Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μπαρόκ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Άγιος Ματθαίος και ο Άγγελος, έργο του Καραβάτζιο, 295x195 εκ, 1602.

Το μπαρόκ (baroque) είναι καλλιτεχνικό ύφος του 17ου και 18ου αιώνα. Χαρακτηρίζεται από ένα έντονο συναισθηματικό και δραματικό στοιχείο το οποίο εκφράζεται κυρίως μέσα από την κίνηση και ζωτικότητα των μορφών, τη μεγαλοπρέπεια και ένταση των συνθέσεων.[1] Με τον όρο μπαρόκ συνήθως αναφερόμαστε σε έργα αρχιτεκτονικής, διακόσμησης και εικαστικών τεχνών που ακολουθούν αυτή την τεχνοτροπία. Ωστόσο, το μπαρόκ ύφος άγγιξε εξίσου και τις τέχνες της μουσικής, του χορού [en], της λογοτεχνίας [fr] και του θεάτρου.[2]

Η διαμόρφωση και εξάπλωσή του τοποθετείται χρονικά ανάμεσα στο τέλος του μανιερισμού (τέλη 16ου αιώνα) και την επικράτηση του νεοκλασικισμού (μεταξύ 1760 και 1820, ανάλογα με τη χώρα).[3] Κατ’ επέκταση, ο όρος χρησιμοποιείται και για να δηλώσει την αντίστοιχη ιστορική περίοδο, παρότι η τεχνοτροπία του μπαρόκ, στο διάστημα αυτό, συνυπάρχει με άλλες καλλιτεχνικές τάσεις όπως ο κλασικισμός.[4][5]

Το μπαρόκ γεννήθηκε στην Ιταλία, απ' όπου εξαπλώθηκε σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη, καθώς και στις περιοχές του κόσμου που, την επαύριο των ευρωπαϊκών υπερπόντιων εξερευνήσεων, περιήλθαν σε ισπανική ή πορτογαλική κυριαρχία: Λατινική Αμερική, περιοχές της Ινδίας, της Κίνας και των Φιλιππίνων.[3] Η ευρεία διάδοσή του το καθιστά το πρώτο καλλιτεχνικό φαινόμενο παγκόσμιας εμβέλειας.[6][7] Μολαταύτα, η παρουσία του σε ορισμένες χώρες της Ευρώπης υπήρξε περιορισμένη. Στην Αγγλία, για παράδειγμα, επικράτησε η τάση του κλασικισμού, στην Γαλλία διατηρήθηκε μια περίπλοκη ισορροπία μεταξύ των δύο αυτών ανταγωνιζομένων ρευμάτων,[8][9] ενώ οι καλλιτέχνες της Ολλανδικής δημοκρατίας έμειναν σε μεγάλο βαθμό πιστοί στον ρεαλισμό.[9][10]

Πριν καθιερωθεί ως όρος που αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη περίοδο, ένα καλλιτεχνικό ρεύμα ή μια τάση της καλλιτεχνικής δημιουργίας ανεξαρτήτως περιόδου, η λέξη μπαρόκ χρησιμοποιούνταν στην κοσμηματοποιία για να περιγράψει μαργαριτάρια με ασύμμετρο, ακανόνιστο σχήμα. Το επίθετο εμφανίστηκε με αυτή τη σημασία τον 13ο αιώνα στα πορτογαλικά (barroco, που αναφερόταν επίσης και στους γρανιτικούς βράχους) ενώ από το 16ο αιώνα απαντά και στα γαλλικά.[11][12] Η λέξη ορίζεται με αυτόν τον τρόπο στο Λεξικό (Dictionnaire) του Φυρετιέρ του 1690 καθώς και σε αυτό της Γαλλικής Ακαδημίας του 1694.[12]

