Πρώτη Σύνοδος της Νίκαιας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πρώτη Σύνοδος της Νίκαιας
Α΄ Οικουμενική
Ημερομηνία325 μ.Χ.
Αποδεκτή από
Προηγούμενη σύνοδοςΣύνοδος της Ιερουσαλήμ (αν και δεν θεωρείται οικουμενική)
Επόμενη σύνοδοςΠρώτη Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης
Συγκλήθηκε απόΑυτοκράτορας Κωνσταντίνος Α'
ΠροέδρευσεΆγιος Αλέξανδρος Αλεξανδρείας (και επίσης Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος)[1]
Συμμετοχή250–318 (μόνο πέντε από τη Δυτική Εκκλησία)
Θέματα συζήτησηςΑρειανισμός,
Κοινή ημερομηνία του (Πάσχα),
Μελιτιανό σχίσμα,
Kύρος βαπτίσματος αιρετικών,
Πεπτωκότες[2]
Έγγραφα και δηλώσειςΣύμβολο της Νικαίας[3] 20 κανόνες[4], και μία επιστολή[2]
Χρονολογική λίστα Οικουμενικών συνόδων

Η Πρώτη Σύνοδος της Νίκαιας ή Α΄ Οικουμενική είναι μια εκκλησιαστική Σύνοδος που συνεκλήθη το 325 στη Νίκαια της Βιθυνίας από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα, Κωνσταντίνο Α΄ (Μέγα Κωνσταντίνo), με σκοπό την αποκατάσταση της ειρήνης στα εκκλησιαστικά ζητήματα της Αυτοκρατορίας.

Η σύνοδος καταδίκασε τη διδασκαλία του Αρείου, συνέταξε το Σύμβολο της Νίκαιας που καθιέρωσε τον όρο ομοούσιος και όρισε την ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα. Με τη Σύνοδο αυτή η Εκκλησία εντάχθηκε στις επίσημες δομές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ο συνοδικός θεσμός έγινε θεμελιώδους σημασίας για τον Χριστιανισμό. Οι εξελίξεις αυτές είχαν μακροχρόνιες επιρροές θεολογικού και πολιτικού χαρακτήρα στην Ανατολή κατά τη διάρκεια όλου του Μεσαίωνα. Επίσης, αποτέλεσε το πρότυπο για τις μελλοντικές Οικουμενικές Συνόδους.

Οι λόγοι και η προετοιμασία της συνόδου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο λατινικός θεσμός στην εκκλησία κατά τα πρότυπα της Αποστολικής Συνόδου του 49 μ.Χ. είχε εισαχθεί από τα μέσα του δευτέρου αιώνα με αφορμή τον Μοντανισμό[5]. Στόχος ήταν η καταπολέμηση των αιρετικών διδασκαλιών, ο κοινός αγώνας αναίρεσης της λανθασμένης, κατά την άποψη της εκκλησίας, θεολογίας και η καταστολή της ηθικής διαφθοράς που γινόταν εμφανής μέσα στον κλήρο. Στην ουσία οι σύνοδοι για την εκκλησία αποτελούσαν την επιβεβαίωση της κοινής πίστης στην Αποστολική παράδοση του όλου σώματος της εκκλησίας, η οποία επιτυγχανόταν με την κοινωνία των επισκόπων.

Η Πρώτη Σύνοδος της Νίκαιας, τοιχογραφία του 18ου αιώνα στον Ορθόδοξο Ναό Σταυροπόλεως στο Βουκουρέστι

Στις αρχές όμως του 4ου αιώνα η εμφάνιση του Αρειανισμού, παρά την αντιμετώπισή του από τοπικές και υπερτοπικές συνόδους, δεν έφτασε σε συνθήκη ειρήνευσης μεταξύ των μελών της εκκλησίας με αποτέλεσμα ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος να συγκαλέσει σύνοδο. Η σύνοδος αυτή αρχικά προοριζόταν για τις εκκλησίες της ανατολής, αλλά μετά από πρόταση του Οσίου της Κόρδοβα[6][7] δέχτηκε να διεξαχθεί με τη συμμετοχή επισκόπων από κάθε τοπική εκκλησία, μεταθέτοντας την αρχική τοποθεσία από την Άγκυρα της Γαλατίας στη Νίκαια της Βιθυνίας ώστε να διευκολυνθεί η πρόσβαση των συγκεκλημένων. Ένας άλλος λόγος για την αλλαγή του τόπου της συνόδου είναι το γεγονός ότι επίσκοπος στην Άγκυρα ήταν την περίοδο εκείνη ο μανιώδης πολέμιος του Αρειανισμού Μάρκελλος, γεγονός που καθιστούσε επικίνδυνη την έλευση των επισκόπων που τάσσονταν υπέρ του Αρείου. Αντίθετα η Νίκαια υπαγόταν στην μητροπολιτική περιοχή του αρειανού Ευσέβιου Νικομήδειας και είχε επίσκοπο τον σύμμαχο των αρειανών Θέογνη. Επίσης, επειδή ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να συμμετάσχει στη σύνοδο, η Νίκαια που βρισκόταν πολύ κοντά στην αυτοκρατορική πρωτεύουσα ,Νέα Ρώμη ή Κωνσταντινούπολη, αποτελούσε πιο βολικό προορισμό· η παρουσία του αυτοκράτορα θα του έδινε τη δυνατότητα να ελέγχει την κατάσταση και να πιέσει ώστε να υπάρξει συναίνεση ως προς το αποτέλεσμα της συνόδου[8]. Η Κωνσταντινούπολη εγκαινιάσθηκε το 330 επομένως δεν ήταν τόπος διαμονής του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Πρωτεύουσα τότε ήταν η Νικομήδεια, που απείχε ολίγο από τη Νίκαια.

Η προετοιμασία της συνόδου είχε ήδη προηγηθεί καθότι δύο σύνοδοι το 324 και 325, στην Αντιόχεια και την Αλεξάνδρεια αντίστοιχα, είχαν επιληφθεί του υφισταμένου προβλήματος. Η απόφαση για τη σύγκλησή της ελήφθη το ίδιο έτος και ουσιαστικά αποτέλεσε την απαρχή ενός νέου τρόπου συνοδικής έκφρασης της εκκλησίας. Για την εκκλησία όμως η διεύρυνση με τη συμμετοχή του πλήρους σώματος της εκκλησίας δε σήμαινε και τον υποβιβασμό των προηγουμένων συνόδων, αφού και οι αποφάσεις των συνόδων ίσχυαν μέχρι την αρχή τέλεσης των οικουμενικών, αλλά απηχούσε την οικουμενική διάσταση της πίστης των τοπικών εκκλησιών την ώρα που η οικουμενική συνοδική έκφραση καλείτο να εκφράσει την επί μέρους στο σύνολο. Όσον αφορά τη Δυτική εκκλησία, ελάχιστοι εκκλησιαστικοί ηγέτες συμμετείχαν στη σύνοδο καθώς δεν έδειχναν ιδιαίτερα ενδιαφέρον για τις δογματικές διενέξεις των Ανατολικών[9].

Η ημερομηνία έναρξης των εργασιών ήταν στις 20 Μαΐου του 325 και διάρκεσε τρισίμισι χρόνια (ή σύμφωνα με τον Πάπα Γελάσιο Β΄ εξήμισι χρόνια). Οι συσκέψεις διεξάχθηκαν σε ευκτήριο οίκο κατά τον Ευσέβιο, ενώ οι τακτικές συνεδριάσεις στον βασίλειο οίκον. Μάλιστα, μέχρι τις 25 Αυγούστου είχαν ολοκληρωθεί οι προκαταρκτικές συνεδριάσεις. Κατά τη διάρκεια της συνόδου δεν κρατήθηκαν πρακτικά, όπως αναφέρει ο Αθανάσιος Αλεξανδρείας[10], αν και υπήρξαν ενστάσεις από σύγχρονους θεολόγους[11]. Μετά τον εναρκτήριο λόγο του Κωνσταντίνου ο αυτοκράτορας πήρε και έκαψε γραπτά αιτήματα που του είχαν παραδώσει προηγουμένως οι επίσκοποι και τα οποία περιείχαν αλληλοκατηγορίες, λέγοντας: Ο Χριστός απαιτεί από εκείνον που επιζητεί να λάβει συγχώρηση να συγχωρεί τον αδελφό του[12][α]». Στη συνέχεια πήρε το λόγο ο Όσιος. Ο αυτοκράτορας συμμετείχε στις εργασίες της συνόδου και χρησιμοποίησε την αυτοκρατορική του εξουσία και τις προσωπικές ικανότητες που διέθετε για να βοηθήσει τον Όσιο, ώστε να διατηρηθεί το επίπεδο της συζήτησης όσο ήταν δυνατό σε ευγενικό επίπεδο.

Προεδρία και συγκρότηση της συνόδου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προεδρία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πληροφορίες που αφορούν τη διεξαγωγή της συνόδου δεν είναι αρκετά σαφείς λόγω της μη τήρησης πρακτικών, αλλά και των περιορισμένων ιστορικών πηγών. Μάλιστα ορισμένοι σύγχρονοι εκκλησιαστικοί ιστορικοί θεωρούν ότι η προεδρία της πρώτης οικουμενικής συνόδου αποτελεί άλυτο ιστορικό πρόβλημα[15].

