Αναπηρία στον Μεσαίωνα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η αναπηρία στον μεσαίωνα είναι ελάχιστα τεκμηριωμένη, αν και τα άτομα με αναπηρία αποτελούσαν ένα μεγάλο μέρος της μεσαιωνικής κοινωνίας ως μέρος της χωρικοί, του κληρικοί και αριστοκράτες. Πολύ λίγα γράφτηκαν ή καταγράφηκαν για μια γενική κοινότητα αναπήρων εκείνη την εποχή, αλλά η ύπαρξή της διασώθηκε μέσω θρησκευτικών κειμένων και ορισμένων ιατρικών περιοδικών.

Η αναπηρία στη νοοτροπία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κοινότητα των αναπήρων αποτελούσε σαφές μέρος της μεσαιωνικής κοινωνίας. Η αναπηρία δεν θεωρούνταν πρωτότυπη μεταξύ του πληθυσμού και επομένως δεν τεκμηριώθηκε σε μεγάλο βαθμό. Ιδιαίτερες κατηγορίες αναπηρίας δεν παρατηρήθηκαν στη μεσαιωνική γλώσσα.[1] Η ιδέα ότι η αναπηρία είναι ανεπιθύμητη ή ανίερη προήλθε από το μεταγενέστερο κίνημα της ευγονικής που ξεκίνησε στις αρχές του 20ού αιώνα.

Άτομα με αναπηρία υπήρχαν σε όλες τις τάξεις της κοινωνίας. Έχει γίνει γνωστό ότι μονάρχες σε όλη την Ευρώπη έπαιρναν άτομα με νανισμό, καμπούρα ή κάποια άλλη αναπηρία στην αυλή τους σε ρόλο γελωτοποιού ή διασκεδαστή. Αυτή η ιδιότητα έδινε στο άτομο με αναπηρία κάποιο κύρος. Επιτρεπόταν να κοροϊδεύουν ή να λένε την αλήθεια στον άρχοντα, ακόμα κι αν αυτό τον δυσαρεστούσε.[2]

Η αναπηρία στη θρησκεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Χριστιανισμός, η κυρίαρχη θρησκεία στη δυτική Ευρώπη, είχε ανάμεικτες θέσεις για την αναπηρία. Στην Αγία Γραφή, η αναπηρία ταυτίστηκε με την αμαρτία και την τιμωρία, αλλά και με τη θεραπεία και το μαρτύριο.[3]

Ορισμένοι ιερείς και λόγιοι του Μεσαίωνα πίστευαν ότι ένα σώμα διαφθείρεται από την αμαρτία και επομένως η θεία τιμωρία έπαιρνε τη μορφή σωματικών ασθενειών. Ωστόσο, άλλες σχολές σκέψης περιστρέφονταν γύρω από την ιδέα ότι τα άτομα με αναπηρίες έδειχναν υψηλότερη μορφή ευσέβειας από αυτά που δεν είχαν σωματικές αναπηρίες.[3]

Αγία Γραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Παλαιά Διαθήκη, ο Θεός δίνει στους ανθρώπους αναπηρίες ως μια μορφή θείας τιμωρίας, ως ανταπόδοση για τις αμαρτίες που έχουν διαπράξει.

Στην Καινή Διαθήκη, υπάρχει πολύ περισσότερο περιεχόμενο σχετικά με τη θεραπεία και τα θαύματα του Χριστού.

Κανονικό δίκαιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Κανονικό Δίκαιο, οι νομικοί κώδικες που ακολούθησε η Καθολική Εκκλησία, περιείχαν περιορισμούς έναντι των ατόμων με αναπηρία, όπως η απαγόρευση να γίνουν ανώτεροι ιερείς. Ωστόσο, υπήρχαν αντιφατικοί νόμοι μέσα στους κώδικες, που επέτρεπαν σε αναπήρους ου έμπαιναν στην ιεροσύνη να μπορούν να ανέβουν στην ιεραρχία και να γίνουν επίσκοποι.

Η Σύνοδος του Λατερανού του 1215 θέσπισε έναν νόμο που συνέδεε τη σωματική αναπηρία ενίοτε με την αμαρτία.[4] Ως εκ τούτου, οι γιατροί του Μεσαίωνα καλούνταν να ακούσουν τις εξομολογήσεις ασθενών, ώστε η ψυχή τους να «θεραπευτεί» πριν από το σώμα.[3]

Φιλανθρωπία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα μοναστήρια και οι εκκλησίες της μεσαιωνικής Ευρώπης έδιναν συχνά φιλανθρωπία σε όσους θεωρούνταν μειονεκτούντες. Η κοινότητα των αναπήρων ήταν από τις μεγαλύτερες ομάδες που επωφελήθηκαν από τη φιλανθρωπία μοναχών και ιερέων.

Ο Λουδοβίκος Θ΄ της Γαλλίας παραχώρησε στους τυφλούς το σπάνιο δικαίωμα να ζητιανεύουν νόμιμα στους δρόμους του Παρισιού.[5]

Η αναπηρία στη μεσαιωνική ιατρική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στον ιατρικό κόσμο του Μεσαίωνα, η ασθένεια και η αναπηρία συνδέονταν αιτιωδώς με την αμαρτία. Δεδομένου ότι η θρησκεία έπαιζε μεγάλο ρόλο στη μεσαιωνική κοινωνία, πολλές αλλαγές και παραμορφώσεις στο ανθρώπινο σώμα αποδίδονταν στις αμαρτίες κάποιου, που χρονολογούνται από το προπατορικό αμάρτημα.[3] Διαφορετικές ομάδες χριστιανών έβλεπαν τις αναπηρίες με διαφορετικούς τρόπους.