Στις αρχές του 18ου αιώνα, η σημασία του επιθέτου μπαρόκ εξελίσσεται για να συμπεριλάβει τις έννοιες του παράδοξου, περίεργου ή αλλοπρόσαλλου, σημασία που επικυρώνει το λεξικό της Γαλλικής Ακαδημίας του 1740.[11][3][13] Στην εξέλιξη αυτή ίσως έπαιξε ρόλο η σύνδεση και με τη μεσαιωνική λατινική λέξη baroco [en], λέξη που εισήγαγαν οι σχολαστικοί κατά το 13ο αιώνα για να ονομάσουν ένα είδος συλλογισμού. Χρησιμοποιούμενος κοροϊδευτικά από τους αντιπάλους των σχολαστικών, ο όρος αυτός είναι πιθανό να συνέβαλε στη σύνδεση της λέξης μπαρόκ με τις έννοιες του περίεργου ή του αχρείαστα περίπλοκου και στην γενικότερη υποτιμητική της χροιά.[11][12] Παρότι δεν περιορίζεται σημασιολογικά στο πεδίο της τέχνης, το επίθετο μπαρόκ χρησιμοποιείται πλέον στον τομέα της αρχιτεκτονικής, της διακόσμησης και της μουσικής, για να δηλώσει την υπερβολή ως προς τον διάκοσμο, την επιδεικτικότητα του ύφους, τη συγκεχυμένη αρμονία και γενικότερα την απομάκρυνση από τις αρχές και τους κανόνες της αναγεννησιακής τέχνης.[11][3] Κατά τη διάρκεια του 2ου μισού του 18ου αιώνα εμφανίζεται η ουσιαστικοποιημένη μορφή του επιθέτου για να ονομάσει αυτό το καλλιτεχνικό ύφος. Η λέξη πέρασε από τα γαλλικά στα ιταλικά, τα γερμανικά, τα αγγλικά και τις υπόλοιπες γλώσσες.

Η καθιέρωση της λέξης μπαρόκ ως όρου της ιστορίας της τέχνης αποδίδεται κυρίως στο έργο γερμανόφωνων μελετητών όπως ο Γιάκομπ Μπούρκχαρτ [en] (Jacob Burckhardt) με το βιβλίο του Der Cicerone (1860), ο Χάινριχ Βέλφλιν [en] (Heinrich Wölfflin) με τις μελέτες του Αναγέννηση και Μπαρόκ (Renaissance und Barock, 1888) και Βασικές έννοιες της ιστορίας της τέχνης (Kunstgeschichtliche Grundbegriffe, 1915),[3] καθώς και ο Άλοϊς Ρίγκλ [en] (Alois Riegl), του οποίου οι διαλέξεις με θέμα το μπαρόκ δημοσιεύτηκαν με τίτλο Η εμφάνιση της μπαρόκ τέχνης στη Ρώμη (Die Entstehung der Barockkunst in Rom, 1908) τρία χρόνια μετά τον θάνατό του.[14]

Η εμφάνιση του μπαρόκ συνδέεται στενά με την Αντιμεταρρύθμιση και την απόλυτη μοναρχία. Στην προσπάθειά της να ξανακερδίσει έδαφος περιορίζοντας την εξάπλωση του προτεσταντισμού, η καθολική εκκλησία χρησιμοποίησε τη δύναμη της τέχνης ως μέσου έκφρασης και επιρροής.[15] Χρειαζόταν ένα καλλιτεχνικό ύφος που να συγκινεί, να αγγίζει τις ψυχές με στόχο να τις μεταστρέψει.[16] Η εμφάνιση καλλιτεχνικών ρευμάτων που κινούνταν σε αυτήν την κατεύθυνση επιστρατεύοντας τον νατουραλισμό, τη δραματικότητα της φωτοσκίασης, τη μνημειακότητα, τη δύναμη της κίνησης και του χρώματος, μπορεί εν μέρει να αποδοθεί στο ιστορικό αυτό πλαίσιο της καθολικής μεταρρύθμισης την οποία εξυπηρέτησε επιτυχώς.[16] Ο απολογητικός χαρακτήρας της θρησκευτικής τέχνης της εποχής του μπαρόκ, ιδίως όσον αφορά τη γλυπτική και τη ζωγραφική, της προσέδωσε έναν ύφος ρητορικό, θεατρικό. Οι παριστανόμενες μορφές απέκτησαν ρόλο ηθοποιού, που μέσα από τις κινήσεις του σώματος και τις εκφράσεις του προσώπου εξωτερικεύει τα συναισθήματα και πάθη του, εν προκειμένω την δύναμη της πίστης.[17]

