευσε από τη νότια Τασμανία προς την Τόνγκα, περνώντας στα ανοικτά της Νέας Ζηλανδίας και επισκεπτόμενος τα Νησιά Κέρμαντεκ, που έλαβαν το όνομά τους από το επώνυμο του κυβερνήτη της «Ελπίδας» Ζαν-Μισέλ Υόν ντε Κερμαντέκ. Ρωτώντας στην Τόνγκα διεπίστωσε ότι οι ιθαγενείς θυμούνταν αρκετά καλά τον Κουκ, ακόμα και τον αδυσώπητο Γουίλιαμ Μπλάι, αλλά δεν γνώριζαν τίποτα για τον Λαπερούζ. Από εκεί επέστρεψε στη Νέα Καληδονία, όπου στο χωριό Μπαλάντ έχασε τον Κερμαντέκ από φυματίωση, και μετά, τον Μάιο, επισκέφθηκε τις Νήσους Σάντα Κρουζ. Η ειρωνεία ως προς τον Λαπερούζ είναι ότι ο Αντρεκαστώ πέρασε και από το νησί Βανίκορο και μάλιστα πίστεψε ότι είδε σήματα καπνού από αρκετές υπερυψωμένες τοποθεσίες του, αλλά δεν μπόρεσε να διερευνήσει το θέμα εξαιτίας των επικίνδυνων υφάλων που περιβάλλουν τη νήσο και υποχρεώθηκε να φύγει.
Κατόπιν παρέπλευσαν τις νότιες ακτές των Νήσων του Σολομώντα, τα βόρεια νησιά του Αρχιπελάγους Λουιζιάντ και, διερχόμενος το Στενό Νταμπιέ, παρέπλευσε τη βόρεια ακτή της Νέας Βρετανίας και τα νότια των Νησιών του Ναυαρχείου. Από εκεί πέρασε στα βόρεια της Νέας Γουινέας και στις Moluccas.
Μετά από τόσους μήνες, η κατάσταση του ανθρώπινου δυναμικού της αποστολής ήταν σχεδόν απελπιστική, κυρίως επειδή οι αξιωματικοί ήταν ένθερμοι φιλοβασιλικοί και τα πληρώματα εξίσου ένθερμοι φιλοεπαναστάτες. Στις 21 Ιουλίου 1793, ο ίδιος ο Αντουάν ντε Μπρυνί ντ' Αντρεκαστώ πέθανε από σκορβούτο[4] σε ηλικία 55 ετών έξω από τα Νησιά του Ερημίτη, μέρος του Αρχιπελάγους του Μπίσμαρκ (σήμερα ανήκουν στην Παπούα Νέα Γουινέα).
Με ανακατανομή της διοικήσεως, ο Ωριμπώ (Auribeau) τέθηκε επικεφαλής της αποστολής και ο Ροσέλ στη θέση του Κερμαντέκ. Ο νέος αρχηγός οδήγησε τα δύο πλοία στη Σουραμπάγια της ανατολικής Ιάβας. Εκεί έμαθαν ότι στη Γαλλία είχε εδραιωθεί η δημοκρατία και στις 18 Φεβρουαρίου 1794 ο Ωριμπώ παρέδωσε τα δύο πλοία της αποστολής στις ολλανδικές αρχές, ώστε να μη περιέλθουν στα χέρια του νέου γαλλικού καθεστώτος. Ο Ωριμπώ πέθανε ένα μήνα αργότερα. Ο Ροσέλ έφυγε από την Ιάβα τον Ιανουάριο του 1795 πάνω σε ένα ολλανδικό πλοίο και έφθασε στο όρμο του Κέιπ Τάουν τον Απρίλιο του 1795. Εκεί το πλοίο του απέπλευσε απροσδόκητα μαζί με τα έγγραφα της αποστολής του ντ' Αντρεκαστώ, αφήνοντας τον Ροσέλ πίσω. Αργότερα ωστόσο αυτό το πλοίο αιχμαλωτίσθηκε από τους Βρετανούς. Ο Ροσέλ τότε επιβιβάσθηκε σε ένα πολεμικό βρίκιον, αλλά και αυτό αιχμαλωτίσθηκε από τους Βρετανούς. Μετά τη Συνθήκη της Αμιένης, το 1802, όλα τα έγγραφα της αποστολής επιστράφηκαν στον Ροσέλ, ο οποίος μπόρεσε έτσι να εκδώσει μια αφήγηση του όλου εγχειρήματος του ντ' Αντρεκαστώ.