Για τους περισσότερους ιστορικούς ο Κωνσταντίνος, ο οποίος αποτέλεσε πρότυπο και για τους μετέπειτα Βυζαντινούς αυτοκράτορες, είχε την προεδρία της οικουμενικής συνόδου φροντίζοντας για την εύρυθμη λειτουργία της, λαμβάνοντας μέρος στις θρησκευτικές φιλονικίες διευθύνοντάς τες κατάλληλα[β] και συμμετέχοντας στην αντιπαράθεση[17] επιθυμώντας, πάνω από όλα, να καθιερώσει μια θρησκευτική ειρήνη στην Αυτοκρατορία του, αν και δεν κατανοούσε ούτε την έκταση, ούτε τη σημασία της δογματικής διαμάχης[18]. Στην προσπάθεια αυτή επέβαλε και ποινές[γ], οι οποίες βεβαίως δεν είχαν πάντα αποτέλεσμα. Άλλωστε όχι μόνο στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, άλλα ήδη από την περίπτωση του σχίσματος των Δονατιστών στις αρχές του 4ου αιώνα, δεν ενέργησε με τρόπο επιτακτικό και απολυταρχικό ώστε να επιβάλει την τάξη, αλλά επέτρεψε στην Εκκλησία να λύσει η ίδια συνοδικά, δηλαδή πιο δημοκρατικά, τα προβλήματα της[22].

Η αποδοχή της «πολιτικής διακονίας» του Ρωμαϊκού Κράτους υπό τον Κωνσταντίνο έγινε εκκλησιαστικά δεκτή αναντίρρητα και χωρίς αντίσταση διότι ανταποκρινόταν στο σκοπό της Εκκλησίας που ήταν η «εκκλησιοποίηση» όλου του κόσμου, συνεπώς και της αυτοκρατορίας[23]. Έτσι καθιερώθηκε η διοργάνωση των οικουμενικών συνόδων από την πλευρά των αυτοκρατόρων και η προεδρία των Οικουμενικών Συνόδων δινόταν κατά τους πρώτους αιώνες στον αυτοκράτορα ή στους εκπροσώπους του, αλλά αυτοί μόνον αναλάμβαναν την ευθύνη της εύρυθμης λειτουργίας της συνόδου (τιμητική προεδρία). Την πραγματική προεδρία ασκούσε κατά κανόνα ο πατριάρχης που κατείχε τα πρεσβεία τιμής. Κανονικά δηλαδή η προεδρία τής Οικουμενικής Συνόδου ανήκε στον πρώτο σε τάξη αρχιερέα ή στον έχοντα τα πρεσβεία τιμής πατριάρχη[24]. Ούτως, δεν αντέδρασε κανένας όταν ο Κωνσταντίνος έλαβε μέρος στις εργασίες της συνόδου[17], αφού οι αυτοκράτορες απέφευγαν να ασκούν δικαίωμα επέμβασης στις δογματικές και τις υπόλοιπές συζητήσεις των πατέρων των Οικουμενικών Συνόδων[25]. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Κωνσταντίνος Α΄, απευθυνόμενος στους Επισκόπους-πατέρες, σύμφωνα με τον ιστορικό Ευσέβιο, είπε τη φράση:

υπό του Θεού καθιστάμενος επίσκοπος των εκτός αν είην

[Ε.Π. 20, 1172]

που σημαίνει θα μπορούσα να είμαι εξωτερικός επίσκοπος υπό τον Θεό[26]. Η ανεξαρτησία των δογματικών ζητημάτων από την θέληση του αυτοκράτορα φαίνεται και από το γεγονός ότι, σε αντίθεση με τις αποφάσεις της εκκλησίας, ο Κωνσταντίνος άλλαξε στάση απέναντι στους οπαδούς του Αρείου και λίγα χρόνια μετά την Σύνοδο ο Άρειος και οι πιο θερμοί του οπαδοί γύρισαν από τον τόπο της εξορίας τους, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα, στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της βασιλείας του να εισχωρήσει ο Αρειανισμός και στην αυλή του αυτοκράτορα[27].

Στη Σύνοδο της Νίκαιας την ευθύνη για τη διαδικασία της διεξαγωγής είχαν ένας ή περισσότεροι επίσκοποι. Φαίνεται πως «είδος προεδρείου» στη Σύνοδο αποτελούσαν «οι Αντιοχείας Ευστάθιος και ο Αλεξανδρείας Αλέξανδρος ίσως δε και ο Κορδούης Όσιος»[28], υπό τον Μ. Κωνσταντίνο που είχε την ευθύνη για τη σύγκληση, την επιστασία και την αποτελεσματικότητα της εφαρμογής των αποφάσεων[δ]

Σύμφωνα με τον Ευσέβιο Καισαρείας,[43] όταν η πρόταση προκρίθηκε ο Κωνσταντίνος «παρεδίδου τον λόγον τοις προέδροις» κατά το πέρας της δικής του προσφωνήσεως. Σύμφωνα με την άποψη που θεωρεί ότι ένας ήταν ο προεδρεύων επίσκοπος, υπό την υψηλή επιστασία του Αυτοκράτορος, ήταν ένας εκ των: Όσιος Κορδούης,[44] Ευσέβιος Νικομηδείας, Ευσέβιος Καισαρείας ή Ευστάθιος Αντιοχείας[45], με τον τελευταίο να έχει τις περισσότερες πιθανότητες. Αυτή η άποψη υποστηρίζεται από το γεγονός ότι ο Όσιος Κορδούης δεν γνώριζε Ελληνικά, ενώ οι αρειανόφρονες, όπως ο Ευσέβιος Νικομηδείας και ο Ευσέβιος Καισαρείας, ήσαν υπόλογοι στην σύνοδο με βάση τις αποφάσεις των εν Αντιοχεία και Αλεξανδρεία συνόδων. Επίσης, υπάρχει η άποψη ότι δεν υπήρξε συλλογική προεδρία από έναν ή περισσότερους επισκόπους με την αιτιολογία ότι α) ο Ευσέβιος σε όλη τη γραμματεία του, «προέδρους» αποκαλούσε τους επισκόπους, δηλαδή τους προεδρεύοντες στις τοπικές εκκλησιαστικές συνόδους, β) ο Ευσέβιος μιλάει για «πρωτεύοντα» στο δεξιό τάγμα αναφερόμενος στη διάταξη μέσα στο χώρο της συνόδου, γ) η θέση των επισκόπων τηρήθηκε κατά απόλυτη αναφορά προς τη Ρωμαϊκή επαρχιακή διάταξη της Αυτοκρατορίας, σύμφωνα με σχετική έρευνα του E.Honigmann[46] και δ) σε περίπτωση που ο Αυτοκράτορας ηγείτο της συνεδρίασης ως πρόεδρος έπρεπε να επικυρώσει την τελική απόφαση[ε] (το οποίο βεβαίως δεν σήμαινε ότι έδινε κύρος στις αποφάσεις, αλλά απλώς ότι «τις αναγνώριζε και αυτός ως αναμφισβήτητες αλήθειες για όλους τους υπηκόους του κράτους[48]», «ως εντολοδόχος κατά κάποιο τρόπο της εκκλησιαστικής ιεραρχίας[49]»).

Συγκρότηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νωπογραφία της Οικουμενικής Συνόδου, Sistine Salon στο Βατικανό

Η συγκρότηση της συνόδου αποτέλεσε θέμα έντονης θεολογικής έρευνας. Την αρχικά εύκολη σε συμπεράσματα περιγραφή του Ευσεβίου για το διαχωρισμό σε δύο τάγματα στην αίθουσα της συνόδου πήρε ο σκεπτικισμός με βάση το ότι υπάρχει μεγάλη απόσταση από το να θεμελιωθεί κάτι τέτοιο σε σχέση με τις πηγές. Ο Ευσέβιος δηλαδή μπορεί να ανέφερε δύο τάγματα, αλλά η αναφορά του για πρωτεύοντα του δεξιού τάγματος δεν προδηλώνει με απόλυτη αξιοπιστία τον ισχυρισμό και για αντίστοιχο στο αριστερό, όπως πολλοί θεολόγοι ερμήνευσαν. Αντίθετα η απόλυτη ταύτιση της Ρωμαϊκής διοικητικής ιεραρχίας με βάση τη προκαθορισμένη θέση του καθενός έστρεψε την έρευνα στην παραδοχή πως προφανώς δεν αποτέλεσε αντιπαράθεση δύο αντιμαχόμενων πλευρών. Αυτό διαφαίνεται και από τη δεύτερη περίοδο του συνεδρίου, στην οποία οι οπαδοί του Αρειανισμού δεν έλαβαν μέρος αλλά και από στοιχεία όπως αυτά διακρίνονται από την περίπτωση του Ευσέβιου Καισαρείας και την παράδοση ενός Λιβέλλου πίστεως με την αποδοχή των ορθοδόξων θέσεων και την απολογία του στο τοπικό ποίμνιο για τη μεταστροφή του. Έτσι και ο Νάρκισσος Νερωνιάδας και ο Θεόδοτος Λαοδικείας έγιναν δεκτοί ως μέλη της συνόδου μόνο μετά τη μεταστροφή τους. Την ίδια στιγμή μάλιστα ο Ευσέβιος της Νικομήδειας παρέδωσε λίβελλο πίστης του Αρειανικού δόγματος, γεγονός που προκάλεσε την αγανάκτηση του σώματος των συνέδρων.[50]