Παράλληλα, η θρησκευτική τέχνη της περιόδου αυτής λειτούργησε και ως έκφραση του αναζωογονημένου καθολικού δόγματος όπως αυτό ορίστηκε στη Σύνοδο του Τρέντο.[18][19] Σε αντίθεση με τον προτεσταντισμό, και πιο συγκεκριμένα τον καλβινισμό και τον πουριτανισμό[20], η Σύνοδος του Τρέντο όχι μόνο δεν αντιτάχθηκε στην απεικόνιση θρησκευτικών θεμάτων, αλλά υποστήριξε την ιερότητα των εικόνων αυτών ανάγοντάς τη στην ενσάρκωση του Χριστού και στην θαυματουργή τους δύναμη, όπως είχαν κάνει και οι υπέρμαχοι των εικόνων κατά την Έβδομη Οικουμενική Σύνοδο, που έβαλε ένα τέλος στην περίοδο της εικονομαχίας. Η τιμή που απονέμεται στην εικόνα θεωρήθηκε ότι περνά στην εικονιζόμενη υπόσταση. Με αυτόν τον τρόπο η θρησκευτική τέχνη εξυψώθηκε ως έκφραση πνευματικότητας και ως μέσο ενδυνάμωσης της χριστιανικής πίστης. Η καθολική εκκλησία με τη Σύνοδο του Τρέντο προσπάθησε βέβαια να περιορίσει την καλλιτεχνική έκφραση σε θρησκευτικά θέματα απαιτώντας τον απόλυτο σεβασμό του δόγματος. Στην πράξη όμως δεν κατάφερε πάντα να τον επιβάλει, αφενός λόγω της δημιουργικής ελευθερίας της οποίας έχαιραν οι καλλιτέχνες, αφετέρου λόγω της μεγάλης απήχησης που είχαν ορισμένα θρησκευτικά θέματα, ιδίως τα επεισόδια που αφορούσαν την παιδική ηλικία του Χριστού και της Παναγίας, με αποτέλεσμα να μην απαγορευτεί η απεικόνισή τους, παρότι αυτά βασίζονταν σε απόκρυφα κείμενα.[21] Από τα μέσα του 17ου αιώνα, η στήριξη της καθολικής εκκλησίας προς την τέχνη εξασθενεί σταδιακά.[22]

