Προπαγάνδα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Προπαγάνδα είναι η άμεση παρουσίαση ενός μηνύματος με έναν συγκεκριμένο τρόπο ώστε να εξυπηρετήσει συγκεκριμένους σκοπούς. Ετυμολογικά, προπαγάνδα σημαίνει «διάδοση μίας φιλοσοφίας ή άποψης». Ιστορικά, ο όρος χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον εντός πολιτικού πλαισίου και ιδιαίτερα αναφορικά με συγκεκριμένες κινήσεις που προωθούνται από κυβερνήσεις.

Σκοπός της προπαγάνδας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σκοπός της προπαγάνδας είναι να αλλάξει δραστικά τις απόψεις των άλλων αντί απλώς να μεταδώσει γεγονότα. Για παράδειγμα, η προπαγάνδα μπορεί να επιστρατευτεί προκειμένου να προϊδεάσει θετικά ή αρνητικά σε σχέση με κάποια ιδεολογική θέση, αντί να παρουσιάσει την ίδια την θέση. Η προπαγάνδα διαφοροποιείται από την «κανονική» επικοινωνία, επειδή επιδιώκει να διαμορφώσει απόψεις με έμμεσες και συχνά δόλιες μεθόδους. Για παράδειγμα, η προπαγάνδα συχνά μεταδίδεται με τέτοιον τρόπο ώστε να προκαλεί ισχυρά συναισθήματα και αυτό το κάνει κυρίως με το να υπονοεί παράλογες (μη ενορατικές) σχέσεις μεταξύ ιδεών.

Η επίκληση στο συναίσθημα είναι ίσως η πιο απροκάλυπτη μέθοδος προπαγάνδας, αφού υπάρχουν πολλές άλλες μέθοδοι, λιγότερο φανερές και μάλιστα δόλιες. Για παράδειγμα, η προπαγάνδα μπορεί να διαδίδεται έμμεσα. Μπορεί να μεταδίδεται ως εύλογη προκατάληψη εντός μιας φαινομενικά ισορροπημένης και δίκαιης δημόσιας συζήτησης ή επιχειρηματολογίας. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί ακόμη καλύτερα σε συνδυασμό με την μέθοδο μετάδοσης ειδήσεων των μέσων μαζικής επικοινωνίας.

Ιδού ένα υποθετικό παράδειγμα όπου υποτίθεται ότι αντιπαρατίθενται αντίθετες απόψεις: το γεράκι λέει: «Πρέπει να παραμείνουμε στην πορεία μας»· και το περιστέρι απαντά: «Ο πόλεμος απέβη καταστροφικός και απέτυχε». Τότε το γεράκι αποκρίνεται: «Στον πόλεμο τα πράγματα σπάνια πηγαίνουν ομαλά, και δεν πρέπει να επιτρέπουμε σε ένα κώλυμα να μειώνει την αποφασιστικότητά μας». Τότε το περιστέρι ανταπαντά: «Τα κωλύματα είναι κωλύματα και οι αποτυχίες είναι αποτυχίες». Όπως φαίνεται από το παράδειγμα, πουθενά δεν εξετάζεται το αν ο πόλεμος είναι τελικά νόμιμος και θεμιτός. Λακωνικά, συνοπτικά και απλουστευτικά σχόλια ονομάζονται sound bites. Όταν σε έναν δημόσιο διάλογο (που να αφορά ένα ζήτημα υπό επιχειρηματολογία που πράγματι να χρήζει διαλόγου) οι συνδιαλεγόμενοι εκφέρουν επιχειρήματά που πηγάζουν από τις ίδιες βασικές προϋποθέσεις, αλλά δίνουν την εντύπωση ότι πρεσβεύουν αντίθετες απόψεις, τότε ο διάλογος εμμέσως κατηχεί αυτές τις προκαταλήψεις ως απρόσβλητες αλήθειες, καθιστώντας τις κοινώς αποδεκτά δεδομένα για το εν λόγω ζήτημα.

Η μέθοδος της προπαγάνδας είναι επίσης βασική όσον αφορά και το τι θα σημαίνει «προπαγάνδα» σε κάθε περίπτωση. Ένα μήνυμα δεν πρέπει να είναι απαραιτήτως ψευδές για να αποτελεί προπαγάνδα. Στην πραγματικότητα, τα μηνύματα της σύγχρονης προπαγάνδας δεν είναι κραυγαλέα ψευδή. Ωστόσο, ακόμη και αν το μήνυμα μεταδίδει μόνον «αληθείς» πληροφορίες, αυτές συνήθως περιέχουν φατριακούς προϊδεασμούς και δεν εκθέτουν το μήνυμα με πλήρη και ισορροπημένο τρόπο. Ένα επιπρόσθετο χαρακτηριστικό της προπαγάνδας είναι ο μεγάλος όγκος της. Δηλαδή, ένας προπαγανδιστής μπορεί να προσπαθήσει να επηρεάσει τις γνώμες με το να κάνει το μήνυμά του να ακουστεί σε όσο περισσότερα μέρη γίνεται και όσο πιο συχνά γίνεται. Σκοπός αυτής της προσέγγισης είναι (α) να ενισχύσει τις ιδέες του μέσω επανάληψης και (β) να καταπνίξει όλες τις εναλλακτικές ιδέες.