Ο ακριβής αριθμός των μελών της συνόδου, με βάση τις διαθέσιμες πηγές, δεν μπορεί να καθοριστεί ακριβώς ακόμα και σήμερα. Ο αριθμός που επικράτησε από μεταγενέστερες πηγές ιστορικών[51] ήταν ο αριθμός 318. Ο Ευσέβιος της Καισαρείας τους αριθμεί 250,[52] ο Αθανάσιος Αλεξανδρείας 318,[53] και ο Ευστάθιος Αντιοχείας «περίπου 270»[54] (και οι τρεις ήταν παρόντες στη σύνοδο). Αργότερα, ο Σωκράτης ο Σχολαστικός έγραψε «πάνω από 300»,[55] επίσης ο Ευάγριος,[56] ενώ ο Ιλάριος του Πουατιέ,[57] ο Ιερώνυμος[58] ο Διονύσιος ο Μικρός,[59] και ο Τυράννιος Ρουφίνος τους αριθμούν 318. Οι επισκοπικοί κατάλογοι που διασώζονται σήμερα δεν μπορούν να κριθούν απολύτως αξιόπιστοι είτε γιατί έχουν δεχθεί εκ των υστέρων παρεμβάσεις,[60] είτε γιατί υπολείπονται αρκετά με βάση την δεδομένη πραγματικότητα, αφού αποτελούσαν μετάφραση άλλων.[61] Τα συμπεράσματα τις συνόδου βεβαίως υπογράφηκαν από περισσότερους από 318, ενώ ο αριθμός αυτός επικράτησε για συμβολικούς λόγους[ζ]. Οι επίσκοποι που ήταν παρόντες στη σύνοδο συνοδεύονταν από κατώτερους κληρικούς των οποίων ο συνολικός αριθμός ανερχόταν στο τριπλάσιο ή τετραπλάσιο των επισκόπων[8].

Η συντριπτική πλειοψηφία των συμμετεχόντων ήταν από την ελληνόφωνη Ανατολή και την Μικρά Ασία. Η Δύση δεν ενδιαφέρθηκε. Ο επίσκοπος Ρώμης Σίλβεστρος δικαιολογήθηκε ότι ήταν άρρωστος και έστειλε ως αντιπροσώπους δύο διακόνους του. Συμμετείχε μόνον ένας επίσκοπος από την Ιταλία, ένας από την Γαλατία και ένας από το Ιλλυρικό. Παραβρέθηκαν επίσης και πέντε επίσκοποι από επαρχίες πέραν των ανατολικών συνόρων της Αυτοκρατορίας.[63]

Η διαδικασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πρώτο ζήτημα προς συζήτηση ήταν η θεολογική αντιλογία. Ο Όσιος και ο Κωνσταντίνος έδωσαν τη δυνατότητα σε όλους να εκφέρουν τις απόψεις τους. Ο Ευσέβιος Νικομήδειας διάβασε μια δήλωση-ομολογία η οποία περιείχε αρειανές θέσεις. Αυτή η ενέργεια προκάλεσε τις αντιδράσεις και την αποδοκιμασία της πλειονότητας στην αίθουσα. Ο Ευστάθιος Αντιοχείας ανταπάντησε με απαγγελία ενός αντιαρειανού πολεμικού κειμένου, το οποίο και σχίστηκε στη συνέχεια. Ακολούθησαν πολλοί ομιλητές, οι οποίοι με τη χρήση Βιβλικών κειμένων προσπαθούσαν να καταδικάσουν τις προτάσεις του Άρειου.

Ο Κωνσταντίνος επενέβαινε συχνά και ενθάρρυνε την εκφραστική κοσμιότητα και ομοθυμία προς τους επισκοπικούς ηγέτες. Κάποια στιγμή, δόθηκε η ευκαιρία στον Ευσέβιο Καισαρείας να εκφράσει δημόσια την πίστη του και να αποκαθάρει το όνομά του. Με ηρεμία παρέθεσε το βαπτιστήριο σύμβολο πίστης της εκκλησίας της Καισάρειας, το οποίο ανέφερε ότι ο Ιησούς Χριστός ήταν «ο Λόγος του Θεού», «ο μονογενής Γιος», «γεννημένος από τον Θεό πριν από όλους τους αιώνες» και Εκείνος «μέσω του οποίου έγιναν όλα τα πράγματα». Οι θέσεις που εξέφραζε το σύμβολο ήταν ορθόδοξες και ο αυτοκράτορας αντιλήφθηκε ότι αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει βάση για έναν από κοινού συμβιβασμό. Ο Κωνσταντίνος έκανε δεκτό αυτό το σύμβολο πίστης και απομάκρυνε έτσι από τον Ευσέβιο τη μομφή του αιρετικού.

Εντούτοις, ο Κωνσταντίνος πρότεινε στη συνέχεια ότι με την προσθήκη της λέξης ομοούσιος (Λατ. consubstantialis) θα αποσαφηνιζόταν πληρέστερα η ενότητα και η ισότητα του Ιησού Χριστού και Υιού με τον Θεό και Πατέρα στον ορισμό της πίστης αναφορικά με τη χριστιανική Θεότητα. Ο Κωνσταντίνος ήταν πιθανώς εξοικειωμένος με την ιδέα της «μίας υπόστασης» ή της «ίδιας ουσίας» από την ανάγνωση των έργων του Βορειοαφρικανού χριστιανού φιλοσόφου Λακτάντιου και της παγανιστικής φιλοσοφίας, και από τις συζητήσεις του με τον Όσιο και άλλους ορθόδοξους θεολόγους. Ο Κωνσταντίνος αντιλήφθηκε ότι αυτός ο όρος θα μπορούσε να αποτελεί λύση στην ενδοεκκλησιαστική θεολογική διαμάχη. Αν θα έπειθε τον αναγνωρισμένο εκκλησιαστικό ιστορικό και Βιβλικό σχολιαστή Ευσέβιο από την Καισάρεια να αποδεχτεί αυτή τη λέξη, πίστευε ότι κατείχε τη φόρμουλα που θα μπορούσε να ενώσει την πλειονότητα των επισκοπικών ηγετών σε κοινή συναίνεση και να απομονώσει ως αίρεση τη μειονότητα των ακραίων αρειανών. Ο Ευσέβιος, όμως, ο οποίος σεβόταν τον αυτοκράτορα και το θρησκευτικό του όραμα, δεν έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια για τον ομοοουσιανό όρο, αν και ήξερε ότι σημαντικοί Ανατολικοί και Δυτικοί θεολόγοι είχαν μόλις πρόσφατα αρχίσει να χρησιμοποιούν τον όρο για να εξηγήσουν την πολύπλοκη φύση και οικονομία του χριστιανικού Θεού. Συνεπώς, συμφώνησε με αβρότητα στην πρόταση του αυτοκράτορα.

Οι πολιτικοί στόχοι του χριστιανού αυτοκράτορα και η πραγματιστική πολιτική των επισκόπων ενοποιήθηκαν σε αυτό το σημείο ώστε να παραχθεί ένας θεολογικός συμψηφισμός. Ο Όσιος ανταποκρίθηκε άμεσα σε αυτή την ευτυχή εξέλιξη και διόρισε μια επιτροπή για να συντάξει μια δήλωση πίστης με βάση τα βαπτιστήρια σύμβολα πίστης, η οποία όμως θα ενσωμάτωνε αντιαρειανές φράσεις. Μέσα σε λίγες μέρες η επιτροπή παρήγαγε τη δήλωση που είναι γνωστή πλέον ως Σύμβολο Πίστης της Νίκαιας, περιλαμβανομένων και των αντιαρειανών αναθεμάτων.

Ο Όσιος και ο Κωνσταντίνος έκαναν γνωστό ότι ανέμεναν από όλους τους επισκόπους που ήταν παρόντες να αποδεχτούν και να υπογράψουν τη δήλωση αυτή ως το επίσημο σύμβολο πίστης της καθολικής εκκλησίας. Η μεγάλη πλειονότητα των επισκόπων που συμμετείχαν ήταν έτοιμοι να το αποδεχτούν άμεσα. Όμως, μερικοί από τους υποστηρικτές του Αρείου δεν ήταν χαρούμενοι ούτε με τον ομοουσιανό όρο ούτε με τα αντιαρειανά αναθέματα. Έτσι, ο Κωνσταντίνος ανέλαβε μέσω ερωτήσεων και ερμηνειών να δώσει εξηγήσεις σχετικά με τις λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν στο σύμβολο πίστης. Ο αυτοκράτορας είχε προετοιμαστεί προσεκτικά πριν τη σύνοδο στη Νίκαια συλλέγοντας θεολογικά κείμενα και κάνοντας συζητήσεις με κληρικούς επί των θεμάτων αυτών, και έτσι ήταν έτοιμος να κάνει δημόσιο διάλογο με τους επισκόπους ως ίσος προς ίσο αναφορικά με τις βασικές χριστιανικές διδασκαλίες. Εξήγησε ότι η ομοουσιότητα του Πατέρα και του Γιου δεν πρέπει να κατανοηθεί με υλική έννοια αλλά ότι μάλλον πρέπει να ειδωθεί με πνευματική έννοια, που σημαίνει ότι η κοινή ουσία που κατέχουν από κοινού αποσκοπεί στο να τους διαχωρίσει από την δημιουργημένη τάξη.