Πέρα από τις ανάγκες της εκκλησίας, το μπαρόκ ήρθε να καλύψει και τις ανάγκες της άρχουσας τάξης για επίδειξη μεγαλοπρέπειας. Κατά τον 17ο και τον 18ο αιώνα, το σύστημα της απόλυτης μοναρχίας φτάνει στο απόγειο της δύναμής του.[23] Η κεντρική εξουσία περιορίζει την αυτονομία των τοπικών κοινωνιών και επιβάλλεται σε όλους τους τομείς.[24] Ιδίως κατά τον 17ο αιώνα, παρατηρείται μια έντονη συγκέντρωση των πόρων στα χέρια λίγων κοινωνικών ομάδων και προσώπων που μπορούσαν να ασκήσουν επιρροή ως προς την κυρίαρχη αισθητική.[25] Ο θρησκευτικός χαρακτήρας αυτού του πολιτικού συστήματος που συνέδεε τη θεία βούληση με την εξουσία ως ελέω θεού προνόμιο, επέβαλε την περιβολή του μονάρχη με τιμές και έργα που να εμπνέουν σεβασμό, θαυμασμό και εμπιστοσύνη.[26] Η πρόσκληση στην αυλή των διασημότερων καλλιτεχνών, η συλλογή έργων υψηλού κάλλους ή η στήριξη επιβλητικών αρχιτεκτονικών εγχειρημάτων δεν ήταν πλέον θέμα ευχαρίστησης ούτε θέμα εκλεπτυσμένου γούστου ενός καλλιεργημένου ηγέτη, ήταν αναγκαιότητα.[27] Το μπαρόκ έδωσε μορφή στην ελέω θεού εξουσία του μονάρχη και των ισχυρών μελών του κλήρου και της αριστοκρατίας μέσα από τις επιβλητικές προσόψεις και τοιχογραφίες των παλατιών, μέσα από τις προσωπογραφίες και τους έφιππους ανδριάντες, μέσα από τις πλατείες, τον πολεοδομικό σχεδιασμό και την σκηνογραφία τελετών και εορτασμών στόχος των οποίων ήταν να γοητεύσουν την αυλή και τον λαό και να υποβάλλουν συναισθήματα δέους και αγάπης προς τον μονάρχη.[7] Ταυτόχρονα, ο εξορθολογισμός που προϋπέθετε η ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας, σε κάποιες περιπτώσεις ευνόησε τον κλασικισμό στις τέχνες και τα γράμματα εξίσου ή και περισσότερο απ'ότι την πληθωρικότητα του μπαρόκ.[24] Από τον 18ο αιώνα οπότε υποχωρεί η ύφεση και οι έντονες διαμάχες που χαρακτήρισαν τον προηγούμενο αιώνα, το μπαρόκ εξελίσσεται σε ένα λιγότερο επιβλητικό και πιο ζωηρό, διακοσμητικό ύφος που θα ονομαστεί ροκοκό.[25]

Ο καταλυτικός ρόλος της καθολικής εκκλησίας και της απόλυτης μοναρχίας στην εμφάνιση και διαμόρφωση του μπαρόκ είναι ευρέως αποδεκτός.[7][23][25][28] Στις περιοχές όπου δεν πληρείται καμία από τις δύο αυτές προϋποθέσεις, η διείσδυση του μπαρόκ υπήρξε περιορισμένη. Στις Ηνωμένες Επαρχίες, για παράδειγμα, κοινωνία αστική όπου επικράτησε ο καλβινισμός, παρότι η τέχνη δεν χαρακτηρίστηκε πάντα από λιτότητα και σοβαρότητα, διατήρησε έναν ρεαλισμό και μια στιβαρότητα που την φέρνει σε αντίθεση με το μπαρόκ ύφος των γειτονικών Νότιων Κάτω Χωρών. Καθολικές και υποτελείς στους Αψβούργους, οι Νότιες Κάτω Χώρες έμειναν ανοιχτές σε ιταλικές και ισπανικές επιρροές.[10] Ωστόσο, η εξάπλωση του μπαρόκ υπερέβη τα όρια που συνεπάγεται αυτή η προσέγγιση, τόσο ως προς το δόγμα όσο και ως προς τα κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά. Παραδείγματα μπαρόκ τέχνης συναντάμε όχι μόνο στην ρωμαιοκαθολική αλλά και στη λουθηρανική, την αγγλικανική ή την ορθόδοξη εκκλησία, τόσο στις πόλεις όσο και στην επαρχία, ως έκφραση της αριστοκρατίας αλλά και των αστικών στρωμάτων της κοινωνίας.[15] Η Αγγλία, παρά την εκκλησιαστική της αυτονομία μετά την απόσχισή της από τη Ρώμη, ενέταξε κάποια στοιχεία του ιταλικού μπαρόκ στο καλλιτεχνικό της ύφος, πράγμα που μπορεί εν μέρει να αποδοθεί στο μοναρχικό της καθεστώς, την παρουσία μια αυλής και μιας τάξης αριστοκρατών.[10] Αντίστοιχα, στην ορθόδοξη Ρωσία, μετά την Περίοδο των Ταραχών, το μπαρόκ κατάφερε να διεισδύσει και να εξαπλωθεί σημαντικά.[29] Αντιθέτως, στη Γαλλία, παρότι και οι δύο προϋποθέσεις εκπληρώνονται, οι μπαρόκ εκφάνσεις της τέχνης μετριάστηκαν σημαντικά υπό την επίδραση του κλασικισμού.[29] Ανεξαρτήτως των παραγόντων που συνέβαλαν στην εμφάνισή του, το μπαρόκ κατάφερε να προσαρμοστεί σε ποικίλες ιστορικές, πολιτικές, πολιτιστικές και γεωγραφικές συνθήκες, γεγονός στο οποίο μπορεί να αποδοθεί η ευρεία του εξάπλωση.[7]

