Ανιέλα Παβλικόφσκα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ανιέλα Παβλικόφσκα
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Aniela Pawlikowska (Πολωνικά)
Γέννηση11  Ιουλίου 1901[1]
Λβιβ
Θάνατος23  Δεκεμβρίου 1980
Λονδίνο
Χώρα πολιτογράφησηςΠολωνία[2]
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΠολωνικά[3]
ΣπουδέςΠανεπιστήμιο του Λβιβ
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταζωγράφος
Οικογένεια
ΓονείςΜαρίλα Βόλσκα
Οικογένειαd:Q63532035

Η Ανιέλα Παβλικόφσκα (πολωνικά: Aniela Pawlikowska), γνωστή ως Λέλα Παβλικόφσκα (11 Ιουλίου 1901, Λβουφ - 23 Δεκεμβρίου 1980, Λονδίνο), ήταν Πολωνή καλλιτέχνης, εικονογράφος και ζωγράφος προσωπογραφιών, η οποία έγινε γνωστή στο Ηνωμένο Βασίλειο τις δεκαετίες του 1950 και του 1960.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μαρίλα Βόλσκα
Βάτσουαφ Βόλσκι

Η Ανιέλα Παβλικόφσκα γεννήθηκε σε μια οικογένεια με πλούσια λογοτεχνική και επιστημονική κληρονομιά. Η μητέρα της ήταν η Μαρίλα Βόλσκα, μια Πολωνή ποιήτρια, κόρη της Βάντα Μουοντνίτσκα, το γένος Μονέ (Monné), μούσα και αρραβωνιαστικιά του ζωγράφου Άρτουρ Γκρότγκερ, συγγραφέα και μεταφράστρια η ίδια. Ο πατέρας της ήταν ο Βάτσουαφ Βόλσκι, μηχανικός, εφευρέτης, συγγραφέας μαθηματικός λογικής, γλωσσολόγος, πρώιμος πρωτοπόρος της πολωνικής βιομηχανίας πετρελαίου και συνεργάτης του Καναδού επιχειρηματία πετρελαίου, Γουίλιαμ Χένρι ΜακΓκάρβεϊ.

Η Ανιέλα ήταν το μικρότερο από τα πέντε παιδιά. Η μεγαλύτερη αδερφή της ήταν η συγγραφέας και ποιήτρια, Μπεάτα Ομπερτίνσκα.

Η Ανιέλα είχε σπουδάσει με οικοδιδασκαλία. Ένας από τους καθηγητές της ήταν ένας οικογενειακός φίλος, ο πανεπιστημιακός καθηγητής φιλοσοφίας και ψυχολογίας και καλλιτέχνης, Βουαντίσουαφ Βιτβίτσκι.[4] Το καλλιτεχνικό ταλέντο της Ανιέλα («Λέλα») Βόλσκα παρατηρήθηκε νωρίς. Πραγματοποίησε την πρώτη της ατομική έκθεση σε ηλικία 9 ετών. Με την ευκαιρία αυτή, 54 από τα έργα της εκτέθηκαν από την Εταιρεία Φίλων Καλών Τεχνών του Λβουφ (Towarzystwo Przyjaciół Sztuk Pięknych). Η εκπαίδευσή της στο σπίτι δεν ολοκληρώθηκε με εξετάσεις εγγραφών, έτσι παρακολούθησε διαλέξεις για την ιστορία της τέχνης στο Πανεπιστήμιο του Λβουφ από τους καθηγητές Μπόουοζ Αντονιέβιτς και Βουαντίσουαφ Ποντλάχα ως ακροάτρια.

Η βίλα Pod Jedlami («Κάτω από τα έλατα») στο Ζακοπάνε

Το 1924, η Λέλα Βόλσκα παντρεύτηκε τον Μίχαου Γκβάλμπερτ Παβλικόφσκι, έναν βιβλιόφιλο, συγγραφέα και εκδότη. Έμεινε μαζί του στη Μεντίκα, κοντά στο Πσέμισλ. Είχαν τρεις κόρες και έναν γιο. Η οικογένεια περνούσε επίσης πολύ χρόνο στο ορεινό σαλέ της, "Pod Jedlam" («Κάτω από τα έλατα»), στο Ζακοπάνε. Είχε σχεδιαστεί για τον πατέρα του Μίχαου, Γιαν Γκβάλμπερτ Παβλικόφσκι, από τον μοντερνιστή καλλιτέχνη, Στανίσουαφ Βιτκιέβιτς. Με την ενεργή υποστήριξη του συζύγου της συνέχισε τις σπουδές της στην τέχνη στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Κρακοβίας με τους Βόιτσεχ Βάις και Καζίμιες Σιχούλσκι.

