Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μπαρόκ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Baroque)
Ο Άγιος Ματθαίος και ο Άγγελος, έργο του Καραβάτζιο, 295x195 εκ, 1602.

Με τον όρο μπαρόκ (baroque) αναφερόμαστε στο καλλιτεχνικό ύφος, η διαμόρφωση και εξάπλωση του οποίου τοποθετείται χρονικά ανάμεσα στο τέλος του μανιερισμού (τέλη 16ου αιώνα) και την επικράτηση του νεοκλασικισμού (μεταξύ 1760 και 1820, ανάλογα με τη χώρα).[1] Κατ’ επέκταση, ο όρος χρησιμοποιείται και για να δηλώσει την αντίστοιχη ιστορική περίοδο, παρότι η τεχνοτροπία του μπαρόκ, στο διάστημα αυτό, συνυπάρχει με άλλες καλλιτεχνικές τάσεις όπως ο κλασικισμός.[2][3]

Το μπαρόκ γεννήθηκε στην Ιταλία, απ' όπου εξαπλώθηκε σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη, καθώς και στις περιοχές του κόσμου που, την επαύριο των ευρωπαϊκών υπερπόντιων εξερευνήσεων, περιήλθαν σε ισπανική ή πορτογαλική κυριαρχία: Λατινική Αμερική, περιοχές της Ινδίας, της Κίνας και των Φιλιππίνων.[1] Η ευρεία διάδοσή του το καθιστά το πρώτο καλλιτεχνικό φαινόμενο παγκόσμιας εμβέλειας.[4] Μολαταύτα, η παρουσία του σε ορισμένες χώρες της Ευρώπης υπήρξε περιορισμένη. Στην Αγγλία, για παράδειγμα, επικράτησε η τάση του κλασικισμού, στην Γαλλία διατηρήθηκε μια περίπλοκη ισορροπία μεταξύ των δύο αυτών ανταγωνιζομένων ρευμάτων,[5][6] ενώ οι καλλιτέχνες της Ολλανδικής δημοκρατίας έμειναν σε μεγάλο βαθμό πιστοί στον ρεαλισμό.[6]

Ως καλλιτεχνικό ύφος, το μπαρόκ χαρακτηρίστηκε από ένα έντονο δραματικό και συναισθηματικό στοιχείο, ενώ εφαρμόστηκε κυρίως στην αρχιτεκτονική, τη γλυπτική και τη μουσική, αλλά συναντάται παράλληλα και στη λογοτεχνία ή τη ζωγραφική.[7] Σκοπός του μπαρόκ είναι πρωτίστως να εντυπωσιάσει καθώς και να εξυψώσει τον άνθρωπο μέσα από τα πάθη και τα συναισθήματά του. Σε αντίθεση με τις ιδεολογικές αρχές του ρομαντικού κινήματος, ο άνθρωπος δεν εκλαμβάνεται ως μονάδα αλλά ως μέρος ενός συνόλου. Στο μπαρόκ ύφος, σε συμφωνία με το φιλοσοφικό ρεύμα της εποχής, υπάρχουν έντονα τα στοιχεία του ορθολογισμού χωρίς όμως να αποκλείονται και οι συμβολισμοί. [8] Η επιτυχία του Μπαρόκ οφείλεται σε ένα μεγάλο βαθμό και στην στήριξη της Καθολικής εκκλησίας, η οποία χρησιμοποίησε την τεχνοτροπία του και το δραματικό του ύφος για την αναπαράσταση πολλών θρησκευτικών θεμάτων που προκαλούσαν την συναισθηματική συμμετοχή του θεατή. Επιπλέον, η αριστοκρατία της εποχής και η βασιλική εξουσία ευνοήθηκε από το επιβλητικό ύφος του μπαρόκ για την κατασκευή ανάλογων κτιρίων ή παλατιών που ενίσχυαν το κύρος της.