Χαρακτηριστικά γνωρίσματα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σκοπός του μπαρόκ είναι πρωτίστως να εντυπωσιάσει καθώς και να εξυψώσει τον άνθρωπο μέσα από τα πάθη και τα συναισθήματά του. Σε αντίθεση με τις ιδεολογικές αρχές του ρομαντικού κινήματος, ο άνθρωπος δεν εκλαμβάνεται ως μονάδα αλλά ως μέρος ενός συνόλου. Στο μπαρόκ ύφος, σε συμφωνία με το φιλοσοφικό ρεύμα της εποχής, υπάρχουν έντονα τα στοιχεία του ορθολογισμού χωρίς όμως να αποκλείονται και οι συμβολισμοί. [30] Σε αντίθεση με το αναγεννησιακό ύφος που βασίστηκε κυρίως στη λογική, το ύφος του μπαρόκ απευθύνεται περισσότερο στο συναίσθημα. Παράλληλα χαρακτηρίζεται σχεδόν σε όλες τις καλλιτεχνικές εκφάνσεις του από ένα αίσθημα δέους και μεγαλείου καθώς και μια υπερβολή στη διακόσμηση και την πολυτέλεια που αναδεικνύουν ένα επιβλητικό και πομπώδες ύφος. Τα κυριότερα μέσα που χρησιμοποίησε στις εικαστικές τέχνες είναι οι καμπύλες γραμμές, οι πολύπλοκοι διαπλεκόμενοι όγκοι, η αυστηρή ιεράρχηση των χώρων, η απόδοση της κίνησης, η εκμετάλλευση του φωτός και η δημιουργία έντονων αντιθέσεων είτε με τη μορφή εσοχών στην αρχιτεκτονική, είτε μέσω έντονων φωτοσκιάσεων στη ζωγραφική.[31]

Δείτε επίσης το κυρίως άρθρο: Μπαρόκ αρχιτεκτονική
Η Εκκλησία Σαν Κάρλο άλλε Κουάτρο Φοντάνε στη Ρώμη, έργο του Φραντσέσκο Μπορομίνι.

Η νέα μπαρόκ αρχιτεκτονική έκανε την εμφάνιση της στην Ιταλία και οι ιστορικοί προσδιορίζουν ως αφετηρία της το έργο του Κάρλο Μαντέρνο (1556-1603) στη Ρώμη και ειδικότερα στους ναούς της Αγίας Σουζάνας και του Αγίου Πέτρου. Πρόδρομοι της μπορούν να θεωρηθούν επίσης τα τελευταία αρχιτεκτονικά έργα του Μιχαήλ Άγγελου, όπως για παράδειγμα η Βασιλική του Αγίου Πέτρου. Με επίκεντρο την Ιταλία, ο ρυθμός μπαρόκ εξαπλώθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη καθώς και στην Λατινική Αμερική, κυρίως μέσω των Ιησουιτών. Οι ναοί, τα δημόσια ή ιδιωτικά κτίρια, οι εσωτερικοί διάκοσμοι αλλά και οι δημόσιοι χώροι εν γένει, αποπνέουν την αίσθηση του εξωπραγματικού, πέρα από τις ανθρώπινες διαστάσεις και κατ' επέκταση την παντοδυναμία του θεϊκού αλλά και της εκκλησιαστικής (παπικής) εξουσίας.[32]