Γενικά, οι γιατροί του Μεσαίωνα απέδιδαν μεγάλο μέρος της εργασίας τους σε έναν συνδυασμό ικανότητας να θεραπεύουν ασθένειες (όπως ο πυρετός και φουσκάλες) και θρησκευτικής πίστης. Εάν μια ασθένεια ή σωματική αναπηρία δεν υποχωρούσε με την πάροδο του χρόνου, θεωρούνταν «ανίατη» και επομένως θεωρούνταν πράξη του Θεού.[2]

Οι ψυχικές διαταραχές θεωρούνταν συχνά δαιμονισμός, καθώς ο γιατρός αδυνατούσε να τις διαγνώσει ή τις να θεραπεύσει και ως εκ τούτου οι ασθενείς με ψυχικές διαταραχές αφέθηκαν να προσεύχονται για θεία θεραπεία.

Κατά τον Μεσαίωνα, ένα ίδρυμα στο Σίτι του Λονδίνου άρχισε να φροντίζει άτομα με ψυχικές ασθένειες και το νοσοκομείο Bethlem έγινε το πρώτο ψυχιατρικό ίδρυμα στην Ευρώπη.[6] Οι πιο επικίνδυνες μεσαιωνικές αρρώστιες ήταν το ερυσίπελας, η λέπρα και η βουβωνική πανώλη.[7]

Λέπρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι λεπροί πρόσφεραν μια από τις πιο γνωστές εικόνες αναπηρίας στη μεσαιωνική περίοδο. Ως ασθένεια που επηρέασε πολλούς σε όλη τη μεσαιωνική Ευρώπη, η λέπρα προκαλούνταν από έναν συνδυασμό κακής υγιεινής και έλλειψης πόρων όπως οι κατάλληλες θεραπείες. Εκείνη την εποχή, υπήρχαν ανάμεικτα συναισθήματα για αυτή την ασθένεια. Μερικοί, όπως ο Φραγκίσκος της Ασίζης, υποστήριζαν ότι οι λεπροί μεταμορφώνονταν κατ' εικόνα του Χριστού και έπρεπε να αντιμετωπίζονται ως ζωντανό σύμβολο για το μαρτύριό του.[2] Άλλοι, ειδικά μετά το ξέσπασμα της βουβωνικής πανώλης που άρχισε να καταστρέφει την Ευρώπη προς το τέλος του Μεσαίωνα, καταδίκαζαν τους λεπρούς ως αμαρτωλούς και θεωρούσαν ότι ήταν οι ίδιοι που μετέδωσαν την πανώλη. Για να σταματήσουν την εξάπλωση της τρομακτικής ασθένειας, οι αξιωματούχοι έβαζαν σε λεπροκομεία άτομα που εμφάνιζαν συμπτώματα και ενίοτε και μέλη της οικογένειάς τους. Αυτά συχνά βρίσκονταν σε απόμερες τοποθεσίες και τα διαχειρίζονταν μοναστήρια.[2]

Μελαγχολία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μελαγχολία θεωρούνταν ότι προκαλείται από μια ανισορροπία των τεσσάρων χυμών στο ανθρώπινο σώμα, όπου η περίσσεια χολής προκαλεί συμπτώματα θλίψης που μοιάζουν με κατάθλιψη και νωθρή, ληθαργική συμπεριφορά.[8]

Αξιοσημείωτα άτομα με αναπηρία στη μεσαιωνική Ευρώπη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αν και η αναπηρία ήταν παρούσα καθ' όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα, πολύ λίγες περιπτώσεις τεκμηριώθηκαν κατά τα πρώτα μεσαιωνικά χρόνια, καθώς λίγοι γιατροί μπορούσαν να διαγνώσουν σωστά πολλές καταστάσεις.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Disability in the medieval period 1050-1485». historicengland.org.uk. Historic England. 2016. 
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 Stiker, Henri-Jacques (1999). A History of Disability. United States: University of Michigan Press. ISBN 0-472-11063-2. 
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 Metzler, Irina (2006). Disability in Medieval Europe: Thinking about physical impairment during the high Middle Ages, c.1100-1400. Oxon: Routledge. σελίδες 46–47. ISBN 0-415-36503-1. 
  4. Amundsen, Darrel (1996). Medicine, Society, and Faith in the Ancient and Medieval Worlds. Baltimore, MD and London: Johns Hopkins University Press. σελίδες 266. ISBN 978-0801863547. 
  5. Wheatley, Edward (2002). «Blindness, Discipline, and Reward: Louis IX and the Foundation of the Hospice des Quinze Vingts». Disability Studies Quarterly 22:4: 194–212. http://dsq-sds.org/article/view/385/517. 
  6. Andrews, Jonathan (1997). The History of Bethlem. London & New York: Routledge. σελίδες 1–2. ISBN 0415017734. 
  7. Ρόουλιν, Μάρτζορι (2006). Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΣΤΟΝ ΜΕΣΑΙΩΝΑ. Αθήνα: Παπαδήμας. σελ. 215. 
  8. Dufala, Daniel (29 Απριλίου 2001). «18th-Century Theories of Melancholy & Hypochondria». loki.stockton.edu. 
  9. 9,0 9,1 Tuchman, Barbara (1978). A Distant Mirror. New York: Ballantine Books. ISBN 0-345-30145-5. 
  10. Daniel, Walter (1994). Life of Ailred of Rievaulx. London: Cistercian Publications. σελίδες 39–41. ISBN 978-0879072575.