Στα ελληνικά, η λέξη «προπαγάνδα» φέρει έντονα αρνητική (κυρίως πολιτική) χροιά, μολονότι αυτό δεν ισχύει πάντα.

Είδη προπαγάνδας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πινακίδες με προπαγανδιστικά μηνύματα κατά της ομοφυλοφιλίας.

Το modus operandi της προπαγάνδας είναι παρόμοιο με αυτό της διαφήμισης. Για την ακρίβεια, η διαφήμιση μπορεί και να οριστεί ως προπαγάνδα υπέρ κάποιου συγκεκριμένου προϊόντος. Η λέξη προπαγάνδα αφορά κυρίως πολιτικούς ή εθνικιστικούς σκοπούς και την προώθηση αντιστοίχων ιδεών. Η προπαγάνδα σχετίζεται επίσης με εκστρατείες πληροφόρησης από μέρους των κυβερνήσεων, οι οποίες στοχεύουν στην προώθηση ή στην αποθάρρυνση συγκεκριμένων πρακτικών (βλέπε χρήση ζωνών ασφαλείας, κάπνισμα, κλπ.). Ακόμη και σε αυτές τις περιπτώσεις, ο χαρακτήρας της προπαγάνδας παραμένει πολιτικός. Η προπαγάνδα μπορεί να λαμβάνει χώρα με φυλλάδια, αφίσες, μέσω τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών εκπομπών ή και άλλων μέσων.

Εντός στενότερων σημειολογικών πλαισίων, ως προπαγάνδα εννοείται ένα σύνολο πληροφοριών οι οποίες είναι επίτηδες παραπλανητικές ή ψευδείς, προκειμένου να υποστηρίξουν πολιτικές σκοπιμότητες ή να προστατεύσουν τα συμφέροντα αυτών που κατέχουν την εξουσία. Ο προπαγανδιστής επιδιώκει να μεταλλάξει τον τρόπο με τον οποίο το ευρύ κοινό αντιλαμβάνεται ένα ζήτημα ή μία ορισμένη κατάσταση, ώστε οι αντιδράσεις και οι προσδοκίες του να εξυπηρετούν πλέον τα συμφέροντα της οντότητας που αντιπροσωπεύει ο προπαγανδιστής. Ως τέτοια, η προπαγάνδα συνάδει με τη λογοκρισία, η οποία επιτυγχάνει τον ίδιο στόχο με την διαφορά ότι δεν επιδιώκει να γεμίσει την διάνοια του κοινού με «εγκεκριμένες» πληροφορίες, αλλά εμποδίζει την μετάδοση αντιμαχόμενων ιδεολογιών. Αυτό που ξεχωρίζει την προπαγάνδα από άλλες μορφές συνηγορίας είναι ότι ο προπαγανδιστής είναι πρόθυμος να αλλάξει την άποψη του κοινού μέσω σύγχυσης και εξαπάτησης και όχι μέσω πειθούς και κατανόησης. Επιπλέον, οι ηγέτες κάποιας οργάνωσης μπορεί να γνωρίζουν ότι οι πληροφορίες είναι μονόπλευρες ή αναληθείς, αλλά αυτό ίσως δεν ισχύει για τα μέλη της οργάνωσης που συμμετέχουν στην διάδοση της προπαγάνδας.

Σε ό,τι αφορά τις θρησκευτικές αποχρώσεις του, ο όρος «προπαγάνδα» χρησιμοποιείται ευρέως σε διαξιφισμούς αναφορικά με νέα θρησκευτικά κινήματα τόσο από τους υπερασπιστές όσο και από τους διώκτες τους. Οι τελευταίοι τα αποκαλούν σέκτες/αιρέσεις. Οι ακτιβιστές των αντισεκταριανιστικών/αντιαιρετικών κινημάτων κατηγορούν τους ηγέτες των θεωρούμενων αιρέσεων ότι χρησιμοποιούν προπαγάνδα προκειμένου να προσηλυτίσουν οπαδούς. Κάποιοι κοινωνιολόγοι, όπως ο Τζέφρι Χάντεν και οι επιστήμονες της CESNUR κατηγορούν το αντι-αιρετικό κίνημα, καθώς και τα πρώην μέλη αποκαλούμενων αιρέσεων, τα οποία έγιναν στεντόρειοι κριτικοί τους, ότι οι κατηγορίες τους στερούνται βάσης.[1], [2]