Ως τυπικά χαρακτηριστικά της μπαρόκ αρχιτεκτονικής μπορούμε να αναφέρουμε:

  • δραματική χρήση του φωτισμού με έντονες αντιθέσεις
  • υπερβολική χρήση διακοσμητικών στοιχείων συμπεριλαμβανομένων και μεμονωμένων γλυπτών στο εξωτερικό
  • μεγάλης κλίμακας διακοσμητικές αναπαραστάσεις στις οροφές των κτιρίων
  • έντονη σύνδεση της αρχιτεκτονικής με τη ζωγραφική
  • χρήση τεχνικών οπτικής "απάτης" (trompe l'oeil)
Αββαείο του Μελκ, δείγμα παλατιού μπαρόκ αισθητικής (Αυστρία).

Το βασικό αρχιτεκτονικό μπαρόκ σχήμα προβλέπει την ύπαρξη ενός κεντρικού και κυρίαρχου οικοδομήματος στο οποίο προστίθενται δύο πλάγιες πτέρυγες και παράλληλα εμπλουτίζεται από ένα χαμηλότερο προεξέχον κτίσμα. Η μπαρόκ αρχιτεκτονική συνδέεται ουσιαστικά με μία βαθύτερη αλλαγή στην αντίληψη γύρω από το ρόλο των δημόσιων κτιρίων. [33]Για τις πόλεις του 17ου αιώνα, το κτίριο εκλαμβάνεται ως μέρος ενός ευρύτερου συστήματος και όχι ως ένα απλό ανεξάρτητο οικοδομικό σύνολο. Κατά συνέπεια, οι δημόσιοι ελεύθεροι χώροι μεταξύ των κτισμάτων οφείλουν επίσης να σχεδιαστούν επιμελώς. Διαμορφώθηκαν έτσι δύο νέοι τύποι πλατείας, η κυκλική και η τετραγωνική. Επιπλέον οι δρόμοι οργανώνονται πιο διεξοδικά και συχνά αποτελούν επίσης αντικείμενα διακόσμησης. Ο Claude Mignot σε κατάλογο έκθεσης για την Μπαρόκ αρχιτεκτονική αναφέρει χαρακτηριστικά:

«Χώροι δοξαστικοί, χώροι θέασης και χώροι για τον ελεύθερο χρόνο δημιουργούν σημεία από τα οποία εξακτινώνονται οι αρτηρίες και τα οποία αναδομούν την πόλη η οποία αποκαλείται "μπαρόκ". Αναμνήσεις των εφήμερων αψίδων των βασιλικών εισόδων, οι πύλες της πόλης προσλαμβάνουν τη μορφή μόνιμων αψίδων θριάμβου (οι πύλες του Σεν Ντενί και του Σεν Μαρτέν στο Παρίσι, η πύλη ντι Πεϊρού στο Μονπελιέ), οι κρήνες καθίστανται μνημεία (η φοντάνα ντι Τρέβι στη Ρώμη), οι πλατείες εξισορροπούν τον χώρο για τη θέαση των όψεων των μεγάρων και των ναών, οι περίπατοι οργανώνονται στη θέση των οχυρώσεων και οι γέφυρες προβάλλονται ως εξώστες στους ποταμούς· τέλος, τα θέατρα, σημείο συνάντησης της πολεοδομίας του πρόσκαιρου εξωραϊσμού και της νέας πολεοδομίας του ελευθέρου χρόνου, ανεγείρονται στις δημόσιες πλατείες (Νάπολι)».