Ο Ευσέβιος Καισαρείας και άλλοι μετριοπαθείς αρειανοί αποδέχτηκαν αυτή την παρεμβολή, και παραδέχτηκαν επίσης ότι οι αναθεματισμένες φράσεις δεν εμφανίζονταν στις Γραφές και ότι, στην πραγματικότητα, συγκρούονταν με πολλά κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Όταν ο επιφανής Καισαρειανός λόγιος συμφώνησε να κάνει δεκτό το σύμβολο πίστης —καθώς είχε ήδη καταστεί σαφές ότι μόνο με αυτό τον τρόπο θα μπορούσε κανείς να διατηρήσει το επισκοπικό του αξίωμα—, ο Ευσέβιος Νικομήδειας, ο Θέογνις Νικαίας και οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους αρειανούς ενέδωσαν με τη σειρά τους. Ο magister officiorum του αυτοκράτορα περιέφερε τη δήλωση πίστης μέσα στην αίθουσα και όλοι οι επίσκοποι —εκτός από δύο ισόβιoυς φίλους του Άρειου τον Θεωνά Μαρμαρικής και τον Σεκούνδο Πτολεμαΐδας— την υπέγραψαν. Ο Άρειος και οι δύο επίσκοποι της Αιγύπτου εξορίσθηκαν στην Ιλλυρία, ενώ τρεις μήνες αργότερα τους ακολούθησαν ο Ευσέβιος Νικομηδείας και ο Θέογνις Νικαίας. Καθώς το 328 ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος άλλαξε γνώμη σχετικά με το ζήτημα της «ομοουσιότητας», ο Άρειος και οι επίσκοποι Σεκούνδος και Θέογνις επέστρεψαν θριαμβευτικά στις εκκλησίες τους το 336.[64] Λίγο αργότερα ο Άρειος έχασε τη ζωή του.[65] Παρ' όλα αυτά, οι ενδοχριστιανικές έριδες δεν έπαψαν, στα χρόνια που ακολούθησαν.

Οι αποφάσεις της συνόδου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα ζητήματα που αντιμετωπίστηκαν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο βασικός λόγος σύγκλησης της Α΄ Οικουμενικής συνόδου ήταν η αντιμετώπιση από το σύνολο του πληρώματος της εκκλησίας -εξ ου και η παράσταση πλην του ιερού κλήρου και λαϊκών- με κύριο ρόλο τη συμβουλή σε ζητήματα θεολογικού περιεχομένου. Επί τη ευκαιρία όμως της σύγκλησης της συνόδου, αντιμετωπίστηκε πληθώρα ζητημάτων, τα οποία υπήρχαν στο εσωτερικό της εκκλησίας, που άλλοτε δημιούργησαν έριδες ή υπήρχαν δυνατότητες στο μέλλον να δημιουργήσουν νέα προβλήματα.

Έτσι, καθώς το κρίσιμο ζήτημα του αρειανισμού είχε αντιμετωπιστεί από τις τοπικές συνόδους της Αλεξανδρείας και της Αντιοχείας, δεν έγινε καμία σχετική αναφορά στους κανόνες της Συνόδου της Νίκαιας, αλλά υπήρξε η αντιμετώπιση του Κολλουθιανού και Μελιτιανού σχίσματος, του Νοβατιανισμού αλλά και γενικότερων θεμάτων, όπως της μετάνοιας όπου πάρθηκαν αυστηρότερα ποιοτικά μέτρα και ο εορτασμός του Πάσχα, για τον οποίο επετεύχθη κοινή συμφωνία μεταξύ των παρευρισκομένων. Ένα σημαντικότατο βήμα επίσης επιτελέστηκε σχετικά με τη διοικητική οργάνωση της εκκλησίας σε οικουμενικό επίπεδο με της εισαγωγή του μητροπολιτικού συστήματος. Το σημαντικότερο όμως βήμα της συνόδου ήταν το Σύμβολο της Νίκαιας, ένα σύντομο κείμενο που πιστεύεται ότι μπορεί να βασίστηκε σε βαπτιστήριο σύμβολο της εκκλησίας των Ιεροσολύμων, με ορισμένες τροποποιήσεις που στηρίχθηκαν πάνω στην αντιμετώπιση των αρειανικών δογμάτων.

Εικόνα που παρουσιάζει την Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας (325). Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Α' στο κέντρο, περιτριγυρισμένος από Εκκλησιαστικούς Πατέρες. Ο ρόλος περιέχει το πρώτο μισό του Συμβόλου Πίστεως Νίκαιας-Κωνσταντινούπολης (381) με τη μορφή που χρησιμοποιείται στη Θεία Λειτουργία («πιστεύω» αντί «πιστεύομεν»).

Συνοπτική παράθεση των ιερών Κανόνων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Κανόνας Α΄: Καταδικάζει τη συνήθεια του οικειοθελούς ευνουχισμού και απαγορεύει τη χειροτονία ευνουχισμένων, πλην όσων για ιατρικούς λόγους ή λόγω βασανιστηρίων εξετμήθησαν.
  • Κανόνας Β΄: Απαγορεύει τη χειροτονία ως κληρικών στα νέα μέλη (νεόφυτοι) της εκκλησίας.
  • Κανόνας Γ΄: Καταδικάζει τη συνήθεια των κληρικών όλων των βαθμών να συζούν με νεαρές γυναίκες τις οποίες δεν είχαν παντρευτεί (συνείσακτοι).
  • Κανόνας Δ΄-Ε΄: Εισάγεται το «μητροπολιτικό σύστημα», το οποίο ίσχυε στην οργάνωση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, και καθορίζουν την αρμοδιότητα της επαρχιακής συνόδου στη χειροτονία των επισκόπων.
  • Κανόνας ΣΤ΄: Αναγνωρίζει κατ' εξαίρεση το αρχαίο έθος της συγκεντρωτικής δικαιοδοσίας του επισκόπου της Αλεξάνδρειας στις εκκλησίες της Αιγύπτου, Λιβύης και Πεντάπολης —όπως συνέβαινε και με την εκκλησία της Ρώμης—, ενώ εξαιρεί τη Ρώμη και την Αντιόχεια από το γενικό μέτρο του μητροπολιτικού συστήματος.
  • Κανόνας Ζ΄: Ορίζεται ότι ο επίσκοπος Αιλίας (δηλ. Ιερουσαλήμ) να είναι ο επόμενος στη σειρά απόδοση τιμών.
  • Κανόνας Η΄: Ορίζει τον τρόπο επιστροφής στην εκκλησία της Αιγύπτου των λεγόμενων «Καθαρών» (Μελιτιανό σχίσμα).
  • Κανόνας Θ΄: Αναφέρεται στην συνήθη περίπτωση χειροτονίας πρεσβυτέρων των οποίων δεν εξετάστηκαν τα προσόντα ή οι οποίοι δεν παραμένουν άμεμπτοι.
  • Κανόνας ΙΑ΄-ΙΒ΄: Καθορίζεται η μετάνοια των πεπτωκότων, με αυστηρότερα κριτήρια.
  • Κανόνας ΙΓ΄: Δέχεται ότι είναι δυνατόν να παρασχεθεί Θεία Ευχαριστία επί της επιθανατίου κλίνης.
  • Κανόνας ΙΔ΄: Ορίζεται η μετάνοια των πεπτωκότων κατηχουμένων.
  • Κανόνας ΙΕ΄-ΙΣΤ΄: Καταδικάζεται η επιδίωξη κληρικών για μετάθεση σε άλλες εκκλησίες.
  • Κανόνας ΙΖ΄: Καταδικάζει την πλεονεξία και αισχροκέρδεια των κληρικών που προέρχεται από τον έντοκο δανεισμό.
  • Κανόνας ΙΗ΄: Απαγορεύει στους διακόνους να μεταδίδουν και να αγγίζουν τη Θεία Ευχαριστία πριν από τους πρεσβυτέρους, και δεν επιτρέπεται το να κάθονται μεταξύ των πρεσβυτέρων.

Επιπρόσθετα καθορίστηκε η κοινή ημέρα εορτασμού του Πάσχα.

Το σύμβολο της Νίκαιας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η διαμόρφωσή του και η ομοουσιότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Σύμβολο της Νίκαιας, αποτέλεσε την επιτομή των ενεργειών αντιμετώπισης του αρειανισμού, στην προσπάθεια σύνταξης της αυθεντικά βιούμενης πίστης και της διαχρονικής συνειδήσεως για την περιφρούρηση της αποστολικής παραδόσεως της εκκλησίας. Το σύμβολο της Νίκαιας κατά βάση ήταν ένα σύντομο κείμενο βαπτιστήριου συμβόλου, το οποίο προσαρμόστηκε στα δεδομένα της αντιμετώπισης της Αρειανικής διδασκαλίας. Η συνείδηση αυτή σε κάθε εκκλησία αντικατοπτριζόταν από το εκάστοτε τοπικό βαπτιστήριο σύμβολο. Έτσι το Σύμβολο της Νίκαιας στόχο είχε να εκφράσει το φρόνημα όλων των ανά την οικουμένη τοπικών εκκλησιών, με κύρια όμως βάση την οριοθέτηση της αποστολικής ορθοδοξίας έναντι των κακοδοξιών της αρειανικής διδασκαλίας.