Στη δεκαετία του 1930, εξέθεσε ευρέως στο Λβουφ, στην Κρακοβία, στη Βαρσοβία και στο Ζακοπάνε, καθώς και στο εξωτερικό, στη Λειψία, στη Ρώμη, στη Φλωρεντία και στο Τορίνο. Με το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου πήρε τα τέσσερα μικρά παιδιά της στο Λφουφ, όπου πήγε να ζήσει με την αδερφή της στη Βίλα Βόλσκι, γνωστή ως «Zaświecie». Το Μάιο του 1940, ήδη μετά το πρώτο κύμα σοβιετικών απελάσεων των Πολωνών στη Σιβηρία, κατάφερε να πάρει ένα ταξιδιωτικό έγγραφο για την ίδια και τα παιδιά στη ναζιστικό Γενικό Κυβερνείο. Τους παρέλαβε μια συγγενής τους, η πολιτική ακτιβίστρια και ποιήτρια Ζόφια Κερνόβα, στο κτήμα της στο Γκοζίτσε. Τον Απρίλιο του 1942, χάρη στην παρέμβαση του συζύγου της, μπόρεσε να ταξιδέψει στην Ιταλία για να τον συναντήσει στη Ρώμη.[4]

Στη Ρώμη φρόντισε για την οικογένεια ζωγραφίζοντας προσωπογραφίες Ιταλών αριστοκρατών και διπλωματών που έμεναν για μικρό διάστημα εκεί. Ήταν επίσης μια εποχή οικογενειακής τραγωδίας όταν η δεύτερη κόρη τους πέθανε από λευχαιμία. Μέχρι τα τέλη του 1946 η οικογένεια είχε μετακομίσει στο Λονδίνο για να ενταχθεί στο αποστρατευμένο συμμαχικό πολωνικό στρατιωτικό προσωπικό, όπου τους επετράπη να εγκατασταθούν στο Ηνωμένο Βασίλειο, τώρα που η πατρίδα τους είχε παραδοθεί στη Σοβιετική Ουκρανία ως μέρος της Συμφωνίας της Γιάλτας. Στο Λονδίνο συνέχισε να στηρίζει την οικογένεια μέσω παραγγελιών προσωπογραφιών, έτσι ώστε να γίνει μια από τις πιο περιζήτητες ζωγράφους προσωπογραφιών στη χώρα.[4]

Το 1955, η δημοτικότητά της οδήγησε σε μια ατομική έκθεση στην Parsons Gallery του Λονδίνου, η οποία θεωρήθηκε ένα από τα πολιτιστικά γεγονότα της χρονιάς, κυρίως μεταξύ της πολωνικής μεταναστευτικής κοινότητας. Μεταξύ των συναδέλφων της ήταν η Πριγκίπισσα Αλεξάνδρα του Κεντ, οι κόρες του βασιλιά της Ισπανίας και η πράκτορας των Επιχειρήσεων Ειδικών Αποστολών εν καιρώ πολέμου, Κριστίνα Σκάρμπεκ.[4] Συνέχισε να εργάζεται ουσιαστικά μέχρι το τέλος της ζωής της, παρά το γεγονός ότι έχασε την όραση από το ένα μάτι.[4] Από το 1962 επισκεπτόταν την Πολωνία για αρκετούς μήνες κάθε χρόνο και έμενε στο Ζακοπάνε στο οικογενειακό σαλέ. Ο σύζυγός της σκοτώθηκε σε τροχαίο το 1970.[4]

Πέθανε το 1980 σε ένα πολωνικό οίκο ευγηρίας, το «Antokol», στα περίχωρα του Λονδίνου. Οι στάχτες της αναπαύθηκαν στην Πολωνία.[5]

Η μοίρα της Μεντίκα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τη σοβιετική εισβολή στην Πολωνία το 1939, το χωριό Μεντίκα, και επομένως το κτήμα Παβλικόφσκι, βρέθηκαν προσαρτημένα από τη Σοβιετική Ένωση. Με τις προσαρμογές των συνόρων του 1948 μεταξύ της νέας Λαϊκής Δημοκρατίας της Πολωνίας και της γείτονάς χώρας της, η Μεντίκα βρέθηκε για άλλη μια φορά ακριβώς πάνω από την πολωνική πλευρά των νέων συνόρων. Το κτήμα Παβλικόφσκι έγινε κρατική ιδιοκτησία και μετατράπηκε σε κρατική γεωργική φάρμα. Στη δεκαετία του 1960 αποφασίστηκε να κατεδαφιστεί το παλάτι με την αιτιολογία ότι ήταν κατάλοιπο της προηγούμενης «αστικής ηγεμονίας». Ευτυχώς, η οικογένεια είχε λάβει τα προληπτικά μέτρα στο ξέσπασμα του πολέμου για να δωρίσει μέρος των πολύτιμων συλλογών της στο Ossolineum στο Λβουφ και να μεταφέρει άλλα μέρη στο σαλέ τους στο Ζακοπάνε. Η ενέργεια απέδωσε, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του αρχείου κατάφερε να επιβιώσει σε διάσπαρτη μορφή. Η Παβλικόφσκα και η οικογένεια δεν επέστρεψαν ποτέ στη Μεντίκα μετά τον πόλεμο για να δουν την καταστροφή του τόπου όπου είχαν περάσει την πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής τους. Ήταν μια μοίρα που μοιράστηκε το σύνολο των Πολωνών γαιοκτημόνων στην περιοχή Κρέσι της Πολωνίας και σηματοδότησε μια «καισούρα» στην ιστορία και την εξάλειψη όχι μόνο ενός τρόπου ζωής, αλλά και μιας τεράστιας πλούσιας και ποικιλόμορφης πολιτιστικής κληρονομιάς αιώνων με επίκεντρο στην πόλη Λβουφ.[4]

Έργα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]