Σημαντικά δείγματα μπαρόκ αρχιτεκτονικής έχουμε εκτός από την Ιταλία, σε χώρες όπως η Γαλλία, η Ισπανία, η Αυστρία, η κεντρική Γερμανία και η Ρωσία.

Ανάμεσα στους σημαντικούς αρχιτέκτονες της εποχής μπορούμε να αναφέρουμε τους:

Δείτε επίσης το κυρίως άρθρο: Μπαρόκ μουσική
Γκεόργκ Φρήντριχ Χέντελ, 1733
Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, 1748

Το μπαρόκ ύφος δεν επηρέασε μόνο τις εικαστικές τέχνες αλλά επηρέασε σε μέγιστο βαθμό και τη μουσική. Οι μεγαλύτερες κατακτήσεις της Μπαρόκ μουσικής περιλαμβάνουν την ανάπτυξη του λυρικού θεάτρου, του μουσικού είδους της όπερας και του ορατόριου.[34]

Βασικά χαρακτηριστικά της μπαρόκ μουσικής είναι:

  • οι μείζονες και ελάσσονες κλίμακες που αντικαθιστούν τους εκκλησιαστικούς τρόπους
  • η σταδιακή μετάβαση από την πολυφωνία του μεσαίωνα και της Αναγέννησης στην ομοφωνική γραφή, η οποία ολοκληρώνεται την εποχή του κλασικισμού
  • η εμφάνιση νέων μουσικών μορφών, όπως η όπερα και το ορατόριο, η μπαρόκ σουίτα, η τριο-σονάτα και τα κοντσέρτα γκρόσο ή σόλο (concerto grosso, concerto solo)
  • η εξέλιξη αρκετών μουσικών οργάνων και η εγκατάλειψη άλλων
  • το basso continuo (συνεχές μπάσο ή βάσιμο)

Η μπαρόκ μουσική είναι έντονα συνδεδεμένη και με το χορό. Ειδικότερα, ως τμήματα της μπαρόκ σουίτας, εντάσσονται πολλοί χοροί όπως η γκαβότ (gavotte) ή η μπουρέ (bourrée).

Σημαντικοί συνθέτες της μπαρόκ μουσικής θεωρούνται οι:

Η γιορτή της Αφροδίτης, έργο του Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς, (1635)

Δείτε επίσης το κυρίως άρθρο: Μπαρόκ ζωγραφική

Ένας ορισμός της σημασίας του μπαρόκ στον κόσμο της ζωγραφικής παρέχεται από τους πίνακες που ετοίμασε ο Φλαμανδός ζωγράφος Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς για την Μαρία των Μεδίκων στο Ανάκτορο του Λουξεμβούργου στο Παρίσι, στους οποίους ένας καθολικός ζωγράφος εκπλήρωνε τις εκφράσεις ενός επίσης καθολικού μαικήνα.[35][36]

  • Heinrich Wölfflin, Renaissance and Baroque (1888)
  • Michael Kitson, The Age of Baroque (1966)
  • Rolf Toman (επίμ.), "Μπαρόκ, Αρχιτεκτονική - Γλυπτική - Ζωγραφική", Ελευθερουδάκης
  • Ζερμαίν Μπαζέν, "Μπαρόκ και Ροκοκό", Υποδομή