Το βαπτιστήριο σύμβολο όμως που επιλέχθηκε αποτέλεσε θέμα έρευνας και αντικρουόμενων απόψεων. Έτσι οι F.Hort, A.E.Burn και Α.von Harnack υποστήριξαν, με ισχυρά επιχειρήματα, πως βάση του συμβόλου ήταν το βαπτιστήριο σύμβολο της Καισαρείας, το οποίο ο Ευσέβιος Παμφίλου έθεσε ενώπιον των επισκόπων για να δείξει τη μεταμέλειά του. Η δεύτερη που προβλήθηκε από τον H.Lietzmann, αλλά και τους Β.Φειδά και Β.Στεφανίδη ήταν πως βάση αποτέλεσε το χαμένο βαπτιστήριο σύμβολο της εκκλησίας των Ιεροσολύμων, που την ακριβή μορφή του δε γνωρίζουμε, αλλά είχε παρεμφερή με της παράθεση του Κυρίλλου Ιεροσολύμων κατά τα μέσα του 4ου αιώνα. Επίσης μερίδα θεολόγων υποστήριξε πως είναι μια σύνθεση βαπτιστηρίων συμβόλων, όπως ο Ιω.Καρμίρης. Η επικρατούσα σήμερα άποψη η οποία στηρίζεται σε ισχυρά επιχειρήματα είναι πως τελικά υιοθετήθηκε το απωλεσθέν βαπτιστήριο σύμβολο των Ιεροσολύμων με ορισμένες διορθώσεις προς την κατεύθυνση της αντιμετώπισης του Αρειανισμού, ιδίως δε προς τον όρο ομοούσιος. Σε αυτήν την περίπτωση βεβαίως υπάρχει η αποδοχή πως τα βαπτιστήρια σύμβολα της Αλέξανδρος Α΄ Αλεξανδρείας (320) και Αντιοχείας (325), που περιείχαν θέσεις κατά του Αρειανισμού, υπήρξαν συνεπικουρικά προς το σύμβολο που υιοθετήθηκε με βάση το σύμβολο των Ιεροσολύμων, όμως τόσο η πικρία του Ευσεβίου που εκφράζεται για την αλλοίωση του περιεχομένου βαπτιστηρίου συμβόλου της Καισαρείας με τις μικρές αλλά ουσιαστικές προσθήκες σχετικά με τους όρους «γεννηθέντα ου ποιηθέντα», «εκ της ουσίας» και «ομοούσιον τω Πατρί», αλλά και με βάση ότι το Σύμβολο της Καισαρείας άφηνε με τις διατυπώσεις του τη δυνατότητα παρερμηνειών προς τις θέσεις των Αρειανοφρόνων, σήμερα κατατείνει προς αυτήν την κατεύθυνση.

Το κρίσιμο σημείο όμως που εστιάζεται στο σύμβολο, αναμφισβήτητα είναι ο όρος ομοούσιος. Ο Ευσέβιος αποδίδει μάλιστα τον όρο αυτό στον Κωνσταντίνο, που συνάγεται ότι η πρόταση αυτή προήλθε από τον σύμβουλό του Όσιο Κορδούης. Αναμφίβολα ο Κορδούης έπαιξε σημαντικό ρόλο στην καταδίκη του αρειανισμού, αλλά σήμερα κρίνεται αδύνατο να θεωρηθεί ως ο εισηγητής του όρου. Ο Φιλοστόργιος, υποδεικνύει τον Αλέξανδρο Α΄ Αλεξανδρείας,[66] μια περιγραφή που αποδίδει περισσότερο βεβαίως τα προσυνοδικά δεδομένα. Παρά όμως τις σημαντικές πρωτοβουλίες του Αλεξάνδρου, δύσκολα θα μπορούσε να επιβάλει στο σύνολο του σώματος των επισκόπων όσα οι αρειανόφρονες του απέδωσαν, χωρίς όμως ο ίδιος να απέχει από την καθοριστική συμβολή στον ορισμό του ομοουσίου. Η πραγματικότητα όμως φαίνεται να βρίσκεται στη γραμματεία του Ευσεβίου. Ότι η απόφαση προφανώς αποτέλεσε καρπό μακράς θεολογικής συζητήσεως όχι μόνο κατά τη διάρκεια της συνόδου με την επίκληση παλαιοτέρων συγγραφέων, όπως του Ωριγένη, αλλά και παλαιότερης προβληματικής της θεολογικής έρευνας που δείχνει ότι ο όρος αυτός «από τον Β΄ αι., εχρησιμοποιείτο» και «η έννοια του ήτο κτήμα της προ της Νικαίας παραδόσεως, η δε Α΄ Οικ. Σύνοδος δεν έπραξεν άλλο ει μη να τον καθιέρωση οριστικώς κατά της αιρέσεως του Αρείου.»[67] Σε αυτήν την προσπάθεια όμως ο μόνος πραγματικά ικανός για την πρόταση και την ορθή θεμελίωση αυτή, λόγω της διάθεσης του σχετικού υλικού ήταν ο Αλεξανδρείας Αλέξανδρος. Αυτή η κεφαλαιώδης διαμόρφωση του θεολογικού ορισμού της λέξης «ομοούσιος» στη σύνοδο της Νίκαιας, αντί να διευθετήσει το ζήτημα, προκάλεσε πιο έντονες διαμάχες και ακόμη μεγαλύτερη σύγχυση ως προς τη διατύπωση των θεωριών για τη σχέση του Υιού με τον Πατέρα, στο μέτρο που η διατυπωθείσα σχέση ήταν διαφορετική από την ορθόδοξη πίστη.[68]

Το σύμβολο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πιστεύω εις ένα Θεόν, Πατέρα, Παντοκράτορα, ποιητήν ουρανού και γής, ορατών τε πάντων και αοράτων.

Και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν, τον Υιό του Θεού τον Μονογενή, τον εκ του Πατρός γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων.

Φως εκ φωτός, Θεόν αληθινόν, εκ Θεού αληθινού γεννηθέντα, ου ποιηθέντα, ομοούσιον τω Πατρί, δι’ ου τα πάντα εγένετο.

Τον δι’ ημάς τους ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν κατελθόντα εκ των ουρανών, και σαρκωθέντα εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου και ενανθρωπήσαντα.

Σταυρωθέντα τε υπέρ ημών επί Ποντίου Πιλάτου, και παθόντα και ταφέντα.

Και αναστάντα τη τρίτη ημέρα κατά τας Γραφάς.

Και ανελθόντα εις τους ουρανούς και καθεζόμενον εκ δεξιών του Πατρός.

Και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς, ου της βασιλείας ουκ έσται τέλος.

Και εις το Πνεύμα το ‘Αγιον, το κύριον, το ζωοποιόν, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, το συν Πατρί και Υιώ συμπροσκυνούμενον και συνδοξαζόμενον, το λαλήσαν διά των προφητών.

Εις μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν.

Ομολογώ εν βάπτισμα εις άφεσιν αμαρτιών.

Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών.

Και ζωήν του μέλλοντος αιώνος.

Αμήν

Πιστεύομεν εἰς ἕνα Θεὸν Πατέρα παντοκράτορα, πάντων ὁρατῶν τε και ἀοράτων ποιητήν.

Πιστεύομεν εἰς ἕνα κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν υἱὸν τοῦ θεοῦ, γεννηθέντα ἐκ τοῦ πατρὸς μονογενῆ, τοὐτέστιν ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ πατρός, θεὸν ἐκ θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα, οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ πατρί, δι' οὗ τὰ πάντα ἐγένετο, τά τε ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, τὸν δι' ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα καὶ σαρκωθέντα καὶ ἐνανθρωπήσαντα, παθόντα, καὶ ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, καὶ ἀνελθόντα εἰς τοὺς οὐρανούς, καὶ ἐρχόμενον κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς.

Καὶ εἰς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.

Τοὺς δὲ λέγοντας, ὅτι ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν, καὶ πρὶν γεννηθῆναι οὐκ ἦν, καὶ ὅτι ἐξ ἑτέρας ὑποστάσεως ἢ οὐσίας φάσκοντας εἶναι, [ἢ κτιστόν,] τρεπτὸν ἢ ἀλλοιωτὸν τὸν υἱὸν τοῦ θεοῦ, [τούτους] ἀναθεματίζει ἡ καθολικὴ [καὶ ἀποστολικὴ] ἐκκλησία.

Σημαντικής θεολογικής αξίας είναι και «η περίφημος "έκθεσις της πίστεως" του Γρηγορίου του Θαυματουργού, εν τη οποία εν συνόψει τονίζονται όλα τα σημεία του τριαδολογικού δόγματος της Εκκλησίας»[69] και η οποία διατυπώθηκε περί τα μέσα του Γ΄ αιώνα μ.Χ. «Γρηγόριος ο Θαυματουργός, προλαμβάνων ουσιωδώς το Σύμβολον, όπερ εθεσπίσθη εις Νίκαιαν, είχε παρουσιάσει ουτωσί εις την Έκθεσιν πίστεως την πίστιν της Εκκλησίας εις το τριαδικόν δόγμα»:[70]

«Εις Θεός, Πατήρ Λόγου ζώντος, σοφίας υφεστώσης, και δυνάμεως και χαρακτήρος αϊδίου. Τέλειος τελείου γεννήτωρ. Πατήρ Υιού μονογενούς. Εις Κύριος, μόνος εκ μόνου. Θεός εκ Θεού χαρακτήρ και εικών της θεότητος, λόγος ενεργός. Σοφίας της των όλων συστάσεως περιεκτική· και δύναμις της όλης κτίσεως ποιητική. Υιός αληθινός, αληθινού Πατρός, αόρατος αοράτου και άφθαρτος αφθάρτου και αθάνατος αθανάτου, και αΐδιος αϊδίου. Και έν πνεύμα άγιον, εκ Θεού την ύπαρξιν έχον και δια Υιού πεφηνός, δηλαδή τοις ανθρώποις· εικών του Υιού· τελείου τελεία ζωή, ζώντων αιτία πηγή αγία· αγιότης, αγιασμού χορηγός. Εν ω φανερούται Θεός ο Πατήρ, ο επί πάντων και εν πάσι και Θεός ο Υιός, ο δια πάντων. Τριάς τελεία, δόξη και αϊδιότητι και βασιλεία, μη μεριζομένη, μηδέ απαλλοτριουμένη. Ούτε ουν κτιστόν τι, ή δούλον εν τη Τριάδι- ούτε επείσακτον, ως πρότερον μεν ουκ υπάρχον, ύστερον δε επεισελθόν. Ούτε ουν ενέλιπέ ποτέ Υιός Πατρί, ούτε Υιώ το Πνεύμα αλλ' άτρεπτος και αναλλοίωτος, η αυτή Τριάς αεί[71]».