Πριν καθιερωθεί ως όρος που αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη περίοδο, ένα καλλιτεχνικό ρεύμα ή μια τάση της καλλιτεχνικής δημιουργίας ανεξαρτήτως περιόδου, η λέξη μπαρόκ χρησιμοποιούνταν στην κοσμηματοποιία για να περιγράψει μαργαριτάρια με ασύμμετρο, ακανόνιστο σχήμα. Το επίθετο εμφανίστηκε με αυτή τη σημασία τον 13ο αιώνα στα πορτογαλικά (barroca) ενώ από το 16ο αιώνα απαντά και στα γαλλικά.[9] Στις αρχές του 18ου αιώνα, η σημασία του εξελίσσεται για να συμπεριλάβει τις έννοιες του παράδοξου, περίεργου ή αλλοπρόσαλλου, σημασία που επικυρώνει το Λεξικό της Γαλλικής Ακαδημίας του 1740.[9][1][10] Στην εξέλιξη αυτή ίσως έπαιξε ρόλο η σύνδεση και με τη μεσαιωνική λατινική λέξη baroco [en], λέξη που εισήγαγαν οι σχολαστικοί κατά το 13ο αιώνα για να ονομάσουν ένα είδος συλλογισμού. Χρησιμοποιούμενος κοροϊδευτικά από τους αντιπάλους των σχολαστικών, ο όρος αυτός είναι πιθανό να συνέβαλε στη σύνδεση της λέξης μπαρόκ με τις έννοιες του περίεργου ή του αχρείαστα περίπλοκου και στην γενικότερη υποτιμητική της χροιά.[9] Παρότι δεν περιορίζεται σημασιολογικά στο πεδίο της τέχνης, το επίθετο μπαρόκ χρησιμοποιείται πλέον στον τομέα της αρχιτεκτονικής, της διακόσμησης και της μουσικής, για να δηλώσει την υπερβολή ως προς τον διάκοσμο, την επιδεικτικότητα του ύφους, τη συγκεχυμένη αρμονία και γενικότερα την απομάκρυνση από τις αρχές και τους κανόνες της αναγεννησιακής τέχνης.[9][1] Κατά τη διάρκεια του 2ου μισού του 18ου αιώνα εμφανίζεται η ουσιαστικοποιημένη μορφή του επιθέτου για να ονομάσει αυτό το καλλιτεχνικό ύφος. Η λέξη πέρασε από τα γαλλικά στα ιταλικά, τα γερμανικά, τα αγγλικά και τις υπόλοιπες γλώσσες. Η καθιέρωσή της ως όρου της ιστορίας της τέχνης αποδίδεται κυρίως στο έργο γερμανόφωνων μελετητών όπως ο Γιάκομπ Μπούρκχαρτ [en] (Jacob Burckhardt) με το βιβλίο του Der Cicerone (1860) και ιδίως ο Χάινριχ Βέλφλιν [en] (Heinrich Wölfflin) με τις μελέτες του Αναγέννηση και Μπαρόκ (Renaissance und Barock, 1888) και Βασικές έννοιες της ιστορίας της τέχνης (Kunstgeschichtliche Grundbegriffe, 1915).[1]

Χαρακτηριστικά γνωρίσματα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε αντίθεση με το αναγεννησιακό ύφος που βασίστηκε κυρίως στη λογική, το ύφος του μπαρόκ απευθύνεται περισσότερο στο συναίσθημα. Παράλληλα χαρακτηρίζεται σχεδόν σε όλες τις καλλιτεχνικές εκφάνσεις του από ένα αίσθημα δέους και μεγαλείου καθώς και μια υπερβολή στη διακόσμηση και την πολυτέλεια που αναδεικνύουν ένα επιβλητικό και πομπώδες ύφος. Τα κυριότερα μέσα που χρησιμοποίησε στις εικαστικές τέχνες είναι οι καμπύλες γραμμές, οι πολύπλοκοι διαπλεκόμενοι όγκοι, η αυστηρή ιεράρχηση των χώρων, η απόδοση της κίνησης, η εκμετάλλευση του φωτός και η δημιουργία έντονων αντιθέσεων είτε με τη μορφή εσοχών στην αρχιτεκτονική, είτε μέσω έντονων φωτοσκιάσεων στη ζωγραφική.[11]

Δείτε επίσης το κυρίως άρθρο: Μπαρόκ αρχιτεκτονική
Η Εκκλησία Σαν Κάρλο άλλε Κουάτρο Φοντάνε στη Ρώμη, έργο του Φραντσέσκο Μπορομίνι.

Η νέα μπαρόκ αρχιτεκτονική έκανε την εμφάνιση της στην Ιταλία και οι ιστορικοί προσδιορίζουν ως αφετηρία της το έργο του Κάρλο Μαντέρνο (1556-1603) στη Ρώμη και ειδικότερα στους ναούς της Αγίας Σουζάνας και του Αγίου Πέτρου. Πρόδρομοι της μπορούν να θεωρηθούν επίσης τα τελευταία αρχιτεκτονικά έργα του Μιχαήλ Άγγελου, όπως για παράδειγμα η Βασιλική του Αγίου Πέτρου. Με επίκεντρο την Ιταλία, ο ρυθμός μπαρόκ εξαπλώθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη καθώς και στην Λατινική Αμερική, κυρίως μέσω των Ιησουιτών. Οι ναοί, τα δημόσια ή ιδιωτικά κτίρια, οι εσωτερικοί διάκοσμοι αλλά και οι δημόσιοι χώροι εν γένει, αποπνέουν την αίσθηση του εξωπραγματικού, πέρα από τις ανθρώπινες διαστάσεις και κατ' επέκταση την παντοδυναμία του θεϊκού αλλά και της εκκλησιαστικής (παπικής) εξουσίας.[12]