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. The Editors of Encyclopaedia Britannica (13 Σεπτεμβρίου 2024). «Baroque art and architecture». Encyclopedia Britannica. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Σεπτεμβρίου 2024. 
  2. «Le baroque en question(s)». Littératures classiques 36 (1). 1999. https://www.persee.fr/issue/licla_0992-5279_1999_num_36_1. Ανακτήθηκε στις 2024-09-30. 
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 Bottineau (2005), σελ. 11.
  4. Bottineau (2005), σελίδες 11, 383.
  5. Bazin (1994), σελίδες 7-8.
  6. Bottineau (2005), σελ. 2.
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 Careri (2002), σελ. 7.
  8. Bottineau (2005), σελίδες 13, 383.
  9. 9,0 9,1 Bazin (1994), σελ. 8.
  10. 10,0 10,1 10,2 Tapié (2005), σελ. 174.
  11. 11,0 11,1 11,2 11,3 «BAROQUE : Étymologie de BAROQUE». CNRTL [en]. Centre national de ressources textuelles et lexicales [en]. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Σεπτεμβρίου 2024. 
  12. 12,0 12,1 12,2 Milovanovic (2021), σελ. 313.
  13. Académie française (1740). Dictionnaire de l’Académie françoise, Tome 1 A-K. Παρίσι: Jean-Baptiste Coignard. σελ. 140. Ανακτήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 2024. 
  14. Milovanovic (2021), σελ. 315.
  15. 15,0 15,1 Bottineau (2005), σελίδες 14-17.
  16. 16,0 16,1 Milovanovic (2021), σελ. 13.
  17. Bazin (1994), σελίδες 23-24. Σύμφωνα με τον Άντονυ Μπλαντ, αν έπρεπε να περιγράψουμε αυτή τη νέα τέχνη με ένα μόνο επίθετο, θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε ρητορική («If this new art is to be described by a single epithet, it could be called rhetorical», Blunt (1978), σελ. 10).
  18. Milovanovic (2021), σελ. 17.
  19. Bazin (1994), σελ. 12.
  20. Ο λουθηρανισμός παρέμεινε θετικός απέναντι στις αναπαραστάσεις θρησκευτικών θεμάτων προτάσσοντας την παιδαγωγική τους αξία (Milovanovic (2021), σελ. 17).
  21. Milovanovic (2021), σελίδες 17-18.
  22. Milovanovic (2021), σελ. 14.
  23. 23,0 23,1 Bazin (1994), σελ. 10.
  24. 24,0 24,1 Tapié (2005), σελ. 179.
  25. 25,0 25,1 25,2 Bottineau (2005), σελ. 14.
  26. Tapié (2005), σελίδες 180-181.
  27. Tapié (2005), σελ. 181.
  28. Tapié (2005), σελ. 47.
  29. 29,0 29,1 Tapié (2005), σελ. 436.
  30. . «khanacademy.org/humanities/renaissance-reformation/baroque-art1/beginners-guide-baroque1/a/baroque-art-in-europe-an-introduction». 
  31. . «courses.lumenlearning.com/boundless-arthistory/chapter/the-baroque-period/». 
  32. . «theartstory.org/movement/baroque-art-and-architecture/». 
  33. . «thespruce.com/baroque-architecture-». 
  34. . «musicologie.org/sites/b/baroque». 
  35. . «tate.org.uk/art/art-terms/b/baroque». 
  36. . «theculturetrip.com/europe/italy/articles/an-introduction-to-baroque-art-in-12-works/». 
  • Bazin, Germain (1994). Baroque et rococo. Παρίσι: Thames & Hudson. ISBN 978-2-87811-073-9. 
  • Anthony, Blunt (1978). Baroque & rococo architecture & decoration. Λονδίνο: Elek. ISBN 978-0-236-40062-1. 
  • Bottineau, Yves (2005). L’art baroque. Παρίσι: Citadelles & Mazenod. ISBN 978-2-85088-086-5. 
  • Careri, Giovanni (2002). Baroques. Παρίσι: Citadelles & Mazenod. ISBN 978-2-85088-181-7. 
  • Milovanovic, Nicolas (2021). Histoire de l’art: les arts en Europe au XVIIe siècle. Manuels de l’École du Louvre. Παρίσι: Réunion des musées nationaux-Grand Palais. ISBN 978-2-904187-51-3. 
  • Tapié, Victor-L. (2005). Baroque et classicisme. Παρίσι: Hachette. ISBN 978-2-01-279276-0.