Βλέπε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υποσημειώσεις και παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υποσημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Επίσης, ο ιστορικός Foakes-Jackson αναφέρει: «Οι επίσκοποι άρχισαν να παρουσιάζουν τα πολυάριθμα αιτήματά τους στον Αυτοκράτορα αναφέροντας τις πικρίες τού ενός προς τον άλλον· αλλά ο Κωνσταντίνος τα συγκέντρωσε όλα μαζί και τα έκαψε στις φλόγες, έτσι ώστε ο κόσμος να μην γνωρίσει ότι χριστιανοί επίσκοποι είχαν διαφορές μεταξύ τους[13]». Ο Σωζομενός αναφέρει: «Οἷα δὲ φιλεῖ γίνεσθαι, πολλοὶ τῶν ἱερέων, ὡς ὑπὲρ ἰδίων πραγμάτων ἀγωνίσασθαι συνελθόντες, καιρὸν ἔχειν ἐνόμισαν τῆς τῶν λυπούντων διορθώσεως· καὶ περὶ ὧν ἕκαστος τὸν ἄλλον ἐμέμφετο, βιβλίον ἐπιδοὺς βασιλεῖ τὰ εἰς αὐτὸν ἡμαρτημένα προσήγγελλεν. Επεὶ δὲ ἐφ΄ ἑκάστης εὐχερῶς τοῦτο συνέβαινε, προσέταξεν ὁ βασιλεὺς εἰς ῥητὴν ἡμέραν ἕκαστον περὶ ὧν ἐνεκάλει δῆλον ποιεῖν. Αφικομένης δὲ τῆς προθεσμίας τὰ ἐπιδοθέντα βιβλία δεξάμενος αὗται μέν, ἔφη· «Αἱ κατηγορίαι καιρὸν οἰκεῖον ἔχουσι τὴν ἡμέραν τῆς μεγάλης κρίσεως, δικαστὴν δὲ τὸν μέλλοντα πᾶσι τότε κρίνειν· ἐμοὶ δὲ οὐ θεμιτὸν ἀνθρώπῳ ὄντι τοιαύτην εἰς ἑαυτὸν ἕλκειν ἀκρόασιν, ἱερέων κατηγορούντων καὶ κατηγορουμένων, οὓς ἥκιστα χρὴ τοιούτους ἑαυτοὺς παρέχειν, ὡς παρ΄ ἑτέρου κρίνεσθαι. ἄγε οὖν μιμησάμενοι τὴν θείαν φιλανθρωπίαν ἐν τῇ πρὸς ἀλλήλους συγγνώμῃ ἀπαλειφθέντων τῶν κατηγορουμένων σπεισώμεθα καὶ τὰ περὶ τῆς πίστεως σπουδάσωμεν, οὗ ἕνεκεν δεῦρο συνεληλύθαμεν». Ταῦτα εἰπὼν ὁ βασιλεὺς τὴν ἑκάστου γραφὴν ἀργεῖν καὶ τὰ βιβλία καυθῆναι προσέταξε[14]».
  2. «Τον τέταρτο αιώνα οι Σύνοδοι έγιναν ένα κοινό μέσο, το οποίο εθεωρείτο ως το μόνο κατάλληλο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων εκείνων που ήσαν συζητήσιμα. Με την προσπάθεια αυτή όμως ένας νέος παράγων παρουσιάζεται στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, ένας παράγων σημαντικός για την μετέπειτα ιστορία της εξελίξεως των σχέσεων μεταξύ των πνευματικών και υλικών δυνάμεων. Ήδη από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου το Κράτος έπαιρνε μέρος στις θρησκευτικές φιλονικίες, διευθύνοντας τες κατάλληλα. Φυσικά, πολλές φορές, τα συμφέροντα του Κράτους δεν συνέπιπταν με τα συμφέροντα της Εκκλησίας[16]».
  3. «Είναι αρκετά λογικό το ότι ο Κωνσταντίνος απέφυγε να πάρει θεολογικές αποφάσεις ή αποφάσεις που αφορούσαν την καταλληλότητα ενός επισκόπου. Η σύγκληση εκκλησιαστικής συνόδου αποτελούσε έναν τρόπο για να καταστήσει βέβαιο ότι τα θρησκευτικά ζητήματα θα αποφασίζονταν από την θρησκευτική εξουσία. Αλλά ο αυτοκράτορας δεν αποποιούνταν το δικαίωμα που του παρείχε η πολιτική εξουσία να τιμωρεί (για παράδειγμα, εξορίζοντας καταδικασμένους επισκόπους) ή το αντίστοιχο δικαίωμα να συγχωρεί[19]». «Οι [θεολογικές] διαφορές ήταν κάτι το φυσικό μέσα σε εκείνο τον κόσμο, αλλά πλέον ο αυτοκράτορας με "ουράνια" εντολή για "τη διακυβέρνηση όλων των επίγειων πραγμάτων" ήταν αποφασισμένος να αλλάξει τον κόσμο. Για τον Κωνσταντίνο, οι θρησκευτικές διαφορές αποτελούσαν εμπόδιο στην εξουσία που υποκαθιστούσε τον Μαξέντιο και τον Λικίνιο. Κατ' αυτόν τον τρόπο, η επιλογή ("αίρεση") τού να είναι κάποιος θρησκευτικά διαφορετικός προσδιορίσθηκε ως προδοσία, ως πολιτικό έγκλημα. [...] Ο πλέον απόλυτος και μοναδικός Καίσαρας, επιδεικνύοντας εξουσία την οποία κανείς δεν είχε ασκήσει ποτέ προηγουμένως, συγκέντρωσε τους επισκόπους της Εκκλησίας σε μια συνάντηση στην οποία επρόκειτο να προεδρεύσει ο ίδιος. [...] Δεν θα τους επέτρεπε [τους επισκόπους] να φύγουν μέχρι να κάνουν για την Εκκλησία εκείνο που ίδιος έκανε για την αυτοκρατορία[20]». «Η αποφασιστικότητα του Κωνσταντίνου και των επισκόπων να λύσουν τις θεολογικές διαφορές μέσω επιβολής εξοριών, που ξεκίνησε στη Νίκαια, εξελίχθηκε ακόμη πιο βίαια από τους επόμενους αυτοκράτορες και επισκόπους, δηλητηριάζοντας για πάντα τις θεολογικές αντιλογίες[21]».
    • «Ο Κωνσταντίνος συνεκάλεσε την πρώτην οικουμενικήν σύνοδον. [...] Τις προήδρευσε της συνόδου; Αναφέρονται τρία ονόματα· ο Αλεξανδρείας Αλέξανδρος, ο Αντιοχείας Ευστάθιος και ο Κορδούης Όσιος. Αλλ' ο Ευσέβιος κάμνει λόγον περί προέδρων δύο ταγμάτων, δεξιού και αριστερού (Βίος Μεγ. Κωνσταντίνου, 3,11 και 12) Εκ του χωρίου τούτου εξάγεται ότι δεν υπήρχεν είς πρόεδρος, δεν υπήρχε κοινός πρόεδρος. Κοινός πρόεδρος ήτο ο αυτοκράτωρ. [...] Μετά την πρώτην οικουμενικήν σύνοδον ο Μέγας Κωνσταντίνος εγκατέλειψε τον όρον "ομοούσιος" και ενεκαινίασε συμβιβαστικήν πολιτικήν. Εις την μεταβολήν ταύτην επείσθη δια των επομένων δύο επιχειρημάτων· ότι ήτο δυνατόν να υπάρξη ορθοδοξία άνευ του όρου "ομοούσιος" και ότι ούτω θα συνεβιβάζοντο οι Αρειανοί και θα αποκαθίστατο η ειρήνη[29]».
    • «Το 325 ο Κωνσταντίνος προέδρευσε στην πρώτη μεγάλη οικουμενική σύνοδο (γενική) της Χριστιανικής εκκλησίας[30]».
    • «Ο Κωνσταντίνος παρενέβη στα εκκλησιαστικά ζητήματα για να επιτύχει την ενότητα· προέδρευσε στην πρώτη οικουμενική σύνοδο τη εκκλησίας στη Νίκαια το 325[31]».
    • «(325), the first ecumenical council of the Christian church, meeting in ancient Nicaea (now Iznik, Tur.). It was called by the emperor Constantine I, an unbaptized catechumen, or neophyte, who presided over the opening session and took part in the discussions[32]».
    • «Οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες είχαν πρότερα διεκδικήσει τον τίτλο pontifex maximus, που σημαίνει αρχιερέας των επικυρωμένων από το κράτος παγανιστικών λατρειών. It was natural that once they had become Christian, they should claim similar power in the church, not as priests, but as protectors, enforcers, and legitimators. Constantine’s calling of the Council of Nicaea and his enforcement of its decrees was a case in point. Above all, the emperors wished to maintain a voice in appointments to high church office[33]».
    • «To this presidency of the emperor or of his commissioners the acts of the councils and the Greek historians often refer. Even Pope Stephen V. (a.d. 817) writes, that Constantine the Great presided in the council of Nice. According to Eusebius, he introduced the principal matters of business with a solemn discourse, constantly attended the sessions, and took the place of honor in the assembly. His presence among the bishops at the banquet, which he gave them at the close of the council, seemed to that panegyrical historian a type of Christ among his saints! This prominence of Constantine in the most celebrated and the most important of all the councils is the more remarkable, since at that time he had not yet even been baptized[34]».
    • «Εκείνη η σύνοδος άρχισε αργά την άνοιξη του 325 στη Νίκαια. [...] Ο Άρειος, ο οποίος ήταν ακόμη πρεσβύτερος, ήταν εκεί για να εκπροσωπήσει την δική του θέση. Επίσης παρόντες ήταν ένας διάκονος από την Αλεξάνδρεια ονόματι Αθανάσιος (περ. 300-373), ο οποίος θα γινόταν ένας σημαντικός υπερασπιστής των αποφάσεων τη συνόδου. Ο Σίλβεστρος, επίσκοπος Ρώμης, δεν ήταν παρών αλλά εκπροσωπείτο από δύο πρεσβύτερους. Άλλοι επίσκοποι ήλθαν από την Γαλατία, την Ισπανία, την Αφρική και τη Συρία. Ο Ιάκωβος της Νίσιβης συμμετείχε επίσης, όπως επίσης και κάποιος που αναφερόταν απλά ως Ιωάννης, επίσκοπος της Ινδίας και της Περσίας. Η μεγάλη πλειονότητα των συμμετεχόντων προερχόταν από τις Ελληνόφωνες εκκλησίες της Παλαιστίνης, της Μικράς Ασίας και της Ελλάδας, περιοχές οι οποίες ευρίσκονταν παλαιότερα υπό την εξουσία του Λικινίου. Ο Κωνσταντίνος προέδρευσε στις διαδικασίες ολόκληρης της συνόδου, υποστηριζόμενος από τον προσωπικό του σύμβουλο, επίσκοπο Όσιο της Κόρδοβα από την Ισπανία[35]».
    • «This was the calling of the first ecumenical council, the Council of Nicaea. It met for the first time in 325, nearly 300 bishops being present, and Constantine presided over it[36]».