Ως τυπικά χαρακτηριστικά της μπαρόκ αρχιτεκτονικής μπορούμε να αναφέρουμε:

  • δραματική χρήση του φωτισμού με έντονες αντιθέσεις
  • υπερβολική χρήση διακοσμητικών στοιχείων συμπεριλαμβανομένων και μεμονωμένων γλυπτών στο εξωτερικό
  • μεγάλης κλίμακας διακοσμητικές αναπαραστάσεις στις οροφές των κτιρίων
  • έντονη σύνδεση της αρχιτεκτονικής με τη ζωγραφική
  • χρήση τεχνικών οπτικής "απάτης" (trompe l'oeil)
Αββαείο του Μελκ, δείγμα παλατιού μπαρόκ αισθητικής (Αυστρία).

Το βασικό αρχιτεκτονικό μπαρόκ σχήμα προβλέπει την ύπαρξη ενός κεντρικού και κυρίαρχου οικοδομήματος στο οποίο προστίθενται δύο πλάγιες πτέρυγες και παράλληλα εμπλουτίζεται από ένα χαμηλότερο προεξέχον κτίσμα. Η μπαρόκ αρχιτεκτονική συνδέεται ουσιαστικά με μία βαθύτερη αλλαγή στην αντίληψη γύρω από το ρόλο των δημόσιων κτιρίων. [13]Για τις πόλεις του 17ου αιώνα, το κτίριο εκλαμβάνεται ως μέρος ενός ευρύτερου συστήματος και όχι ως ένα απλό ανεξάρτητο οικοδομικό σύνολο. Κατά συνέπεια, οι δημόσιοι ελεύθεροι χώροι μεταξύ των κτισμάτων οφείλουν επίσης να σχεδιαστούν επιμελώς. Διαμορφώθηκαν έτσι δύο νέοι τύποι πλατείας, η κυκλική και η τετραγωνική. Επιπλέον οι δρόμοι οργανώνονται πιο διεξοδικά και συχνά αποτελούν επίσης αντικείμενα διακόσμησης. Ο Claude Mignot σε κατάλογο έκθεσης για την Μπαρόκ αρχιτεκτονική αναφέρει χαρακτηριστικά:

«Χώροι δοξαστικοί, χώροι θέασης και χώροι για τον ελεύθερο χρόνο δημιουργούν σημεία από τα οποία εξακτινώνονται οι αρτηρίες και τα οποία αναδομούν την πόλη η οποία αποκαλείται "μπαρόκ". Αναμνήσεις των εφήμερων αψίδων των βασιλικών εισόδων, οι πύλες της πόλης προσλαμβάνουν τη μορφή μόνιμων αψίδων θριάμβου (οι πύλες του Σεν Ντενί και του Σεν Μαρτέν στο Παρίσι, η πύλη ντι Πεϊρού στο Μονπελιέ), οι κρήνες καθίστανται μνημεία (η φοντάνα ντι Τρέβι στη Ρώμη), οι πλατείες εξισορροπούν τον χώρο για τη θέαση των όψεων των μεγάρων και των ναών, οι περίπατοι οργανώνονται στη θέση των οχυρώσεων και οι γέφυρες προβάλλονται ως εξώστες στους ποταμούς· τέλος, τα θέατρα, σημείο συνάντησης της πολεοδομίας του πρόσκαιρου εξωραϊσμού και της νέας πολεοδομίας του ελευθέρου χρόνου, ανεγείρονται στις δημόσιες πλατείες (Νάπολι)».

Σημαντικά δείγματα μπαρόκ αρχιτεκτονικής έχουμε εκτός από την Ιταλία, σε χώρες όπως η Γαλλία, η Ισπανία, η Αυστρία, η κεντρική Γερμανία και η Ρωσία.