Φέρουν το όνομά του
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τοπωνύμια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Ακρωτήριο Ντ' Αντρεκαστώ στη Δυτική Αυστραλία 34°50′S 116°0′E / 34.833°S 116.000°E
- Εθνικό πάρκο Ντ' Αντρεκαστώ στη Δυτική Αυστραλία 34°36′S 115°56′E / 34.600°S 115.933°E
- Ύφαλος Ντ' Αντρεκαστώ στη Νότια Αυστραλία 31°58′S 131°55′E / 31.967°S 131.917°E
- Νήσος Μπρυνύ στην Τασμανία 43°22′S 147°17′E / 43.367°S 147.283°E
- Στενό ντ' Αντρεκαστώ στην Τασμανία 43°15′S 147°15′E / 43.250°S 147.250°E
Είδη ζώων
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Το είδος σαύρας Pseudemoia entrecasteauxii, ενδημικό της Αυστραλίας[7]
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 www
.biografiasyvidas .com /biografia /e /entrecasteaux .htm. - ↑ (Αγγλικά) Library of Congress Authorities. Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου. Ανακτήθηκε στις 24 Αυγούστου 2019.
- ↑ Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data
.bnf .fr /ark: /12148 /cb153191826. Ανακτήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2015. - ↑ 4,0 4,1 4,2 4,3 Chisholm, Hugh, επιμ.. (1911) «Entrecasteaux, Joseph-Antoine Bruni d'» Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάννικα 9 (11η έκδοση) Cambridge University Press, σελ. 660
- ↑ Ι. Βερν: Είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από τις θάλασσες, διασκευή Γ. Τσουκαλά, εκδ. οίκος «Αστήρ» - Αλ. & Ε. Παπαδημητρίου, Αθήναι 1974, σελ. 80
- ↑ Roche, σελ. 386
- ↑ Bo Beolens, Michael Watkins και Michael Grayson: The Eponym Dictionary of Reptiles, Johns Hopkins University Press, Βαλτιμόρη 2011, ISBN 978-1-4214-0135-5 (λήμμα «Entrecasteaux», σελ. 84)
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Douglas, Bronwen, Fanny Wonu Veys & Billie Lythberg (επιμ.): Collecting in the South Seas; The Voyage of Bruni d"Entrecasteaux, 1791-1794, Sidestone Press, Leiden 2018
- Duyker, Edward και Maryse (επιμ. και μετάφρ.): Bruny d’Entrecasteaux: Voyage to Australia and the Pacific 1791-1793, Miegunyah/Melbourne University Press, Μελβούρνη 2001, xliii + 392 σελίδες, ISBN 0-522-84932-6
- Horner F.B.: Looking for La Perouse: D’ Entrecasteaux in Australia and the South Pacific, 1792-1793, Miegunyah Press, Carlton South, Victoria 1995, ISBN 0-522-84451-0
- McLaren, Ian F.: La Perouse in the Pacific, including searches by d’Entrecasteaux, Dillon, Dumont d’Urville: an annotated bibliography (με εισαγωγή από τον John Dunmore), University of Melbourne Library, Parkville [Victoria] 1993, ISBN 0-7325-0601-8
- Το λήμμα «Αντρεκαστώ, Αντώνιος Ραϋμόνδος Ιωσήφ ντε Μπρύιν, ιππότης ντ' -» στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμος 6, σελ. 142
- Roche, Jean-Michel (2005). Dictionnaire des bâtiments de la flotte de guerre française de Colbert à nos jours, 1671 - 1870. Group Retozel-Maury Millau. σελίδες 325–6. ISBN 978-2-9525917-0-6. OCLC 165892922.
- Van Duuren, David και Mostert, Tristan (2007): Curiosities from the Pacific Ocean. A remarkable Rediscovery in the Tropenmuseum, Amsterdam: Thirteen Ethnographic Objects from the Bruny d'Entrecasteaux Expedition (1791–1794). Tropenmuseum του Amsterdam και εκδ. C. Zwartenkot του Leiden, ISBN 0-522-84932-6
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Edward & Maryse Duyker: Voyage to Australia and the Pacific, η πρώτη αγγλική μετάφραση της μεταγραφής του αρχείου της αποστολής του ντ' Αντρεκαστώ από τον Ροσέλ