Τεχνικές διάδοσης προπαγάνδας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τυπικά για τη διάδοση προπαγανδιστικών μηνυμάτων χρησιμοποιούνται ειδησεογραφικά πρακτορεία, κυβερνητικές δηλώσεις και αναφορές, ιστορικές αναθεωρήσεις, junk science, βιβλία, φυλλάδια, προπαγανδιστικές ταινίες, το ραδιόφωνο, η τηλεόραση και αφίσες. Στην περίπτωση των μέσων μαζικής ενημέρωσης προπαγανδιστικά μηνύματα μπορούν να διαδοθούν μέσω ειδήσεων, ενημερωτικών αλλά και άλλων εκπομπών, καθώς και διαφημιστικών μηνυμάτων.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Δημήτρης Κιτσίκης, Προπαγάνδα και πιέσεις στην διεθνή πολιτική, εκδόσεις Ηρόδοτος (2018)
  • Γιαννοπούλου Δανάη, Η Μάχη της προπαγάνδας, εκδόσεις Ασίνη (2014)
  • Δοξιάδης Κύρκος, Προπαγάνδα, εκδόσεις Νήσος (2016)
  • Μπερνέζ  Έντουαρντ, Προπαγάνδα, εκδόσεις Νεφέλη (2015)
  • Ξανθάκης Άλκης Ξ., Φωτογραφία και προπαγάνδα, τόμοι Α και Β, εκδόσεις Μίλητος (2012)
  • Πουλακιδάκος Σταμάτης, Προπαγάνδα και δημόσιος λόγος, εκδόσεις Da Vinci (2014)
  • Ραμονέ Ιγνάσιο, Σιωπηρή προπαγάνδα. Μάζες, τηλεόραση, κινηματογράφος, εκδόσεις Πόλις (2001)
  • Συλλογικό, Προπαγάνδα και μαζικός έλεγχος, (2009)
  • Τσόμσκι Νόαμ, Μπαρσάμιαν Ντέιβιντ, Προπαγάνδα και κοινός νους, εκδόσεις Λιβάνης (2003)

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Appendix I: PSYOP Techniques (Aug. 31, 1979). Psychological Operations Field Manual No.33-1. Washington, D.C.: Headquarters; Department of the Army. (partial contents here)
  • Bussemer, Thymian. Propaganda. Konzepte und Theorien. Verlag für Sozialwissenschaften, Wiesbaden 2005, ISBN 3-8100-4201-3.
  • Bytwerk, Randall L. Bending Spines: The Propagandas of Nazi Germany and the German Democratic Republic. East Lansing, MI: Michigan State University Press, 2004. ISBN 0-87013-710-7
  • Κόνλεϋ, Πατρίκ. Der parteiliche Journalist. Metropol, Berlin 2012, ISBN 978-3-86331-050-9.
  • Edwards, John Carver. Berlin Calling: American Broadcasters in Service to the Third Reich. New York, Prager Publishers, 1991. ISBN 0-275-93705-7.
  • Howe, Ellic. The Black Game: British Subversive Operations Against the German During the Second World War. London: Futura, 1982.
  • Χάξλεϋ, Άλντους. Brave New World Revisited, New York: Harper, 1987
  • Ελλύλ, Ζακ. Propaganda: The Formation of Men's Attitudes. Trans. Konrad Kellen & Jean Lerner. New York: Knopf, 1965. New York: Random House/ Vintage 1973
  • Κιτσίκης, Δημήτρης. Propagande et pressions en politique internationale. La Grèce et ses revendications à la Conférence de la Paix, 1919-1920 – Paris, Presses Universitaires de France, 1963, 537 pages
  • Linebarger, Paul M. A. (aka Cordwainer Smith). Psychological Warfare. Washington, D.C., Infantry Journal Press, 1948.
  • Nelson, Richard Alan. A Chronology and Glossary of Propaganda in the United States. Westport, CT and London: Greenwood Press, 1986. ISBN 0-313-29261-2.
  • Shirer, William L. Berlin Diary: The Journal of a Foreign Correspondent, 1934-1941. New York: Albert A. Knopf, 1942.
  • Toti Celona, «Το όπλο της προπαγάνδας στους δύο παγκόσμιους πολέμους. Συνθήματα, μανιφέστα και ψευδολογίες», Ιστορία Εικονογραφημένη, τχ. 71 (Μάιος 1974), σελ. 26-33

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]