Ρομανική τέχνη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ναός του αββαείου των Βενεδικτίνων στο Μούρμπαχ, νότια Αλσατία, περ. 1160
Η πρόσοψη του ναού της Αγίας Μαγδαληνής στο Βεζελέ (Vézelay) της Γαλλίας, πρώιμος 12ος αι.
Το εσωτερικό του ναού της Αγίας Μαγδαληνής στο Βεζελέ (Vézelay) της Γαλλίας, πρώιμος 12ος αι.

Ο όρος ρομανική τέχνηρομανικός ρυθμός, παλαιότερα ρωμανική τέχνη, ρωμανικός ρυθμός) αναφέρεται στο καλλιτεχνικό ρεύμα που κυριάρχησε στη μεσαιωνική Ευρώπη από τον 11ο έως τις πρώτες δεκαετίες του 13ου αι. και εκφράστηκε κυρίως στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική και γλυπτική, λιγότερο στη μνημειακή ζωγραφική, την εικονογράφηση χειρογράφων και τη μικροτεχνία. Ονομάστηκε έτσι τον 19ο αι. λόγω της καταγωγής κάποιων χαρακτηριστικών της από τη ρωμαϊκή τέχνη, όπως αντίστοιχα ονομάστηκαν ρομανικές γλώσσες όσες κατάγονταν από τα λατινικά. Η ρομανική τέχνη είναι η πρώτη που απλώθηκε σε ολόκληρη την καθολική Ευρώπη, από τη Σκανδιναβία έως την Ιβηρική Χερσόνησο και τη Σικελία, συμπεριλαμβανομένων και των Βρετανικών Νησιών, όπου είναι περισσότερο γνωστή ως «νορμανδική» επειδή εκεί την έφεραν οι Νορμανδοί από την ηπειρωτική Ευρώπη[1].

Ο ρομανικός ρυθμός επανέφερε στην αρχιτεκτονική και τη γλυπτική της δυτικής Ευρώπης τη μνημειακότητα, που είχε υποχωρήσει μετά την κατάλυση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και την παρακμή της τέχνης της. Η μνημειακότητα επιτεύχθηκε κυρίως με την εφαρμογή του θολωτού κατασκευαστικού συστήματος[2], που ήταν ήδη διαδεδομένο στη ρωμαϊκή αρχιτεκτονική. Σε σχέση με το σύστημα «δοκού επί στύλων» των παλαιότερων ξυλόστεγων μεσαιωνικών ναών, οι θόλοι και τα τόξα αυτού του συστήματος μπορούσαν να καλύψουν ναούς μεγαλύτερου μεγέθους με βαρειά, λίθινη στέγη και έτσι να δημιουργήσουν επιβλητικά κτήρια μνημειακών διαστάσεων[3].

Άλλες σημαντικές καινοτομίες του νέου ρυθμού ήταν

  • η εισαγωγή της γλυπτής διακόσμησης στις πύλες και τα κιονόκρανα των ναών,
  • η παραγωγή, για πρώτη φορά μετά από την παρακμή της ρωμαϊκής τέχνης, αυτόνομων περίοπτων γλυπτών
  • η τυποποίηση στην εικονογραφία και
  • οι ψηλόλιγνες, συχνά εξωτικές μορφές με διακοσμητικά επεξεργασμένη γράμμωση της κόμμωσης και των πτυχών του ενδύματος.

Οι καταβολές της ρομανικής τέχνης εντοπίζονται αφενός στην κλασική ρωμαϊκή και την παλαιοχριστιανική παράδοση στην απόδοση της ανθρώπινης μορφής, όπου δέχτηκε και βυζαντινές επιρροές[4], και αφετέρου στη αντικλασική γραμμικότητα και διακοσμητικότητα της τέχνης των γερμανικών φύλων που είχαν κατακλύσει την Ευρώπη κατά τις Μεγάλες Μεταναστεύσεις. Άμεσοι πρόγονοί της θεωρούνται οι λεγόμενες μεσαιωνικές Αναγεννήσεις, η Καρολίδεια (8ος-9ος αι.) και η Οθώνεια (10ος-11ος αι.), οι οποίες ωστόσο δεν γνώρισαν την ευρεία διάδοση που γνώρισε η ρομανική τέχνη σε ολόκληρη την καθολική Ευρώπη.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • R. Toman – Α. Bednorz (επιμ.), Die Kunst der Romanik. Architektur, Skulptur, Malerei, Köln 1996.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. E.H. Gombrich, Το χρονικό της τέχνης, μτφρ. Λ. Κάσδαγλη, 2η ελλ. έκδ. Αθήνα 1998, σ. 172.
  2. E.H. Gombrich, Το χρονικό της τέχνης, μτφρ. Λ. Κάσδαγλη, 2η ελλ. έκδ. Αθήνα 1998, σ. 173. Για το θολωτό κατασκευαστικό σύστημα βλ. Θολωτές κατασκευές από το Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών της Πολυτεχνικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.
  3. E.H. Gombrich, Το χρονικό της τέχνης, μτφρ. Λ. Κάσδαγλη, 2η ελλ. έκδ. Αθήνα 1998, σ. 173-175.
  4. E.H. Gombrich, Το χρονικό της τέχνης, μτφρ. Λ. Κάσδαγλη, 2η ελλ. έκδ. Αθήνα 1998, σ. 180-181.