Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ασβεστοχώρι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Ασβεστοχώρι Θεσσαλονίκης)
Για άλλες χρήσεις, δείτε: Ασβεστοχώρι (αποσαφήνιση).

Συντεταγμένες: 40°38′27″N 23°01′29″E / 40.64083°N 23.02472°E / 40.64083; 23.02472

Ασβεστοχώρι Θεσσαλονίκης
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Ασβεστοχώρι Θεσσαλονίκης
40°38′30″N 23°1′30″E
Διοικητική υπαγωγήΔήμος Πυλαίας - Χορτιάτη
Γεωγραφική υπαγωγήΠεριφερειακή Ενότητα Θεσσαλονίκης
Υψόμετρο358 μέτρα
Πληθυσμός6.551 (2021)
Ταχ. κωδ.570 10
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Το Ασβεστοχώρι είναι κωμόπολη της Περιφερειακής ενότητας Θεσσαλονίκης και υπάγεται στον Δήμο Πυλαίας Χορτιάτη. Έχει μόνιμο πληθυσμό 10.879 κατοίκους.

Το Ασβεστοχώρι βρίσκεται στους πρόποδες του Χορτιάτη, 12 χιλιόμετρα ανατολικά της Θεσσαλονίκης.

Το Ασβεστοχώρι είναι από τους παλιότερους οικισμούς στη σκιά της Θεσσαλονίκης. Χτίστηκε γύρω στο 1600 και ονομάσθηκε Νεοχώρι. Αυτό μαρτυρούν και αρκετά σπίτια που έχουν το παραδοσιακό μακεδονικό στυλ στον πυρήνα του χωριού (παρ' ότι ο χαρακτήρας του χωριού έχει αλλάξει). Μέχρι και την πρώτη δεκαετία του 2000, ήταν από τις πλουσιότερες κοινότητες της βορείου Ελλάδος λόγω των λατομείων που υπήρχαν στη περιοχή.

Γυναικεία παραδοσιακή ενδυμασία

Οι πρώτοι κάτοικοι ήταν φύλακες της περιοχής, καταγόμενοι από τη Μάνη, που φύλαγαν το ταχυδρομείο προς Κωνσταντινούπολη και τα υδραγωγεία της Θεσσαλονίκης.[εκκρεμεί παραπομπή] Αργότερα ήρθαν σλαβόφωνοι πρόσφυγες από τις τριγύρω περιοχές, Αγραφιώτες και Βλάχοι. Οι εντόπιοι κάτοικοι (Παεζάνοι κατά τους Βλάχους) άργησαν πολύ να συγχρωτιστούν με τους άλλους πρόσφυγες (κυρίως Βλάχους) και είχαν χωριστούς συλλόγους και άλλες κοινωνικές δομές. Οι κάτοικοι του Ασβεστοχωρίου συμμετείχαν στην επανάσταση του 1821 και ανάμεσά τους αναδείχθηκε ο Ιωάννης Ντόκος[1]. Το χωριό αναφέρεται με τρεις ονομασίες σε χάρτη του 1914: Κιρέτσκιοϊ, Νεοχώρι και Παεζάνοβο. Στις αρχές του αιώνα είχε 700 ελληνικές οικογένειες (κατά τον Ν. Σχινά), νηπιαγωγείο, παρθεναγωγείο, δημοτικό, καφενεία και χάνι. Οι κάτοικοι ήταν δίγλωσσοι και μιλούσαν ένα ιδιόμορφο μείγμα ελληνικών με σλαβικές καταλήξεις. Την εποχή της Τουρκοκρατίας το χωριό ανήκε στον περίφημο μουκατά των 12 Μαντεμοχωρίων (πλούσιας αυτοδιοικούμενης κοινοπραξίας που εκμεταλλευόταν τα μεταλλεία της Β. Χαλκιδικής).

Μακεδονικός Αγώνας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στον Μακεδονικό αγώνα η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων κατέδειξε την ελληνική εθνική της συνείδηση με ενεργό συμμετοχή. Στην γενικότερη περιοχή του βουνού Χορτιάτη έδρασαν κατά περιόδους μικρά ελληνικά ανταρτικά σώματα, όπως του Ασβεστοχωρίτη οπλαρχηγού Αντώνιου Μαλαμάτη, καθώς και των Μιχάλη Αναγνωστάκου (καπετάν Ματαπά) και Ανδρέα Παπαγεωργίου, του Ζώη, του Εξαδάκτυλου και του Μαζαράκη με αξιόλογη δράση μέχρι την περιοχή του Λαγκαδά, όπου ήταν ισχυρή η βουλγαρική προπαγάνδα. Κατόρθωσαν να εξολοθρέψουν τις βουλγαρικές ομάδες, να καταστρέψουν βάσεις τους και να ανυψώσουν το φρόνημα των ντόπιων πληθυσμών.

Στο Ασβεστοχώρι φτάνει κανείς από την Θεσσαλονίκη είτε από τον Χορτιάτη μέσω της λεωφόρου Παπανικολάου και από τον περιφερειακό της Θεσσαλονίκης μέσω του κόμβου 6. Επίσης μέσω της επαρχιακής οδού Ασβεστοχωρίου - Αγίου Βασιλείου, το Ασβεστοχώρι συνδέεται με διάφορα χωριά του νομού Θεσσαλονίκης. Ο ΟΑΣΘ εξυπηρετεί το Ασβεστοχώρι με τη γραμμή 57 συνδέοντας το Ασβεστοχώρι με τα Πεύκα και την Θεσσαλονίκη προς τα δυτικά και με τον Χορτιάτη προς τα ανατολικά.

Κατά την κατοχή, το Ασβεστοχώρι είχε πολλά θύματα, με αποκορύφωμα την ομαδική εκτέλεση 19 Ασβεστοχωριτών πατριωτών από τα στρατεύματα κατοχής και τους συνεργάτες τους, λίγο πριν την απελευθέρωση το 1944 (26/7/44). Όπως λέει και το όνομά του, αρκετοί κάτοικοι παραδοσιακά ασχολούνταν με την κατασκευή ασβέστη (Ασβεστοχώρι, Κιρέτσκιοϊ). Στην περιοχή μπορούμε να δούμε, εκτός από τα νταμάρια που δουλεύουν ακόμη, πλινθόκτιστες καμινάδες που είναι δείγματα μιας πρώιμης βιομηχανικής αρχιτεκτονικής στην περιοχή της Θεσσαλονίκης (1924-1930).

  1. Νίκος Εμμ. Παπαοικονόμου, "Προσωπογραφία Αγωνιστών του 1821 από τη Χαλκιδική και τη Θεσσαλονίκη", έκδοση Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2016, σ. 82, ISBN 978-960-9458-12-2