Ανάμεσα στους σημαντικούς αρχιτέκτονες της εποχής μπορούμε να αναφέρουμε τους:

Δείτε επίσης το κυρίως άρθρο: Μπαρόκ μουσική
Γκεόργκ Φρήντριχ Χέντελ, 1733
Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, 1748

Το μπαρόκ ύφος δεν επηρέασε μόνο τις εικαστικές τέχνες αλλά επηρέασε σε μέγιστο βαθμό και τη μουσική. Οι μεγαλύτερες κατακτήσεις της Μπαρόκ μουσικής περιλαμβάνουν την ανάπτυξη του λυρικού θεάτρου, του μουσικού είδους της όπερας και του ορατόριου.[14]

Βασικά χαρακτηριστικά της μπαρόκ μουσικής είναι:

  • οι μείζονες και ελάσσονες κλίμακες που αντικαθιστούν τους εκκλησιαστικούς τρόπους
  • η σταδιακή μετάβαση από την πολυφωνία του μεσαίωνα και της Αναγέννησης στην ομοφωνική γραφή, η οποία ολοκληρώνεται την εποχή του κλασικισμού
  • η εμφάνιση νέων μουσικών μορφών, όπως η όπερα και το ορατόριο, η μπαρόκ σουίτα, η τριο-σονάτα και τα κοντσέρτα γκρόσο ή σόλο (concerto grosso, concerto solo)
  • η εξέλιξη αρκετών μουσικών οργάνων και η εγκατάλειψη άλλων
  • το basso continuo (συνεχές μπάσο ή βάσιμο)

Η μπαρόκ μουσική είναι έντονα συνδεδεμένη και με το χορό. Ειδικότερα, ως τμήματα της μπαρόκ σουίτας, εντάσσονται πολλοί χοροί όπως η γκαβότ (gavotte) ή η μπουρέ (bourrée).

Σημαντικοί συνθέτες της μπαρόκ μουσικής θεωρούνται οι:

Η γιορτή της Αφροδίτης, έργο του Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς, (1635)

Δείτε επίσης το κυρίως άρθρο: Μπαρόκ ζωγραφική

Ένας ορισμός της σημασίας του μπαρόκ στον κόσμο της ζωγραφικής παρέχεται από τους πίνακες που ετοίμασε ο Φλαμανδός ζωγράφος Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς για την Μαρία των Μεδίκων στο Ανάκτορο του Λουξεμβούργου στο Παρίσι, στους οποίους ένας καθολικός ζωγράφος εκπλήρωνε τις εκφράσεις ενός επίσης καθολικού μαικήνα.[15][16]

  • Heinrich Wölfflin, Renaissance and Baroque (1888)
  • Michael Kitson, The Age of Baroque (1966)
  • Rolf Toman (επίμ.), "Μπαρόκ, Αρχιτεκτονική - Γλυπτική - Ζωγραφική", Ελευθερουδάκης
  • Ζερμαίν Μπαζέν, "Μπαρόκ και Ροκοκό", Υποδομή

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 Bottineau, Yves (2005). L’art baroque. Παρίσι: Citadelles & Mazenod. σελ. 11. ISBN 978-2-85088-086-5. 
  2. Bottineau, Yves (2005). L’art baroque. Παρίσι: Citadelles & Mazenod. σελίδες 11, 383. ISBN 978-2-85088-086-5. 
  3. Bazin, Germain (1994). Baroque et rococo. Παρίσι: Thames & Hudson. σελίδες 7–8. ISBN 978-2-87811-073-9. 
  4. Bottineau, Yves (2005). L’art baroque. Παρίσι: Citadelles & Mazenod. σελ. 2. ISBN 978-2-85088-086-5. 
  5. Bottineau, Yves (2005). L’art baroque. Παρίσι: Citadelles & Mazenod. σελίδες 13, 383. ISBN 978-2-85088-086-5. 
  6. 6,0 6,1 Bazin, Germain (1994). Baroque et rococo. Παρίσι: Thames & Hudson. σελ. 8. ISBN 978-2-87811-073-9. 
  7. . «britannica.com/art/Baroque-art-and-architecture». 
  8. . «khanacademy.org/humanities/renaissance-reformation/baroque-art1/beginners-guide-baroque1/a/baroque-art-in-europe-an-introduction». 
  9. 9,0 9,1 9,2 9,3 «BAROQUE : Étymologie de BAROQUE». CNRTL [en]. Centre national de ressources textuelles et lexicales [en]. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Σεπτεμβρίου 2024. 
  10. Académie française (1740). Dictionnaire de l’Académie françoise, Tome 1 A-K. Παρίσι: Jean-Baptiste Coignard. σελ. 140. Ανακτήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 2024. 
  11. . «courses.lumenlearning.com/boundless-arthistory/chapter/the-baroque-period/». 
  12. . «theartstory.org/movement/baroque-art-and-architecture/». 
  13. . «thespruce.com/baroque-architecture-». 
  14. . «musicologie.org/sites/b/baroque». 
  15. . «tate.org.uk/art/art-terms/b/baroque». 
  16. . «theculturetrip.com/europe/italy/articles/an-introduction-to-baroque-art-in-12-works/».