    • «Η εκκλησία διεξήγαγε την πρώτη της οικουμενική σύνοδο για να διευθετήσει δογματικές και εκκλησιαστικές συγκρούσεις: τη Σύνοδο της Νίκαιας το 325. Ο Κωνσταντίνος την συγκάλεσε και προέδρευσε. [...] Καλύτερα ή χειρότερα, ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος προέδρευσε σε μία οικουμενική σύνοδο και επέβαλε τις δογματικές της αποφάσεις. Αλλά αυτό η΄ταν μόνο η αρχή της μεγάλης αμφιβολίας σχετικά με τον Υιό του Θεού και την Τριαδικότητα. Στόχευε να εξαλείψει την Αριανή διαμάχη, αλλά αντίθετα έγινε ο καταλύτης της. Η έκρηξη έγινε αφότου οι επίσκοποι έφυγαν από τη σύνοδο το 325. Άρχισαν να ασχολούνται και να συζητούν για το τι είχε επιτευχθεί και επικοινωνούσαν μεταξύ τους για αυτό. Σύντομα έγινε εμφανές ότι η γλώσσα της απόφασης που είχε προάγει η σύνοδος ήταν διφορούμενη και, όπως οι Γραφές, μπορούσε να ερμηνευθεί με πολλούς τρόπους-μερικοί από αυτούς αιρετικοί. Constantine became convinced that the council had not finished its work and that it had, in fact, written the wrong wording into the creed. He wanted to take it all back and rewrite it[37]».
    • «Accordingly, Constantine's interest in consolidating his political power intersected with his interest in establishing a single system of belief for all Christians. Clearly, however, Christians were not in fact agreed on matters of religious belief. In 325 Constantine presided over a major church council that brought together bishops from all over the empire to settle the question of orthodox belief for Christians[38]».
    • «Ο Άρειος αφορίστηκε από μια σύνοδο της Εκκλησίας στην Αλεξάνδρεια περίπου το 320 και εξορίστηκε στην επαρχία της Ιλλυρίας στα σύνορα του Δούναβη. Οι οπαδοί του πολλαπλασιάστηκαν, όμως· the concept of a son subordinate to his father was readily understood by rank-and-file Christians as a practical and sensible explanation of their relationship. Many other debates were festering—on the doctrine of grace, on atonement and the readmission of the lapsed, on the nature of the sacraments— but the bitter arguments over the Trinity persuaded Constantine to call the first general council of the Church at Nicaea in 325 in order to impose some discipline on the newly imperial faith. The councils major task was to agree on a creed, a concise and formal statement of belief. It met in an imperial palace under imperial auspices, and Constantine presided over its opening session. Its delegates—traditionally 318 in number but probably no more than 250—were dominated by anti-Arian Alexandrines. The pope, Sylvester I, did not attend, and the two legates representing Rome had little influence on the outcome; the bishops of Cordoba and Lyons were among a mere handful of Western bishops. Like much else, it was dominated by Easterners[39]».
    • «The nomocanones and the commentaries of the canonists advertised the fact that church and state went together. The two were interdependent and it was generally believed that the one could not exist without the other. [...] The monks, throughout the empire's history, were usually the first to complain about an emperor's interference in the affairs of the church. It was in this realm of thought that the Byzantines found most room for debate. Here again the tone was set by Constantine. As the first Christian emperor he saw it as his imperial duty to regularise the affairs of his Christian subjects, to incorporate their society within the framework of empire. They must be made to arrive at a uniformly and universally agreed form of their creed. Either Arius was right or he was wrong. The only way to find out was to convene the Bishops of the church and seek the guidance of the Holy Spirit in common council. The Council of Nicaea in 325 was summoned by Constantine and presided over by him. Its procedure and protocol were modelled on that of the Roman senate. The emperor presided as princeps; the deputy of the Bishop of Rome, still the capital of the empire, took the place of the princeps senatus[40]».
    • «Ο Αυτοκράτορας ακολούθως άλλαξε τον τόπο σε αυτόν της Νίκαιας, κοντά στη Νικομήδεια, ελπίζοντας στην αποφυγή ενό διχαστικού αποτελέσματος. Η Σύνοδος συνήλθε στο αυτοκρατορικό παλάτι under imperial auspices. Ο Κωνσταντίνος προέδρευε στην εναρκτήρια συνεδρίαση [...] Based on a traditional Syrian or Palestinian creed, the Creed of Nicaea became entirely distinctive because of its technical language and solemn curses (anathemas). Apparently Arius could agree to any statement using solely biblical language. Constantine supported the introduction of the word "consubstantial"—probably suggested by a Western bishop. "Consubstantial" (homoousios) had been introduced to Christian theology by Gnostics who believed that the heavenly powers shared in the divine fullness. Similarly Origen probably applied it to the Son as a true offspring of the Father, but later bishops had been unhappy about its implications. For many at Nicaea it probably implied that the Son was no less divine that the Father; that the two were equally divine, as an earthly father and son are equally human. For the Westerners and a few Easterners, Alexander and Athanasius, his personal assistant, Eustathius of Antioch and Marcellus of Ancyra, it meant that Father and Son were one in a single Godhead[41]».
    • «Only six bishops came from west of Rome and the bishop of Rome, already referred to as pope, did not himself attend, sending two deacons in his place. By contrast, the eastern church was represented by between 250 and 300 Greek-speaking bishops. Constantine presided at the meetings and actually took part in the discussions - it was a brave or foolhardy theologian who drew attention to any weaknesses in the imperial arguments. Unlike anyone else at the council Constantine was concerned less with minutiae than with the achievement of unity. His church, as he saw it, must speak with one voice. At one stage he asked Eusebius to prepare a statement of faith that would bring the Orthodox supporters and the Arians together, but the former simply refused to accept anything to which the latter could agree. Having failed to achieve a compromise, Constantine the soldier resorted to force, pressurizing all the bishops, including Eusebius, to accept an amended statement of belief. He succeeded in persuading all but two bishops and Arius himself to sign the statement, after which Arius and his two supporters were excommunicated. Yet it still niggled in Constantine's mind that his church would somehow remain imperfect until he had won Arius over and two years later he extracted a confession of faith from the great heretic. As far as Constantine was concerned, the Church was now unified. Unfortunately, Christian bishops of the fourth century were men of absolute intransigence and in fact the great Arian debate was only just beginning. Nevertheless, the degree of unity achieved at Nicea enabled Constantine to present the council as a considerable achievement, which in some ways it was[42]».
  4. «Ο Κωνσταντίνος [...] άσκησε ισχυρή ηγεσία στην πρώτη γενική σύνοδο: Δεν συγκάλεσε μόνο τη συνάντηση, αλλά επίσης αρχικά προήδρευε σε αυτήν, διεξήγαγε τη συνάντηση στο παλάτι του, προσαγόρευσε τα μέλη, και κατά την ολοκλήρωση της συνάντησης επικύρωσε και κατόπιν δημοσίευσε τα διατάγματά της[47]». «Η δεσποτική παρέμβαση του Κωνσταντίνου "προσέδωσε στο Σύμβολο της Νίκαιας μια μοναδική, απαράβατη θέση", γράφει ο Μπαρνς[21]».
  5. «ουδέ γαρ ταυτομάτου, αλλά θείω νεύματι ο των τοσούτων αριθμός επισκόπων συνεκροτήθη κατά της Αρείου μανίας, αλλά ενόσω αριθμώ ο μακάριος Αβραάμ, τοσαύτας χιλιάδας δια πίστεως κατεστρέψατο[62]».

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Britannica.com - Council of Nicaea
  2. 2,0 2,1 Schaff, σελ. 112-114.
  3. Schaff, σελ. 39.
  4. Schaff, σελ. 44-94.
  5. Ευσέβιος, Εκκλ. Ιστ. 5,19,2
  6. Καρμίρης 1960, σελ. 117.
  7. Φειδάς 2004, σελ. 422.
  8. 8,0 8,1 Odahl 2004, σελ. 194.
  9. Odahl 2004, σελ. 195.
  10. Περί της εν Νικαία Συνόδου
  11. G.Loescheke, A. Wikinhauser
  12. Odahl 2004, σελ. 196.
  13. F.J. Foakes-Jackson, A History of the Christian Church: From the Earliest Times to A.D. 461, Cosimo Classics, 1891/2005, σελ. 306
  14. Σωζομενός, Εκκλησιαστική Ιστορία 1.17.3-5. Βλέπε επίσης The Papacy and the Civil Power υπό Richard Wigginton Thompson, σελ. 306.
  15. Φειδάς 2004, σελ. 427.
  16. Vasiliev 1954, σελ. 76.
  17. 17,0 17,1 Lenski 2005, σελ. 129.
  18. Vasiliev 1954, σελ. 77.
  19. Richard E. Rubenstein, When Jesus Became God: The Struggle to Define Christianity during the Last Days of Rome, Harvest Books, 2000, σελ. 133
  20. James Carroll, Constantine's Sword: The Church and the Jews-A History, Mariner Books, 2001, σελ. 189
  21. 21,0 21,1 Dungan 2006, σελ. 123.
  22. Μεταλληνός 2000, σελ. 23-24.
  23. Μεταλληνός 2000, σελ. 24.
  24. Μπούμης 2002, σελ. 182.
  25. Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, Τόμ. 09, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1966, «Οικουμενικαί Σύνοδοι», στ. 689
  26. Μεταλληνός 2000, σελ. 23.
  27. Vasiliev 1954, σελ. 79.
  28. Καρμίρης 1960, σελ. 115.
  29. Βασίλειος Στεφανίδης, Εκκλησιαστική Ιστορία, 6η εκδ., 1959, Εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 175, 177, 181
  30. World Book Encyclopedia, "Constantine"
  31. "Constantine", Microsoft ® Encarta ® Reference Library 2005
  32. "Council of Nicaea", Britannica 2004
  33. "Church: Ecclesiology", Enclycopedia of Religion Τόμ. 3ος, Gale Thompson, 2005, σελ. 1771
  34. Philip Schaff, History of the Christian Church, Τόμ. 3ος
  35. Dale Irvin & Scott Sunquist, History of the World Christian Movement: Earliest Christianity to 1453, 2001, Orbis Books, σελ. 176
  36. J. M. Roberts, The New History of the World, 2003, Oxford University Press, σελ. 288
  37. Roger E. Olson, The Story of Christian Theology: Twenty Centuries of Tradition & Reform, 1999, InterVarsity Press, σελ. 139, 160
  38. David Chidester, Christianity: A Global History, 2001, HarperOne, σελ. 98
  39. Brian Moynahan, The Faith: A History of Christianity, 2003, Image Publ., σελ. 121
  40. J. H. Burns, The Cambridge History of Medieval Political Thought c.350-c.1450, 1991, Cambridge University Press, σελ. 66
  41. Tim Dowley, John H. Y. Briggs, Robert D. Linder & David F. Wright, Introduction to the History of Christianity, 2002, Augsburg Fortress Publishers, σελ. 166, 167
  42. Geoffrey Regan, First Crusader: Byzantium's Holy Wars, 2003, Palgrave Macmillan, σελ. 24
  43. Βίος Κωνσταντίνου 3,13
  44. Ηefele-Leclereq, Hist.des conciles I/1, 53 κεξ, Κ.Bihlemeyer-H.Tuchle, ΚΓ, 1966, 254. και Ortiz de Urbina, Nizaa und Konstantinopopel, 70
  45. Φειδάς 2004, σελ. 439.
  46. E.Honigmann, the original lists of the Members of the council of Niceaa, Byzantion, 1942-43, 26-27
  47. Christopher M. Bellitto, The General Councils: A History of the Twenty-One Church Councils from Nicaea to Vatican II, Paulist Press, 2002, σελ. 18
  48. Μπούμης 2002, σελ. 183.
  49. Μπούμης 2002, σελ. 181.
  50. Θεοδώρητος. Εκκλ.Ιστ. 1,7
  51. Επιφάνιος, Σωκράτης, Σωζομενός, Θεοδώρητος και Αμβρόσιος.
  52. Eusebius of Caesaria. «Life of Constantine (Book III)». σελίδες Chapter 9 "Of the Virtue and Age of the 250 Bishops". Ανακτήθηκε στις 8 Μαΐου 2006. 
  53. Ad Afros Epistola Synodica 2
  54. Theodoret, Ecclesiastical History, Bk 1, Ch 7
  55. H.E. 1.8
  56. H.E. 3.31
  57. Contra Constantium
  58. Χρονικόν.
  59. Gustav Terres,"Time computations and Dionysius Exiguus", Journal for the History of Astronomy 15 (1984) 177–188, p.178.
  60. Επισκοπικός Κατάλογος Βατικανού
  61. Συριακοί, Κοπτικοί κατάλογοι
  62. Σωκράτης Εκκλ.Ιστορ. 4,12
  63. Steven Runciman (2005). Η Βυζαντινή Θεοκρατία. Εκδόσεις Δόμος. σελίδες 24. ISBN 9607217225. 
  64. Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού Αρχειοθετήθηκε 2008-05-26 στο Wayback Machine., Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, λήμμα «Αρειανισμός Αρχειοθετήθηκε 2016-03-04 στο Wayback Machine.» (και εδώ Αρχειοθετήθηκε 2016-03-05 στο Wayback Machine. (pdf))
  65. Dean Dudley, History of the First Council of Nice: A World's Christian Convention A.D. 325 With a Life of Constantine, A & B Book Dist Inc, 1992, σελ. 28.
  66. Εκκλ.Ιστ.1,7
  67. Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 11, στ. 853
  68. The Catholic Encyclopedia, Τόμ. 1ος, Εκδ. 1907, λήμμα «Ακακιανοί».
  69. Θεοδώρου Ανδρέας, 'Ιστορία των Δογμάτων - τόμ. 1ος, μέρος 2ον, Η ιστορία του δόγματος από της εποχής των Απολογητών μέχρι του 318 μ.Χ.', Γρηγόρης, Αθήνα, 1978, σελ. 466
  70. ΘΗΕ, τόμ. 11, στ. 852
  71. Καρμίρης 1960, σελ. 67.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Schaff, Philip. The Seven Ecumenical Councils (στα Αγγλικά). 
  • Moutafov, Emmanuel. «Σύνοδος Α΄ Οικουμενική Νικαίας, 325». Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού. Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού. Ανακτήθηκε στις 23 Ιουνίου 2021. 
  • Φειδάς, Βλάσιος (2004). Εκκλησιαστική Ιστορία (PDF). Διήγηση. 
  • Καρμίρης, Ιωάννης (1960). Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Α'. Αθήνα. 
  • Vasiliev, Α.Α. (1954). Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τόμ. Α'. Αθήνα: Μπεργαδής. 
  • Lenski, Noel (2005). The Cambridge companion to the Age of Constantine (στα Αγγλικά). Cambridge: Cambridge University Press. ISBN 9781139000840. 
  • Dungan, David L. (2006). Constantine's Bible : politics and the making of the New Testament (στα Αγγλικά). Minneapolis: Fortress Press. ISBN 0800637909. 
  • Μεταλληνός, Γεώργιος Δ. (2000). Εκκλησία και Πολιτεία στην Ορθόδοξη Παράδοση. Αθήνα: Αρμός. ISBN 9789605271657. 
  • Μπούμης, Παναγιώτης I. (2002). Κανονικόν Δίκαιον (3η επηυξημένη έκδοση). Αθήνα: Γρηγόρης. ISBN 9789603332510. 
  • Ελένη Γιαννακοπούλου, Αξιολογικές κρίσεις του ιερού Χρυσοστόμου περί των Πατέρων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, Αθήνα 2008
  • Odahl, Charles Matson (2004). Constantine and the Christian empire. London: Routledge. ISBN 0415174856. 
  • Β. Στεφανίδη, Εκκλησιαστική Ιστορία, Εκδόσεις Παπαδημητρίου, 1998

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το Σύμβολο Πίστης και οι Κανόνες της Συνόδου: First Council of Nicæa (A.D. 325) (Αγγλικά)
  • Christian History & Biography, «The Road to Nicaea», Τεύχος 85, Χειμώνας 2005, Τόμ. XXIV, Αρ. 1 (Αγγλικά)